Κus
«Kus το λένε στη Μαύρη Ήπειρο».
«Φιλί στον τόπο τον δικό μου. Λέξη καμωμένη με τα χείλη και τη γλώσσα».
Σε ένιωθα μόλις να αντιστέκεσαι και η φωνή σου παλλόμενη: «το φιλί κρατάει τόσο όσο να προλάβει να γίνει μνήμη. Και η μνήμη είναι πάντα εκεί, ένα σημείο τομής στον χρόνο. Οι τομές είναι πληγές, γιατί είναι μνήμες. Γιατί να πηγαίνεις και να έρχεσαι από τη μια ένωση στην άλλη; Γιατί να ξοδεύεσαι για τους συναγερμούς της ευτυχίας; Πες μου», ρώτησες τέλος, «δεν είναι το προσεκτικό κοίταγμα στο παρελθόν το μέλλον; Πες μου για τη σάρκα, πες μου: δεν είναι ευτελής, τιποτένια; Κι ένα μισάνοιχτο στόμα που περιμένει καρτερικά να το φιλήσουν δεν είναι μια ικεσία; »
«Περίμενε! Ένα φιλί μόνο! Κι έπειτα με το δάχτυλο θα επανασχεδιάσω το στόμα σου πάνω στο πρόσωπό σου!»
«Kus mij!»
Το πρόσωπό σου ξεκόλλησε από το πρόσωπό σου κι έπεσε μέσα μου σαν σιωπηλό φρούτο. Ήρθε η στιγμή που όλα έγιναν μια υπόθεση, μια εικασία. Άραγε σε φίλησα ποτέ πραγματικά; Κι αν ναι, μου λείπει το φιλί που με εξάντλησε πληρώνοντάς με.
Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης
Η ξεναγός
Το πρώτο που προσέχεις σε μια γυναίκα είναι το στόμα της. Εκεί εντοπίζεις τη χρυσή τομή ανάμεσα στο ζωώδες, το αισθησιακό και το πνευματώδες. Με το στόμα τρώμε, με το στόμα φιλάμε, με το στόμα μιλάμε. Οι γυναίκες είναι χείλη, μονάχα χείλη.1 Κάποια είναι σαρκικά, φιλήδονα, άλλα πάλι ξυράφι. Εκείνης άραγε;
Στο μουσείο, κοιτάς το στόμα της επίμονα. Τα βλέμματα των τουριστών είναι καρφωμένα σ’ ετούτο το άφυλο στόμα που κραυγάζει απελπισμένα καταμεσής μιας γέφυρας με φόντο τον ματωμένο ουρανό, και μόνο εσύ χαζεύεις το δικό της που δεν ουρλιάζει αλλά χαμηλόφωνα και πολιτισμένα εξηγεί στα μέλη του γκρουπ την ιστορία και τις περιπέτειες του πίνακα.2 Ωστόσο δεν δίνεις και πολλή σημασία στα λόγια που βγαίνουν απ’ τα χείλη της, εκείνο που θα ήθελες είναι να τα φιλήσεις.
Πώς όμως;
Μετά το τέλος της ξενάγησης, την πλησιάζεις και προσπαθείς να της πιάσεις κουβέντα. Πώς λέγεται το φιλί στα νορβηγικά, την ρωτάς· αλήθεια, τίποτα πιο έξυπνο δεν βρήκες;
Kysse, σου απαντά απότομα ενώ το βλοσυρό της βλέμμα μεταφράζει αυτομάτως:
«Ούτε να το σκέφτεσαι».
Κι έτσι μαθαίνεις πώς λένε το φιλί στα νορβηγικά. Πώς φιλάνε όμως οι Νορβηγίδες, αυτό δεν πρόκειται να το μάθεις.
Στρατής Γαλανός
Ρόζος δρύινου τραπεζιού
Έναν τέτοιο ρόζο έχει το δικό μας τραπέζι. Μοιάζει με ένα ηλικιωμένο και φθαρμένο σουβέρ που πλήττει αφόρητα. Γύρω του σα συνωστισμένοι σκοποί στα χαρακώματα, τα λόγια που πια δε λογαριάζουμε. Από τότε που στων μαντάτων το άκουσμα, μάς χύθηκε το κρασί, δημιουργώντας ένα κόκκινο ρυάκι, το οποίο υπακούοντας στην κλίση του τραπεζιού κατευθύνθηκε στο κέντρο του ρόζου. Εκείνος το ρούφηξε μ' ένα παθιασμένο kysse, αφού του επέτρεψε να στριφογυρίσει σαν τη μπίλια της ρουλέτας που ξέρει πως λίγοι χτύποι της απομένουν πριν το τέλος.
Σε κάποιο γύρισμα της τύχης, αυτός ο ρόζος θα είχε γίνει κλαδί, θα φιλοξενούσε κελαϊδισμούς και τιτιβίσματα, ελεύθερος σε κάποιο δάσος, αλλά η φύση, η πιο αρχέγονη μήτρα, τον κράτησε κοντά της – δίχως να τον χωνέψει.
Δημήτρης Μιχελουδάκης
Μεσονύκτιο
Μετά, βρίσκονται πλεγμένοι νωχελικά σε μια αγκαλιά, κεφάλι με πόδια.
―Είσαι όμως κάβλα, λέει καθώς φιλά τα δάχτυλα του ποδιού της που χαϊδεύουν το πρόσωπό του.
―Καλά δεν είμαστε; γελάει και τρίβεται στο πόδι του.
―Kους…. σηκώνει το κεφάλι αναζητώντας το στόμα της στην άλλη άκρη του κρεβατιού.
―Kούσι-κούσι… απαντά παιχνιδίζοντας και δίνει δύο ηχηρά φιλιά στη γάμπα του.
Δεν το ’χαν συμφωνήσει, όμως αυτή φιλιά δε θέλει, γι’ αυτό κρατάει απόσταση ασφαλείας, μην πλησιάσουν τα χείλη τους. Όχι, δεν θέλει στο στόμα το φιλί του… Στο στόμα της φυλάει τη στυφή αρμύρα της βροχής και λόγια που άκουσε στις μοναχικές καταδύσεις της στους βυθούς. Γεύσεις και λόγια πλεγμένα σε φιλιά που δεν χρειάζονται αποδέκτες, τα χείλη της τα προστατεύουν μ’ ένα χαμόγελο που ξεμαγεύει την αισθησιακή φωνή του μεσονύκτιου εραστή. Τι να του δώσει; Το φιλί με τη στυφή γεύση της βροχής ή τα λόγια που έμαθε στις καταδύσεις της; Αυτά δεν δίνονται. Δεν είναι καν δικό της το φιλί, είναι δανεικό, και το επιστρέφει στις συνευρέσεις της με τα μοναχικά πλάσματα του βυθού.
Σεβαστή Τρουμπέτα