Οι τελευταίες μέρες της άδειας σώνονταν λες και τις έσερνε στα δίχτυα του κάποιος ανήλεος ψαράς κι εσύ να σπαρταράς για λίγη ακόμα θάλασσα. Βότσαλο χοντροκομμένο η θητεία στο λαιμό, οι έξι μήνες ως τον Μάρτη σου φάνταζαν αιώνες. Το καλοκαίρι στην ακμή του, σε τραβούσαν από το κοντομάνικο μέρες γεμάτες θάματα, νύχτες σπαρμένες μάγια, η μάνα σου να σε γητεύει με λιχουδιές, τα αγαπημένα σου που είχε ετοιμάσει σε ποσότητες αστείρευτες, με τον πατέρα και τον αδελφό να τα βολεύεις -ομοιοπαθείς κι αυτοί, έδειχναν κατανόηση– κι εσύ να τρώγεσαι με τα ρούχα σου ώσπου να βραδιάσει να πάρεις τους δρόμους, να αφεθείς, να ξαναγεννηθείς στην αγκαλιά των φίλων, σε άχρονο γλέντι ως το πρωί, στην ηδονή που φώλιαζε σε κάθε βλέμμα και πρόσφορο κορμί, δέρμα να γευτείς, χυμούς να ξεδιψάσεις…
Έμενε κι ο παππούς στο σπίτι, ο πατέρας του πατέρα μου, καλόβολος παππούς, ήσυχος, διακριτικός. Από τότε που έχασε τη γιαγιά κλείστηκε στα μέσα του, ψέλλιζε κάτι παράπονα αραιά και πού, πως δεν την κοίταξαν τα παιδιά όσο έπρεπε, κι ας ήξερε πως ήτανε να φύγει, όμως εξήντα χρόνια ήταν αυτά, μία ολόκληρη ζωή, άθλος σωστός, μία κρύα γούβα στο μισό κρεβάτι, ποιον να ξεσυνεριστείς. Πιο πολύ οι αρρώστιες που φέρνουν τα γεράματα γκρίνιαζαν από μόνες τους, γύρευαν γιατρούς, λεφτά και φάρμακα, και ποιος να πάρει άδεια απ’ τη δουλειά να τρέξει για τον «γέρο». Κι εκείνος όμως την είχε κερδίσει άξια την κεφαλή του τραπεζιού, το πιο πολύ στο δωμάτιό του δηλαδή, σε μία καρέκλα δίπλα στο παράθυρο τον έβρισκες με μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα στο χέρι να την κοιτά σαν κάτι να διάβαζε εκεί μέσα, έτριβε με αυτή τα χοντρά τζάμια των κοκάλινων γυαλιών, ύστερα πάλι την έχωνε στην τσέπη, θα είχε εκεί μέσα πόσες, θησαυρό, κι ένα καθαρό μαντίλι απείραχτο στην πάνω αριστερή τσέπη του σακακιού του. Σε κάτι αβαρίες και σ’ ένα πέσιμο της μάνας μόνος του ξέθαψε κάτω από τα σιδερωμένα ρούχα της βαλίτσας το βιβλιάριο. Και σε γιορτές πάλι το φανέρωνε με ένα χαμόγελο άδολης περηφάνιας, επιβεβαίωση πως είναι ακόμα χρήσιμος, κάτω από τα κιτρινισμένα από το τσιγάρο μουστάκια του, «Ό,τι έχουμε, θα το ματσουλήσουμε», έλεγε. Για τα θαφτικά του όσο να πεις, το είχε κάνει το κουμάντο του.
Άμα ερχόταν κανένας στο σπίτι επισκέπτης, φίλος ή και συγγενής ακόμα καθόταν για λίγο μόνο στην παρέα. Μετά θα σηκωνόταν, «εμένα να με συγχωρέσετε» δικαιολογούνταν κι έσουρνε τις παντόφλες να χωθεί στο δωμάτιο, στην «καντούνα» του όπως την έλεγε, να μη μας γίνει βάρος, μεγάλος άνθρωπος κι ας επιμέναμε να μείνει, (και πες μου τώρα εσύ, από πού τέτοια λεπτότητα ψυχής, που είχε δεν είχε βγάλει το δημοτικό, κι εμείς που τον πολιτισμό τον μάθαμε από τα βιβλία το μόνο που καταφέραμε είναι να τον κόψουμε και να τον ράψουμε στα μέτρα μας, παντιέρα του επηρμένου εαυτού μας). Και μια φορά προέκυψε μεγάλη ανάγκη, έπαθε σαλμονέλα ο αδελφός μου που υπηρετούσε στην Τρίπολη εκείνη την περίοδο και τον πήγαν στο νοσοκομείο, «αφήστε με εμένα και τρέξτε για το παιδί» είπε και βούρκωσαν τα μάτια του ― εγώ ήμουν τότε ακόμα στη Σχολή, μακριά, μου τα ’πανε κατόπιν στο τηλέφωνο– εκεί τον βρήκαν όπου τον άφησαν, στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο μετά από τόσες ώρες, και τα βλαμμένα μάτια του ακόμα υγρά από την ανησυχία για τον συνονόματο εγγονό.
Τα πήγαινα καλά με τον παππού, τα βρίσκαμε, είχε εκείνο τα χάρισμα να μιλάει, εγώ τον πίεζα να θυμηθεί, αυτός έλεγε μόνο «παλιά πράγματα, κουτός κόσμος», απορούσε πώς ήταν να με νοιάζουν εμένα τον σπουδαγμένο ιστορίες απελέκητων ανθρώπων. Πριν το στρατό πήγαινα συχνά στο δωμάτιό του, καθόμουν στο κρεβάτι δίπλα του και τον κερνούσα τσιγαράκι, «Θα το φουμάρουμε ένα;» χαμογελούσε κατεργάρικα, κι εγώ τον τσίγκλαγα να ξεκινήσει, «Κι εσύ παππού στην Κατοχή τι έκανες; Και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος; Με τη γιαγιά πώς παντρευτήκατε; Πόσο κόσμο είχε τότε το χωριό; Πόσα ζωντανά είχατε στο σπίτι…», έπιανα μιαν άκρη και ξεκινούσε το μυστήριο. Μυστήριο γιατί, αφού έπαιρνε σιγά σιγά να βυθίζεται στα περασμένα, η φωνή του αργή, ψιχαλιστή χυνόταν μέσα μου σα ναρκωτική ουσία. Και άρχιζε εκείνο το μυρμήγκιασμα ακριβώς κάτω από το στομάχι να μη θέλω να σταματήσει, κι ας είχα ακούσει εκείνες τις ιστορίες αμέτρητες φορές, για τον σανό και το νερό που έφεραν οι Αργίτες στο πρώτο τρένο που έφτασε στον σταθμό αφρίζοντας και ξεφυσώντας, για το αγαπημένο του μουλάρι που το πούλησε για ένα κομμάτι γης, πώς πήραν μαζί τους τη γιαγιά οι αντάρτες…. Υπνωτισμένος πάλευα τον εαυτό μου να ξυπνήσει τη στιγμή που η καύτρα του έγερνε επικίνδυνα, μονότοξο γεφύρι να γκρεμιστεί, την έπιανα στον αέρα με το τασάκι να μη το πάρει είδηση και λυθούν τα μάγια.
Μία μέρα είχε μείνει πια, σε πλάκωνε καθώς έπεφτε το απόγευμα βαριά η έννοια της επιστροφής. Άπληστη η ψυχή σου λαχταρούσε να καταπιεί τον κόσμο, τις έταζες ό,τι είχε στερηθεί και ακόμα παραπάνω, να ξοδευτεί σα να ’ταν η τελευταία της φορά, μα σαν πήγες να χαιρετίσεις τον παππού σε εκείνο το δωμάτιο που κάποτε παιδιά το μοιραζόσασταν εσύ και ο αδελφός σου, ντυμένος στολισμένος, κάπως σου ήρθε, όπως τον είδες σκυμμένο στην καρέκλα. Πότε το αποφάσισες να μείνεις ούτε που το κατάλαβες, είπε στη μάνα σου να παραγγείλει κάτι απέξω και οι δυο σας βγήκατε στο μπαλκόνι, γλυκά που βράδιαζε, κι έβαλες επάνω στο τραπέζι το πακέτο. Θα το φουμάρουμε παππού; ―Θα το φουμάρουμε, κι άπλωσε το χέρι να πάρει το Camel μαλακό. Του το άναψες μέσα στα δάχτυλα που τρέμανε, τα μάτια του χαμογελούσαν, μάτια μπλε με σύννεφα του Αυγούστου, το ρούφηξε κι ακούμπησε την πλάτη πίσω σπρώχνοντας τον καπνό μπροστά στη νύχτα που έπεφτε, σταύρωσε τα χέρια και τα γόνατα όπως συνήθιζε, έγινε μια σταλίτσα, κι αναρωτιόσουν πώς γίνεται να ‘ναι ο άνθρωπος ένα μονάχο χι και το άπειρο μαζί.
[Κι εκείνη θα ’τανε, θαρρώ, και η τελευταία σας φορά.]