«Φοίνισσες» του Ευριπίδη: το παρελθόν σηκώνει κεφάλι

«Φοίνισσες» του Ευριπίδη: το παρελθόν σηκώνει κεφάλι



“In my beginning is my end”
T. S. Eliot, Four Quartets, Part II: “East Coker”



Στις Φοίνισσες η Θήβα συναντιέται και αναμετριέται με την ιστορία και με την προϊστορία της. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της ύπαρξής της, όταν απειλείται με ολοκληρωτικό αφανισμό από τα εχθρικά στρατεύματα που την πολιορκούν, η Θήβα βλέπει το άγριο παρελθόν της να σηκώνει κεφάλι και να διεκδικεί το μερίδιό του. Δημιουργείται έτσι μια υπονοούμενη σειρά από ανησυχητικές συμμετρίες ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν της πόλης. Μερικές από τις συμμετρίες αυτές θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

Το έργο ξεκινά με μια δυσοίωνη αναδρομή της Ιοκάστης στις μυθικές απαρχές της πόλης:

Ήλιε … πόσο δυσοίωνες
έριξες τις ακτίνες σου στη Θήβα την ημέρα εκείνη
που ο Κάδμος έφτασε στη χώρα τούτη, πίσω αφήνοντας
τις παραλίες της Φοινίκης!*

Η αναδρομή αυτή στο παρελθόν μάς καλεί να θυμηθούμε τις μυθικές απαρχές της Θήβας, όπου δεσπόζει η παρουσία όχι του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά της ζωώδους αγριότητας. Ο Κάδμος φτάνει στην τοποθεσία της μελλοντικής Θήβας έπειτα από περιπλανήσεις, αναζητώντας την αδελφή του, την Ευρώπη, που την άρπαξε ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο. Και τη θέση όπου είναι γραφτό να χτιστεί η Θήβα τη δείχνει στον Κάδμο μια αγελάδα — όχι οικόσιτη αλλά άγρια («αδάμαστη» την ονομάζει ο Ευριπίδης). Εκεί κοντά βρίσκεται μια πηγή όπου ο Κάδμος πηγαίνει για να πάρει νερό, απαραίτητο για την τέλεση θυσίας: αυτή η ιεροπραξία θα είναι το πρώτο βήμα για την εξημέρωση του άγριου τόπου και την κατοίκισή του. Ωστόσο, η ιδρυτική ιερουργία αναστέλλεται: ο Κάδμος πρέπει πρώτα να θανατώσει τον δράκοντα, γιο του Άρη, που φρουρεί την πηγή. Και όταν μετά τον φόνο του δράκοντα ο Κάδμος σπέρνει στο χώμα τα δόντια του τέρατος, αναφύονται νέα εμπόδια: ξεπηδούν από τη γη πάνοπλοι πολεμιστές, οι Σπαρτοί, που καταλήγουν να αλληλοσκοτωθούν· οι πέντε που θα επιβιώσουν θα γίνουν οι γενάρχες των Θηβαίων ευπατριδών, οι πρόγονοι της θηβαϊκής αριστοκρατίας.
Η Θήβα λοιπόν γεννιέται, κυριολεκτικά, από το χυμένο αίμα της εμφύλιας αλληλοσφαγής· και στις φλέβες της τρέχει ακόμα το δηλητήριο από τα δόντια του δράκοντα.


Φρικτές συμμετρίες

Οι κρίσιμες αυτές λεπτομέρειες, που μνημονεύονται από τον Χορό του δράματος στο πρώτο και στο δεύτερο χορικό άσμα, ανήκουν φαινομενικά σε ένα μακρινό μυθικό παρελθόν. Ωστόσο, θα τις δούμε να ζωντανεύουν μπροστά μας στη διάρκεια του έργου, παραλλαγμένες ίσως αλλά απαραγνώριστες. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χορός με την παρουσία του ενσαρκώνει αυτό ακριβώς το μυθικό παρελθόν: πρόκειται για γυναίκες που έρχονται από τη Φοινίκη, τον τόπο όπου γεννήθηκε ο Κάδμος. Τελικός προορισμός τους είναι το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου σκοπεύουν να υπηρετήσουν τον θεό. Έχουν όμως εγκλωβιστεί προσωρινά στη Θήβα, που βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: την πολιορκούν τα συμμαχικά στρατεύματα που έφερε ο Πολυνείκης, για να διεκδικήσει με τη βία το δικό του μερίδιο στη βασιλεία. Όπως η θρησκευτική τελετή του Κάδμου παρεμποδίστηκε από τον αλληλοσκοτωμό των Σπαρτών, έτσι και το θρησκευτικό ταξίδι των Φοινισσών αναστέλλεται από την έριδα των γιων του Οιδίποδα, η οποία θα καταλήξει επίσης σε αλληλοκτονία.
Αλλά και τον δράκοντα που σκότωσε ο Κάδμος λίγο πριν να ιδρύσει τη Θήβα τον βλέπουμε να ανασταίνεται —μεταφορικά, αλλά με συνέπειες απολύτως κυριολεκτικές— στη διάρκεια του δράματος. Από τον μάντη Τειρεσία μαθαίνουμε πως, για να σωθεί η Θήβα, θα πρέπει να θυσιαστεί ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα. Τη θυσία την απαιτεί ο Άρης σαν αποζημίωση για τον φόνο του δράκοντα από τον Κάδμο: ο τελευταίος επιζών από τη σπορά του σκοτωμένου δράκοντα θανατώνεται κι αυτός, ξαναγυρίζοντας έτσι στη γη που τον γέννησε. Όπως εξηγεί ο Τειρεσίας στον Κρέοντα:

Ο γιος σου πρέπει να σφαγεί μέσα στο σπήλαιο,
εκεί όπου φρουρούσε ο δράκοντας τα νερά της Δίρκης·
και το αίμα του ιερή σπονδή να προσφερθεί στη γη,
για να εξιλεωθεί ο Κάδμος, που τον Άρη είχε οργίσει:
αυτή είναι η τιμωρία για του δράκοντα το φόνο.
Μόνο αν δεχθεί καρπό για τον καρπό της κι αίμα για το αίμα
η Γη θα είναι ευνοϊκή μαζί σας.

Ο πατέρας του Μενοικέα, ο Κρέων, αντιμετωπίζει τώρα το ίδιο κατά βάση δίλημμα που αντιμετώπισε κάποτε ο Λάιος, ο πατέρας του Οιδίποδα: ή θα γλιτώσει το παιδί του ή θα σώσει την πόλη. Αντίθετα με τον Λάιο, που προσπάθησε —ατελέσφορα— να θανατώσει το παιδί του, εκθέτοντάς το στον Κιθαιρώνα, για να αποτρέψει την εκπλήρωση του χρησμού, ο Κρέων προσπαθεί —εξίσου ατελέσφορα— να σώσει τον Μενοικέα οργανώνοντας τη φυγάδευσή του. Ο γενναίος νεαρός όμως έχει ήδη αποφασίσει να θυσιαστεί για να σωθεί η πόλη.
Η Θήβα γεννήθηκε τον καιρό των τεράτων, και η ίδρυσή της σημαδεύτηκε από μια τερατοκτονία και μια τερατογονία: τον φόνο του δράκοντα και την υπερφυσική γένεση των Σπαρτών. Τα τέρατα, όπως αποδεικνύεται, δεν νικήθηκαν, απλώς κοιμήθηκαν πρόσκαιρα: τώρα σηκώνουν ξανά κεφάλι και έρχονται να διεκδικήσουν το μερτικό τους από το αίμα των Θηβαίων. Ο θανάσιμος κίνδυνος που απειλεί τη Θήβα μπορεί να αποσοβηθεί μονάχα με τη συμβολική αντιστροφή της ίδρυσης της Θήβας: η Θήβα γεννήθηκε όταν ξεφύτρωσαν οι Σπαρτοί μέσα από τη γη τη σπαρμένη με τα δόντια του δράκοντα· η Θήβα θα συνεχίσει να ζει μόνο αν επιστρέψει στη γη ο τελευταίος γόνος της σποράς του δράκοντα.


Ο διάστροφος γάμος και οι Λαβδακίδες

Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Μενοικέας αποτελεί ιδεώδες θύμα της εξιλαστήριας θυσίας είναι —μας το λέει ο ίδιος ο Τειρεσίας— ότι δεν έχει γνωρίσει γαμήλιο κρεβάτι· και με τον θάνατό του θα παραμείνει άγαμος εσαεί. Αυτή η θανάσιμη, όπως αποδεικνύεται, αγαμία του Μενοικέα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα στρεβλών γάμων, στο οποίο εμπλέκεται ολόκληρος ο Οίκος των Λαβδακιδών. Ο γάμος του Λάιου δεν θα έπρεπε, κατά την προειδοποίηση του δελφικού χρησμού, να οδηγήσει στη γέννηση απογόνων, διαφορετικά οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Η προσταγή του μαντείου συνιστά από μόνη της στρέβλωση του γάμου, αφού αντιστρατεύεται τον αυτονόητο, για τους αρχαίους, σκοπό του: την τεκνογονία. Ο Λάιος δεν πειθαρχεί στον χρησμό, και το παιδί που γεννιέται από τον γάμο του, ο Οιδίπους, είναι καταδικασμένος να γίνει, όταν μεγαλώσει, πατροκτόνος και αιμομίκτης. Ο αιμομικτικός τώρα γάμος του Οιδίποδα αποτελεί ακραία περίπτωση ενδογαμίας: οι σύζυγοι όχι απλώς ανήκουν στην ίδια κοινωνική μονάδα, αλλά και συνδέονται με τη στενότερη σχέση που μπορεί να υπάρξει, τη σχέση μητέρας και γιου. Ο φρικτός γάμος έχει, αναπόφευκτα, και φρικτά αποτελέσματα: μίασμα για την πόλη και αφανισμό για τη γενιά του Οιδίποδα — αφανισμό που προκαλεί ο ίδιος ο Οιδίπους με την κατάρα που αφήνει στους δύο γιους του να αλληλοσκοτωθούν:

Ο Οιδίπους ο βαριόμοιρος …
σε γάμο δύσγαμο έλαβε
την ίδια τη μητέρα του.
Κι εμόλυνε την πόλη.
Μα νέα αίματος πηγή
άνοιξε η πατρική κατάρα
σε αγώνα μίσους στέλνοντας
δυο αδέλφια.

Στο αντίθετο άκρο του φάσματος, τώρα, ο γάμος του Πολυνείκη με την κόρη του Αργείου βασιλιά Άδραστου συνιστά επίσης ακραία περίπτωση στρέβλωσης του γάμου, μόνο που στην περίπτωση αυτή η στρέβλωση συνιστά περίπτωση υπέρμετρης εξωγαμίας. Αντί να λειτουργεί ως συνεκτικός παράγοντας που εξασφαλίζει τη διαιώνιση του οίκου και κατ’ επέκταση της πόλης, ο γάμος του Πολυνείκη επισφραγίζει μια συμμαχία που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε καταστροφή — καταστροφή της φυσικής πατρίδας του, αν νικήσουν οι Αργείοι, ή της θετής πατρίδας του, αν νικήσουν οι Θηβαίοι. Αυτό είναι κάτι που του επισημαίνει ρητά η Ιοκάστη:

… αλλά κι εσύ πόσο απερίσκεπτα εξεκίνησες
την ίδια την πατρίδα σου να εκπορθήσεις.
Και αν, ο μη γένοιτο, την κυριέψεις, σαν τι τρόπαια
στον Δία θα στήσεις; Τι θυσίες, εσύ ένας χαλαστής της χώρας,
θα προσφέρεις; Και τι πάνω στα λάφυρα θα γράψεις
πλάι στις ροές του Ινάχου; «Τα όπλα αυτά τα αφιερώνει
ο Πολυνείκης ο πυρπολητής της Θήβας»; Μη ζηλέψεις
μια τέτοια δόξα ανάμεσα στους Έλληνες. Αλλά αν νικήσει
ο αδελφός σου, πώς θα επιστρέψεις στο Άργος, πίσω σου
αφήνοντας αμέτρητους νεκρούς; Και όλοι θα λένε:
«Κακός προξενητής έγινες, Άδραστε· της κόρης σου
ο γάμος στο χαμό μάς έστειλε».

Έχει σημασία ότι ο ολέθριος γάμος του Πολυνείκη περιγράφεται νωρίτερα στο έργο με όρους που παραπέμπουν σε κυριολεκτική αποθηρίωση. Ένας χρησμός, εξηγεί ο Πολυνείκης στη μητέρα του, είχε συμβουλέψει τον βασιλιά του Άργους, τον Άδραστο, να παντρέψει τις δύο κόρες του «με ένα λιοντάρι κι έναν κάπρο». Όταν ο Πολυνείκης με τον Τυδέα πιάστηκαν στα χέρια για το ποιος από τους δυο τους θα εξασφαλίσει κατάλυμα στο σπίτι του Άδραστου, ο βασιλιάς κατάλαβε πως ο χρησμός εκπληρώθηκε: είχε μπροστά του τους μελλοντικούς συζύγους των θυγατέρων του. Με δύο θηρία παντρεύει λοιπόν τις κόρες του ο Άδραστος — αλλά και με «δίδυμα θηρία» παρομοιάζει αργότερα ο Χορός του έργου τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, που ετοιμάζονται να αλληλοσκοτωθούν, ενώ ο Αγγελιαφόρος που περιγράφει τη μοιραία μονομαχία τους λέει πως του φάνηκαν

σαν μανιασμένοι κάπροι, με τα δόντια τους να τρίζουν
και απ’ τους αφρούς ολόγυρα τα γένια να μουσκεύουν.

Ο γάμος εμφανίζεται στις Φοίνισσες σαν προϊόν μιας θεμελιώδους, νοσηρής ανισορροπίας: ρέπει άλλοτε προς την υπέρμετρη ενδοστρέφεια (Οιδίπους) και άλλοτε προς την καταστροφική εξωστρέφεια (Πολυνείκης). Αυτή την αφύσικη ανισορροπία δηλώνει η διαρκώς υποκρουόμενη παρομοίωση των πρωταγωνιστών με άγρια ζώα: ο γάμος, ο κατεξοχήν συναγωγός θεσμός της ανθρώπινης κοινωνίας, εκφυλίζεται σε μέσο αποκτηνωμένης, διαλυτικής βίας.


Η λατρεία του Διονύσου: όχι σωτήρια αλλά ολέθρια

Στον μύθο, η Θήβα δεν είναι μόνο το θέατρο όπου διαδραματίζονται η αιμομιξία και η αλληλοκτονία των Λαβδακιδών. Είναι και η γενέτειρα του Διονύσου, του θεού που χαρίζει στους ανθρώπους την έκσταση του μαιναδισμού και την ευεργετική αλλοφροσύνη του βακχικού ενθουσιασμού:

Κι ο Βάκχος εγεννήθηκε εδώ
απ’ τη Σεμέλη με σπορά του Διός·
κι ευθύς το βρέφος το ετύλιξε κισσός
στεφάνι δόξας θεϊκής, πυκνός βλαστός.
Κι ήταν βακχείων χορών η απαρχή,
όπου γυναίκες και παρθένες
σμίγουν σ’ ένα τραγούδι αλλοπαρμένες.

Εντούτοις, στις Φοίνισσες το διονυσιακό βίωμα αποδεικνύεται, παραδόξως, προβληματικό έως και ολέθριο. Αν ο Λάιος παράκουσε τον δελφικό χρησμό, που τον πρόσταζε να μην τεκνοποιήσει, είναι γιατί «υπέκυψε στην ηδονή και ρίχτηκε στη βακχεία» — στη μέθη δηλαδή. Πρόκειται όμως για μια μέθη που δεν έχει τίποτε κοινό με την ευλογημένη μέθη της βακχικής ιερουργίας, αφού οδηγεί όχι στη σωτήρια μέθεξη της διονυσιακής ευδαιμονίας, αλλά στα ακατονόμαστα εγκλήματα του Οιδίποδα και στον αλληλοκτόνο πόλεμο του Ετεοκλή και του Πολυνείκη.
Τη στρέβλωση αυτή της βακχικής ιερουργίας υπαινίσσεται ο Χορός του έργου, όταν στο δεύτερο στάσιμο παρομοιάζει τον αδελφοκτόνο πόλεμο με παράφωνη, άμουση και θανάσιμη γιορτή του Διονύσου:

Άρη πολύμοχθε, γιατί με θάνατο κι αίμα βαμμένος
ήρθες και με ήχους παράφωνους
για τις γιορτές του Διονύσου;
Γιατί χορών δεν μας ήρθες στεφάνια φορώντας
πλεγμένα γύρω από τη νεανική κεφαλή σου
με τα μαλλιά σου λυμένα τους ώμους να σκιάζουν;
Γιατί δεν παίζεις αυλών μελωδίες
που την καρδιά αναγαλλιάζουν;
Γιατί πολέμου μανία εμφυσώντας
σε πολεμόχαρα στίφη
γύρω απ’ την πόλη κακόφωνο σέρνεις χορό;
Ούτε με θύρσων βακχεία μεθυσμένος
ή της νεβρίδας τη δίνη
πάνω σε τέθριππο με άτια μονόνυχα τρέχεις.
Καλπάζεις πλάι στα νερά του Ισμηνού μανιασμένος
και των Αργείων το θίασο με όπλα κοσμώντας
στέλνεις αντίμαχο εδώ
με τους Θηβαίους μαζί να χορέψουν
γύρω στα πέτρινα τείχη άγριου πολέμου χορό.

Στα διονυσιακά μυστήρια, που εξασφάλιζαν στους μυημένους μεταθανάτια ευδαιμονία, ο Διόνυσος ταυτιζόταν και με τη ζωή και με τον θάνατο: «Βίος Θάνατος Βίος Διόνυσος Ορφικ(οί;)» διαβάζουμε σε μιαν ενεπίγραφη οστέινη πινακίδα που βρέθηκε στην αρχαία Ολβία Ποντική (στις εκβολές του ποταμού Μπουκ στη σημερινή νότια Ουκρανία). Και ο φιλόσοφος Ηράκλειτος, απηχώντας το λεξιλόγιο των μυστηρίων, λέει πως «το ίδιο είναι ο Άδης και ο Διόνυσος». Στις Φοίνισσες όμως η μυστική ταύτιση του Διονύσου με τον Άδη φανερώνεται όχι σαν μυητική ενόραση, αλλά σαν αιματηρή πραγματικότητα. Στην τελευταία εμφάνισή της στο έργο, η Αντιγόνη θρηνεί για το τριπλό θανατικό που χτύπησε την οικογένειά της —την αλληλοκτονία των δύο αδελφών της και την αυτοκτονία της Ιοκάστης— με λόγια που παραπέμπουν, και πάλι, στη βακχική λατρεία: βάκχα νεκύων, «μαινάδα των νεκρών», αποκαλεί τον εαυτό της και περιγράφει πώς

πέταξα την καλύπτρα από την κεφαλή μου
και με τον κροκωτό μου πέπλο ολάνοιχτο
αρχίζω μοιρολόι για το τριπλό κακό

Η χειρονομία αυτή, με την οποία η Αντιγόνη βγάζει την παρθενική καλύπτρα, έχει σημασία. Το θεατρικό κοινό του Ευριπίδη, που γνώριζε καλά την Ιλιάδα, θα θυμόταν εδώ τη σκηνή της ραψωδίας Χ όπου η Ανδρομάχη παρομοιάζεται με μαινάδα, όταν ορμά έντρομη από το σπίτι της στις επάλξεις των τειχών για να αναζητήσει τον Έκτορα. Και όταν βλέπει στην τρωική πεδιάδα τον νεκρό άντρα της να σέρνεται δεμένος από το άρμα του Αχιλλέα, η Ανδρομάχη λιποθυμά, και της πέφτει από τα μαλλιά ο κεφαλόδεσμος που της είχε χαρίσει η Αφροδίτη στον γάμο της. Αν ο πεσμένος κεφαλόδεσμος της μαινάδας Ανδρομάχης συμβολίζει το βίαιο τέλος του γάμου της, η καλύπτρα που αφαιρεί από την κεφαλή της η μαινάδα Αντιγόνη παραπέμπει στη γαμήλια τελετή των ανακαλυπτηρίων, όπου η νύφη αφαιρούσε τον πέπλο της και έδειχνε για πρώτη φορά το πρόσωπό της στον άντρα της. Ωστόσο, της Αντιγόνης ο γάμος δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ:

μονάχη με τους στεναγμούς μου
στο βίο μου θα πορευθώ
στα δάκρυα πνιγμένη.

Η Ανδρομάχη και η Αντιγόνη, χήρα η μία και τελεσιδίκως άγαμη η άλλη, τελούν μια παράφωνη βακχεία του θανάτου, όπου η λυτρωτική διονυσιακή μανία γυρίζει σε παράφορο θρήνο και ισόβιο πένθος. Ταυτόχρονα όμως με τον μαιναδικό θρήνο της, η Αντιγόνη τελεί και ένα είδος διάστροφου γάμου — ενός γάμου με τον ίδιο τον αδελφό της. Τον κοινό της τάφο με τον Πολυνείκη τον φαντάζεται σαν ένα είδος ερωτικής κλίνης: τιμή μεγάλη να πλαγιάσουνε μαζί δυο αγαπημένοι … Αγαπημένε μου, το στόμα σου μονάχα να φιλήσω. Το τέλος των Λαβδακιδών επισφραγίζεται έτσι με μια πράξη επιθανάτιας ενδογαμίας, με έναν φαντασιακό αιμομικτικό γάμο, όπως ταιριάζει άλλωστε στην τελευταία επιζώσα απόγονο των Λαβδακιδών.



Το κείμενο γράφτηκε για το πρόγραμμα της παράστασης «Ευριπίδη Φοίνισσες» του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου σε σκηνοθεσία Μαγδαλένας Ζήρα (από όπου και οι φωτογραφίες).


__________
*Για τα παραθέματα από τις Φοίνισσες χρησιμοποιώ τη μετάφραση του Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη (Ευριπίδη: Φοίνισσες, Στιγμή 2000).