Χυμός λεμόνι




Καθό­ταν σε μια πλα­στι­κή κα­ρέ­κλα με τα πό­δια του απλω­μέ­να σε μια άλ­λη, στην αυ­λή του σπι­τιού του. Το χορ­τά­ρι κά­τω του έμοια­ζε να τον υπα­κού­ει. Συ­χνά σκε­φτό­ταν πως το πιο θαυ­μα­στό έρ­γο του αν­θρώ­που ήταν το να δα­μά­σει το χορ­τά­ρι, να το εξη­με­ρώ­σει, να το βά­λει στην αυ­λή του, στο μπαλ­κό­νι του, στην τα­ρά­τσα του, σε πάρ­κα και πλάι σε πε­ζο­δρό­μια, να το κο­νταί­νει στο μή­κος που θέ­λει. Ο ήλιος τον χτυ­πού­σε απ’ όπου έβρι­σκε χώ­ρο να μπά­σει, να προ­σπε­ρά­σει ανά­με­σα τα φύλ­λα από τις λε­μο­νιές, να σχη­μα­τί­σει πά­νω του ένα μω­σαϊ­κό από φως και σκιά, ζέ­στη και κρύο, φως και σκιά. Το ζε­στό κα­λο­και­ρι­νό αε­ρά­κι τον χτυ­πού­σε στο σβέρ­κο και του προ­κα­λού­σε έναν λή­θαρ­γο, μια εξα­ντλη­τι­κή νύ­στα, από εκεί­νες που νιώ­θει κα­νείς, όταν δε θέ­λει άλ­λο να νυ­στά­ζει.
Οι λε­μο­νιές της αυ­λής του ήταν καρ­πο­φο­ρε­μέ­νες, απα­στρά­πτου­σες κυ­ρί­ες με λα­μπε­ρά μπι­χλι­μπί­δια. Λί­γο πριν εί­χε εξα­πο­λύ­σει μια σφο­δρή επι­δρο­μή, εί­χε μα­ζέ­ψει μια στοί­βα λε­μό­νια δί­πλα του. Έτσι κα­θι­στός που ήταν έπια­νε ένα-ένα τα λε­μό­νια και με ένα μι­κρό κο­πί­δι που κρα­τού­σε στο χέ­ρι, τα χά­ρα­ζε. Χά­ρα­ζε πά­νω στο δέρ­μα τους ευ­θεί­ες γραμ­μές, κά­θε­τες ανα­με­τα­ξύ τους. Οι πό­ροι της φλού­δας έσκα­γαν σαν αμπού­λες και εκτό­ξευαν μια πι­κρή μυ­ρω­διά λε­μο­νιού στον αέ­ρα. Χα­ρά­ζο­ντας, φα­ντα­ζό­ταν τα πε­ρι­γράμ­μα­τα των κτι­ρί­ων που σκό­πευε να σχε­διά­σει. Ήταν σαν πο­λυ­κα­τοι­κί­ες σε σει­ρά, ίσως και μο­νο­κα­τοι­κί­ες, ίσως και κά­να ιδιό­μορ­φο κτί­ριο, κά­τι πρω­το­πο­ρια­κό, ικα­νό να σε κά­νει γνω­στό στον χώ­ρο της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής.
Κά­θε που τε­λεί­ω­νε με τη χα­ρα­κτι­κή έμπη­γε μια ένε­ση σε κά­θε λε­μό­νι και του ρου­φού­σε το χυ­μό, το στράγ­γι­ζε σαν κα­ρω­τί­δα, αφαι­μά­ζο­ντάς το. Άφη­νε τον χυ­μό γλυ­κά μέ­σα σε ένα με­γά­λο γυά­λι­νο μπου­κά­λι και προ­χώ­ρα­γε στο επό­με­νο. Δεν στράγ­γι­ζε απλά τα λε­μό­νια. Εί­χε μια ιδέα που ήλ­πι­ζε να του λύ­σει το βιο­πο­ρι­στι­κό.
Έπαιρ­νε τα στυ­φά λε­μό­νια και τους έμπη­γε ξα­νά μια άλ­λη ένε­ση, τα φού­σκω­νε με δια­λύ­μα­τα οποιοει­δών πα­ντός εί­δους, από ηρω­ί­νη μέ­χρι πιο ελα­φριά φαρ­μα­κευ­τι­κά σκευά­σμα­τα που στο­χεύ­ουν να απα­λύ­νουν τον πό­νο. Στο τέ­λος, εκεί από όπου έχω­νε την ένε­ση, κάρ­φω­νε ένα γα­ρύ­φαλ­λο. Ύστε­ρα από κά­μπο­σο, τέ­λειω­νε με τα λε­μό­νια.

«Ρού­φα δυ­να­τά αυ­τό το λε­μό­νι και βρες το αντί­δο­το στη μο­να­ξιά»

Έστη­σε έναν πά­γκο σε κε­ντρι­κό δρό­μο του χω­ριού. Έχο­ντας ανα­κα­λύ­ψει που θα στο­χεύ­σει το μάρ­κε­τινγκ και δια­θέ­το­ντας ένα αι­σθη­τι­κά ελ­κυ­στι­κό προ­ϊ­όν ήλ­πι­σε πως εί­χε ό,τι απαι­τού­νταν για να πε­τύ­χει η επι­χεί­ρη­σή του.
Στην αρ­χή ο κό­σμος ήταν δι­στα­κτι­κός. Περ­νού­σε, κοι­τού­σε, ρω­τού­σε και απο­μα­κρυ­νό­ταν. Ύστε­ρα από μια βδο­μά­δα ένας νε­α­ρός ―τον γνώ­ρι­ζε χω­ρίς να έχου­νε προ­σω­πι­κές σχέ­σεις― τον προ­σέγ­γι­σε και του εί­πε:

«Τον τε­λευ­ταίο και­ρό αι­σθά­νο­μαι συ­νέ­χεια άσχη­μα. Δεν ξέ­ρω ακρι­βώς τι μου φταί­ει. Αλ­λά νιώ­θω ότι τα πά­ντα μου φταί­νε. Εί­σαι σί­γου­ρος πως αυ­τό θα με κά­νει να γί­νω κα­λύ­τε­ρα; Για­τί αν όχι, δεν ξέ­ρω τι άλ­λο να κά­νω».

Η απά­ντη­ση που πή­ρε ήταν:

«Συγ­χω­ρια­νός μου εί­σαι και σε πο­νάω. Δεν έχει ση­μα­σία που δεν κά­να­με πο­τέ πα­ρέα. Σε νιώ­θω για­τί μας ενώ­νει κά­τι τό­σο δυ­να­τό. Η κοι­νή μας πα­τρί­δα. Σε πο­νάω, λοι­πόν. Και θέ­λω μό­νο το κα­λό σου. Δο­κί­μα­σε έστω. Και αν δεν πε­τύ­χει, θα σου μεί­νει κά­τι όμορ­φο για το ρά­φι. Και αν ού­τε αυ­τό σου αρέ­σει, απλά πέ­τα το. Έτσι όπως σε ακούω να μι­λάς, μου φαί­νε­ται πως δεν έχεις και τί­πο­τα πραγ­μα­τι­κά να χά­σεις».

Και αυ­τά ήταν τα λό­για που τον έπει­σαν να δο­κι­μά­σει το μα­γι­κό ζου­μί. Με­τά την πρώ­τη δο­κι­μή όλα έγι­ναν πιο εύ­κο­λα. Οι σκέ­ψεις του ήταν πιο απλές. Η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα κυ­λού­σε χω­ρίς το καρ­διο­χτύ­πι, την αγω­νία για το αν αξί­ζει πραγ­μα­τι­κά αυ­τό που ήταν η ζωή του. Το εί­πε σε έναν φί­λο του από το δι­πλα­νό χω­ριό. Δο­κί­μα­σε και εκεί­νος. Το εί­πε και σε άλ­λους. Βλέ­πο­ντας οι συγ­χω­ρια­νοί του έμπο­ρου πως εκεί­νοι από το αντι­κρι­νό χω­ριό έσπευ­δαν να αγο­ρά­σουν το εμπό­ρευ­μά του, φθό­νη­σαν. Έτσι, ένιω­σαν την ανά­γκη να το κά­νουν δι­κό τους, για να μην εί­ναι των άλ­λων.
Σύ­ντο­μα, όλοι το κα­τα­νά­λω­ναν. Για την ακρί­βεια, όλοι το χρειά­ζο­νταν.
Ο έμπο­ρος έχο­ντας πε­τύ­χει επι­χει­ρη­μα­τι­κά. Έχτι­σε ένα σπί­τι αρ­χο­ντι­κό, ψη­λά στο λό­φο. Από το σπί­τι του εί­χε θέα όλο το χω­ριό, τα γύ­ρω χω­ριά, ακό­μη και τη θά­λασ­σα που απλω­νό­ταν κά­που πέ­ρα, μα­κρύ­τε­ρα. Το εί­χε σχε­διά­σει ο ίδιος και αυ­τό τον ευ­χα­ρι­στού­σε βα­θιά. Ήταν πράγ­μα­τι με­γα­λειώ­δες, ει­δι­κά σε πε­ρί­πτω­ση σύ­γκρι­σης με το υπό­λοι­πο χω­ριό. Ένα πο­λύ­χρω­μο ολάν­θι­στο δέ­ντρο πά­νω σε βρά­χο τρα­χύ, σκλη­ρό και άγο­νο. Με μια αυ­λή να κυ­κλώ­νει το σπί­τι, γε­μά­τη λε­μο­νιές, και τους λε­μο­ναν­θούς να πο­τί­ζουν τον αέ­ρα με την αγ­γε­λι­κή μυ­ρω­διά της φρε­σκά­δας.
Από τις πο­λυ­τε­λείς ξα­πλώ­στρες της αυ­λής του έβλε­πε τώ­ρα ένα χω­ριό άδειο σαν ερη­μω­μέ­νο. Έβλε­πε αχνές σκιές να κι­νού­νται νω­χε­λι­κά, να κοι­μού­νται για να ζή­σουν, να δρουν μό­νο για τα απα­ραί­τη­τα. Το χω­ριό ήταν ξέ­γνοια­στο και βυ­θι­ζό­ταν. Τα έσο­δά του αυ­ξά­νο­νταν εκ­θε­τι­κά. Το χω­ριό τον πτω­μά­των εί­χε ξα­πλώ­σει στα πό­δια του για να γε­λά­σει λι­γά­κι, και ο ίδιος απο­λάμ­βα­νε το ότι ήταν πια πε­τυ­χη­μέ­νος. 
Ώσπου ένα πρωί πο­τέ κα­νείς δεν ξύ­πνη­σε. Και ο έμπο­ρος θυ­μή­θη­κε το πο­δο­βο­λη­τό στο κε­ντρι­κό πλα­κό­στρω­το και τη μυ­ρω­διά του ζε­στού ψω­μιού που δρα­πέ­τευε από τον φούρ­νο. Τό­τε πια, τί­πο­τα δε μπο­ρού­σε να κα­λύ­ψει την έλ­λει­ψη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: