Οι λίστες (γ΄)
ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ
Ο Φ και ο Χ μόνοι.
Ο Φ αναμασάει μια φράση, ο Χ τον κοιτάζει νευριασμένος, σχεδόν ανυπόμονος, ενοχλημένος.
Στην πραγματικότητα ο Χ προσπαθεί να καταλάβει τι λέει ο Φ.
Αφού ο Φ επαναλαμβάνει την αναμασημένη φράση πολλές φορές, ο Χ δεν αντέχει άλλο.
Χ: Ποια είναι η φράση; Για τον θεό… Ποια είναι; Η φράση.
Φ: Γιατί; Κι έπειτα εσύ γελάς με τα πάντα.
Χ: Δεν θα γελάσω.
Παύση. Ο Φ κοιτάζει τον Χ. Ο Χ του ανταποδίδει τη ματιά.
Παύση.
Φ: ‘‘Για ποδόσφαιρο, καλύτερα να μην μιλήσουμε.’’
Χ: Συγγνώμη…;
Φ: Αυτή είναι η φράση. ‘‘Για ποδόσφαιρο, καλύτερα να μην μιλήσουμε.’’ (Παύση.) Σου το είπα ότι θα γελούσες.
Χ: (Πολύ σοβαρός.) Δεν γέλασα.
Φ: Σου το είπα ότι θα γελούσες.
Σιωπή. Ξαφνικά, ο Χ αγανακτισμένος.
Χ: Και θέλεις να ερμηνεύσεις τον κόσμο με βάση αυτή τη φράση;
Φ: Καθώς μεγαλώνουμε σε ηλικία, τα προβλήματα που για να λυθούν είναι πιο περίπλοκα αποδεικνύονται και τα πιο ενδιαφέροντα.
Χ: Γιατί δεν εγκαταλείπεις την προσπάθεια;
Φ: Μόλις άρχισα.
Χ: Γιατί άρχισες;
Σιωπή.
Φ: Είναι το πρότζεκτ μου. Επιτέλους έχω ένα πρότζεκτ. Τι έχεις ενάντια στο πρότζεκτ μου;
Χ: Δεν ξέρω τι ερμηνεία του κόσμου μπορείς να βγάλεις από εκεί. (Παύση.) Από το να μην γράφεις τίποτα στο να θέλεις να ερμηνεύσεις τον κόσμο…
Φ: Πρέπει να είμαστε φιλόδοξοι.
Χ: Νόμιζα ότι έπρεπε να εξοικονομούμε δυνάμεις.
Φ: Είμαι ένας καλλιτέχνης… Πάντα δουλεύω.
Χ: Δεν το είχες προσπαθήσει παλιά…; Το είχες ήδη προσπαθήσει παλιά με άλλες φράσεις, και τίποτα. Πώς ήταν;… (Σκέφτεται.) Α, ναι… ‘‘Μπες στο σπίτι, γιατί βραδιάζει.’’ Και η άλλη. (Τη θυμάται καθώς τη λέει.) ‘‘Σήμερα εγώ… χυλούς… δεν θέλω.’’
Φ: Χυλούς;
Παύση.
Χ: (Αβέβαιος.) Δεν ήταν χυλοί;
Φ: Με αυτή τη φράση σίγουρα δεν μπορεί να ερμηνευτεί τίποτα…
Χ: Χυλούς… Δεν ήταν χυλούς…;
Φ: Φασόλια ήταν… Πρέπει να μιλάς για φαγητό τώρα…; Φασόλια ήταν. (Παύση.) Τι είναι οι χυλοί;
Παύση.
Φ: Έχω και πάλι ένα πρότζεκτ. Συγγραφικό. Θα μπορούσες να σέβεσαι τα πρότζεκτ μου όπως εγώ σέβομαι τους πίνακές σου…
Χ: Εγώ δεν θέλω να ερμηνεύσω τίποτα…
Φ: Δεν χρειάζεσαι καμία φράση γι’ αυτό.
Παύση.
Χ: Μου επιτίθεσαι.
Φ: (Γενικά.) Χάνουμε τη μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο.
Χ: Μου επιτίθεσαι ενώ εγώ όχι. Εγώ απλώς είμαι εδώ.
Φ: (Στον Χ, στα μάτια.) Λοιπόν εγώ είμαι λιγότερο βίαιος απ’ όσο νομίζεις.
Παύση. Σταματούν οι επιθέσεις. Ο Φ μετανιώνει, αλλάζει τη στάση του.
Παύση. Ο Φ παραιτείται.
Φ: Εμείς δεν φτάσαμε στο τέλος…
Χ: Συγγνώμη;
Φ: Αυτού του είδους… εμείς. Δεν ξέρω. Είμαστε διαφορετικοί. Δεν φτάνουμε ως το τέλος των πραγμάτων. Υποτίθεται ότι είμαστε καλλιτέχνες…
Χ: Αυτό που υποτίθεται είναι ότι πεινάμε. Και το σίγουρο είναι ότι κατέστρεψες τη μοναδική δυνατότητα που μας απόμενε για να φάμε.
Φ: Για να μάθουμε! (Παύση.) Δεν σου έδωσε την εντύπωση ότι εμείς ήμασταν πιο κτηνοτρόφοι απ’ ό,τι εκείνος;
Χ: (Με έκφραση αηδίας.) Για τον θεό…
Παύση.
Χ: (Υστερικός.) Τα κατάστρεψες όλα!
Παύση.
Φ: Το μόνο που σε ανησυχεί είναι το φαγητό, ε;
Παύση.
Φ: Κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Παύση.
Φ: Διασκεδάζουμε.
Παύση.
Φ: Μπορούμε να τα καταφέρουμε με λίγα.
Παύση. Ο Χ τον κοιτάζει κουρασμένος. Ο Φ με τη σειρά του, κοιτάζει τον Χ αβέβαιος.
Χ: Τελείωσες;
Παύση.
Χ: Τελείωσες;
Παύση. Ο Φ εγκαταλείπει τη στάση του.
Φ: Πράγματι. Δεν… ούτε που το πιστεύω. Εμείς δεν μπορούμε να φτάσουμε ως το τέλος. Να κατανοήσουμε το τέλος, να είμαστε το τέλος. (Παύση.) Εμείς θα έπρεπε να ταΐζουμε εκείνον τον τύπο.
Χ: Ουουφφφ…
Φ: Δεν βλέπεις ότι είναι αντίστροφα;
Ο Φ κοιτάζει τον Χ. Τον κοιτάζει σταθερά. Ο Χ αντιδρά.
Χ: Τι; Σου προκαλώ λύπηση;
Φ: Όχι, ο εαυτός μου μού προκαλεί λύπηση.
Παύση. Προσπαθούν να οργανωθούν. Ο Χ δοκιμάζει μια άλλη οπτική γωνία.
Χ: Άκουσε, βρισκόμαστε σε μια δύσκολη στιγμή. Ας αφήσουμε στην άκρη τις… τις διαφορές. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι τώρα. (Παύση.) Πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο.
Φ: (Νευριασμένος. Συνεχίζει με τα δικά του.) Θα οφείλαμε να είμαστε έτοιμοι για να είμαστε μόνοι.
Παύση.
Χ: Άκουσέ με.
Φ: (Ταραγμένος.) Θα-οφείλαμε-να-είμαστε-έτοιμοι-για-να-είμαστε-μόνοι.
Ο Φ με τεντωμένα τα νεύρα.
Ο Χ τον κοιτάζει απελπισμένος.
Χ: Μπορείς να μου εξηγήσεις για τι πράγμα μιλάς…;
Φ: (Στον εαυτό του.) Θα-οφείλαμε-να-είμαστε-έτοιμοι-για-να-είμαστε-μόνοι… Θα-οφείλαμε-να-είμαστε-έτοιμοι-για-να-είμαστε-μόνοι…
Ξαφνικά.
Χ: Φτάνει, σε παρακαλώ.
Φ: Θα-οφείλαμε-να-είμαστε-έτοιμοι-για-να-είμαστε-μόνοι…
Χ: Φτάνει, φτάνει…
Ο Φ επιμένει, συνεχίζει να κάνει τα δικά του.
Φ: Θα οφείλαμε να είμαστε έτοιμοι για να…
Χ: (Τον διακόπτει φωνάζοντας.) Ντομάτες!
Παύση. Ο Φ τον κοιτάζει χωρίς να τον βλέπει, βρίσκεται σε μεγάλη ένταση.
Χ: Τόνος!
Παύση.
Χ: Πατάτες!!
Παύση.
Χ: Ραπανάκια!!!
Ο Φ συνεχίζει να τον κοιτάζει με γυάλινη ματιά. Ο Χ φωνάζει ακόμα πιο δυνατά, έξω φρενών.
Χ: Ραπανάκια ραπανάκια ραπανάκια ραπανάκια…!!!!
Ο Χ δεν μπορεί άλλο. Σταματάει να μιλάει.
Παύση. Απόλυτη σιωπή.
Μεγάλη παύση.
Και οι δυο χαλαρώνουν, άκεφοι.
Φ: …Ποτέ δεν είχαμε ραπανάκια.
Χ: Τα ραπανάκια κάνουν καλό στην όραση.
Φ: Τα καρότα κάνουν καλό στην όραση.
Χ: Έτσι είναι.
Παύση.
Ο Φ δοκιμάζει να δραστηριοποιηθεί με μηχανικό τρόπο, αργά αλλά σίγουρα.
Φ: Θα αρχίσω το γράψιμο.
Παίρνει χαρτί και κάθεται στο τραπέζι. Ο Χ παρακολουθεί όλες του τις κινήσεις χωρίς να κινείται. Ο Φ σκέφτεται, κρατάει σημειώσεις.
Ο Χ ξαναπροσπαθεί να επιβληθεί στην αίσθηση δυσπεψίας που νιώθει, όταν βλέπει τον Φ να δουλεύει. Αρχίζει να μιλά πάλι μαζί του, συμφιλιωτικός.
Χ: Άκου. Πάνε τρεις μέρες τώρα που δεν φάγαμε τίποτα… θα έπρεπε να σκεφτούμε κάτι.
Φ: Τι νομίζεις ότι κάνει ο υπόλοιπος κόσμος;
Χ: Πεθαίνει, υποθέτω.
Φ: Μάλιστα.
Χ: Πεθαίνει από ασιτία.
Ο Φ καθώς γράφει τις σημειώσεις του.
Φ: Ίσως να μας έλαχε αυτός ο κλήρος, δεν το έχεις σκεφτεί;
Ο Χ μην μπορώντας να αντέξει.
Χ: Σ’ έπιασε πανικός ότι θα πεθάνεις!
Φ: Τώρα πια όχι. Τώρα μου… μου φαίνεται λογικό.
Χ: Το να πεθαίνεις από ασιτία, γιατί δεν έχει απομείνει κανείς που να μπορεί να βρίσκει φαγητό, δεν είναι λογικό.
Φ: Είναι αυτό που μας έλαχε. Είναι το πεπρωμένο.
Χ: Στο διάολο το πεπρωμένο!
Παύση μεγάλης διάρκειας. Ο Φ συνεχίζει να σημειώνει τις σκέψεις του, ο Χ δείχνει σκεφτικός, κουρασμένος από την προσπάθεια να μιλήσει με τον Φ.
Ξαφνικά, μέσα από τα δόντια του, αλλά ξεκάθαρα.
Χ: Εγώ φοβάμαι.
Παύση. Τώρα ο Φ σηκώνει το κεφάλι του∙ συμφωνεί με αυτό που είπε ο Χ.
Φ: Βέβαια, βέβαια. Ο θάνατος είναι στην τελική…
Χ: (Τον διακόπτει.) Να πεθάνω, όχι. (Παύση.) Φοβάμαι αυτόν τον τύπο. Με φοβίζει αυτός ο τύπος αν δεν είναι κτηνοτρόφος. (Παύση.)
Ο Φ τον κοιτάζει ερωτηματικά, τώρα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον σ’ αυτό που έχει να πει ο Χ. Αφήνει στην άκρη τις σημειώσεις του.
Χ: (Χωρίς να κοιτάζει τον Φ.) Ποτέ δεν μου έχει συμβεί με κανέναν. Δεν ξέρω πώς αλλά, σιγά-σιγά, άρχισα να υποφέρω το γεγονός ότι… (Ξαφνικά, αλλάζει τόνο και κοιτάζει τον Φ.) Όλοι καλλιτέχνες. Τι χαζομάρα! Αλλά… αλλά άρχισα να το παίρνω ως ένα μοιραίο πεπρωμένο. Σαν κάτι που μάλιστα μας άξιζε.
Παύση. Στρέφεται λίγο στον εαυτό του. Ο Φ τον κοιτάζει καρτερικά.
Χ: …Αλλά αυτός ο τύπος έχει κάτι που με τρομάζει. (Παύση.) Δεν θέλω απλώς να συνεχίσει να είναι κτηνοτρόφος για να έχουμε κάτι να τρώμε. Θέλω να συνεχίσει να είναι κτηνοτρόφος γιατί… γιατί έτσι μπορούμε… να τον ελέγχουμε.
Παύση. Ο Φ τώρα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτό που λέει ο Χ.
Φ: Να τον ελέγχουμε;
Χ: (Κοιτάζει τον Φ μέσα στα μάτια.) Να τον ελέγχουμε, να τον ελέγχουμε. Να τον ελέγχουμε. Αυτός ο τύπος πρέπει να είναι περιορισμένος. (Παύση.) Δεν πρέπει να τον αφήσουμε…
Φ: Δεν σε καταλαβαίνω.
Χ: Βεβαίως και με καταλαβαίνεις. Τους βλέπεις με τον ίδιο τρόπο που τους βλέπω κι εγώ. (Παύση.) Γι’ αυτό θέλεις να πας με το μέρος του. Τον βλέπεις άτρωτο.
Φ: Τι μπέρδεμα...
Παύση.
Χ: Σκέφτηκα…
Διακόπτει ξαφνικά.
Φ: Και γι’ αυτό θέλεις να ασχολείται αποκλειστικά με το να μας ταΐζει…;
Παύση. Ο Χ και ο Φ κοιτάζονται.
Χ: Είναι φανερό ότι δεν μπορεί να αναπτυχθεί. (Παύση.)
Ο Φ τον κοιτάζει ερωτηματικά, σχεδόν ανήσυχος γι’ αυτό που υπονοεί ο Χ.
Φ: Εσύ λες ότι…;
Χ: Τι λέω εγώ; Για να δούμε; Τι λέω;
Ο Φ τώρα κοιτάζει τον Χ με την άκρη του ματιού του, αποδεχόμενος την πρόκλησή του.
Ο Φ σκέφτεται.
Φ: (Αιφνίδια.) Λοιπόν εγώ νομίζω ότι αυτό που λες εσύ…
Χ: (Τον διακόπτει γρήγορα.) ΑΚΡΙΒΩΣ.
Ο Φ ικανοποιημένος με τον εαυτό του και με την απάντηση του Χ.
Ο Φ ξαναπιάνει τις σημειώσεις του. Γρήγορα εμπνέεται για να γράψει.
Φ: Θα γράψω.
Παύση. Στον Χ χωρίς να σηκώνει το κεφάλι του.
Φ: Γιατί δεν πιάνεις κι εσύ να ζωγραφίσεις;
Χ: Έχω μια καλύτερη ιδέα.
Ο Φ σταματάει το γράψιμο και κοιτάζει τον Χ προσεκτικά.
Ο Χ αφήνει να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να διατυπώσει τη φράση του.
Χ: (Με μεγαλοπρέπεια.) Ας ανησυχήσουμε.
Ο Φ τον κοιτάζει ερωτηματικά. Ο Χ επιμένει.
Χ: Ναι. Αυτό. Ας ανησυχήσουμε.
Ο Φ καχύποπτος.
Φ: Η ανησυχία δεν είναι μια τέχνη.
Παύση. Ο Χ τον κοιτάζει.
Χ: Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια τέχνη της ανησυχίας.
Ο Φ συνεχίζει να κοιτάζει καχύποπτος τον Χ, με μια έκφραση που υπονοεί ότι δεν πρόκειται να πέσει στην παγίδα.
Χ: Ας ανησυχήσουμε για τα καλά… Ας ανησυχήσουμε… Ευρέως. Θα μπορούσαμε να είμαστε οι… οι Μπετόβεν. Ή οι Βαν Γκογκ… Ή όχι, καλύτερα, οι Μότσαρτ της ανησυχίας.
Ο Φ κοιτάζει σταθερά τον Χ, σαν να αμφιβάλλει τώρα για την ψυχική του υγεία.
Σιωπούν και οι δύο καθώς κοιτάζονται σταθερά.
Ξαφνικά ο Φ.
Φ: Όμως εσύ είσαι ζωγράφος…
Χ: (Συγκατανεύοντας.) Εγώ είμαι ζωγράφος…
Φ: (Δείχνοντας τις σημειώσεις του.) Κι εγώ, όπως βλέπεις, είμαι συγγραφέας.
Χ: Εσύ είσαι συγγραφέας… είναι ολοφάνερο. Δεν χωράει αμφιβολία γι’ αυτό.
Παύση.
Φ: Αυτό για την ανησυχία θα ήταν… θα μας αποσπούσε την προσοχή από τις δραστηριότητές μας.
Χ: Αυτό για την ανησυχία; Όχι… θα το… θα το συνδυάζαμε με τα δικά μας. Δεν θα μας αποσπούσε την προσοχή, όχι. Καθόλου.
Παύση.
Χ: Θα μπορούσε μάλιστα να αποτελέσει τροφή για τη δουλειά μας.
Παύση.
Χ: Ένα θέμα για τα γραπτά σου. Και για… για τη ζωγραφική μου.
Ο Φ δείχνει να αναλύει την πρόταση του Χ ενόσω τον κοιτάζει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τον τραβάει, αλλά φαίνεται απορροφημένος από το χαρτί και τις σημειώσεις που έχει μπροστά του.
Ξαφνικά απορρίπτει αυτό που του προτείνει ο Χ∙ αρνείται με το κεφάλι καθώς αρχίζει πάλι να γράφει.
Φ: Θα πεθάνουμε της πείνας, ούτως ή άλλως…
Ο Χ αντιδρά υστερικός.
Χ: Γιατί!; Όχι! Δεν θα πεθάνουμε της πείνας! Όχι όχι όχι!! Αυτός πρέπει να μας τρέφει.
Ο Φ απαντάει με απάθεια στις φωνές του Χ.
Φ: Αυτός είναι ένας ποιητής.
Παύση.
Χ: Για όσο θα είναι κτηνοτρόφος.
Παύση.
Φ: Τώρα έχω χαθεί.
Χ: Δεν το βλέπεις;
Φ: Έχω χαθεί λιγάκι, αλήθεια…
Χ: Είναι απλό.
Φ: Δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα τίποτα… αλλά λίγο χαμένος είμαι.
Παύση. Ο Χ απλώνει τα χέρια του, γλυκά.
Χ: Χρειάζεται φροντίδα, αγάπη… προστασία…
Παύση.
Μεγάλη παύση. Ο Φ σαν να καταλαβαίνει απότομα.
Φ: Τότε εσύ θέλεις να τον σώσεις.
Χ: Εγώ θέλω να φάω!
Μεγάλη παύση.
Και οι δυο καταρρέουν στις καρέκλες τους.
Ο Φ σκεφτικός, θλιμμένος από τη συζήτηση, με πεσμένη την ενέργειά του.
Φ: Ύστερα από κάποια στιγμή, δεν ξέρω τι έγινε… Συνέχισα να νιώθω ότι είμαι… ενδιαφέρων. Αλλά έπαψα να θαμπώνομαι από τον εαυτό μου.
Παύση.
Χ: Εγώ ποτέ δεν έχω θαμπωθεί από τον εαυτό μου.
Φ: Ποτέ;
Χ: Μ-μ.
Ο Φ σηκώνεται απότομα από την καρέκλα. Τρέχει ως τον Χ και τον αγκαλιάζει με δύναμη∙ στην πραγματικότητα, σχεδόν τον πνίγει.
Φ: Δεν θέλω να πεθάνεις πριν από εμένα!
Χ: Είμαι νεώτερος από εσένα…
Φ: Όχι, σε παρακαλώ, όχι… μην πεθάνεις… πριν… από εμένα.
ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΗ
Ο Φ μόνος του, κάθεται στην αναπηρική του καρέκλα, σκεφτικός. Έχει μπροστά του ένα χαρτί και ένα μολύβι.
Ξαφνικά, αποφασίζει να σηκωθεί από την αναπηρική καρέκλα και παίρνει μια ΚΑΝΟΝΙΚΗ καρέκλα. Κάθεται. Κοιτάζει την αναπηρική καρέκλα με δυσπιστία.
Ξανασηκώνεται, κατευθύνεται προς την αναπηρική του καρέκλα και την κλείνει, θέλει να την κρύψει. Την αφήνει σε μια άκρη.
Ξανακάθεται μπροστά από το χαρτί στο τραπέζι.
Θέλει να γράψει, αλλά δεν καταφέρνει να συγκεντρωθεί. Ο Φ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να γράψει∙ ποτέ δεν μπόρεσε και ποτέ δεν θα μπορέσει. Αναστενάζει. Όχι θλιμμένος, παραιτημένος.
Περνάει η ώρα. Ξανακοιτάζει την αναπηρική καρέκλα, που ακόμα ΦΑΙΝΕΤΑΙ πάνω στη σκηνή.
Ξαφνικά, κάποιος χτυπάει την πόρτα.
Φ: Ναι;
Η πόρτα ανοίγει. Μεγαλειώδης, σοβαρός, μπαίνει ο Η. Κρατάει μια μεγάλη βαλίτσα στο χέρι του, σχεδόν μπαούλο.
Φ: Γεια.
Η: (Παύση. Ακουμπάει το βαρύ μπαούλο πάνω στο τραπέζι.) Θέλατε φαγητό;
Φ: Εεεε…..
Η: …Σας φέρνω όλα όσα έχω… και το τελευταίο. Το τελευταίο που θα έχω παραγάγει ως κτηνοτρόφος.
Φ: Όχι! Όχι. Εσείς δεν… εσείς δεν μπορείτε να εγκαταλείψετε τη δραστηριότητά σας.
Ο Η τον κοιτάζει με έκφραση μομφής και με θλίψη.
Η: Μην είστε τόσο εγωιστής, σας παρακαλώ. Θα βρείτε κάποιον για να σας φέρνει φαγητό.
Φ: Δεν είναι γι’ αυτό.
Η: Α, όχι; Και γιατί είναι;
Φ: (Παύση.) Είναι για σας. Είναι για την… για την ποίησή σας. Για να σώσετε την ποίησή σας…
Ο Η συγκρατεί τον σαρκασμό του και τον κοιτάζει καχύποπτα.
Η: Δεν καταλαβαίνω για τι μιλάτε.
Παύση.
Φ: Αλήθεια δεν με πιστεύετε, όταν σας λέω πως είναι για σας που θέλω να συνεχίσετε να κάνετε ό,τι κάνετε…;
Η: (Παύση.) Δεν μπορώ.
Παύση. Ο Φ του λέει γλυκά.
Φ: Λοιπόν, έτσι είναι.
Ο Φ κοιτάζει έντονα τον Η.
Πλησιάζει αργά και τον φιλάει στα χείλη. Δεν είναι ένα ερωτικό φιλί, είναι ένα φιλί από άντρα σε άντρα.
Η: (Παραδομένος από έρωτα.) Ελάτε να φύγουμε μαζί.
Φ: Με κολακεύετε. Όμως εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης όπως εσείς. (Παύση.) Μου στοίχισε πολύ να το κάνω αυτό.
Η: Όλοι είμαστε καλλιτέχνες τώρα. Εσείς ο ίδιος το είπατε.
Φ: Μην θέλετε να γίνετε ίσος κι όμοιος με μένα. Δεν το αξίζετε. (Παύση.) Και μάλιστα, όταν έλεγα ότι όλοι είμαστε καλλιτέχνες τώρα, ήθελα να πω στην πραγματικότητα…
Η: (Ολοκληρώνει τη φράση θλιμμένος.) …ότι κανείς δεν είναι.
Παύση.
Φ: (Σαν να εξομολογείται μιαν αμαρτία.) Ακριβώς.
Η: Αυτό μου το είχατε ήδη πει. Όμως δεν είναι αλήθεια.
Φ: …Εγώ…
Ξαφνικά, ενώ οι δυο τους κοιτάζονται έντονα και με θλίψη στα μάτια, μπαίνει ο Χ.
Εκπλήσσεται όταν βλέπει τον Η, αλλά διατηρεί το μέτωπό του συνοφρυωμένο.
Χ: Ω, εσείς εδώ.
Φ: Μας έφερε φαγητό…
Ο Χ ρίχνει μια ματιά στο μπαούλο.
Χ: Α, τώρα καταλαβαίνω, ναι. (Στον Η.) Το σκεφτήκατε. (Παύση.) Ο ρόλος σας είναι εκείνος του προμηθευτή. Σε αυτό εσείς είστε πολύ καλός.
Η: Μπορεί. Δεν θα περιοριστώ όμως σ’ αυτόν τον ρόλο. Ήρθα γιατί εγκαταλείπω τη φάρμα… τη δουλειά μου. Θα αφιερωθώ ολοκληρωτικά στην ποίηση. (Παύση.) Είναι η ζωή μου.
Χ: Τότε θα είναι σύντομη η ζωή σας. (Παύση. Απευθυνόμενος στον Φ.) Μπορώ να μάθω τι του είπες;
Φ: Προσπάθησα να τον πείσω. Προσπάθησα να τον πείσω να μην κατέβει…
Η: Είναι αλήθεια ότι προσπάθησε να με πείσει…
Τον διακόπτει και του λέει σε έντονο τόνο.
Χ: Εσείς πρέπει να συνεχίσετε να είστε κτηνοτρόφος! Μ’ ακούτε; Κτηνοτρόφος! (Παύση. Πιο γλυκά τώρα.) Κτηνοτρόφος…
Η: (Υποτιμητικά.) Είστε κυνικός.
Χ: (Κυνικά.) Εγώ κυνικός; Γιατί; Επειδή δεν σας φιλάω στο στόμα;
Φ: (Αγανακτισμένος.) Μας κατασκόπευες!
Χ: Ήθελα μόνο να δω πώς προσπαθούσες να τον πείσεις.
Παύση. Ο Χ κοιτάζει έντονα τον Η, με αγάπη.
Χ: Κτηνοτρόφος… Μόνο έτσι… θα μπορέσετε να συνεχίσετε να είστε…
Η: Εγώ δεν…
Χ: (Ξαφνικά αυστηρός, σοβαρός, υπερβολικά σκληρός.) Αυτή είναι η μόνη αλήθεια!
Ο Η τον κοιτάζει με έκφραση μεταξύ έκπληξης και σκεπτικισμού. Ο Χ απελπίζεται και λέει στον Φ.
Χ: Πες το του εσύ! Πείσε τον… (Απότομα.) Πες του για την κούραση!
Ο Φ κάνει ό,τι του λέει αυτομάτως. Αρχίζει διστακτικός.
Φ: …Θέλουμε… θέλουμε να εκτιμήσουμε το παρόν και θέλουμε, στην πραγματικότητα, να ερωτευτούμε αυτό το παρόν, θα ‘λεγε κανείς… αλλά είμαστε υπερβολικά κουρασμένοι για να εκτιμήσουμε αυτό το παρόν, είμαστε πτώματα από την κούραση. Στη… στη δική μας φυσική κατάσταση εγκαθίσταται με περισσότερη άνεση η νοσταλγία, η ανάμνηση. Είμαστε συγκινησιακά αργοί, φτάνουμε αργά για τα πάντα. Μόνον τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε κάτι, όταν πια το έχουμε χάσει.
Ο Η καταρρέει σε μια καρέκλα, χτυπημένος από τις λέξεις του Φ.
Η: Έχω μπερδευτεί.
Ο Φ απελπισμένος, γενικά.
Φ: Χρειαζόμαστε μια γυναίκα εδώ! Πώς και δεν υπάρχει ποτέ μια γυναίκα;! Μια γυναίκα θα τα ξεκαθάριζε όλα…
Παύση.
Η: Αν η ζωή μου είναι η ποίηση, δεν είναι λογικό να αφιερωθώ ολοκληρωτικά σ’ αυτήν; Να είναι τα πάντα για μένα…;
Χ: (Απογοητευμένος.) Στις μέρες μας, όχι! Δεν το καταλαβαίνετε; Παλιά ναι. (Παύση. Σχεδόν για τον εαυτό του.) Στις μέρες μας… τώρα πια, όχι. Κοιτάξτε πώς είμαστε! Σιωπή μετά τη σιωπή. Είμαστε προσωπεία. Χειροκροτούμε ο ένας τον άλλο... Χτίσαμε τα σπίτια μας υπερβολικά κοντά… Καλλιτέχνες… ούτε καν σε μας δεν ακούγεται καλά. Συγγραφείς; Ζωγράφοι;… Λίστες κατασκευάζουμε. (Παύση.) Κοιτάξτε, εγώ δεν έχω πια δυνάμεις για να τον πείσω. Δεν έχω δυνάμεις για τίποτα. (Παύση.) Αν ένας κλέφτης μού κλέψει το πορτοφόλι δεν θα τον ακολουθήσω. Ούτε καν μετακινούμαι απ’ την καρέκλα. Όμως υποφέρω μαζί του… κουράζομαι μαζί του. Ο καημένος… Να ζει έτσι…
Και οι τρεις σιωπηλοί, γεμάτοι ένταση.
Ο Η αρχίζει να μιλάει σαν για τον εαυτό του. Οι άλλοι δυο ακούν καρτερικά.
Η: …Να μην αρνηθεί κανείς το νερό στον κόσμο μου. Να μην αρνηθούν τίποτα στον κόσμο μου. Να μην αρνηθούν ποτέ την άσκηση στον κόσμο μου για να είναι υγιής ο κόσμος μου και να μην χρειαστεί ποτέ να πάει στον γιατρό. (Παύση.) Να ξεπερνιούνται οι πτώσεις στον κόσμο μου, γιατί στον κόσμο μου, οι πτώσεις, είναι σαν μια σύντομη πτήση…
Σιωπή.
Ο Φ, ξαφνικά, παρασυρμένος από το πνεύμα του Η προσπαθεί να τον εμψυχώσει και φωνάζει στον Χ.
Φ: Είναι ένας ποιητής! Μα δεν το βλέπεις; Αναζητά τον σπαραγμό, τον θαυμασμό, την αγάπη, θέλει να γράψει για… για να συνεχίσει να είναι ζωντανός… (Παύση.) Θα βρούμε κάποιον για να μας προμηθεύει τροφή. Για να μας θρέφει… Κάποιον για να μας φέρνει τόνο…
Χ: Και κρέας;
Φ: Και κρέας.
Χ: Και πατάτες;
Φ: Και πατάτες.
Χ: Και φασόλια;
Φ: Και φασόλια.
Χ: Και μάγκο;
Φ: Και μάγκο.
Χ: Μπανάνες;
Φ: Επίσης μπανάνες!
Χ: Μήλα;!
Φ: Και μήλα!
Χ: Και δημητριακά;
Φ: (Σε κατάσταση υστερίας.) Δημητριακά επίσης δημητριακά επίσης δημητριακά επίσης!!
Παύση.
Χ: (Γυρεύοντας τη συνενοχή του Φ, σχεδόν με χαμόγελο γεμάτο γλυκύτητα.) …Και καρότα…;
Φ: (Σοβαρός, χωρίς να αποκρίνεται στο ύφος του Χ.) Και καρότα. Και καρότα.
Ο Χ τον κοιτάζει γεμάτος απογοήτευση, χωρίς δύναμη πια.
Χ: Το πρόβλημα δεν είναι το να βρίσκουμε φαγητό… Μα δεν το καταλαβαίνεις;
Ο Φ τον κοιτάζει τώρα ερωτηματικά. Ο Χ κοιτάζει τον Η προσπαθώντας να τον κάνει να καταλάβει.
Χ: Το πρόβλημα δεν είναι το να βρίσκουμε μάγκο και μήλα και ψωμί και σοκολάτα… Εσείς το καταλαβαίνετε…;
Ο Η κοιτάζει τον Χ από απόσταση, ψυχρός.
Ο Χ σε χαμηλό τόνο, κοιτάζοντας μια τον έναν και μια τον άλλο, που επίσης τον κοιτούν.
Χ: …Όχι, δεν το καταλαβαίνετε… (Παύση.) Μάλιστα, εάν το πεπρωμένο είναι ο θάνατος, ας πεθάνουμε τώρα! Δεν είναι καλύτερα; Τώρα. Διαμιάς. (Παύση.) Βαρέθηκα.
Παραμένουν και οι τρεις σιωπηλοί.
Ο Η κοιτάζει τον Φ και τον Χ. Σκέφτεται.
Ξαφνικά, ο Η σηκώνεται με ενεργητικότητα και ανοίγει το μπαούλο πάνω στο τραπέζι. Από μέσα αρχίζει να βγάζει φρούτα, αβγά, κρέας, κλπ.
Η: Ορίστε φαγητό, ορίστε φαγητό…
Ο Φ κοιτάζει τους θησαυρούς που βγάζει ο Η από το μπαούλο.
Φ: Λουκάνικα! Και αβγά! Και γάλα!
Η: Ορίστε φαγητό…
Φ: (Στον Χ.) Θα μας κρατήσει χρόνια!
Η: Η απόφαση έχει ληφθεί… Η απόφαση έχει ληφθεί! (Παύση.) Η μόνη πραγματική τροφή είναι η ποίηση! Η ποίηση είναι το παν! (Στον Χ με συσφιγμένο από ενθουσιασμό πρόσωπο.) Θέλω ένα πεπρωμένο απομακρυσμένο από τη χρησιμότητα… Ποιος έχει ανάγκη να φάει;! Ποιος έχει ανάγκη να πιει;!
Ο Φ παρασύρεται από τον ενθουσιασμό του Η… Παράλληλα, κρατάει τα λουκάνικα και το γάλα και τα αβγά στα χέρια του με περίεργο τρόπο … τα σηκώνει ψηλά στον αέρα καθώς φωνάζει με τον Η.
Φ: Η ποίηση είναι το παν! Η τέχνη είναι το παν! (Παύση.) Και πάντα επιβιώνει…!
Ο Η και ο Φ κοιτάζονται και χαμογελούν. Ο Χ τους κοιτάζει δυσαρεστημένος, γεμάτος θλίψη∙ χάνεται η τελευταία ευκαιρία. Ο Χ πέφτει και βυθίζεται σε μια καρέκλα.
Ο Φ και ο Η φωνάζουν με συνενοχή καθώς βγάζουν το φαγητό από το μπαούλο.
Η: Έχουν απομείνει μεγάλοι ποιητές!
Φ: Ναι, έχουν απομείνει!
Η: Και η μουσική! Η μεγαλειώδης μουσική!
Φ: Που πρόκειται να γεννηθεί!
Η: Κι όλη η ζωγραφική!
Φ: Όλη η καλύτερη ζωγραφική που πρόκειται να υπάρξει!!
Ο Η συνεχίζει να βγάζει πράγματα απ’ το αστείρευτο μπαούλο του.
Ο Φ, πραγματικά συγκινημένος, με τα λουκάνικα τυλιγμένα στον λαιμό του και τα αβγά και το γάλα στο χέρι, πλησιάζει τον Χ και προσπαθεί να του φτιάξει τη διάθεση.
Φ: Θέλει ένα πεπρωμένο απομακρυσμένο από τη χρησιμότητα! Αυτό που όλοι ονειρευόμαστε! Ο ΠΙΟ ΕΥΓΕΝΗΣ ΣΚΟΠΟΣ! Μην του το αρνείσαι!! Ενθάρρυνε τη ζωή! Όλα θ’ αλλάξουν τώρα! (Παύση. Κοιτάζει τον Χ από πολύ κοντά και του δείχνει το φαγητό που κρατάει στο χέρι του.) Δεν βλέπεις; (Παύση. Με ένα μικρό κλονισμό στην αρχική του πεποίθηση, που όμως εξισορροπείται από την ένταση της φωνής.) Μα δεν βλέπεις…;!!
ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
ΠΡΑΞΗ ΕΒΔΟΜΗ
Οι τρεις τους κάθονται γύρω από το τραπέζι.
Τώρα όχι μόνο ο Φ και ο Χ σε αναπηρικές καρέκλες αλλά και ο Η επίσης. Ο Φ και ο Χ μπροστά σ’ ένα χαρτί, και ο Η επίσης.
Υπάρχει μια στιγμή ησυχίας κατά την οποία φαίνεται πως και οι τρεις γράφουν τους συλλογισμούς τους. Σκέφτονται, και, πότε ο ένας πότε ο άλλος, γράφουν τις σκέψεις τους.
Ο Φ δείχνει ιδιαίτερα παραγωγικός. Κάποια στιγμή, ο Χ ολοκληρώνει αυτό που γράφει. Μετά κι ο Η ολοκληρώνει αυτό που γράφει.
Ο Χ και ο Η πρέπει να περιμένουν ώσπου να τελειώσει αυτό που γράφει ο Φ, που δείχνει εμπνευσμένος.
Τελικά φαίνεται ότι και οι τρεις σταματούν να γράφουν τις σημειώσεις τους.
Κοιτάζονται. Ο κάθε ένας τους παίζει για λίγο στα χέρια του το χαρτί που έχει μπροστά του.
Ξεροβήχουν για να καθαρίσουν τον λαιμό τους.
Ο Φ κάνει μια χειρονομία στον Χ για να αρχίσει αυτός∙ ο Χ του ανταποδίδει τη χειρονομία για να αρχίσει εκείνος πρώτος.
Ο Φ κοιτάζει τον Η. Ο Η με το χέρι του τον ενθαρρύνει ν’ αρχίσει.
Σαν να έχει γράψει ένα ποίημα, ένα πάρα πολύ προσωπικό κείμενο που ντρέπεται να μοιραστεί με τους άλλους, ο Φ παίρνει μια βαθιά ανάσα…
…και αρχίζει να μιλάει.
Φ: …Ντομάτες.
Παύση. Ο Χ κοιτάζει τον Η∙ ο Η με μια χειρονομία παραχωρεί τη σειρά του στον Χ.
Χ: Δύο κιλά.
Ο Φ συνεχίζει. Μεταξύ τους αρχίζουν να βρίσκουν έναν ρυθμό.
Φ: Μπανάνες;
Ξαφνικά κάτι ενοχλεί τον Η.
Η: (Με υποτιμητικό τόνο.) Αφού είπαμε ότι μας έχουν τελειώσει οι μπανάνες. (Παύση.) Δεν σημειώνεις αυτά που λέμε;
Φ: Συγγνώμη, συγγνώμη… (Παύση.) Συγγνώμη. (Παύση.) Σπαράγγια;
Τώρα συμμετέχει και ο Η.
Η: Δέκα κονσέρβες.
Φ: Φυσικά, αφού δεν αρέσουν σε κανέναν. (Παύση.) Τόνο;
Χ: Από τόνο μας έχει μείνει μόνο μία κονσέρβα. Εμένα τα σπαράγγια μ’ αρέσουν…
Φ: Σοκολάτα;
Χ: Μία μπάρα.
Φ: Ψωμί;
Η: Το ψωμί τελείωσε.
Παύση.
Ο Φ διπλώνοντας τη λίστα.
Φ: Τελειώσαμε.
Όλοι διπλώνουν τα χαρτιά τους και τα φυλάνε. Κοιτούν στο κενό. Κανείς δεν κάνει τίποτα.
Η: Να βγούμε;
Φ: Πρέπει να εξοικονομήσουμε δυνάμεις.
Παύση.
Ο Φ ξαφνικά διακατέχεται από μια ιδέα.
Φ: Μια στιγμή. Γιατί δεν τα λέτε πια σε ημέρες…; Είναι καλύτερα σε ημέρες παρά σε… παρά σε μονάδες.
Χ: Μερικές φορές τα λέμε σε μέρες. Σήμερα όχι, αλλά μερικές φορές ναι.
Παύση.
Φ: Είναι καλύτερα σε ημέρες παρά σε μονάδες.
Παύση.
Περνάει η ώρα. Κανείς από τους τρεις τους δεν ξέρει τι θα μπορούσαν να κάνουν.
Περνάει η ώρα.
Ο Φ φτιάχνει λίγο το παντελόνι του. Ο Η κοιτάζει έναν από τους κρεμασμένους πίνακες, έτσι για να κάνει κάτι.
Ο Χ είναι αμήχανος.
Ο Φ αναστενάζει.
Φ: Θα έπρεπε να ξέρουμε πώς να ψυχαγωγούμαστε, αλλά βαριόμαστε.
Χ: Σίγουρα βαριόμαστε.
Παύση.
Η: Βαριόμαστε, ναι.
Ο Χ σηκώνεται από την αναπηρική του καρέκλα και πλησιάζει από πίσω την αναπηρική καρέκλα του Φ. Τη σπρώχνει ελαφρά μέχρι που τη βγάζει από τη σκηνή.
Μερικά δευτερόλεπτα μετά, επιστρέφει στη σκηνή και κάθεται στο αμαξίδιό του.
Μόλις έχει καθίσει ο Χ, αμέσως μπαίνει ο Φ και πηγαίνει πίσω του για να τον σπρώξει μέχρι έξω από τη σκηνή.
Βγαίνουν και οι δύο από τη σκηνή.
Μένει μόνος του ο Η, που περιμένει…
Βλέποντας ότι δεν έρχονται για να τον πάρουν, αρχίζει να κάνει ‘‘τσσ’’ για να τους φωνάξει, κοιτάζει έξω από την κορνίζα της σκηνής με εξεταστικό βλέμμα.
Δεν εμφανίζεται κανείς. Ο Η χάνει την υπομονή του…
Η: Τσσς! Τσσσσσσς!
ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ. ΠΕΦΤΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ