Άλλο ένα κονιάκ, monsieur! Ορίστε παρακαλώ; Ναι, καλά το σκεφτήκατε. Γιορτάζω. Tο τέλος του Μάη, ίσως! Κι αν δεν γιορτάζουμε το τέλος της άνοιξης μ’ ένα ακόμη ποτό, το καλοκαίρι θα μας συναντήσει διψασμένους. Ξέρετε, ο Μάης στο Παρίσι δε μοιάζει καθόλου με τον Μάη στη Γαλικία. Εδώ είναι πηχτός, ανυπόφορος, βιάζεσαι να τον αποχωριστείς, να τον διώξεις από πάνω σου. Ο Μάης εδώ, και μη χαμογελάτε παρακαλώ, φωλιάζει σαν τις ψείρες στους πόρους των κορμιών μας, κάνει να ιδρώνουν ακόμα και τα λιθόστρωτα. Εκεί όμως διατηρεί ένα στοιχειώδες μέτρο, ισορροπεί ανάμεσα στη ζέστη και τη δροσιά και βαδίζει ανάλαφρα στον μεγάλο δρόμο που ενώνει τον σιδηροδρομικό σταθμό με το νεκροταφείο. Ο Μάης στο Παρίσι είναι μια τεράστια ατμοσφαιρική σούπα απ’ τα υλικά της πόλης που κείτονται σαν αποσυντιθέμενα πτώματα μέσα στους δρόμους.
Όχι, δεν νοσταλγώ την πατρίδα μου. Ούτε τα αψιά χέρια της μάνας μου που μέσα τους μούλιαζα για μήνες μέσα σε μια τρυφηλή παραίτηση. Ούτε και τα δώρα του θείου μου που υποκαθιστούσαν την απουσία του πατέρα. Μόνο τα σπίτια νοσταλγώ, κι ό,τι είχαν μέσα. Τα πρωινά της άνοιξης, όταν οι ένοικοι απουσίαζαν χύνοντας ακούσια τη ζωή τους στο ποτάμι μιας μεγαλύτερης ζωής, αόρατα χέρια καθάριζαν αυτά τα σπίτια, μαζεύοντας ό,τι απέμενε απ’ τη νύχτα. Καμιά φορά, όταν ο καιρός ξάνθαινε κι άλλο τις μέρες του, τα ίδια χέρια γυρνούσανε ανάποδα τα σπίτια και τότε μια γκρίζα κηλίδα κρέμονταν σιωπηλή πάνω απ’ τις στέγες. Ήταν η θολή εξάχνωση της ρίζας που μια φυτεύονταν στο χώμα και μια ξεριζωνόταν στον ουρανό. Και τα χέρια συνέχιζαν αδιάκοπα να δουλεύουν. Θεράπευαν τους θρόμβους του εφιάλτη με φράουλες και συνέλλεγαν τα χνούδια από κάποιο όνειρο, απ’ αυτά που δε βλέπεις εύκολα, έτσι αδιόρατα και ύπουλα που είναι, να βυζαίνουν μέσα στη σιωπή και κάποια μέρα να θεριεύουν και να μπήγουν τα νύχια τους στο μυαλό αθώων κτηνών-ανθρώπων της πατρίδας μου.
Μέχρι το '33, αγαπητέ μου, φύτευα μονάχα λέξεις. Είχα λέξεις κίτρινες για τα λιβάδια και τους ήλιους. Κόκκινες σαν τα κοράλλια για όλα τα μικρά θαύματα που κρύβονται στα βάθη των ωκεανών. Πράσινες για τα δέντρα που έβλεπα μέσα απ’ το κουπέ κάποιου τρένου. Πέτρινες και ρωμαλέες, με τις οποίες έχτιζα τους μύθους κάθε μεγάλης πρωτεύουσας. Λέξεις από χώμα, σκόνη και ανθρώπινο θόρυβο για να υψώνουν πένθιμα το αχό των μεγάλων μαχών. Μεγάλες λέξεις και φαρδιές για να χωρέσουν στις φλέβες τους το μεγαλείο μιας Αυτοκρατορίας που ξεψυχούσε μ’ ένα θλιμμένο εμβατήριο. Λέξεις υγρές και θωπευτικές, να μοιάζουν με βροχή την ώρα που οι στρατιώτες, αποχαιρετώντας σιωπηλά τον αρχηγό τους, έθαβαν ταυτόχρονα και τον εαυτό τους. Λέξεις κοφτερές που μάταια πάσχιζαν να ψαλιδίσουν τις μαύρες σβάστικες απ’ τα μανίκια των συμπατριωτών μου. Λέξεις που άντεχαν το βάρος της μοναξιάς τους και συνέπασχαν με τους πρωταγωνιστές τους στα σφαγεία των ερώτων. Λέξεις που θόλωναν την ασπράδα των βλεμμάτων, φωτίζοντας κάπου-κάπου ένα ελεεινό, ανθρώπινο όνειρο. Λέξεις που μπούκωναν σωτήρια τη ψυχή μου σαν ψωμί. Λέξεις που έτειναν ένα ποτήρι κρασί στο αποκάμωμα των εργατών και τη μιζέρια των προσφύγων.
Και γλίτωσα. Το μυαλό μου το απόσωσα, έμεινε άθικτο. Η ψυχή μου μόνο άρχισε να τρεκλίζει. Αδιόρατα στην αρχή, ανεπαίσθητα: ένας σφάχτης εδώ, ένα μούδιασμα εκεί. Με τον καιρό όμως, όταν τα ποδοβολητά και οι παρελάσεις πύκνωσαν σαν μαύρα σύννεφα, ζαλισμένος και εξουθενωμένος, αρνήθηκα να προχωρήσω: άρχισα να πίνω. Να πίνω πολύ, καθώς μύριζα τη στάχτη στον αέρα, οσφραινόμενος τη μνήμη των δικών μου λέξεων στη καμένη σάρκα των φύλλων που κάποιοι παρέδωσαν με μανία στη φωτιά.
Βλέπω πως ακόμα σας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι! Πώς το ξέρω; Κοιτάτε στιγμές έξω, πέρα από το τζάμι, τον κόσμο. Εγώ έπαψα προ πολλού να ενδιαφέρομαι γι’ αυτό που συνεχίζει να υπάρχει εκεί έξω. Βλέπω μπροστά, όχι στον χρόνο, μη φανταστείτε. Στον χώρο, στα δύο-τρία εκατοστά που με χωρίζουν πάντοτε απ’ ένα όμορφο ποτήρι με μπράντι, απ’ ένα γοητευτικό και τσακισμένο πρόσωπο, από μια θλιμμένη ιστορία που κάνει τις λέξεις ν’ αντηχούν σαν άνεμος που γλίστρησε απ’ το ελάχιστο άνοιγμα μιας συνηθισμένης ζωής. Κάποιες φορές, αραιά και που, προτιμώ να κοιτάζω τα μέσα μου. Σαν να ξεφυλλίζω ένα πολυκαιρισμένο άλμπουμ με φωτογραφίες, τοποθετημένες τυχαία, ξεχασμένες. Τότε, πλούσιοι έμποροι και ξεπεσμένοι αριστοκράτες ξεκουφαίνουν τα αυτιά μου με τα χυδαία γέλια τους. Τότε είναι που βλέπω τις πρωινές καθαρίστριες να σκουπίζουν στα λιθόστρωτα τις στάχτες των ακριβών τους πούρων και των φτηνών τους φιλοδοξιών. Τότε, αγαπητέ μου, ένας φτωχός εφημεριδοπώλης, χτυπημένος από σφαίρα, μες στα αίματα και τα μελάνια, αποθηκεύει την τελευταία του πνοή στο κόκκινο λάβαρο που σφίγγει μες στα χέρια του. Και μια ιερή πόρνη παντρεύεται έναν πρίγκιπα τρομάζοντας απ’ το πείσμα του νεαρού λοχαγού που απώλεσε για πάντα τη σκιά του. Τότε είναι που εμφανίζονται μπροστά μου οι γούνινες ζωές των πολιχνών, πασπαλισμένες με όψιμο χιόνι και ανθρώπινα πάθη. Και τότε η εξορία ποδοπατάει τα κορμιά των περιπλανώμενων Εβραίων που ψάχνουν να θάψουν ψηλά στον ουρανό ένα μελωδικό κομμάτι απ’ την πατρίδα τους. Επαναστάτες χωρίζονται στα δύο, κάποιοι αλλάζουν στρατόπεδο και κάποιοι στεγνώνουν τη θέλησή τους μέρα με τη μέρα, στην κάψα της αλυσίδας. Νυχτερινές και λαμπρές αίθουσες δεξιώσεων, απέραντες μοναχικές πεδιάδες της στέπας, η προδομένη επανάσταση, τα τελευταία φώτα της κοιλάδας λίγο πριν την αυγή, σαν τα μικρά-μικρά διαμάντια που έξαφνα αποψιλώνονται απ’ τα θνητά τους σπλάχνα, τα περιφραγμένα και βλοσυρά σπίτια των αστών, άνθρωποι ρακένδυτοι και πεινασμένοι που συνηθίζουν τα μυστικά χούγια των δασών, κρύβονται μέσα σ’ αυτά κι έπειτα από χρόνια βγαίνουν στη ζωή αδέξιοι, υγροί και φυτικοί, τα κοτσάνια της βροχής, o Στέφαν και η Φρεντερίκε, τα ίδια πάντα άλογα σε σιωπηλή παράταξη, οι ουρές τους να βιτσίζουν τη βιασύνη του χρόνου, o Έρνστ, ο διάβολος που είδα αρκετές φορές στο πρόσωπο ενός Ούγγρου εμπόρου, η φιλαρμονική του στρατού που παιανίζει το τέλος ενός κόσμου, του κόσμου μου, η Φριντλ, o σκοτεινός ήλιος, και η Αντρέα. Η Φριντλ.
Τώρα (ήρεμα τώρα) αν δεν σας είναι κόπος, θα επιθυμούσα να πιώ άλλο ένα ποτήρι κονιάκ. Ίσως να ’ναι το τελευταίο για σήμερα, μπορεί και όχι. Είναι τέλη Μαΐου, αγαπάω αληθινά το φως αυτής της πόλης που με υποβαστάζει, όπως αγαπάω τα σπίτια και τα πουλιά. Έχει ζέστη και κανονικά θα έπρεπε να νιώθω ήσυχα. Ό,τι ήταν να γίνει έγινε, και για ό,τι θα μπορούσε να υπάρξει από δω και πέρα, είναι αργά. Παρόλα αυτά, φοβάμαι ―και δε ντρέπομαι να σας το ομολογήσω― ακόμα έναν τελευταίο φόβο. Φοβάμαι ότι από στιγμή σε στιγμή κάποιο τηλεγράφημα θα φτάσει, κάποια φωνή θα με ζητήσει στο τηλέφωνο, κάποιος θα μπει μέσα στο café και θ’ ακουμπήσει σοβαρός το βλέμμα του πάνω μου, ίσως κι εσείς, αγαπητέ μου, ναι ναι, εσείς, θα μου σερβίρετε σε λίγο άλλο ένα ποτό, θα κάτσετε απέναντί μου και θα μου ανακοινώσετε την ίδια δυσάρεστη είδηση: ο τάδε χάθηκε, ένας συνελήφθη, ο άλλος εκτελέστηκε, αυτός αυτοκτόνησε. Και το μόνο που εύχομαι να συμβεί, το μόνο που ελπίζω για εκείνη την ώρα που θα συμβεί, είναι το τηλεγράφημα να περιέχει δυο-τρεις λέξεις ανθρώπινες και συγκινητικές, η φωνή που θα με καλέσει στο τηλέφωνο να κρύβει ζεστασιά, ο άνθρωπος που θα με αναζητήσει σε τούτο δω το café να ’ναι κάποιος φίλος μου που έχω χρόνια να τον δω, ακόμα κι εσείς, αγαπητέ μου φίλε ―γιατί σας νιώθω φίλο μου αυτήν εδώ τη στιγμή―, ναι, ναι, εσείς, την ώρα που θ’ αποφασίσετε να μου ανακοινώσετε αυτό που πρέπει, να μου απευθυνθείτε, σας εκλιπαρώ, με το μικρό μου όνομα. Γιόζεφ, έτσι να με πείτε, κι εγώ, χαμογελώντας, ευθύς να σας απαντήσω, ορίστε παρακαλώ;
Σαν να κρυώνω κάπως σήμερα. Ο Θεός μου, βλέπετε, περιμένει παιδί.