Το Σπίτι

Το Σπίτι




Διάδρομοι, πολλοί διάδρομοι, πόρτες, πολλές πόρτες, να είναι παντού οι ίδιοι διάδρομοι με ρωτάτε, δεν ξέρω, πάνω κάτω οι ίδιοι θα είναι, πόσους διαδρόμους έχει το Σπίτι, αυτό έχει να κάνει με το Σπίτι, δεν ξέρω, και το ασανσέρ πάει μέχρι τον τέταρτο όροφο, και μετά δεν ξέρω πόσοι όροφοι πάνω από τον τέταρτο, αλλά αυτοί, το ήξερα, ήταν στον έκτο, κάθε όροφος, το ξέρω, τα έχω μετρήσει, δηλαδή κάθε φορά τα μετράω, δεκαεπτά σκαλιά, πιστεύω δύο φορές το δεκαεπτά, δεν ξέρω, τώρα που το ξανασκέπτομαι στον έκτο θα πω, φθάνεις, αλλά ποιο διάδρομο να πάρεις, εγώ ήξερα, αλλά τώρα δεν ξέρω να εξηγήσω αν ήταν δεξιά όπως φθάνεις ή αριστερά, ευθεία όχι, αυτό το ξέρω, ευθεία τίποτα, ένας τοίχος, ναι, και μετά ήξερα ποια ήταν η πόρτα τους, πώς το ήξερα δεν ξέρω, είχα κλειδί και έμπαινα, ναι, τον τελευταίο καιρό, από τότε που τους βρήκαν και τους δύο αναίσθητους πάνω στο κρεββάτι, είχα κλειδί και έμπαινα, αν ζούσα μόνη ρωτάτε, δεν ξέρω, ναι βέβαια μόνη, αλλά πιστεύω όχι και τόσο μόνη, ναι, όχι ακριβώς μόνη, όταν ήρθαν και τον πήραν, ξέρετε, τον Φάνη, πόναγε, πόναγε πολύ, πιστεύω, έτσι είπε, φριχτά στο στήθος, ξεφώνισα, ήρθαν, τους είπα πιστεύω να πάρουμε και το πόδι μαζί μας στο νοσοκομείο, το μηχανικό πόδι, ξέρετε, να μη φύγει από το Σπίτι έτσι σακάτης, με κοίταξαν, δεν απάντησαν, έτρεξα πίσω τους κρατώντας το πόδι, μετά σκέφθηκα καλύτερα όχι, θα του το πάω μετά, γύρισα, το άφησα στο κρεβάτι, αλλά την άλλη μέρα γύρισα μόνη μου, ο Φάνης δεν χρειαζόταν πια το πόδι, εκείνες τις μέρες, δεν ξέρω, ήμουν πραγματικά μόνη, και μετά δεν ήξερα τι να κάνω με το πόδι, και είπα, πίστεψα δηλαδή πως ήταν μια καλή ιδέα, και έβαλα το ωραίο το μπλε το παντελόνι του στο πόδι και το άφησα εκεί στο κρεβάτι, αν είναι ακόμα εκεί, τι να πω, δεν ξέρω, ναι πράγματι, από τότε που βρήκαν την Αγγελική πεσμένη στο δρόμο, εκεί στη στοά που έστηνε το τραπεζάκι της να πουλήσει τα αρωματικά κεριά της, πώς τα έφτιαχνε, όχι δεν ξέρω ακριβώς να σας πω, κάτι με σαπούνι που λιώνει, που βράζει, δεν άνοιγαν και τα παράθυρα, έμπαινες στο δωμάτιό τους και σε έπνιγε μια μυρωδιά καμένου, την βρήκαν νεκρή, τα ξέρετε, με τη σύριγγα καρφωμένη στο μπράτσο, μόνο κόκαλο ήταν το μπράτσο, μόνο κόκαλα ήταν ολόκληρη, και της έλεγα, έλα κάτω στις κουζίνες, έχω μαγειρέψει, αλλά δεν, αυτό το ήξερε μόνο εκείνη, η Αγγελική, γιατί δεν έτρωγε, την φώναζα ξανά, πιστεύω δεν με άκουγε, δεν ξέρω, τα κόκαλα ακούνε;

«Θα στείλω τον Φώτη», μου έλεγε, «εγώ είμαι χορτάτη» κι εγώ περίμενα με την κουτάλα στο χέρι, πόση ώρα δεν ξέρω, πιστεύετε έχει σημασία η ώρα εκεί μέσα; Κάποιες φορές ερχόταν
«Ήρθα», έλεγε, «ερχόταν από πίσω μου. Για να δούμε», έλεγε, «τι καλό έφτιαξες», άνοιγα την κατσαρόλα

«Κοκκινιστό, το αγαπημένο μου», έλεγε, και καθόταν στο τραπέζι, κι εγώ απέναντί του, τα μάτια του κατεβασμένα στο πιάτο του, οι καλύτερες στιγμές μας, πώς, ναι, το ξέρω, αυτά δεν σας ενδιαφέρουν, πώς πέθανε, ναι όντως, να σας πω, είχα δυο μέρες να τον δω και ανέβηκα, δεν απάντησε, μπήκα με το κλειδί μου, δηλαδή ξανακατέβηκα στο δωμάτιό μου, η καρδιά μου χτύπαγε από το τρεχαλητό, δεν ξέρω, μάλλον πιστεύω ήμουν σε σύγχυση, πήγα να μπω στη διπλανή πόρτα από τη δική μου, ήταν κλειδωμένη, για μια στιγμή δεν ήξερα πού βρισκόμουν, αυτή ήταν η πόρτα μου, γιατί να μην ανοίγει; γονάτισα στο πάτωμα, σε λίγο συνήλθα, κοίταξα γύρο μου, κρύος ιδρώτας, σηκώθηκα, να μην έχει κανείς μια δική του πόρτα, που να μην είναι ίδια με όλες τις άλλες, να μη έχει ένα δικό του κρεβάτι, τι σας λέω τώρα, σκεφθείτε όμως, όταν τον πήραν για το νεκροτομείο, τον τύλιξαν μ’ αυτό το λουλουδάτο κάλυμμα, λουλουδάτο με μαύρα κρόσσια, αυτό που έχουν σε όλα τα ίδια, τι σας λέω τώρα, δωμάτια, εγώ δεν ξέρω, πιστεύω θα τα καταφέρω να φύγω από εδώ μέσα, πιστεύω ναι, θα τα καταφέρω για να μην βλέπω το λουλουδένιο κάλυμμα, το μηχανικό πόδι τι θα το κάνω, πώς σας ήρθε τώρα αυτή η ερώτηση; καλά συνεχίζω, όταν μπήκα στο δωμάτιο ήταν πολύ χλομός, αλλά με έδιωξε, πώς και έφυγα; μου είπε

«Τίποτα δεν είναι», μου είπε, «ένα απλό κρυολόγημα, τίποτα, έτσι ένα τίποτα».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: