Από τα Χρόνια στο Πεκίνο



Κι ο κά­θε Κι­νέ­ζος έχει μέ­σα στο κί­τρι­νο στή­θος του πλή­θος ψυ­χές.
Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης, Τα­ξι­δεύ­ο­ντας Ια­πω­νία - Κί­να





Διά­φο­ροι επώ­νυ­μοι συγ­γρα­φείς της Κί­νας έχουν ήδη αρ­χί­σει να διο­χε­τεύ­ουν τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα - πο­τα­μούς τους στις λι­λι­πού­τειες οθό­νες των φο­ρη­τών τη­λε­φώ­νων εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανα­γνω­στών. Επι­διώ­κο­ντας προ­φα­νώς να συ­ντά­ξουν και να ανα­δεί­ξουν την αει­κί­νη­τη πο­λυ­μορ­φία της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής στη μι­κρο­σκο­πι­κή φω­τει­νή σε­λί­δα του απα­ραί­τη­του πλέ­ον κι­νη­τού πο­μπο­δέ­κτη, οι λο­γο­τέ­χνες κα­τα­φεύ­γουν για μια ακό­μη φο­ρά στην πα­ρα­γω­γι­κή σύ­ζευ­ξη του άγαν και του πλην. Η λει­τουρ­γι­κή ανά­πλα­ση του κό­σμου συ­γκρο­τεί­ται δη­λα­δή μέ­σα από την επε­ξερ­γα­σία μει­ζό­νων θε­μά­των του δρα­μα­τι­κού χρό­νου, κα­τά τρό­πο ηλε­κτρο­νι­κά πρό­σφο­ρο και μά­λι­στα ιδια­ζό­ντως μι­νι­μα­λι­στι­κό.
Η δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή όχι μό­νον εμπι­στεύ­ε­ται την τε­χνο­λο­γία των τη­λε­μη­νυ­μά­των, αλ­λά επι­διώ­κει να την προ­σε­ται­ρι­στεί πλή­ρως. Ο γρα­πτός λό­γος εν­σω­μα­τώ­νε­ται στην ψη­φια­κή μο­νά­δα για να συ­να­γω­νι­στεί επά­ξια τις τα­χύ­τη­τες με τις οποί­ες τρέ­χει ο σύγ­χρο­νος κό­σμος της προ­ω­θη­μέ­νης επι­κοι­νω­νί­ας. Με­τα­κο­μί­ζο­ντας από το χαρ­τί, το πε­ζο­γρά­φη­μα με­τα­τρέ­πε­ται αμέ­σως σε ένοι­κο ενός συ­στή­μα­τος ανα­με­τά­δο­σης μη­νυ­μά­των ασύλ­λη­πτης μέ­χρι πρό­τι­νος τα­χύ­τη­τας. Το σι­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα ανα­βαθ­μί­ζε­ται έτσι στα ση­μεία της ηλε­κτρι­κής μνή­μης.
Εί­ναι σα να απο­τυ­πώ­νε­ται, μ’ άλ­λα λό­για, σε ένα πλαί­σιο ελά­χι­στων εγ­γρα­φών η ατε­λεύ­τη­τη φα­ντα­σμα­γο­ρία του απτού. Ο κει­με­νι­κός κόκ­κος ρυ­ζιού: η εμπέ­δω­ση της υπα­γω­γής του απρο­σμέ­τρη­του, του πο­λυ­κύ­μα­ντου λο­γο­τε­χνι­κού πα­ρό­ντος στα ελά­χι­στα εκα­το­στά της κα­θ’ όλο το ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο πε­ρι­φε­ρό­με­νης οθό­νης.
Ο Τσιαν Φου-τζανγκ, ψευ­δώ­νυ­μο του Χε Σι-νιαν, που έως σή­με­ρα κυ­κλο­φο­ρού­σε ογκώ­δη μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, συ­γκρι­νό­με­νος συ­χνά στην γε­νέ­τει­ρά του με τον Γκα­μπριέλ Γκαρ­σία Μάρ­κες, κα­τέ­νει­με τα 4.200 ιδε­ο­γράμ­μα­τα του νέ­ου του έρ­γου, με τί­τλο Έξω από το Κά­στρο, σε κε­φά­λαια των 70 ιδε­ο­γραμ­μά­των το κα­θέ­να. Οι εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες των συν­δρο­μη­τών, πλη­ρώ­νο­ντας ένα ευ­τε­λές τέ­λος, που αντι­στοι­χεί στην δια­βί­βα­ση ενός συ­νη­θι­σμέ­νου, συ­ντό­μου κα­τά κα­νό­να κει­μέ­νου, μπο­ρούν να δια­βά­σουν οπου­δή­πο­τε και οπο­τε­δή­πο­τε το βι­βλίο αυ­τό.
Κα­λώ­ντας ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο αριθ­μό δύο φο­ρές την ημέ­ρα, οι ανα­γνώ­στες ανα­ζη­τούν τον μύ­θο μέ­σα από τον αλ­γό­ριθ­μο της προηγ­μέ­νης τη­λε­φω­νί­ας: το σή­μα της οθό­νης εί­ναι η δια­σύν­δε­ση του ανα­γνώ­στη με τον ηλε­κτρο­νι­κό χω­ρό­χρο­νο, εκεί που όλα σμι­κρύ­νο­νται, ελα­χι­στο­ποιού­νται, αλ­λά δεν χά­νο­νται πο­τέ. Έτσι η πε­ρι­διά­βα­ση σ’ έναν τό­μο 200.000 ιδε­ο­γραμ­μά­των, όπως κα­τά κα­νό­να γι­νό­ταν ως τώ­ρα, πε­ριο­ρί­ζε­ται ανα­γκα­στι­κά σε ένα πρα­κτι­κό­τα­το, ίσως ου­σια­στι­κό­τε­ρο υπο­πολ­λα­πλά­σιό της. Οι ανα­γνώ­στες μά­λι­στα που θέλ­γο­νται ιδιαί­τε­ρα από την ηχη­τι­κή διά­στα­ση των επει­σο­δί­ων της αφή­γη­σης, δεν έχουν πα­ρά ν’ ανα­τρέ­ξουν στην ιστο­σε­λί­δα του ευ­ρη­μα­τι­κού «εκ­δό­τη», στο hurray.​com.​cn, για να ακού­σουν το από­σπα­σμα, δό­ση της ημέ­ρας.
Η μα­ζι­κή απο­δο­χή του τη­λε­φω­νο­πε­ζο­γρα­φή­μα­τος ήταν ιδιαί­τε­ρα θε­τι­κή. Το σύ­στη­μα του αυ­το­πε­ριο­ρι­σμού της πα­ρα­δο­σια­κής επι­κής ρη­το­ρεί­ας σε δρα­στι­κές πε­ρι­κο­πές, που θυ­μί­ζουν βε­βαί­ως την πα­ρα­δο­σια­κή, ορια­κή τε­χνι­κή των χάι - κου και των τάν­κα, απέ­δω­σε κα­τά απρό­βλε­πτο τρό­πο. Το κοι­νό αφή­νε­ται στην τα­χύ­τη­τα των και­ρών, δια­τη­ρώ­ντας όμως μια τα­κτι­κή επα­φή με το αφη­γη­μα­τι­κό ήθος. Οι 70 χα­ρα­κτή­ρες απο­τε­λούν απο­τυ­πώ­σεις ρι­ζι­κών πράγ­μα­τι πυ­κνώ­σε­ων. Εί­ναι τα ευ­διά­κρι­τα ίχνη της πε­ρί­λη­ψης μιας μι­σό-φα­ντα­στι­κής, μι­σό-πραγ­μα­τι­κής ζω­ής, που ανοί­γε­ται ανά πά­σα στιγ­μή στη χού­φτα μας. Οι τα­κτές πε­ρι­κο­πές συ­ντη­ρούν με τον τρό­πο τους ακέ­ραιη και λει­τουρ­γι­κή την ανα­γνω­στι­κή και ακου­στι­κή ικ­μά­δα.
Αν τα μέ­τρα εί­ναι το κο­πά­δι των θε­ών, όπως δια­τεί­νε­ται το Śatapatha Brāhmaņa, το σπου­δαιό­τε­ρο από τον κύ­κλο των Brāhmaņa, το οποίο απο­δί­δε­ται συ­νή­θως στον Για­τζ­να­βάλ­κυα, τό­τε οι τη­λε­φω­νι­κές δό­σεις της αφη­γη­μα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας εί­ναι τα κύ­μα­τα, τα ακα­τά­βλη­τα μέ­τρα ενός δυ­να­μι­κού, ηλε­κτρο­νι­κού θε­ού, ή, δαί­μο­να της γλώσ­σας, για να θυ­μη­θού­με και πά­λι τους αρ­χαί­ους Κι­νέ­ζους. Κα­τά τα άλ­λα, η συ­γκε­κρι­μέ­νη μαρ­τυ­ρία των αριθ­μών τεκ­μη­ριώ­νει την αναμ­φι­σβή­τη­τη επι­τυ­χία του εγ­χει­ρή­μα­τος. Ο Τσιαν Φου-τζανγκ έχει ήδη δώ­σει συ­νε­ντεύ­ξεις σε εκα­τό και πλέ­ον δη­μο­σιο­γρά­φους, έχει προει­σπρά­ξει το πο­σόν των 180.000 γιουάν, που αντι­στοι­χεί πε­ρί­που σε 2.000 ευ­ρώ, από την προ­α­να­φε­ρό­με­νη δια­δι­κτυα­κή εται­ρεία, ενώ σκέ­φτε­ται να πα­ρα­χω­ρή­σει τα δι­καιώ­μα­τα της πα­ρά­δο­ξης αυ­τής κυ­κλο­φο­ρί­ας του ευ­ρή­μα­τος του και στην Ταϊ­βάν, απ’ όπου ανα­μέ­νε­ται να ει­σπρά­ξει ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρα χρη­μα­τι­κά πο­σά.
Κα­λού­με­νος μά­λι­στα να απο­δώ­σει με 70 μό­νον ιδε­ο­γράμ­μα­τα το νό­η­μα του Έξω από το Κά­στρο, ο συγ­γρα­φέ­ας κερ­δί­ζει και πά­λι το στοί­χη­μα των λα­κω­νι­κών εκ­φο­ρών. Με την πεί­ρα που έχει απο­κτή­σει με­τά από τό­σες υφο­λο­γι­κές συ­στο­λές, αρ­κεί­ται να το­νί­σει ότι κα­τά βά­θος πρό­κει­ται για μια με­θο­δι­κά σχε­δια­σμέ­νη επέν­δυ­ση της με­τα­φο­ρι­κής χρή­σης της λέ­ξης «κά­στρο», που ση­μαί­νει στα κι­νε­ζι­κά, όπως μάλ­λον θα το πε­ρί­με­νε κα­νείς, «γά­μος». Ή εξι­στό­ρη­ση στρέ­φε­ται λοι­πόν σε όλα εκεί­να τα επι­μέ­ρους επει­σό­δια, που αφο­ρούν στις ατε­λεύ­τη­τες προ­σπά­θειες τό­σο εκεί­νων που θέ­λουν να ει­σέλ­θουν πα­ρα­νό­μως στο εσω­τε­ρι­κό του Κά­στρου, όσο βε­βαί­ως και εκεί­νων που θέ­λουν, αντι­στοί­χως, να εξέλ­θουν προ­σω­ρι­νά ή μό­νι­μα απ’ αυ­τό, σχη­μα­τί­ζο­ντας κα­τά συ­νέ­πεια τα απα­ραί­τη­τα, κα­τα­λυ­τι­κά ερω­τι­κά τρί­γω­να.
Η πε­ρί­λη­ψη των 1.200 κε­φα­λαί­ων σε ένα μό­ριο πε­ζού λό­γου εί­ναι η ευ­θεία ανα­γω­γή του πα­τρο­πα­ρά­δο­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος των χι­λιά­δων σε­λί­δων σ’ ένα και μό­νο δά­κρυ.


Η Λι Μανγκ, το όνο­μα της οποί­ας κα­τά λέ­ξη ση­μαί­νει Το όνει­ρο του δά­σους, έχει έρ­θει πρό­σφα­τα από το Σι­τσουάν να σπου­δά­σει στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Πε­κί­νου. Μέ­νει στο δι­πλα­νό δια­μέ­ρι­σμα. Εί­ναι συν­δρο­μή­τρια της κι­νη­τής λο­γο­τε­χνί­ας. Μα­νιώ­δης μά­λι­στα. Πο­λύ συ­χνά δια­βά­ζει και μου με­τα­φρά­ζει. Αρ­χί­ζω να εθί­ζο­μαι στις δό­σεις του ηλε­κτρο­νι­κού πά­θους. Σή­με­ρα, Κυ­ρια­κή βρά­δυ, έχει έρ­θει στο σπί­τι μου. Έχω πα­ραγ­γεί­λει φα­γη­τό από ένα γει­το­νι­κό εστια­τό­ριο. Επι­δο­κι­μά­ζου­με και οι δύο την επι­λο­γή μου. Αυ­στρα­λέ­ζι­κο κόκ­κι­νο κρα­σί, ένα σι­ράζ, συ­νο­δεύ­ει το μάλ­λον ελα­φρύ δεί­πνο.
Φτά­νει η ώρα που δια­βι­βά­ζε­ται μια νέα πε­ρι­κο­πή από το βι­βλίο. Τα μαύ­ρα μα­κριά μαλ­λιά της σκε­πά­ζουν σε λί­γο το λι­λι­πού­τειο φω­σφο­ρί­ζον τε­τρά­γω­νο. Τα ιδε­ο­γράμ­μα­τα μπλέ­κο­νται, ο ειρ­μός δια­κό­πτε­ται, οι ήρω­ες αμ­φι­τα­λα­ντεύ­ο­νται μα­ζί με τις απο­ρί­ες μου, χά­νω την σει­ρά των σι­νι­κών χα­ρα­κτή­ρων μέ­σα στον χεί­μαρ­ρο των μαλ­λιών. Σκύ­βω κι άλ­λο, να ξε­χω­ρί­σω κά­ποια ση­μά­δια, εκεί που το κογ­χύ­λι, η μι­κρή πα­λά­μη της συ­γκρα­τεί την από­λαυ­ση, την δια­δι­κτυα­κή απο­στο­λή της συ­νέ­χειας των πε­ρι­πε­τειών. Μπρο­στά μου η σύγ­χυ­ση του κό­σμου σε πε­ρί­λη­ψη. Ευ­τυ­χώς δεν πρό­κει­ται να διαρ­κέ­σει πο­λύ. Οι κα­ται­γι­στι­κές διευ­κρι­νή­σεις της ακού­ρα­στης Λι Μανγκ απο­κα­θι­στούν γρή­γο­ρα το χα­μέ­νο αφη­γη­μα­τι­κό κέ­ντρο. Ο μί­τος της πο­λύ­πλο­κης δρά­σης εί­ναι εδώ, στην γω­νία της οθό­νης. Ένα κλικ στα πλή­κτρα της αρ­κεί για να πε­ρά­σου­με από την δι­φο­ρού­με­νη επο­πτεία, από το πα­ρο­δι­κό χά­ος, στην τά­ξη, στην ορ­θή κα­τα­νό­η­ση των χα­ρα­κτή­ρων. Οι λέ­ξεις μιας τρί­της γλώσ­σας, της αγ­γλι­κής, ακού­γο­νται και πά­λι με ανα­κού­φι­ση. Εί­ναι η γλώσ­σα που έχου­με κατ΄ ανά­γκην υιο­θε­τή­σει, κοι­νή πλέ­ον και πα­ρή­γο­ρη μέ­σα στην μο­να­ξιά του Πε­κί­νου.
Έχω πλη­σιά­σει κι άλ­λο. Ιδε­ο­γράμ­μα­τα και μι­σά­νοι­χτα χεί­λη, μι­σο­με­τα­φρα­σμέ­να απο­σπά­σμα­τα, υπο­τρο­πια­σμοί ερω­τι­κών βα­σά­νων, γλώσ­σες και πό­θος• το φω­τει­νό, το σκο­τει­νό ση­μείο, όπου ο έρω­τας μας συ­να­ντά για να μας κα­θη­λώ­σει, το ανα­πό­φευ­κτο στιγ­μιαίο άγ­γιγ­μα: η ρη­τή έλ­ξη, ο πρό­λο­γος δη­λα­δή μιας αντι­κει­με­νι­κής ιστο­ρί­ας, που πε­ρι­μέ­νει τη Λι Μανγκ μέ­σα κυ­ριο­λε­κτι­κά στο επι­νοη­μέ­νο σύ­μπαν του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Συ­μπέ­ρα­σμα: το πέ­ρα­σμα από την κα­λά θε­με­λιω­μέ­νη συγ­γρα­φι­κή χλω­ρί­δα και πα­νί­δα στη δι­κή μας ανα­ντίρ­ρη­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι απλώς υπό­θε­ση ενός σκιρ­τή­μα­τος.
Ή μή­πως η επι­νό­η­ση εί­ναι το άλ­λο όνο­μα του μέλ­λο­ντός μας; Του μέλ­λο­ντος, που ήδη αρ­χί­ζει να γεν­νιέ­ται, να σχη­μα­τί­ζε­ται τώ­ρα, αυ­τήν ακρι­βώς τη στιγ­μή που δια­βά­ζω στο πρό­σω­πο της Λι Μανγκ την απο­κλει­στι­κά ιδιω­τι­κή μας, αλη­θι­νή πρά­ξη. Σκύ­βο­ντας αρ­γά, λί­γα μό­λις δευ­τε­ρό­λε­πτα προ­τού ν΄ ανα­λυ­θώ μέ­σα στο ―σχε­δόν ― μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό στό­μα της, εί­μαι ήδη το ση­με­ρι­νό κε­φά­λαιο.



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: