Όνειρα (γ΄)

_______
Συνέχεια από Χάρτης #68

__________




Το τέταρτο όνειρο

Στις 29 Δεκεμβρίου 1947, ο χαρτογράφος Ιβάν Ιβάνοβιτς Μπολεσλάβσκι ήταν άρρωστος στο διαμέρισμά του στη Μόσχα. Ήταν εμπύρετος με γρίπη και κοιμόταν συνεχόμενα επί δύο ημέρες με σύντομα ενδιάμεσα διαλείμματα. Ονειρευόταν πολλά, κυρίως χώρες που ποτέ του δεν είχε δει. Το πιθανότερο είναι, βέβαια, να τις δει στα χρόνια της ζωής του, που του απομένουν.

Στο ύπαιθρο.

ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Έτοιμο το φαγητό, αφέντες.

ΠΕΤΕΡ: Επιτέλους. Το δάσος μου ανοίγει την όρεξη. Έλα, Μίχαελ.

ΜΙΧΑΕΛ: Κάτι ωραίο θα έχει ετοιμάσει. Έπρεπε να φέρναμε μαζί μας έναν Τσερκέζο μάγειρα.

ΠΕΤΕΡ: Έναν Τσερκέζο μάγειρα σε αποστολή στην κεντρική Αφρική!

ΜΙΧΑΕΛ: Ένας Τσερκέζος στην κεντρική Αφρική δεν είναι λιγότερο παράξενο, απ’ ότι εμείς εδώ. Τι είναι αυτό εδώ στο πιάτο;

ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Κονσέρβα.

ΜΙΧΑΕΛ: Δηλαδή ουγγαρέζικο γκούλας. Και αυτό εδώ; Φρέσκα λαχανικά;

ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Από το δάσος. Πολύ νόστιμα.

ΜΙΧΑΕΛ: Να μας δηλητηριάσεις θες, Χαλούνκε.

ΠΕΤΕΡ: Έχουν εξαιρετική γεύση.

ΜΙΧΑΕΛ: Πρώτη φορά δοκιμάζω. Αλλά έχεις δίκιο, Πέτερ.

Σε μικρή απόσταση ένα τύμπανο ξεκινά να χτυπά υποδηλώνοντας την αποστολή κάποιου μηνύματος, το οποίο ακολουθούν κι άλλα στη γύρω περιοχή.

ΠΕΤΕΡ: Πάλι ξεκίνησαν τα τύμπανα. Τι σημαίνει αυτό, Κόνγκο;

ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Ότι ο αφέντης τρώει τώρα.

ΠΕΤΕΡ: Ορίστε να το, τυμπανίζουν την κάθε κίνηση που κάνουμε με τα χέρια μας.

ΜΙΧΑΕΛ: Γιατί δεν τρώτε;

ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Φάγαμε, αφέντη.

ΠΕΤΕΡ: Κάθονται γύρω μας και μας κοιτάνε. Δεν το πρόσεξες, Μίχαελ;

ΜΙΧΑΕΛ: Είναι μόλις τρεις μέρες που μας ξέρουν και βρίσκουν τα πάντα πάνω μας παράξενα. Τίποτα δεν σημαίνει αυτό.

ΠΕΤΕΡ: Αυτό το τύμπανο με ταράζει.

ΜΙΧΑΕΛ: Εμένα όχι. Πολύ καλό το φαγητό, Κόνγκο.

ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Ναι, αφέντη.

ΠΕΤΕΡ: Να τος χαμογελάει. Πρέπει να τους λες καμιά καλή κουβέντα που και που.

ΜΙΧΑΕΛ: Και που και που να τους επιπλήττεις.

ΠΕΤΕΡ: Χόρτασες;

ΜΙΧΑΕΛ: Εντελώς.

ΠΕΤΕΡ: Πάμε στη σκηνή, να καπνίσουμε πίπα.

ΜΙΧΑΕΛ: Και να πάρουμε κι έναν υπνάκο. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας.

Στη σκηνή.
Το τύμπανο επιμένει από κάποια απόσταση.

ΠΕΤΕΡ: Νομίζω τα καταφέραμε μια χαρά με τους αχθοφόρους, δε νομίζεις;

ΜΙΧΑΕΛ: Κι εγώ έτσι πιστεύω.

ΠΕΤΕΡ: Δεν θες να καπνίσεις;

ΜΙΧΑΕΛ: Όχι, Πέτερ, ευχαριστώ.

ΠΕΤΕΡ: Αύριο το πρωί που θα… (Κάνει μια παύση)

ΜΙΧΑΕΛ: Ναι; Γιατί σταμάτησες;

ΠΕΤΕΡ: Ξέχασα τί ήθελα να πω.

ΜΙΧΑΕΛ γελώντας: Αρτηριοσκλήρωση στα τριάντα; Παραείναι νωρίς.

ΠΕΤΕΡ σκεπτικός: Δεν μπορώ να καταλάβω, Μίχαελ, τι γυρεύουμε εμείς εδώ;

ΜΙΧΑΕΛ: Πώς;

ΠΕΤΕΡ: Εννοώ, πού θέλουμε τελικά να πάμε; Και για ποιο λόγο βρισκόμαστε εδώ;

ΜΙΧΑΕΛ: Παράξενος μου έγινες. Τι για ποιο λόγο βρισκόμαστε εδώ;

ΠΕΤΕΡ: Αν με βρίσκεις παράξενο, τότε σε παρακαλώ πες μου!

ΜΙΧΑΕΛ: Το θυμόμουν πριν από λίγο. Τώρα το ξέχασα.

ΠΕΤΕΡ: Το θυμόσουν κι εσύ πριν. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και σε μένα.

ΜΙΧΑΕΛ: Ναι, αλλά αυτό είναι…Να πάρει!

ΠΕΤΕΡ: Μια ξαφνική απώλεια μνήμης.

ΜΙΧΑΕΛ: Και στους δυο μας.

ΠΕΤΕΡ: Κάτσε να σκεφτούμε. Βρισκόμαστε λοιπόν στην Αφρική μέσα στη ζούγκλα. Προφανώς σε μια αποστολή. Αλλά, με ποιο σκοπό;

ΜΙΧΑΕΛ: Κάθε αποστολή έχει πάντα και ένα σκοπό.

ΠΕΤΕΡ: Μα πώς; Ποιος είναι αυτός τότε;

ΜΙΧΑΕΛ: Η ευτυχία, φυσικά.

ΠΕΤΕΡ: Φυσικά, αυτό το λες μόνος σου. Μα είναι ανοησίες, Μίχαελ.

ΜΙΧΑΕΛ: Μου φαίνεται πολύ λογικό.

ΠΕΤΕΡ: Ας είναι. Αναζητάμε την ευτυχία.

ΜΙΧΑΕΛ: Ναι.

ΠΕΤΕΡ: Σε ποια μορφή την αναζητάμε όμως;

ΜΙΧΑΕΛ: Αυτό δεν το ξέρουμε ακόμα.

ΠΕΤΕΡ: Και απ’ όλα τα μέρη, γιατί εδώ συγκεκριμένα;

ΜΙΧΑΕΛ: Και γιατί όχι εδώ;

ΠΕΤΕΡ: Μίχαελ, δεν το καταλαβαίνω αυτό.

ΜΙΧΑΕΛ: Σκέψου το, Πέτερ! Δεν υπάρχει άλλος σκοπός.

ΠΕΤΕΡ: Γιατί τσακωνόμαστε; Έχουμε τα ημερολόγιά μας, τις καταγραφές μας, από εκεί θα το βρούμε.

ΜΙΧΑΕΛ: Εκεί θα το δεις και γραμμένο, ότι έχω δίκιο.

ΠΕΤΕΡ: Ελπίζω να είμαστε στο σωστό δρόμο.

ΝΕΓΡΟΣ φωνάζει έξω: Αφέντες!

ΠΕΤΕΡ: Τι συμβαίνει; Έλα μέσα!

ΝΕΓΡΟΣ στη σκηνή: Οι αχθοφόροι έφυγαν. Όλοι.

ΜΙΧΑΕΛ: Τι;

ΠΕΤΕΡ: Και τι σημαίνει αυτό, διάολε;

ΝΕΓΡΟΣ: Έφυγαν όλοι.

Βγαίνουν έξω.

ΠΕΤΕΡ: Και που είναι οι βαλίτσες μας;

ΝΕΓΡΟΣ: Λείπουν κι αυτές.

ΜΙΧΑΕΛ: Τα όργανά μας, οι καταγραφές μας;

ΠΕΤΕΡ: Τα τρόφιμα. Πρέπει να τους κυνηγήσουμε, τους κλέφτες, και να τούς τα πάρουμε πίσω.

ΜΙΧΑΕΛ: Χωρίς όπλα; Πιστεύεις ότι θα τα δώσουν πίσω από μόνοι τους;

ΠΕΤΕΡ: Έχουμε ακόμα τις σκηνές και δύο ράντζα.

ΜΙΧΑΕΛ: Και δύο λερωμένα πιάτα. Και τι να τα κάνουμε αυτά; Θα τα κουβαλάς μέσα στη ζούγκλα;

ΠΕΤΕΡ: Κι εσύ γιατί παρέμεινες εδώ;

ΝΕΓΡΟΣ: Δεν ανήκω στη φυλή τους.

ΠΕΤΕΡ: Μπορείς να καταλάβεις τι παίζουν στα τύμπανα;

ΝΕΓΡΟΣ: Κύριε…

ΠΕΤΕΡ: Ναι ή όχι;

ΝΕΓΡΟΣ: Καταλαβαίνω πολύ καλά.

ΠΕΤΕΡ: Αλλά;

ΝΕΓΡΟΣ: Δεν μπορώ να πω.

ΠΕΤΕΡ: Γιατί δεν λες;

ΝΕΓΡΟΣ: Για μένα χτυπάνε.

ΠΕΤΕΡ: Σου φερθήκαμε άσχημα;

ΝΕΓΡΟΣ: Αφέντες είστε καλοί. Δεν θα πω, γιατί είστε καλοί.

ΜΙΧΑΕΛ: Συμβαίνει κάτι χειρότερο;

ΝΕΓΡΟΣ: Κύριε…

ΠΕΤΕΡ: Πες το. Καλύτερα να το ξέρουμε.

ΝΕΓΡΟΣ: Οι σαμάνοι μας έδωσαν διαταγή να σας αφαιρέσουμε τη μνήμη.

ΜΙΧΑΕΛ: Μα πως γίνεται αυτό;

ΝΕΓΡΟΣ: Ανακατεύεις τις ρίζες του φυτού Τούριακ μέσα στο φαγητό.

ΜΙΧΑΕΛ: Ώστε αυτά ήταν τα νόστιμα λαχανικά.

ΠΕΤΕΡ: Με το ζόρι τα θυμόμαστε.

ΝΕΓΡΟΣ: Αφέντες, θα τα ξεχάσετε κι αυτά.

ΜΙΧΑΕΛ: Δεν υπάρχει αντίδοτο;

ΝΕΓΡΟΣ: Δεν γνωρίζω κανένα.

ΠΕΤΕΡ: Οι σαμάνοι δεν το ξέρουν;

ΝΕΓΡΟΣ: Ίσως.

ΜΙΧΑΕΛ: Τί θα γίνει με μας τώρα;

ΝΕΓΡΟΣ: Κανείς δεν πρόκειται να σας βοηθήσει. Είστε στα χέρια των δαιμόνων.

ΠΕΤΕΡ: Ποιοι είναι οι δαίμονες;

ΝΕΓΡΟΣ: Δεν ξέρω, αλλά τους φοβάμαι.

ΜΙΧΑΕΛ: Άγρια ζώα, ίσως, φίδια, σκορπιοί, κουνούπια…

ΝΕΓΡΟΣ: Αν ζήσετε, θα είναι καλό, αν πεθάνετε, πάλι καλό θα είναι.

ΠΕΤΕΡ: Καλοσύνη σου.

ΜΙΧΑΕΛ: Γιατί τρέμεις;

ΝΕΓΡΟΣ: Κύριε, μού στείλανε με τα τύμπανα μια διαταγή.

Παύση, ενώ ακούγεται να πλησιάζει ένα τύμπανο.

ΠΕΤΕΡ: Τι διαταγή;

ΝΕΓΡΟΣ: Κύριε, πρέπει να φύγω.

ΠΕΤΕΡ: Εϊ, που πας και τρέχεις;

ΝΕΓΡΟΣ καθώς απομακρύνεται: Κύριε, πρέπει να φύγω.

ΠΕΤΕΡ: Χαλούνκε, σε πληρώσαμε;

ΝΕΓΡΟΣ από μακριά: Πρέπει να φύγω.

ΜΙΧΑΕΛ: Ασ’ τον! Για ποιο λόγο να τον κρατάμε;

Τα τύμπανα ολόγυρα παύουν με ένα χτύπημα.

ΠΕΤΕΡ: Ακούς; Σταμάτησαν να χτυπάνε.

ΜΙΧΑΕΛ: Ναι, αλλά έχω την αίσθηση ότι πίσω από κάθε θάμνο ένα ζευγάρι μάτια μας παρακολουθεί.

ΠΕΤΕΡ: Πώς σε λένε;

ΜΙΧΑΕΛ: Τι;

ΠΕΤΕΡ: Το όνομά σου.

ΜΙΧΑΕΛ: Δεν ξέρω.

ΠΕΤΕΡ: Εντάξει, θα σε λέω ‘ένα’ κι εσύ θα με λες ‘δύο’.

ΜΙΧΑΕΛ: Που βρισκόμαστε;

ΠΕΤΕΡ: Που να ‘μαστε. Εκεί που είμασταν πάντα.

ΜΙΧΑΕΛ: Νιώθω σαν να είμασταν κάπου αλλού προηγουμένως.

ΠΕΤΕΡ: Ανοησίες. Πάντα εδώ είμασταν. Εδώ είναι το σπίτι μας.

ΜΙΧΑΕΛ: Νομίζω πως δεν λεγόταν σπίτι, αλλά σκηνή.

ΠΕΤΕΡ: Ναι, ενδεχομένως.

ΜΙΧΑΕΛ: Ναι, αλλά αυτό δεν είναι το σπίτι μας. Πρέπει να φύγουμε.

ΠΕΤΕΡ: Γιατί πρέπει να φύγουμε; Γιατί να μην μείνουμε εδώ που είμαστε; Και πού να πάμε;

ΜΙΧΑΕΛ: Θυμήσου, ο σκοπός ήταν η ευτυχία.

ΠΕΤΕΡ: Φυσικά. Και βρίσκεται εδώ.

ΜΙΧΑΕΛ: Όχι, δεν είναι εδώ. Πάω να την ψάξω.

ΠΕΤΕΡ: Τρελός είσαι! Αλλού δεν θα βρεις τίποτα.

ΜΙΧΑΕΛ: Πάω να την ψάξω. Αντίο.

ΠΕΤΕΡ: Δεν μπορώ να σε εμποδίσω. Αντίο.

ΜΙΧΑΕΛ από μακριά: Ο δρόμος πάει μέσα από τα χορτάρια.

ΠΕΤΕΡ: Τρελέ! Άθλιε τρελέ! (χασμουριέται) Ο ύπνος είναι η ευτυχία. Αλλά νιώθω σα να μου λείπει κάτι, σαν να υπήρχε κάποιος θόρυβος πριν.

Τα τύμπανα ξεκινούν χαμηλόφωνα και ολοένα δυναμώνουν.

Α, μάλιστα. Τώρα είμαι απόλυτα ευτυχισμένος.

Τα τύμπανα σε πλήρη ένταση.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως ο ήλιος κατά τη διάρκεια της πορείας του στον ουρανό, τριβόταν στην τροχιά του, παράγοντας έτσι έναν ήχο ακατάπαυστο και διαχρονικά αμετάβλητο, που κατά συνέπεια δεν γινόταν αντιληπτός από την ανθρώπινη ακοή.

Πόσοι τέτοιοι θόρυβοι υπάρχουν γύρω μας; Μια μέρα θα μπορέσουμε να τους ακούσουμε και τότε θα γεμίσουν τα αυτιά μας με τρόμο…


Όνειρα (γ΄)
Το πέμπτο όνειρο



…η κυρία Λούσυ Χάρισον, από τη λεωφόρο Ρίτσμοντ της Νέας Υόρκης το άκουσε στις 31 Αυγούστου 1950, την ώρα που την είχε πάρει ο ύπνος το απόγευμα, ενώ επιδιόρθωνε το στρίφωμα μιας σκισμένης φούστας.

ΚΟΡΗ: Εδώ είναι το σαλόνι. Εδώ είναι το πιο όμορφο σημείο.

ΜΗΤΕΡΑ: Τι υπέροχη θέα! Το ποτάμι με τα ατμόπλοια, το πάρκο απέναντι, οι ουρανοξύστες, Θεέ μου, πόσο όμορφα είναι.

ΚΟΡΗ: Πολύ χαίρομαι, μαμά, που ήρθες επίσκεψη!

ΜΗΤΕΡΑ: Ήθελα επιτέλους να δω το διαμέρισμά σας. Να χαρώ κι εγώ λιγάκι με την ευτυχία σας. Με κάνει να αισθάνομαι πάλι νέα, όπως τότε, που ήμουν κι εγώ στο μήνα του μέλιτος.

ΚΟΡΗ: Μαμά μου υπέροχη!

ΜΗΤΕΡΑ: Παιδί μου, πόσο τυχερή είσαι! Με τόσο καλή θέση που έχει ο Μπιλ, έτσι δεν είναι;

ΚΟΡΗ: Πράγματι, ο Μπιλ έχει καλό μισθό.

ΜΗΤΕΡΑ: Και σε κακομαθαίνει, αυτό φαίνεται. Αυτός ο άνετος καναπές, το πικάπ… Παίζεις καμιά φορά πιάνο;

ΚΟΡΗ: Αχ, μαμά, πρέπει να το παραδεχτώ, είμαι τρομερά τεμπέλα, από τότε που πήραμε την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το πικάπ.

ΜΗΤΕΡΑ: Δεν πειράζει. Δεν ήσουν δα και βιρτουόζα. Αλλά έπαιζες πολύ χαριτωμένα το «Where is my rose of Waikiki?» Πότε γυρνάει ο Μπιλ από το γραφείο;

ΚΟΡΗ: Γύρω στις πέντε.

ΜΗΤΕΡΑ: Τότε έχουμε ακόμα χρόνο. (Με έναν αναστεναγμό ανακούφισης). Θα καθίσω λιγάκι εδώ. Θεέ μου, τί ωραία που είστε εδώ! Το τραπεζομάντηλο είναι θαυμάσιο.

ΚΟΡΗ: Ο Μπιλ μου το έφερε τις προάλλες.

ΜΗΤΕΡΑ: Τι προάλλες; Κάποια ειδική περίσταση;

ΚΟΡΗ: Έτσι, απλά. Για να με κάνει χαρούμενη.

ΜΗΤΕΡΑ: Έχεις καλό σύζυγο. (Ξαφνικά). Σώπασε λίγο!

ΚΟΡΗ: Τι συμβαίνει;

ΜΗΤΕΡΑ: Τι θόρυβος είν’ αυτός;

Σιωπή, ενώ ακούγεται ένας αδύναμος, αλλά συνεχόμενος και επίμονος ήχος ξυσίματος.

ΚΟΡΗ: Δεν είναι τίποτα, το ασανσέρ κάνει έτσι.

ΜΗΤΕΡΑ: Α, μάλιστα.

ΚΟΡΗ: Θέλεις να φάμε, μαμά, ή προτιμάς να πιούμε κάτι;

ΜΗΤΕΡΑ: Όχι, μη σηκώνεσαι, έφαγα στο τρένο. Έλα να κάτσεις δίπλα μου.

ΚΟΡΗ: Να βάλω το ραδιόφωνο;

ΜΗΤΕΡΑ: Τίποτα δεν χρειάζεται, άσε με να σε κοιτάω μονάχα. Αμέ, μια χαρά φαίνεσαι, καταλαβαίνει κανείς ότι είσαι ευτυχισμένη.

ΚΟΡΗ: Αχ, βρε μαμά…

ΜΗΤΕΡΑ: Τι είναι αυτό τώρα; Δάκρια;

ΚΟΡΗ: Είναι δάκρια χαράς.

ΜΗΤΕΡΑ: Λούσυ, κοριτσάκι μου.

ΚΟΡΗ: Εντάξει, μια χαρά είμαι τώρα.

ΜΗΤΕΡΑ: Το ασανσέρ σας λειτουργεί διαρκώς.

ΚΟΡΗ: Ναι, είναι μεγάλο κτίριο με πολλά διαμερίσματα.

ΜΗΤΕΡΑ: Πραγματικά, πολύ παράξενο ασανσέρ.

ΚΟΡΗ: Παράξενο, γιατί;

ΜΗΤΕΡΑ: Εννοώ, ο ήχος του είναι παράξενος.

Σιωπή.
Ο θόρυβος ακούγεται όπως προηγουμένως.

ΚΟΡΗ με βεβιασμένο γέλιο: Έλα τώρα, ανοίγω αμέσως το ραδιόφωνο. Το ασανσέρ φαίνεται να σου προκαλεί νευρικότητα.
Ανάβει το ραδιόφωνο. Και τώρα πάω να φτιάξω μια κούπα τσάι. Δεν θέλω αντιρρήσεις! Πρέπει ούτως ή άλλως να πάω στην κουζίνα, να ετοιμάσω το φαγητό για το Μπιλ.

ΜΗΤΕΡΑ: Αν πρέπει ούτως ή άλλως.

Μουσική από το ραδιόφωνο.

ΜΗΤΕΡΑ φωνάζοντας: Λούσυ, ακούς;

ΚΟΡΗ από μέσα: Τι, μαμά;

ΜΗΤΕΡΑ: Το «Where is my rose of Waikiki»!

ΚΟΡΗ από μέσα: Α, να, η αγαπημένη σου μελωδία.

Η μητέρα σιγομουρμουρίζει μερικά μέτρα του τραγουδιού, ξαφνικά σταματάει.

ΜΗΤΕΡΑ: Ακούγεται και το ασανσέρ, όταν παίζει το ραδιόφωνο. Να ρίξω μια ματιά.

Βγαίνει έξω.

ΚΟΡΗ από μέσα: Τι είναι, μαμά;

ΜΗΤΕΡΑ από μακριά: Ήθελα να δω τι συμβαίνει με το ασανσέρ.

ΚΟΡΗ: Ασ’ το, μαμά!

ΜΗΤΕΡΑ από μακριά: Το ασανσέρ δεν κινείται καθόλου. Είναι σταματημένο. Και ο θόρυβος παρόλα αυτά συνεχίζει.

ΚΟΡΗ στριμωγμένη: Τότε θα είναι κάποιος άλλος θόρυβος. Μην ανησυχείς.

ΜΗΤΕΡΑ: Πολύ παράξενο όμως είναι.

ΚΟΡΗ: Έλα, πάμε στο δωμάτιο να ακούσουμε μουσική.

ΜΗΤΕΡΑ: Δίκιο έχεις. Δεν έχει νόημα να ασχολείσαι με τόσο ανεπαίσθητους ήχους.

Η μουσική στο ραδιόφωνο σταματά. Ακούγεται ο εκφωνητής.

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Ακούσατε το «Where is my rose of Waikiki». Και με αυτό ολοκληρώνεται η εκπομπή μας με μουσική από δίσκους βινυλίου. Ακολουθεί μια διάλεξη.

ΜΗΤΕΡΑ στον εαυτό της: Διάλεξη! Τίποτα καλύτερο δεν έχουνε;

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 17:00 ακριβώς.

Χτύπημα γκονγκ.

Στο μικρόφωνο αυτή τη στιγμή ο καθηγητής Γουίλκινσον με θέμα τους «Τερμίτες».

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Είναι δυσάρεστο να ζεις, εκεί όπου υπάρχουν τερμίτες. Τα έντομα αυτά ροκανίζουν τα πάντα με την ακόρεστη πείνα τους και ο άνθρωπος είναι ανίσχυρος απέναντί τους. Ο τρόπος που τρέφονται είναι ακόμα πιο δυσάρεστος, καθώς η καταστροφική τους δραστηριότητα αρχίζει να γίνεται αντιληπτή, όταν πια είναι πολύ αργά. Οι τερμίτες έχουν την ιδιότητα να κοιλαίνουν εσωτερικά όλα τα αντικείμενα και να αφήνουν ένα λεπτό εξωτερικό περίβλημα, σαν δέρμα, το οποίο φυσικά μια μέρα διαλύεται σαν σκόνη. Μπορεί δηλαδή κάποιος να πέσει για ύπνο μέσα στο σπίτι του το βράδυ και το πρωί να ξυπνήσει στο ύπαιθρο, γιατί το σπίτι έγινε σκόνη μέσα σε μια νύχτα.

ΜΗΤΕΡΑ: Το ακούς αυτό Λούσυ; (Γελώντας). Τρώνε, λέει, οι τερμίτες το σπίτι και το πρωί ξυπνάει κανείς στο ύπαιθρο.

ΚΟΡΗ πλησιάζοντας: Κλείσ’ το, μαμά!

Το ραδιόφωνο σβήνει.

ΜΗΤΕΡΑ: Κι όμως, είχε πολύ ενδιαφέρον.

ΚΟΡΗ απελπισμένα: Όχι, όχι!

ΜΗΤΕΡΑ: Τι έχεις Λούσυ; Έχεις χλομιάσει ολόκληρη.

ΚΟΡΗ: Α, τίποτα.

Σιωπή.

ΜΗΤΕΡΑ αποφασιστικά: Λούσυ, τελικά δεν έκλαιγες από χαρά πριν.

ΚΟΡΗ: Ανοησίες, μαμά.

Σιωπή, ενώ ο θόρυβος ακούγεται δυνατότερος.

ΜΗΤΕΡΑ: Τερμίτες είναι αυτό που ακούγεται.

ΚΟΡΗ: Οι τερμίτες δεν τρώνε το μπετόν.

ΜΗΤΕΡΑ: Δεν θέλεις να το παραδεχτείς. Λούσυ, παιδί μου, έχω δίκιο, έτσι δεν είναι;

ΚΟΡΗ: Ναι, μαμά.

Σιωπή όπως και πριν.

ΜΗΤΕΡΑ: Δεν σας καταλαβαίνω. Γιατί δεν μετακομίζετε;

ΚΟΡΗ: Είναι ανώφελο.

ΜΗΤΕΡΑ: Μα, Λούσυ!

ΚΟΡΗ: Έχουν πάει παντού.

ΜΗΤΕΡΑ: Τι εννοείς;

ΚΟΡΗ: Δεν το έχεις παρατηρήσει, ότι ο ίδιος θόρυβος ακούγεται παντού; Στη Νέα Υόρκη και στην Καλιφόρνια, στο Μεξικό και στον Καναδά.

ΜΗΤΕΡΑ: Στο Άλμπανβιλ δεν υπάρχουν τερμίτες, βασίσου σε αυτό. Το σπίτι μου είναι ασφαλές.

ΚΟΡΗ: Εσύ δώσε βάση. Ροκανίζουνε το σπίτι σου, όπως κι εδώ.

ΜΗΤΕΡΑ: Θα το είχε καταλάβει ήδη κάποιος. Μα τί ανοησίες είναι αυτές.

ΚΟΡΗ: Μια φορά να το ακούσεις και το ακούς συνέχεια, στα διαμερίσματα και στον υπόγειο σιδηρόδρομο, στα δέντρα και στα σιτηρά. Πιστεύω ότι ροκανίζουν και κάτω από τη γη. Και το έδαφος πάνω στο οποίο στεκόμαστε, ένα λεπτό περίβλημα, τα πάντα δεν είναι παρά ένα λεπτό περίβλημα και από μέσα κούφια.

ΜΗΤΕΡΑ: Δεν μπορεί να είναι τόσο άσχημα. Είναι ψευδαίσθηση αυτό, Λούσυ.

ΚΟΡΗ: Ένα δυνατό τράνταγμα και όλα καταρρέουν. Εδώ και καιρό δεν είχαμε καταιγίδες.

ΜΗΤΕΡΑ: Εννοείς δηλαδή ότι μια καταιγίδα…;

ΚΟΡΗ: Ναι.

ΜΗΤΕΡΑ με μια σπασμωδική προσπάθεια να γελάσει: Όλη μέρα μου φαινόταν ότι είχε υγρασία. Άνοιξε το παράθυρο, Λούσυ!

ΚΟΡΗ: Ναι, μαμά.

Ανοίγει το παράθυρο.

ΜΗΤΕΡΑ: Όχι, δεν έχει υγρασία έξω. Φρέσκος αέρας, δόξα τω Θεώ. Να καθαρίσει το μυαλό μας. Λούσυ, λοιπόν, ξεκάθαρα δεν θα μείνετε άλλο εδώ. Θα έρθετε μαζί μου στο Άλμπανβιλ, έπειτα βλέπουμε τι θα κάνουμε. Μόλις έρθει ο Μπιλ, θα του μιλήσω. Γιατί δεν έχει έρθει; Είναι περασμένες πέντε.

ΚΟΡΗ: Ίσως δεν πήγε ακόμα πέντε.

ΜΗΤΕΡΑ: Ανοίγω το ραδιόφωνο, να ακούσω ακριβώς τί ώρα είναι. (Ανάβει το ραδιόφωνο). Όπου η ώρα έχει ακρίβεια, υπάρχει τάξη. Και όπου υπάρχει τάξη, δεν υπάρχουν μυστικά.

Το ραδιόφωνο ξεκινάει σιγά-σιγά.

ΚΟΡΗ: Ακόμα για τερμίτες λέει.

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Μια παροιμία των Έβε από την κεντρική Αφρική λέει: «Ο τερμίτης ροκανίζει τα πράγματα, ροκανίζει τα πράγματα του Θεού, αλλά δεν ροκανίζει το Θεό».

ΜΗΤΕΡΑ: Τελείωσε;

ΚΟΡΗ: Έτσι φαίνεται.

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Ακούσατε μια διάλεξη του καθηγητή Γουίλκινσον. Και τώρα η ώρα. Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι πέντε και μισή.

Χτύπος του γκονγκ.

ΜΗΤΕΡΑ: Πεντέμιση; Που είναι ο Μπιλ;

ΚΟΡΗ: Ίσως σε κάποιον άλλο σταθμό να παίζει λίγο μουσική.

Γυρίζει το διακόπτη. Ακούγονται διάφορες φωνές και μουσικές, μέχρι που επιλέγει μια χορευτική μουσική σε χαμηλή ένταση.

ΜΗΤΕΡΑ καθώς χασμουριέται: Άμα το ‘ξερα ότι θα αργούσε τόσο πολύ, θα ξάπλωνα λιγάκι. Ξαφνικά νιώθω τρομερή κούραση.

ΚΟΡΗ: Βέβαια, μαμά, ξάπλωσε εδώ λίγο στον καναπέ.

ΜΗΤΕΡΑ: Το πολύωρο ταξίδι και η αναστάτωση, τώρα…αισθάνομαι αρκετά παράξενα.

ΚΟΡΗ: Ναι, κοιμήσου λιγάκι, εγώ θα συνεχίσω με το φαγητό.

ΜΗΤΕΡΑ: Η μουσική είναι ευχάριστη, πραγματικά σε νανουρίζει. Και δεν ακούγεται κι αυτός ο τρομακτικός θόρυβος τόσο έντονα.

Σιωπή, ενώ ακούγεται μουσική.
Χτυπάει το κουδούνι.
Το ραδιόφωνο ακούγεται από απόσταση, ενώ από πιο κοντά, ακούγεται η πόρτα που ανοίγει.

ΚΟΡΗ: Μπιλ!

ΜΠΙΛ: Καλημέρα, Λούσυ.

ΚΟΡΗ: Τί έγινε; Γιατί κάθεσαι στα σκαλιά;

ΜΠΙΛ: Πήγαινε στην κουζίνα, Λούσυ!

ΚΟΡΗ: Φιλί δεν έχει, Μπιλ;

ΜΠΙΛ: Όχι, σήμερα δεν έχει. Μη με ακουμπάς. Είμαι μεθυσμένος. Άσε με να περάσω, αλλά μη με ακουμπάς.

ΚΟΡΗ: Αφού δεν είσαι καν μεθυσμένος, Μπιλ. Μα, τι έχεις κι εσύ τώρα; Έχω ήδη ταραχτεί με όλα τ’ άλλα.

ΜΠΙΛ: Έλα μέσα.

Η πόρτα κλείνει.

ΚΟΡΗ: Η μαμά ήρθε επίσκεψη.

ΜΠΙΛ: Πού είναι;

ΚΟΡΗ: Εδώ, στο δωμάτιο…

Η πόρτα ανοίγει, ακούγεται από δίπλα η μουσική από το ραδιόφωνο.

Κοιμάται, είναι κουρασμένη από το ταξίδι. Πεινάς;

ΜΠΙΛ: Όχι.

ΚΟΡΗ: Το φαγητό είναι σχεδόν έτοιμο. Μοσχαρίσιο συκώτι.

ΜΠΙΛ: Δεν θέλω.

ΚΟΡΗ: Το αγαπημένο σου φαγητό!

ΜΠΙΛ: Δεν πεινάω. Η μαμά φαίνεται να κοιμάται πολύ βαριά.

ΚΟΡΗ: Ετοιμάζω το φαγητό κι έπειτα την ξυπνάμε.

ΜΠΙΛ: Αχ, άσε το φαγητό! Μείνε μια στιγμή εδώ!

ΚΟΡΗ: Ναι.

ΜΠΙΛ: Είσαι τόσο όμορφη, Λούσυ! Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπώ!

ΚΟΡΗ χαρούμενη: Αχ, Μπιλ…

ΜΠΙΛ: Όχι, σταμάτα, μη με ακουμπάς. Αχ, Λούσυ, μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα που είσαι τόσο όμορφη. Ίσως όχι ξεχωριστή, αλλά αγαπώ τα πάντα σε σένα. Δεν θα σε φιλήσω ποτέ ξανά, Λούσυ.

ΚΟΡΗ: Μπιλ!

ΜΠΙΛ: Μείνε εκεί που κάθεσαι! Για πες μου, η μαμά ένιωσε ξαφνική εξάντληση; Εννοώ, δεν φαινόταν από πριν ότι ήταν κουρασμένη;

ΚΟΡΗ: Μου είπε ξαφνικά και ήθελε να ξαπλώσει. Είχα σκοπό να την ξυπνήσω μόλις έρθεις. Θα την ξυπνήσω τώρα.

ΜΠΙΛ: Δεν μπορείς. Είναι νεκρή.

ΚΟΡΗ ξεφωνίζοντας: Μπιλ! Τι λες!

ΜΠΙΛ: Κάθισε εκεί! Μη την αγγίζεις! Έλα, σύνελθε, δεν μου μένει πολύς χρόνος να σου μιλήσω. Γιατί κι εγώ είμαι τρομερά κουρασμένος.

Ήχος τριξίματος από το ραδιόφωνο.

ΜΠΙΛ: Πλησιάζει καταιγίδα. Ακούγεται στο ραδιόφωνο.

ΚΟΡΗ: Θέλω να φύγω, Μπιλ, να φύγω.

ΜΠΙΛ: Πού να πας; Κλείσε το ραδιόφωνο, το τρίξιμο είναι ανυπόφορο.

Το ραδιόφωνο σβήνει.
Ακούγεται ο ήχος από τους τερμίτες που ροκανίζουν.

ΜΠΙΛ: Το ακούς;

ΚΟΡΗ ψιθυριστά: Το ακούω. Θέλω να φύγω, Μπιλ.

ΜΠΙΛ: Μα, μείνε, μείνε Λούσυ, μη με αφήσεις να πεθάνω μόνος μου.

ΚΟΡΗ: Δεν θα πεθάνουμε, θα ζήσουμε.

ΜΠΙΛ: Εγώ πεθαίνω, ακριβώς όπως η μαμά.

ΚΟΡΗ: Όχι.

ΜΠΙΛ: Εκείνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μονάχα ένα λεπτό δέρμα, που διαλύεται, άμα την αγγίξεις.

ΚΟΡΗ: Ναι, αλλά εσύ,…εσύ όχι.

ΜΠΙΛ: Κι εγώ το ίδιο. Το κατάλαβα στο δρόμο. Κοίταξα την ώρα και ήταν πεντέμιση και τότε το κατάλαβα. Τώρα έχουν φτάσει στην καρδιά μου. Δεν πονάω, αλλά από μέσα μου είμαι όλος κούφιος. Αν με αγγίξεις, θα διαλυθώ.

ΚΟΡΗ: Μπιλ!

ΜΠΙΛ: Όχι, μη με ακουμπάς. Είμαι τρομακτικά κουρασμένος. Ήταν όμορφα μαζί σου, ήταν όμορφη η ζωή μαζί σου.

ΚΟΡΗ: Μπιλ!

Από απόσταση ακούγεται κεραυνός.

ΜΠΙΛ: Η καταιγίδα πλησιάζει. Το σπίτι θα καταρρεύσει με τον κεραυνό.

ΚΟΡΗ: Εσύ, όμως…εσύ όμως όχι.

ΜΠΙΛ: Κι εγώ, κι η μαμά. Αχ, Λούσυ,...καληνύχτα αγαπημένη,…καληνύχτα αγαπημένη, γλυκειά μου Λούσυ!

Η κόρη ουρλιάζει καθώς ακούγεται ένας δυνατός, μακρόσυρτος κεραυνός.


Ξυπνήστε, γιατί τα όνειρά σας είναι δυσάρεστα!
Παραμείνετε ξύπνιοι, γιατί η φρίκη πλησιάζει.

Έρχεται και σε εσένα, που ζεις μακριά από τα
μέρη όπου χύνεται αίμα,
και σε εσένα στον απογευματινό σου ύπνο,
που δεν σου αρέσει να σ’ ενοχλούν.
Κι αν δεν έρθει σήμερα, θα έρθει αύριο,
να είσαι σίγουρος.

«Ω, ευχάριστε ύπνε
σε μαξιλάρια με κόκκινα λουλούδια,
χριστουγεννιάτικο δώρο από την Αννίτα, που τρεις εβδομάδες το κεντούσε,

ω, ευχάριστε ύπνε,
που το ψητό ήταν ζουμερό και τα λαχανικά τρυφερά.
Καθώς πέφτεις για ύπνο, θυμάσαι το χθεσινοβραδινό δελτίο ειδήσεων:
πασχαλινά αρνιά, ανθισμένη φύση, εγκαίνια στο καζίνο του Μπάντεν-Μπάντεν,

το Κέιμπριτζ να κερδίζει την Οξφόρδη με διαφορά δυόμισι μηκών,
αυτά αρκούν, για να κρατούν το μυαλό σου απασχολημένο.

Ω, αυτό το μαλακό μαξιλάρι, από πούπουλο Α΄ διαλογής!
Πάνω του ξεχνάς τα ενοχλητικά πράγματα του κόσμου, την είδηση για παράδειγμα:
Ότι η κατηγορούμενη για έκτρωση είπε προς υπεράσπισή της:
Η γυναίκα, μητέρα επτά παιδιών, ήρθε σε μένα με ένα βρέφος,
για το οποίο δεν είχε πάνες και
το είχε τυλίξει σε χαρτί εφημερίδας.

Αυτά, λοιπόν, είναι ζητήματα που αφορούν το δικαστήριο, όχι εμάς.
Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα γι’ αυτό, αν το ένα είναι κάπως πιο δύσκολο από το άλλο.
Και ό,τι κι αν έρθει, ας το παλέψουν τα εγγόνια μας».

«Α, κοιμάσαι κιόλας; Ξύπνα καλά, φίλε μου!
Το ηλεκτρικό ρεύμα ρέει ήδη στις περιφράξεις και τα πόστα έχουν οριστεί».

Όχι, μην κοιμάστε, όσο οι διαχειριστές του κόσμου είναι απασχολημένοι!
Να είστε καχύποπτοι απέναντι στην εξουσία τους, την οποία προφασίζονται ότι αποκτούν για το καλό σας!
Φροντίστε η καρδιά σας να μην είναι άδεια, την ώρα που έρχεστε αντιμέτωποιμε την αδειοσύνη της καρδιάς σας!
Κάντε ό,τι είναι αχρείαστο, τραγουδήστε τα τραγούδια που κανείς δεν περιμένει να ακούσει από το στόμα σας!
Μην τους το κάνετε εύκολο, γίνετε η άμμος, όχι το γράσο στα γρανάζια του κόσμου!