Η θέση

Η θέση



― Το εισιτήριό σας, παρακαλώ!

Ο ελεγκτής με την άψογα σιδερωμένη ναυτική στολή στεκόταν από πάνω μου και με σκουντούσε, σαν θυμωμένος, να ξυπνήσω. Εγώ άνοιξα τα μάτια και τον κοίταξα σαστισμένος. Αμήχανα έφερα το χέρι στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου, έβγαλα και του έδωσα ένα χαρτί.
Εκείνος κοιτούσε διερευνητικά μια το εισιτήριό μου και μια εμένα, σαν να μας ξεψάχνιζε και τους δυο.

― Ήρθατε σε λάθος θέση! μου είπε στο τέλος αυστηρά. Επιπλέον, στο σαλόνι της πρώτης θέσης δεν επιτρέπεται να κοιμάστε. Κατεβάστε τα πόδια σας αμέσως απ’ τον καναπέ και ακολουθήστε με. Θα σας οδηγήσω στη θέση που αναγράφει το εισιτήριό σας, εκεί που ανήκετε!

Σκέφτηκα να του πω ότι τα χίλια τετρακόσια ευρώ που είχα πληρώσει γι’ αυτή την κρουαζιέρα ήταν οι οικονομίες μου δυο ολόκληρων ετών και δεν είναι ευγενικό να μου φέρεται έτσι. Επιπλέον, εγώ δε γνωρίζω να ανήκω πουθενά και γι’ αυτό με ξένισε που είπε πως θα με οδηγήσει και θα με αποθέσει εκεί που ανήκω. Μα δεν είπα λέξη. Ως χαρακτήρας είμαι απ’ τη φύση μου ντροπαλός και δειλός. Σηκώθηκα απ’ τον καναπέ, φορτώθηκα στον ώμο το σακίδιό μου και τον ακολούθησα βαρύθυμος.
Βγήκαμε μαζί απ’ το σαλόνι της πρώτης θέσης. Εκείνος μπροστά, εγώ πίσω, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε μια γυριστή σκάλα. Τα πατήματά της ήταν καλυμμένα με μια παχιά κόκκινη μοκέτα και ψηλότερα έτρεχε στην ίδια διαδρομή μια γυαλιστερή ανοξείδωτη κουπαστή. Υπέθεσα πως ο ελεγκτής θα με οδηγούσε δύο επίπεδα πιο κάτω, όπου υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα με καθίσματα λεωφορείου, κατάμεστη από κόσμο, που έζεχνε απ’ τη βρόμα. Όμως γελάστηκα, γιατί εκείνος συνέχισε να κατεβαίνει.
Φτάσαμε στο αμπάρι του πλοίου, με τα δεκάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ο ελεγκτής δε σταμάτησε ούτε εδώ. Συνέχισε παρακάτω. Τον ακολούθησα έκπληκτος, γιατί δε φαντάστηκα πως υπήρχε και άλλο επίπεδο χαμηλότερα. Διασχίσαμε μαζί τα ύφαλα του πλοίου. Η σκάλα έμοιαζε ατέλειωτη. Τα σκαλοπάτια εδώ ήταν από σαρακοφαγωμένο φτηνό ξύλο, ενώ η κουπαστή ήταν από φτηνό σίδερο, ξεβαμμένο, φθαρμένο, γεμάτο σκουριές. Το τοίχωμα του κλιμακοστασίου ήταν από παχύ διάφανο γυαλί. Τα βαθυγάλαζα νερά μαστίγωναν το γυαλί με επαναλαμβανόμενους υπόκωφους παφλασμούς. Ένα κοπάδι μεγάλα ασημένια ψάρια πέρασε δίπλα μας και χάθηκε στο βάθος.
Έκανα να διαμαρτυρηθώ, να ρωτήσω τον ελεγκτή πού με πάει επιτέλους. Εκείνος με κοίταξε αυστηρά και μου έγνεψε να μη βγάλω μιλιά, αλλά να συνεχίσω να τον ακολουθώ.
Κάποια στιγμή η σκάλα ακούμπησε στον πυθμένα της θάλασσας.

― Εδώ! μου είπε κοφτά ο ελεγκτής.

Για μια ακόμα φορά δε μου επέτρεψε να μιλήσω. Με κάθισε –με πέταξε σχεδόν– πάνω στα φύκια του βυθού, ενώ εκείνος άρχισε ν’ ανεβαίνει βιαστικά τη σκάλα. Μαζί του υψωνόταν και το γυάλινο περίβλημα του κλιμακοστασίου, ώσπου χάθηκε τελείως απ’ το οπτικό μου πεδίο.
Είχα μείνει κατάμονος στον βυθό. Άκουγα τον θόρυβο απ’ τις μηχανές του καραβιού που ξεμάκραινε… και ξεμάκραινε… Τότε μόνο τόλμησα και ύψωσα τη φωνή μου για να διαμαρτυρηθώ.

―Ως επιβάτης που είμαι έχω δικαιώματα, δεν αξίζω τέτοια κακομεταχείριση! Πλήρωσα γι’ αυτό το ταξίδι χίλια τετρακόσια ευρώ, οικονομίες δυο ολόκληρων χρόνων! Πώς είναι δυνατόν να μου φέρεστε τόσο σκληρά και άπονα;
Όσο δυνατότερα φώναζα, τόσο περισσότερο αλμυρό θαλασσινό νερό έμπαινε με ορμή και γέμιζε το στόμα μου. Πνίγηκα κι άρχισα να βήχω δυνατά, άγρια, χωρίς σταματημό.

―Χάλια είσαι! είπε η μάνα μου. Ψήνεσαι στον πυρετό και βήχεις πολύ άσχημα. Και ήθελες να ταξιδέψεις… Αν δε γίνεις τελείως καλά, δε θα σ’ αφήσω να πας πουθενά. Έχω καλέσει γιατρό. Από στιγμή σε στιγμή θα έρθει εδώ στο σπίτι να σε εξετάσει.
Άνοιξα με δυσκολία τα μάτια μου και την είδα κοντά μου, να κάθεται σε μια καρέκλα, πάνω σε βράχια γεμάτα από φύκια, σφουγγάρια, χοχλιούς και αχινούς. Μπροστά και πίσω της περιφέρονταν σπάροι, χάνοι, γόπες και σάλπες.




[ Από την ανέκδοτη συλλογή Εξημερώνοντας φαντάσματα: Μικροδιηγήματα για τον ύπνο, την αϋπνία, τα όνειρα και τους εφιάλτες ].

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: