Οι λίστες (γ΄)

Ο Χούλιο Βάλοβιτς
Ο Χούλιο Βάλοβιτς

Συ­νέ­χεια από Χάρ­της#67 και #68

ΠΡΑ­ΞΗ ΠΕΜ­ΠΤΗ

Ο Φ και ο Χ μό­νοι.
Ο Φ ανα­μα­σά­ει μια φρά­ση, ο Χ τον κοι­τά­ζει νευ­ρια­σμέ­νος, σχε­δόν ανυ­πό­μο­νος, ενο­χλη­μέ­νος.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο Χ προ­σπα­θεί να κα­τα­λά­βει τι λέ­ει ο Φ.
Αφού ο Φ επα­να­λαμ­βά­νει την ανα­μα­ση­μέ­νη φρά­ση πολ­λές φο­ρές, ο Χ δεν αντέ­χει άλ­λο.

Χ: Ποια εί­ναι η φρά­ση; Για τον θεό… Ποια εί­ναι; Η φρά­ση.

Φ: Για­τί; Κι έπει­τα εσύ γε­λάς με τα πά­ντα.

Χ: Δεν θα γε­λά­σω.

Παύ­ση. Ο Φ κοι­τά­ζει τον Χ. Ο Χ του αντα­πο­δί­δει τη μα­τιά.
Παύ­ση.

Φ: ‘‘Για πο­δό­σφαι­ρο, κα­λύ­τε­ρα να μην μι­λή­σου­με.’’

Χ: Συγ­γνώ­μη…;

Φ: Αυ­τή εί­ναι η φρά­ση. ‘‘Για πο­δό­σφαι­ρο, κα­λύ­τε­ρα να μην μι­λή­σου­με.’’ (Παύ­ση.) Σου το εί­πα ότι θα γε­λού­σες.

Χ: (Πο­λύ σο­βα­ρός.) Δεν γέ­λα­σα.

Φ: Σου το εί­πα ότι θα γε­λού­σες.

Σιω­πή. Ξαφ­νι­κά, ο Χ αγα­να­κτι­σμέ­νος.

Χ: Και θέ­λεις να ερ­μη­νεύ­σεις τον κό­σμο με βά­ση αυ­τή τη φρά­ση;

Φ: Κα­θώς με­γα­λώ­νου­με σε ηλι­κία, τα προ­βλή­μα­τα που για να λυ­θούν εί­ναι πιο πε­ρί­πλο­κα απο­δει­κνύ­ο­νται και τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα.

Χ: Για­τί δεν εγκα­τα­λεί­πεις την προ­σπά­θεια;

Φ: Μό­λις άρ­χι­σα.

Χ: Για­τί άρ­χι­σες;

Σιω­πή.

Φ: Εί­ναι το πρό­τζεκτ μου. Επι­τέ­λους έχω ένα πρό­τζεκτ. Τι έχεις ενά­ντια στο πρό­τζεκτ μου;

Χ: Δεν ξέ­ρω τι ερ­μη­νεία του κό­σμου μπο­ρείς να βγά­λεις από εκεί. (Παύ­ση.) Από το να μην γρά­φεις τί­πο­τα στο να θέ­λεις να ερ­μη­νεύ­σεις τον κό­σμο…

Φ: Πρέ­πει να εί­μα­στε φι­λό­δο­ξοι.

Χ: Νό­μι­ζα ότι έπρε­πε να εξοι­κο­νο­μού­με δυ­νά­μεις.

Φ: Εί­μαι ένας καλ­λι­τέ­χνης… Πά­ντα δου­λεύω.

Χ: Δεν το εί­χες προ­σπα­θή­σει πα­λιά…; Το εί­χες ήδη προ­σπα­θή­σει πα­λιά με άλ­λες φρά­σεις, και τί­πο­τα. Πώς ήταν;… (Σκέ­φτε­ται.) Α, ναι… ‘‘Μπες στο σπί­τι, για­τί βρα­διά­ζει.’’ Και η άλ­λη. (Τη θυ­μά­ται κα­θώς τη λέ­ει.) ‘‘Σή­με­ρα εγώ… χυ­λούς… δεν θέ­λω.’’

Φ: Χυ­λούς;

Παύ­ση.

Χ: (Αβέ­βαιος.) Δεν ήταν χυ­λοί;

Φ: Με αυ­τή τη φρά­ση σί­γου­ρα δεν μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­τεί τί­πο­τα…

Χ: Χυ­λούς… Δεν ήταν χυ­λούς…;

Φ: Φα­σό­λια ήταν… Πρέ­πει να μι­λάς για φα­γη­τό τώ­ρα…; Φα­σό­λια ήταν. (Παύ­ση.) Τι εί­ναι οι χυ­λοί;

Παύ­ση.

Φ: Έχω και πά­λι ένα πρό­τζεκτ. Συγ­γρα­φι­κό. Θα μπο­ρού­σες να σέ­βε­σαι τα πρό­τζεκτ μου όπως εγώ σέ­βο­μαι τους πί­να­κές σου…

Χ: Εγώ δεν θέ­λω να ερ­μη­νεύ­σω τί­πο­τα…

Φ: Δεν χρειά­ζε­σαι κα­μία φρά­ση γι’ αυ­τό.

Παύ­ση.

Χ: Μου επι­τί­θε­σαι.

Φ: (Γε­νι­κά.) Χά­νου­με τη μά­χη, αλ­λά όχι τον πό­λε­μο.

Χ: Μου επι­τί­θε­σαι ενώ εγώ όχι. Εγώ απλώς εί­μαι εδώ.

Φ: (Στον Χ, στα μά­τια.) Λοι­πόν εγώ εί­μαι λι­γό­τε­ρο βί­αιος απ’ όσο νο­μί­ζεις.

Παύ­ση. Στα­μα­τούν οι επι­θέ­σεις. Ο Φ με­τα­νιώ­νει, αλ­λά­ζει τη στά­ση του.
Παύ­ση. Ο Φ πα­ραι­τεί­ται.

Φ: Εμείς δεν φτά­σα­με στο τέ­λος…

Χ: Συγ­γνώ­μη;

Φ: Αυ­τού του εί­δους… εμείς. Δεν ξέ­ρω. Εί­μα­στε δια­φο­ρε­τι­κοί. Δεν φτά­νου­με ως το τέ­λος των πραγ­μά­των. Υπο­τί­θε­ται ότι εί­μα­στε καλ­λι­τέ­χνες…

Χ: Αυ­τό που υπο­τί­θε­ται εί­ναι ότι πει­νά­με. Και το σί­γου­ρο εί­ναι ότι κα­τέ­στρε­ψες τη μο­να­δι­κή δυ­να­τό­τη­τα που μας από­με­νε για να φά­με.

Φ: Για να μά­θου­με! (Παύ­ση.) Δεν σου έδω­σε την εντύ­πω­ση ότι εμείς ήμα­σταν πιο κτη­νο­τρό­φοι απ’ ό,τι εκεί­νος;

Χ: (Με έκ­φρα­ση αη­δί­ας.) Για τον θεό…

Παύ­ση.

Χ: (Υστε­ρι­κός.) Τα κα­τά­στρε­ψες όλα!

Παύ­ση.

Φ: Το μό­νο που σε ανη­συ­χεί εί­ναι το φα­γη­τό, ε;

Παύ­ση.

Φ: Κά­νου­με ό,τι θέ­λου­με.

Παύ­ση.

Φ: Δια­σκε­δά­ζου­με.

Παύ­ση.

Φ: Μπο­ρού­με να τα κα­τα­φέ­ρου­με με λί­γα.

Παύ­ση. Ο Χ τον κοι­τά­ζει κου­ρα­σμέ­νος. Ο Φ με τη σει­ρά του, κοι­τά­ζει τον Χ αβέ­βαιος.

Χ: Τε­λεί­ω­σες;

Παύ­ση.

Χ: Τε­λεί­ω­σες;

Παύ­ση. Ο Φ εγκα­τα­λεί­πει τη στά­ση του.

Φ: Πράγ­μα­τι. Δεν… ού­τε που το πι­στεύω. Εμείς δεν μπο­ρού­με να φτά­σου­με ως το τέ­λος. Να κα­τα­νο­ή­σου­με το τέ­λος, να εί­μα­στε το τέ­λος. (Παύ­ση.) Εμείς θα έπρε­πε να τα­ΐ­ζου­με εκεί­νον τον τύ­πο.

Χ: Ουουφφφ…

Φ: Δεν βλέ­πεις ότι εί­ναι αντί­στρο­φα;

Ο Φ κοι­τά­ζει τον Χ. Τον κοι­τά­ζει στα­θε­ρά. Ο Χ αντι­δρά.

Χ: Τι; Σου προ­κα­λώ λύ­πη­ση;

Φ: Όχι, ο εαυ­τός μου μού προ­κα­λεί λύ­πη­ση.

Παύ­ση. Προ­σπα­θούν να ορ­γα­νω­θούν. Ο Χ δο­κι­μά­ζει μια άλ­λη οπτι­κή γω­νία.

Χ: Άκου­σε, βρι­σκό­μα­στε σε μια δύ­σκο­λη στιγ­μή. Ας αφή­σου­με στην άκρη τις… τις δια­φο­ρές. Πρέ­πει να εί­μα­στε ενω­μέ­νοι τώ­ρα. (Παύ­ση.) Πρέ­πει να σκε­φτού­με κά­τι άλ­λο.

Φ: (Νευ­ρια­σμέ­νος. Συ­νε­χί­ζει με τα δι­κά του.) Θα οφεί­λα­με να εί­μα­στε έτοι­μοι για να εί­μα­στε μό­νοι.

Παύ­ση.

Χ: Άκου­σέ με.

Φ: (Τα­ραγ­μέ­νος.) Θα-οφεί­λα­με-να-εί­μα­στε-έτοι­μοι-για-να-εί­μα­στε-μό­νοι.

Ο Φ με τε­ντω­μέ­να τα νεύ­ρα.
Ο Χ τον κοι­τά­ζει απελ­πι­σμέ­νος.

Χ: Μπο­ρείς να μου εξη­γή­σεις για τι πράγ­μα μι­λάς…;

Φ: (Στον εαυ­τό του.) Θα-οφεί­λα­με-να-εί­μα­στε-έτοι­μοι-για-να-εί­μα­στε-μό­νοι… Θα-οφεί­λα­με-να-εί­μα­στε-έτοι­μοι-για-να-εί­μα­στε-μό­νοι…

Ξαφ­νι­κά.

Χ: Φτά­νει, σε πα­ρα­κα­λώ.

Φ: Θα-οφεί­λα­με-να-εί­μα­στε-έτοι­μοι-για-να-εί­μα­στε-μό­νοι…

Χ: Φτά­νει, φτά­νει…

Ο Φ επι­μέ­νει, συ­νε­χί­ζει να κά­νει τα δι­κά του.

Φ: Θα οφεί­λα­με να εί­μα­στε έτοι­μοι για να…

Χ: (Τον δια­κό­πτει φω­νά­ζο­ντας.) Ντο­μά­τες!

Παύ­ση. Ο Φ τον κοι­τά­ζει χω­ρίς να τον βλέ­πει, βρί­σκε­ται σε με­γά­λη έντα­ση.

Χ: Τό­νος!

Παύ­ση.

Χ: Πα­τά­τες!!

Παύ­ση.

Χ: Ρα­πα­νά­κια!!!

Ο Φ συ­νε­χί­ζει να τον κοι­τά­ζει με γυά­λι­νη μα­τιά. Ο Χ φω­νά­ζει ακό­μα πιο δυ­να­τά, έξω φρε­νών.

Χ: Ρα­πα­νά­κια ρα­πα­νά­κια ρα­πα­νά­κια ρα­πα­νά­κια…!!!!

Ο Χ δεν μπο­ρεί άλ­λο. Στα­μα­τά­ει να μι­λά­ει.
Παύ­ση. Από­λυ­τη σιω­πή.
Με­γά­λη παύ­ση.
Και οι δυο χα­λα­ρώ­νουν, άκε­φοι.

Φ: …Πο­τέ δεν εί­χα­με ρα­πα­νά­κια.

Χ: Τα ρα­πα­νά­κια κά­νουν κα­λό στην όρα­ση.

Φ: Τα κα­ρό­τα κά­νουν κα­λό στην όρα­ση.

Χ: Έτσι εί­ναι.

Παύ­ση.
Ο Φ δο­κι­μά­ζει να δρα­στη­ριο­ποι­η­θεί με μη­χα­νι­κό τρό­πο, αρ­γά αλ­λά σί­γου­ρα.

Φ: Θα αρ­χί­σω το γρά­ψι­μο.

Παίρ­νει χαρ­τί και κά­θε­ται στο τρα­πέ­ζι. Ο Χ πα­ρα­κο­λου­θεί όλες του τις κι­νή­σεις χω­ρίς να κι­νεί­ται. Ο Φ σκέ­φτε­ται, κρα­τά­ει ση­μειώ­σεις.
Ο Χ ξα­να­προ­σπα­θεί να επι­βλη­θεί στην αί­σθη­ση δυ­σπε­ψί­ας που νιώ­θει, όταν βλέ­πει τον Φ να δου­λεύ­ει. Αρ­χί­ζει να μι­λά πά­λι μα­ζί του, συμ­φι­λιω­τι­κός.

Χ: Άκου. Πά­νε τρεις μέ­ρες τώ­ρα που δεν φά­γα­με τί­πο­τα… θα έπρε­πε να σκε­φτού­με κά­τι.

Φ: Τι νο­μί­ζεις ότι κά­νει ο υπό­λοι­πος κό­σμος;

Χ: Πε­θαί­νει, υπο­θέ­τω.

Φ: Μά­λι­στα.

Χ: Πε­θαί­νει από ασι­τία.

Ο Φ κα­θώς γρά­φει τις ση­μειώ­σεις του.

Φ: Ίσως να μας έλα­χε αυ­τός ο κλή­ρος, δεν το έχεις σκε­φτεί;

Ο Χ μην μπο­ρώ­ντας να αντέ­ξει.

Χ: Σ’ έπια­σε πα­νι­κός ότι θα πε­θά­νεις!

Φ: Τώ­ρα πια όχι. Τώ­ρα μου… μου φαί­νε­ται λο­γι­κό.

Χ: Το να πε­θαί­νεις από ασι­τία, για­τί δεν έχει απο­μεί­νει κα­νείς που να μπο­ρεί να βρί­σκει φα­γη­τό, δεν εί­ναι λο­γι­κό.

Φ: Εί­ναι αυ­τό που μας έλα­χε. Εί­ναι το πε­πρω­μέ­νο.

Χ: Στο διά­ο­λο το πε­πρω­μέ­νο!

Παύ­ση με­γά­λης διάρ­κειας. Ο Φ συ­νε­χί­ζει να ση­μειώ­νει τις σκέ­ψεις του, ο Χ δεί­χνει σκε­φτι­κός, κου­ρα­σμέ­νος από την προ­σπά­θεια να μι­λή­σει με τον Φ.
Ξαφ­νι­κά, μέ­σα από τα δό­ντια του, αλ­λά ξε­κά­θα­ρα.

Χ: Εγώ φο­βά­μαι.

Παύ­ση. Τώ­ρα ο Φ ση­κώ­νει το κε­φά­λι του∙ συμ­φω­νεί με αυ­τό που εί­πε ο Χ.

Φ: Βέ­βαια, βέ­βαια. Ο θά­να­τος εί­ναι στην τε­λι­κή…

Χ: (Τον δια­κό­πτει.) Να πε­θά­νω, όχι. (Παύ­ση.) Φο­βά­μαι αυ­τόν τον τύ­πο. Με φο­βί­ζει αυ­τός ο τύ­πος αν δεν εί­ναι κτη­νο­τρό­φος. (Παύ­ση.)

Ο Φ τον κοι­τά­ζει ερω­τη­μα­τι­κά, τώ­ρα δεί­χνει με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον σ’ αυ­τό που έχει να πει ο Χ. Αφή­νει στην άκρη τις ση­μειώ­σεις του.

Χ: (Χω­ρίς να κοι­τά­ζει τον Φ.) Πο­τέ δεν μου έχει συμ­βεί με κα­νέ­ναν. Δεν ξέ­ρω πώς αλ­λά, σι­γά-σι­γά, άρ­χι­σα να υπο­φέ­ρω το γε­γο­νός ότι… (Ξαφ­νι­κά, αλ­λά­ζει τό­νο και κοι­τά­ζει τον Φ.) Όλοι καλ­λι­τέ­χνες. Τι χα­ζο­μά­ρα! Αλ­λά… αλ­λά άρ­χι­σα να το παίρ­νω ως ένα μοι­ραίο πε­πρω­μέ­νο. Σαν κά­τι που μά­λι­στα μας άξι­ζε.

Παύ­ση. Στρέ­φε­ται λί­γο στον εαυ­τό του. Ο Φ τον κοι­τά­ζει καρ­τε­ρι­κά.

Χ: …Αλ­λά αυ­τός ο τύ­πος έχει κά­τι που με τρο­μά­ζει. (Παύ­ση.) Δεν θέ­λω απλώς να συ­νε­χί­σει να εί­ναι κτη­νο­τρό­φος για να έχου­με κά­τι να τρώ­με. Θέ­λω να συ­νε­χί­σει να εί­ναι κτη­νο­τρό­φος για­τί… για­τί έτσι μπο­ρού­με… να τον ελέγ­χου­με.

Παύ­ση. Ο Φ τώ­ρα δεί­χνει με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον γι’ αυ­τό που λέ­ει ο Χ.

Φ: Να τον ελέγ­χου­με;

Χ: (Κοι­τά­ζει τον Φ μέ­σα στα μά­τια.) Να τον ελέγ­χου­με, να τον ελέγ­χου­με. Να τον ελέγ­χου­με. Αυ­τός ο τύ­πος πρέ­πει να εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νος. (Παύ­ση.) Δεν πρέ­πει να τον αφή­σου­με…

Φ: Δεν σε κα­τα­λα­βαί­νω.

Χ: Βε­βαί­ως και με κα­τα­λα­βαί­νεις. Τους βλέ­πεις με τον ίδιο τρό­πο που τους βλέ­πω κι εγώ. (Παύ­ση.) Γι’ αυ­τό θέ­λεις να πας με το μέ­ρος του. Τον βλέ­πεις άτρω­το.

Φ: Τι μπέρ­δε­μα...

Παύ­ση.

Χ: Σκέ­φτη­κα…

Δια­κό­πτει ξαφ­νι­κά.

Φ: Και γι’ αυ­τό θέ­λεις να ασχο­λεί­ται απο­κλει­στι­κά με το να μας τα­ΐ­ζει…;

Παύ­ση. Ο Χ και ο Φ κοι­τά­ζο­νται.

Χ: Εί­ναι φα­νε­ρό ότι δεν μπο­ρεί να ανα­πτυ­χθεί. (Παύ­ση.)

Ο Φ τον κοι­τά­ζει ερω­τη­μα­τι­κά, σχε­δόν ανή­συ­χος γι’ αυ­τό που υπο­νο­εί ο Χ.

Φ: Εσύ λες ότι…;

Χ: Τι λέω εγώ; Για να δού­με; Τι λέω;

Ο Φ τώ­ρα κοι­τά­ζει τον Χ με την άκρη του μα­τιού του, απο­δε­χό­με­νος την πρό­κλη­σή του.
Ο Φ σκέ­φτε­ται.

Φ: (Αιφ­νί­δια.) Λοι­πόν εγώ νο­μί­ζω ότι αυ­τό που λες εσύ…

Χ: (Τον δια­κό­πτει γρή­γο­ρα.) ΑΚΡΙ­ΒΩΣ.

Ο Φ ικα­νο­ποι­η­μέ­νος με τον εαυ­τό του και με την απά­ντη­ση του Χ.
Ο Φ ξα­να­πιά­νει τις ση­μειώ­σεις του. Γρή­γο­ρα εμπνέ­ε­ται για να γρά­ψει.

Φ: Θα γρά­ψω.

Παύ­ση. Στον Χ χω­ρίς να ση­κώ­νει το κε­φά­λι του.

Φ: Για­τί δεν πιά­νεις κι εσύ να ζω­γρα­φί­σεις;

Χ: Έχω μια κα­λύ­τε­ρη ιδέα.

Ο Φ στα­μα­τά­ει το γρά­ψι­μο και κοι­τά­ζει τον Χ προ­σε­κτι­κά.
Ο Χ αφή­νει να πε­ρά­σουν με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα για να δια­τυ­πώ­σει τη φρά­ση του.

Χ: (Με με­γα­λο­πρέ­πεια.) Ας ανη­συ­χή­σου­με.

Ο Φ τον κοι­τά­ζει ερω­τη­μα­τι­κά. Ο Χ επι­μέ­νει.

Χ: Ναι. Αυ­τό. Ας ανη­συ­χή­σου­με.

Ο Φ κα­χύ­πο­πτος.

Φ: Η ανη­συ­χία δεν εί­ναι μια τέ­χνη.

Παύ­ση. Ο Χ τον κοι­τά­ζει.

Χ: Θα μπο­ρού­σα­με να δη­μιουρ­γή­σου­με μια τέ­χνη της ανη­συ­χί­ας.

Ο Φ συ­νε­χί­ζει να κοι­τά­ζει κα­χύ­πο­πτος τον Χ, με μια έκ­φρα­ση που υπο­νο­εί ότι δεν πρό­κει­ται να πέ­σει στην πα­γί­δα.

Χ: Ας ανη­συ­χή­σου­με για τα κα­λά… Ας ανη­συ­χή­σου­με… Ευ­ρέ­ως. Θα μπο­ρού­σα­με να εί­μα­στε οι… οι Μπε­τό­βεν. Ή οι Βαν Γκογκ… Ή όχι, κα­λύ­τε­ρα, οι Μό­τσαρτ της ανη­συ­χί­ας.

Ο Φ κοι­τά­ζει στα­θε­ρά τον Χ, σαν να αμ­φι­βάλ­λει τώ­ρα για την ψυ­χι­κή του υγεία.
Σιω­πούν και οι δύο κα­θώς κοι­τά­ζο­νται στα­θε­ρά.
Ξαφ­νι­κά ο Φ.

Φ: Όμως εσύ εί­σαι ζω­γρά­φος

Χ: (Συ­γκα­τα­νεύ­ο­ντας.) Εγώ εί­μαι ζω­γρά­φος…

Φ: (Δεί­χνο­ντας τις ση­μειώ­σεις του.) Κι εγώ, όπως βλέ­πεις, εί­μαι συγ­γρα­φέ­ας.

Χ: Εσύ εί­σαι συγ­γρα­φέ­ας… εί­ναι ολο­φά­νε­ρο. Δεν χω­ρά­ει αμ­φι­βο­λία γι’ αυ­τό.

Παύ­ση.

Φ: Αυ­τό για την ανη­συ­χία θα ήταν… θα μας απο­σπού­σε την προ­σο­χή από τις δρα­στη­ριό­τη­τές μας.

Χ: Αυ­τό για την ανη­συ­χία; Όχι… θα το… θα το συν­δυά­ζα­με με τα δι­κά μας. Δεν θα μας απο­σπού­σε την προ­σο­χή, όχι. Κα­θό­λου.

Παύ­ση.

Χ: Θα μπο­ρού­σε μά­λι­στα να απο­τε­λέ­σει τρο­φή για τη δου­λειά μας.

Παύ­ση.

Χ: Ένα θέ­μα για τα γρα­πτά σου. Και για… για τη ζω­γρα­φι­κή μου.

Ο Φ δεί­χνει να ανα­λύ­ει την πρό­τα­ση του Χ ενό­σω τον κοι­τά­ζει. Δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι τον τρα­βά­ει, αλ­λά φαί­νε­ται απορ­ρο­φη­μέ­νος από το χαρ­τί και τις ση­μειώ­σεις που έχει μπρο­στά του.
Ξαφ­νι­κά απορ­ρί­πτει αυ­τό που του προ­τεί­νει ο Χ∙ αρ­νεί­ται με το κε­φά­λι κα­θώς αρ­χί­ζει πά­λι να γρά­φει.

Φ: Θα πε­θά­νου­με της πεί­νας, ού­τως ή άλ­λως…

Ο Χ αντι­δρά υστε­ρι­κός.

Χ: Για­τί!; Όχι! Δεν θα πε­θά­νου­με της πεί­νας! Όχι όχι όχι!! Αυ­τός πρέ­πει να μας τρέ­φει.

Ο Φ απα­ντά­ει με απά­θεια στις φω­νές του Χ.

Φ: Αυ­τός εί­ναι ένας ποι­η­τής.

Παύ­ση.

Χ: Για όσο θα εί­ναι κτη­νο­τρό­φος.

Παύ­ση.

Φ: Τώ­ρα έχω χα­θεί.

Χ: Δεν το βλέ­πεις;

Φ: Έχω χα­θεί λι­γά­κι, αλή­θεια…

Χ: Εί­ναι απλό.

Φ: Δεν εί­ναι ότι δεν κα­τα­λα­βαί­νω τί­πο­τα τί­πο­τα… αλ­λά λί­γο χα­μέ­νος εί­μαι.

Παύ­ση. Ο Χ απλώ­νει τα χέ­ρια του, γλυ­κά.

Χ: Χρειά­ζε­ται φρο­ντί­δα, αγά­πη… προ­στα­σία…

Παύ­ση.
Με­γά­λη παύ­ση. Ο Φ σαν να κα­τα­λα­βαί­νει από­το­μα.

Φ: Τό­τε εσύ θέ­λεις να τον σώ­σεις.

Χ: Εγώ θέ­λω να φάω!

Με­γά­λη παύ­ση.
Και οι δυο κα­ταρ­ρέ­ουν στις κα­ρέ­κλες τους.
Ο Φ σκε­φτι­κός, θλιμ­μέ­νος από τη συ­ζή­τη­ση, με πε­σμέ­νη την ενέρ­γειά του.

Φ: Ύστε­ρα από κά­ποια στιγ­μή, δεν ξέ­ρω τι έγι­νε… Συ­νέ­χι­σα να νιώ­θω ότι εί­μαι… εν­δια­φέ­ρων. Αλ­λά έπα­ψα να θα­μπώ­νο­μαι από τον εαυ­τό μου.

Παύ­ση.

Χ: Εγώ πο­τέ δεν έχω θα­μπω­θεί από τον εαυ­τό μου.

Φ: Πο­τέ;

Χ: Μ-μ.

Ο Φ ση­κώ­νε­ται από­το­μα από την κα­ρέ­κλα. Τρέ­χει ως τον Χ και τον αγκα­λιά­ζει με δύ­να­μη∙ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, σχε­δόν τον πνί­γει.

Φ: Δεν θέ­λω να πε­θά­νεις πριν από εμέ­να!

Χ: Εί­μαι νε­ώ­τε­ρος από εσέ­να…

Φ: Όχι, σε πα­ρα­κα­λώ, όχι… μην πε­θά­νεις… πριν… από εμέ­να.

ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ



Οι λίστες (γ΄)



ΠΡΑ­ΞΗ ΕΚΤΗ

Ο Φ μό­νος του, κά­θε­ται στην ανα­πη­ρι­κή του κα­ρέ­κλα, σκε­φτι­κός. Έχει μπρο­στά του ένα χαρ­τί και ένα μο­λύ­βι.
Ξαφ­νι­κά, απο­φα­σί­ζει να ση­κω­θεί από την ανα­πη­ρι­κή κα­ρέ­κλα και παίρ­νει μια ΚΑ­ΝΟ­ΝΙ­ΚΗ κα­ρέ­κλα. Κά­θε­ται. Κοι­τά­ζει την ανα­πη­ρι­κή κα­ρέ­κλα με δυ­σπι­στία.
Ξα­να­ση­κώ­νε­ται, κα­τευ­θύ­νε­ται προς την ανα­πη­ρι­κή του κα­ρέ­κλα και την κλεί­νει, θέ­λει να την κρύ­ψει. Την αφή­νει σε μια άκρη.
Ξα­να­κά­θε­ται μπρο­στά από το χαρ­τί στο τρα­πέ­ζι.
Θέ­λει να γρά­ψει, αλ­λά δεν κα­τα­φέρ­νει να συ­γκε­ντρω­θεί. Ο Φ ΔΕΝ ΜΠΟ­ΡΕΙ να γρά­ψει∙ πο­τέ δεν μπό­ρε­σε και πο­τέ δεν θα μπο­ρέ­σει. Ανα­στε­νά­ζει. Όχι θλιμ­μέ­νος, πα­ραι­τη­μέ­νος.
Περ­νά­ει η ώρα. Ξα­να­κοι­τά­ζει την ανα­πη­ρι­κή κα­ρέ­κλα, που ακό­μα ΦΑΙ­ΝΕ­ΤΑΙ πά­νω στη σκη­νή.
Ξαφ­νι­κά, κά­ποιος χτυ­πά­ει την πόρ­τα.

Φ: Ναι;

Η πόρ­τα ανοί­γει. Με­γα­λειώ­δης, σο­βα­ρός, μπαί­νει ο Η. Κρα­τά­ει μια με­γά­λη βα­λί­τσα στο χέ­ρι του, σχε­δόν μπα­ού­λο.

Φ: Γεια.

Η: (Παύ­ση. Ακου­μπά­ει το βα­ρύ μπα­ού­λο πά­νω στο τρα­πέ­ζι.) Θέ­λα­τε φα­γη­τό;

Φ: Εε­εε…..

Η: …Σας φέρ­νω όλα όσα έχω… και το τε­λευ­ταίο. Το τε­λευ­ταίο που θα έχω πα­ρα­γά­γει ως κτη­νο­τρό­φος.

Φ: Όχι! Όχι. Εσείς δεν… εσείς δεν μπο­ρεί­τε να εγκα­τα­λεί­ψε­τε τη δρα­στη­ριό­τη­τά σας.

Ο Η τον κοι­τά­ζει με έκ­φρα­ση μομ­φής και με θλί­ψη.

Η: Μην εί­στε τό­σο εγω­ι­στής, σας πα­ρα­κα­λώ. Θα βρεί­τε κά­ποιον για να σας φέρ­νει φα­γη­τό.

Φ: Δεν εί­ναι γι’ αυ­τό.

Η: Α, όχι; Και για­τί εί­ναι;

Φ: (Παύ­ση.) Εί­ναι για σας. Εί­ναι για την… για την ποί­η­σή σας. Για να σώ­σε­τε την ποί­η­σή σας…

Ο Η συ­γκρα­τεί τον σαρ­κα­σμό του και τον κοι­τά­ζει κα­χύ­πο­πτα.

Η: Δεν κα­τα­λα­βαί­νω για τι μι­λά­τε.

Παύ­ση.

Φ: Αλή­θεια δεν με πι­στεύ­ε­τε, όταν σας λέω πως εί­ναι για σας που θέ­λω να συ­νε­χί­σε­τε να κά­νε­τε ό,τι κά­νε­τε…;

Η: (Παύ­ση.) Δεν μπο­ρώ.

Παύ­ση. Ο Φ του λέ­ει γλυ­κά.

Φ: Λοι­πόν, έτσι εί­ναι.

Ο Φ κοι­τά­ζει έντο­να τον Η.
Πλη­σιά­ζει αρ­γά και τον φι­λά­ει στα χεί­λη. Δεν εί­ναι ένα ερω­τι­κό φι­λί, εί­ναι ένα φι­λί από άντρα σε άντρα.

Η: (Πα­ρα­δο­μέ­νος από έρω­τα.) Ελά­τε να φύ­γου­με μα­ζί.

Φ: Με κο­λα­κεύ­ε­τε. Όμως εγώ δεν εί­μαι καλ­λι­τέ­χνης όπως εσείς. (Παύ­ση.) Μου στοί­χι­σε πο­λύ να το κά­νω αυ­τό.

Η: Όλοι εί­μα­στε καλ­λι­τέ­χνες τώ­ρα. Εσείς ο ίδιος το εί­πα­τε.

Φ: Μην θέ­λε­τε να γί­νε­τε ίσος κι όμοιος με μέ­να. Δεν το αξί­ζε­τε. (Παύ­ση.) Και μά­λι­στα, όταν έλε­γα ότι όλοι εί­μα­στε καλ­λι­τέ­χνες τώ­ρα, ήθε­λα να πω στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα…

Η: (Ολο­κλη­ρώ­νει τη φρά­ση θλιμ­μέ­νος.) …ότι κα­νείς δεν εί­ναι.

Παύ­ση.

Φ: (Σαν να εξο­μο­λο­γεί­ται μιαν αμαρ­τία.) Ακρι­βώς.

Η: Αυ­τό μου το εί­χα­τε ήδη πει. Όμως δεν εί­ναι αλή­θεια.

Φ: …Εγώ…

Ξαφ­νι­κά, ενώ οι δυο τους κοι­τά­ζο­νται έντο­να και με θλί­ψη στα μά­τια, μπαί­νει ο Χ.
Εκ­πλήσ­σε­ται όταν βλέ­πει τον Η, αλ­λά δια­τη­ρεί το μέ­τω­πό του συ­νο­φρυω­μέ­νο.

Χ: Ω, εσείς εδώ.

Φ: Μας έφε­ρε φα­γη­τό…

Ο Χ ρί­χνει μια μα­τιά στο μπα­ού­λο.

Χ: Α, τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νω, ναι. (Στον Η.) Το σκε­φτή­κα­τε. (Παύ­ση.) Ο ρό­λος σας εί­ναι εκεί­νος του προ­μη­θευ­τή. Σε αυ­τό εσείς εί­στε πο­λύ κα­λός.

Η: Μπο­ρεί. Δεν θα πε­ριο­ρι­στώ όμως σ’ αυ­τόν τον ρό­λο. Ήρ­θα για­τί εγκα­τα­λεί­πω τη φάρ­μα… τη δου­λειά μου. Θα αφιε­ρω­θώ ολο­κλη­ρω­τι­κά στην ποί­η­ση. (Παύ­ση.) Εί­ναι η ζωή μου.

Χ: Τό­τε θα εί­ναι σύ­ντο­μη η ζωή σας. (Παύ­ση. Απευ­θυ­νό­με­νος στον Φ.) Μπο­ρώ να μά­θω τι του εί­πες;

Φ: Προ­σπά­θη­σα να τον πεί­σω. Προ­σπά­θη­σα να τον πεί­σω να μην κα­τέ­βει…

Η: Εί­ναι αλή­θεια ότι προ­σπά­θη­σε να με πεί­σει…

Τον δια­κό­πτει και του λέ­ει σε έντο­νο τό­νο.

Χ: Εσείς πρέ­πει να συ­νε­χί­σε­τε να εί­στε κτη­νο­τρό­φος! Μ’ ακού­τε; Κτη­νο­τρό­φος! (Παύ­ση. Πιο γλυ­κά τώ­ρα.) Κτη­νο­τρό­φος…

Η: (Υπο­τι­μη­τι­κά.) Εί­στε κυ­νι­κός.

Χ: (Κυ­νι­κά.) Εγώ κυ­νι­κός; Για­τί; Επει­δή δεν σας φι­λάω στο στό­μα;

Φ: (Αγα­να­κτι­σμέ­νος.) Μας κα­τα­σκό­πευ­ες!

Χ: Ήθε­λα μό­νο να δω πώς προ­σπα­θού­σες να τον πεί­σεις.

Παύ­ση. Ο Χ κοι­τά­ζει έντο­να τον Η, με αγά­πη.

Χ: Κτη­νο­τρό­φος… Μό­νο έτσι… θα μπο­ρέ­σε­τε να συ­νε­χί­σε­τε να εί­στε…

Η: Εγώ δεν…

Χ: (Ξαφ­νι­κά αυ­στη­ρός, σο­βα­ρός, υπερ­βο­λι­κά σκλη­ρός.) Αυ­τή εί­ναι η μό­νη αλή­θεια!

Ο Η τον κοι­τά­ζει με έκ­φρα­ση με­τα­ξύ έκ­πλη­ξης και σκε­πτι­κι­σμού. Ο Χ απελ­πί­ζε­ται και λέ­ει στον Φ.

Χ: Πες το του εσύ! Πεί­σε τον… (Από­το­μα.) Πες του για την κού­ρα­ση!

Ο Φ κά­νει ό,τι του λέ­ει αυ­το­μά­τως. Αρ­χί­ζει δι­στα­κτι­κός.

Φ: …Θέ­λου­με… θέ­λου­με να εκτι­μή­σου­με το πα­ρόν και θέ­λου­με, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, να ερω­τευ­τού­με αυ­τό το πα­ρόν, θα ‘λε­γε κα­νείς… αλ­λά εί­μα­στε υπερ­βο­λι­κά κου­ρα­σμέ­νοι για να εκτι­μή­σου­με αυ­τό το πα­ρόν, εί­μα­στε πτώ­μα­τα από την κού­ρα­ση. Στη… στη δι­κή μας φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση εγκα­θί­στα­ται με πε­ρισ­σό­τε­ρη άνε­ση η νο­σταλ­γία, η ανά­μνη­ση. Εί­μα­στε συ­γκι­νη­σια­κά αρ­γοί, φτά­νου­με αρ­γά για τα πά­ντα. Μό­νον τό­τε μπο­ρού­με να εκτι­μή­σου­με κά­τι, όταν πια το έχου­με χά­σει.

Ο Η κα­ταρ­ρέ­ει σε μια κα­ρέ­κλα, χτυ­πη­μέ­νος από τις λέ­ξεις του Φ.

Η: Έχω μπερ­δευ­τεί.

Ο Φ απελ­πι­σμέ­νος, γε­νι­κά.

Φ: Χρεια­ζό­μα­στε μια γυ­ναί­κα εδώ! Πώς και δεν υπάρ­χει πο­τέ μια γυ­ναί­κα;! Μια γυ­ναί­κα θα τα ξε­κα­θά­ρι­ζε όλα…

Παύ­ση.

Η: Αν η ζωή μου εί­ναι η ποί­η­ση, δεν εί­ναι λο­γι­κό να αφιε­ρω­θώ ολο­κλη­ρω­τι­κά σ’ αυ­τήν; Να εί­ναι τα πά­ντα για μέ­να…;

Χ: (Απο­γοη­τευ­μέ­νος.) Στις μέ­ρες μας, όχι! Δεν το κα­τα­λα­βαί­νε­τε; Πα­λιά ναι. (Παύ­ση. Σχε­δόν για τον εαυ­τό του.) Στις μέ­ρες μας… τώ­ρα πια, όχι. Κοι­τάξ­τε πώς εί­μα­στε! Σιω­πή με­τά τη σιω­πή. Εί­μα­στε προ­σω­πεία. Χει­ρο­κρο­τού­με ο ένας τον άλ­λο... Χτί­σα­με τα σπί­τια μας υπερ­βο­λι­κά κο­ντά… Καλ­λι­τέ­χνες… ού­τε καν σε μας δεν ακού­γε­ται κα­λά. Συγ­γρα­φείς; Ζω­γρά­φοι;… Λί­στες κα­τα­σκευά­ζου­με. (Παύ­ση.) Κοι­τάξ­τε, εγώ δεν έχω πια δυ­νά­μεις για να τον πεί­σω. Δεν έχω δυ­νά­μεις για τί­πο­τα. (Παύ­ση.) Αν ένας κλέ­φτης μού κλέ­ψει το πορ­το­φό­λι δεν θα τον ακο­λου­θή­σω. Ού­τε καν με­τα­κι­νού­μαι απ’ την κα­ρέ­κλα. Όμως υπο­φέ­ρω μα­ζί του… κου­ρά­ζο­μαι μα­ζί του. Ο καη­μέ­νος… Να ζει έτσι

Και οι τρεις σιω­πη­λοί, γε­μά­τοι έντα­ση.
Ο Η αρ­χί­ζει να μι­λά­ει σαν για τον εαυ­τό του. Οι άλ­λοι δυο ακούν καρ­τε­ρι­κά.

Η: …Να μην αρ­νη­θεί κα­νείς το νε­ρό στον κό­σμο μου. Να μην αρ­νη­θούν τί­πο­τα στον κό­σμο μου. Να μην αρ­νη­θούν πο­τέ την άσκη­ση στον κό­σμο μου για να εί­ναι υγι­ής ο κό­σμος μου και να μην χρεια­στεί πο­τέ να πά­ει στον για­τρό. (Παύ­ση.) Να ξε­περ­νιού­νται οι πτώ­σεις στον κό­σμο μου, για­τί στον κό­σμο μου, οι πτώ­σεις, εί­ναι σαν μια σύ­ντο­μη πτή­ση…

Σιω­πή.
Ο Φ, ξαφ­νι­κά, πα­ρα­συρ­μέ­νος από το πνεύ­μα του Η προ­σπα­θεί να τον εμ­ψυ­χώ­σει και φω­νά­ζει στον Χ.

Φ: Εί­ναι ένας ποι­η­τής! Μα δεν το βλέ­πεις; Ανα­ζη­τά τον σπα­ραγ­μό, τον θαυ­μα­σμό, την αγά­πη, θέ­λει να γρά­ψει για… για να συ­νε­χί­σει να εί­ναι ζω­ντα­νός… (Παύ­ση.) Θα βρού­με κά­ποιον για να μας προ­μη­θεύ­ει τρο­φή. Για να μας θρέ­φει… Κά­ποιον για να μας φέρ­νει τό­νο…

Χ: Και κρέ­ας;

Φ: Και κρέ­ας.

Χ: Και πα­τά­τες;

Φ: Και πα­τά­τες.

Χ: Και φα­σό­λια;

Φ: Και φα­σό­λια.

Χ: Και μά­γκο;

Φ: Και μά­γκο.

Χ: Μπα­νά­νες;

Φ: Επί­σης μπα­νά­νες!

Χ: Μή­λα;!

Φ: Και μή­λα!

Χ: Και δη­μη­τρια­κά;

Φ: (Σε κα­τά­στα­ση υστε­ρί­ας.) Δη­μη­τρια­κά επί­σης δη­μη­τρια­κά επί­σης δη­μη­τρια­κά επί­σης!!

Παύ­ση.

Χ: (Γυ­ρεύ­ο­ντας τη συ­νε­νο­χή του Φ, σχε­δόν με χα­μό­γε­λο γε­μά­το γλυ­κύ­τη­τα.) …Και κα­ρό­τα…;

Φ: (Σο­βα­ρός, χω­ρίς να απο­κρί­νε­ται στο ύφος του Χ.) Και κα­ρό­τα. Και κα­ρό­τα.

Ο Χ τον κοι­τά­ζει γε­μά­τος απο­γο­ή­τευ­ση, χω­ρίς δύ­να­μη πια.

Χ: Το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι το να βρί­σκου­με φα­γη­τό… Μα δεν το κα­τα­λα­βαί­νεις;

Ο Φ τον κοι­τά­ζει τώ­ρα ερω­τη­μα­τι­κά. Ο Χ κοι­τά­ζει τον Η προ­σπα­θώ­ντας να τον κά­νει να κα­τα­λά­βει.

Χ: Το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι το να βρί­σκου­με μά­γκο και μή­λα και ψω­μί και σο­κο­λά­τα… Εσείς το κα­τα­λα­βαί­νε­τε…;

Ο Η κοι­τά­ζει τον Χ από από­στα­ση, ψυ­χρός.
Ο Χ σε χα­μη­λό τό­νο, κοι­τά­ζο­ντας μια τον έναν και μια τον άλ­λο, που επί­σης τον κοι­τούν.

Χ: …Όχι, δεν το κα­τα­λα­βαί­νε­τε… (Παύ­ση.) Μά­λι­στα, εάν το πε­πρω­μέ­νο εί­ναι ο θά­να­τος, ας πε­θά­νου­με τώ­ρα! Δεν εί­ναι κα­λύ­τε­ρα; Τώ­ρα. Δια­μιάς. (Παύ­ση.) Βα­ρέ­θη­κα.

Πα­ρα­μέ­νουν και οι τρεις σιω­πη­λοί.
Ο Η κοι­τά­ζει τον Φ και τον Χ. Σκέ­φτε­ται.
Ξαφ­νι­κά, ο Η ση­κώ­νε­ται με ενερ­γη­τι­κό­τη­τα και ανοί­γει το μπα­ού­λο πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Από μέ­σα αρ­χί­ζει να βγά­ζει φρού­τα, αβγά, κρέ­ας, κλπ.

Η: Ορί­στε φα­γη­τό, ορί­στε φα­γη­τό…

Ο Φ κοι­τά­ζει τους θη­σαυ­ρούς που βγά­ζει ο Η από το μπα­ού­λο.

Φ: Λου­κά­νι­κα! Και αβγά! Και γά­λα!

Η: Ορί­στε φα­γη­τό…

Φ: (Στον Χ.) Θα μας κρα­τή­σει χρό­νια!

Η: Η από­φα­ση έχει λη­φθεί… Η από­φα­ση έχει λη­φθεί! (Παύ­ση.) Η μό­νη πραγ­μα­τι­κή τρο­φή εί­ναι η ποί­η­ση! Η ποί­η­ση εί­ναι το παν! (Στον Χ με συ­σφιγ­μέ­νο από εν­θου­σια­σμό πρό­σω­πο.) Θέ­λω ένα πε­πρω­μέ­νο απο­μα­κρυ­σμέ­νο από τη χρη­σι­μό­τη­τα… Ποιος έχει ανά­γκη να φά­ει;! Ποιος έχει ανά­γκη να πιει;!

Ο Φ πα­ρα­σύ­ρε­ται από τον εν­θου­σια­σμό του Η… Πα­ράλ­λη­λα, κρα­τά­ει τα λου­κά­νι­κα και το γά­λα και τα αβγά στα χέ­ρια του με πε­ρί­ερ­γο τρό­πο … τα ση­κώ­νει ψη­λά στον αέ­ρα κα­θώς φω­νά­ζει με τον Η.

Φ: Η ποί­η­ση εί­ναι το παν! Η τέ­χνη εί­ναι το παν! (Παύ­ση.) Και πά­ντα επι­βιώ­νει…!

Ο Η και ο Φ κοι­τά­ζο­νται και χα­μο­γε­λούν. Ο Χ τους κοι­τά­ζει δυ­σα­ρε­στη­μέ­νος, γε­μά­τος θλί­ψη∙ χά­νε­ται η τε­λευ­ταία ευ­και­ρία. Ο Χ πέ­φτει και βυ­θί­ζε­ται σε μια κα­ρέ­κλα.
Ο Φ και ο Η φω­νά­ζουν με συ­νε­νο­χή κα­θώς βγά­ζουν το φα­γη­τό από το μπα­ού­λο.

Η: Έχουν απο­μεί­νει με­γά­λοι ποι­η­τές!

Φ: Ναι, έχουν απο­μεί­νει!

Η: Και η μου­σι­κή! Η με­γα­λειώ­δης μου­σι­κή!

Φ: Που πρό­κει­ται να γεν­νη­θεί!

Η: Κι όλη η ζω­γρα­φι­κή!

Φ: Όλη η κα­λύ­τε­ρη ζω­γρα­φι­κή που πρό­κει­ται να υπάρ­ξει!!

Ο Η συ­νε­χί­ζει να βγά­ζει πράγ­μα­τα απ’ το αστεί­ρευ­το μπα­ού­λο του.
Ο Φ, πραγ­μα­τι­κά συ­γκι­νη­μέ­νος, με τα λου­κά­νι­κα τυ­λιγ­μέ­να στον λαι­μό του και τα αβγά και το γά­λα στο χέ­ρι, πλη­σιά­ζει τον Χ και προ­σπα­θεί να του φτιά­ξει τη διά­θε­ση.

Φ: Θέ­λει ένα πε­πρω­μέ­νο απο­μα­κρυ­σμέ­νο από τη χρη­σι­μό­τη­τα! Αυ­τό που όλοι ονει­ρευό­μα­στε! Ο ΠΙΟ ΕΥ­ΓΕ­ΝΗΣ ΣΚΟ­ΠΟΣ! Μην του το αρ­νεί­σαι!! Εν­θάρ­ρυ­νε τη ζωή! Όλα θ’ αλ­λά­ξουν τώ­ρα! (Παύ­ση. Κοι­τά­ζει τον Χ από πο­λύ κο­ντά και του δεί­χνει το φα­γη­τό που κρα­τά­ει στο χέ­ρι του.) Δεν βλέ­πεις; (Παύ­ση. Με ένα μι­κρό κλο­νι­σμό στην αρ­χι­κή του πε­ποί­θη­ση, που όμως εξι­σορ­ρο­πεί­ται από την έντα­ση της φω­νής.) Μα δεν βλέ­πεις…;!!

ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ





ΠΡΑ­ΞΗ ΕΒΔΟ­ΜΗ

Οι τρεις τους κά­θο­νται γύ­ρω από το τρα­πέ­ζι.
Τώ­ρα όχι μό­νο ο Φ και ο Χ σε ανα­πη­ρι­κές κα­ρέ­κλες αλ­λά και ο Η επί­σης. Ο Φ και ο Χ μπρο­στά σ’ ένα χαρ­τί, και ο Η επί­σης.
Υπάρ­χει μια στιγ­μή ησυ­χί­ας κα­τά την οποία φαί­νε­ται πως και οι τρεις γρά­φουν τους συλ­λο­γι­σμούς τους. Σκέ­φτο­νται, και, πό­τε ο ένας πό­τε ο άλ­λος, γρά­φουν τις σκέ­ψεις τους.
Ο Φ δεί­χνει ιδιαί­τε­ρα πα­ρα­γω­γι­κός. Κά­ποια στιγ­μή, ο Χ ολο­κλη­ρώ­νει αυ­τό που γρά­φει. Με­τά κι ο Η ολο­κλη­ρώ­νει αυ­τό που γρά­φει.
Ο Χ και ο Η πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νουν ώσπου να τε­λειώ­σει αυ­τό που γρά­φει ο Φ, που δεί­χνει εμπνευ­σμέ­νος.
Τε­λι­κά φαί­νε­ται ότι και οι τρεις στα­μα­τούν να γρά­φουν τις ση­μειώ­σεις τους.
Κοι­τά­ζο­νται. Ο κά­θε ένας τους παί­ζει για λί­γο στα χέ­ρια του το χαρ­τί που έχει μπρο­στά του.
Ξε­ρο­βή­χουν για να κα­θα­ρί­σουν τον λαι­μό τους.
Ο Φ κά­νει μια χει­ρο­νο­μία στον Χ για να αρ­χί­σει αυ­τός∙ ο Χ του αντα­πο­δί­δει τη χει­ρο­νο­μία για να αρ­χί­σει εκεί­νος πρώ­τος.
Ο Φ κοι­τά­ζει τον Η. Ο Η με το χέ­ρι του τον εν­θαρ­ρύ­νει ν’ αρ­χί­σει.
Σαν να έχει γρά­ψει ένα ποί­η­μα, ένα πά­ρα πο­λύ προ­σω­πι­κό κεί­με­νο που ντρέ­πε­ται να μοι­ρα­στεί με τους άλ­λους, ο Φ παίρ­νει μια βα­θιά ανά­σα…
…και αρ­χί­ζει να μι­λά­ει.

Φ: …Ντο­μά­τες.

Παύ­ση. Ο Χ κοι­τά­ζει τον Η∙ ο Η με μια χει­ρο­νο­μία πα­ρα­χω­ρεί τη σει­ρά του στον Χ.

Χ: Δύο κι­λά.

Ο Φ συ­νε­χί­ζει. Με­τα­ξύ τους αρ­χί­ζουν να βρί­σκουν έναν ρυθ­μό.

Φ: Μπα­νά­νες;

Ξαφ­νι­κά κά­τι ενο­χλεί τον Η.

Η: (Με υπο­τι­μη­τι­κό τό­νο.) Αφού εί­πα­με ότι μας έχουν τε­λειώ­σει οι μπα­νά­νες. (Παύ­ση.) Δεν ση­μειώ­νεις αυ­τά που λέ­με;

Φ: Συγ­γνώ­μη, συγ­γνώ­μη… (Παύ­ση.) Συγ­γνώ­μη. (Παύ­ση.) Σπα­ράγ­για;

Τώ­ρα συμ­με­τέ­χει και ο Η.

Η: Δέ­κα κον­σέρ­βες.

Φ: Φυ­σι­κά, αφού δεν αρέ­σουν σε κα­νέ­ναν. (Παύ­ση.) Τό­νο;

Χ: Από τό­νο μας έχει μεί­νει μό­νο μία κον­σέρ­βα. Εμέ­να τα σπα­ράγ­για μ’ αρέ­σουν…

Φ: Σο­κο­λά­τα;

Χ: Μία μπά­ρα.

Φ: Ψω­μί;

Η: Το ψω­μί τε­λεί­ω­σε.

Παύ­ση.
Ο Φ δι­πλώ­νο­ντας τη λί­στα.

Φ: Τε­λειώ­σα­με.

Όλοι δι­πλώ­νουν τα χαρ­τιά τους και τα φυ­λά­νε. Κοι­τούν στο κε­νό. Κα­νείς δεν κά­νει τί­πο­τα.

Η: Να βγού­με;

Φ: Πρέ­πει να εξοι­κο­νο­μή­σου­με δυ­νά­μεις.

Παύ­ση.
Ο Φ ξαφ­νι­κά δια­κα­τέ­χε­ται από μια ιδέα.

Φ: Μια στιγ­μή. Για­τί δεν τα λέ­τε πια σε ημέ­ρες…; Εί­ναι κα­λύ­τε­ρα σε ημέ­ρες πα­ρά σε… πα­ρά σε μο­νά­δες.

Χ: Με­ρι­κές φο­ρές τα λέ­με σε μέ­ρες. Σή­με­ρα όχι, αλ­λά με­ρι­κές φο­ρές ναι.

Παύ­ση.

Φ: Εί­ναι κα­λύ­τε­ρα σε ημέ­ρες πα­ρά σε μο­νά­δες.

Παύ­ση.
Περ­νά­ει η ώρα. Κα­νείς από τους τρεις τους δεν ξέ­ρει τι θα μπο­ρού­σαν να κά­νουν.
Περ­νά­ει η ώρα.
Ο Φ φτιά­χνει λί­γο το πα­ντε­λό­νι του. Ο Η κοι­τά­ζει έναν από τους κρε­μα­σμέ­νους πί­να­κες, έτσι για να κά­νει κά­τι.
Ο Χ εί­ναι αμή­χα­νος.
Ο Φ ανα­στε­νά­ζει.

Φ: Θα έπρε­πε να ξέ­ρου­με πώς να ψυ­χα­γω­γού­μα­στε, αλ­λά βα­ριό­μα­στε.

Χ: Σί­γου­ρα βα­ριό­μα­στε.

Παύ­ση.

Η: Βα­ριό­μα­στε, ναι.

Ο Χ ση­κώ­νε­ται από την ανα­πη­ρι­κή του κα­ρέ­κλα και πλη­σιά­ζει από πί­σω την ανα­πη­ρι­κή κα­ρέ­κλα του Φ. Τη σπρώ­χνει ελα­φρά μέ­χρι που τη βγά­ζει από τη σκη­νή.
Με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα με­τά, επι­στρέ­φει στη σκη­νή και κά­θε­ται στο αμα­ξί­διό του.
Μό­λις έχει κα­θί­σει ο Χ, αμέ­σως μπαί­νει ο Φ και πη­γαί­νει πί­σω του για να τον σπρώ­ξει μέ­χρι έξω από τη σκη­νή.
Βγαί­νουν και οι δύο από τη σκη­νή.
Μέ­νει μό­νος του ο Η, που πε­ρι­μέ­νει…
Βλέ­πο­ντας ότι δεν έρ­χο­νται για να τον πά­ρουν, αρ­χί­ζει να κά­νει ‘‘τσ­σ’’ για να τους φω­νά­ξει, κοι­τά­ζει έξω από την κορ­νί­ζα της σκη­νής με εξε­τα­στι­κό βλέμ­μα.
Δεν εμ­φα­νί­ζε­ται κα­νείς. Ο Η χά­νει την υπο­μο­νή του…

Η: Τσ­σς! Τσσσσσ­σς!

ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ. ΠΕΦΤΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ