Μολονότι πρόκειται για ιστορία καθ’ όλες τις ενδείξεις κατασκευασμένη από τον Πλάτωνα, παρουσιάζεται ως λόγος αληθής. (Μετάφραση και σχόλια στον Τίμαιο, από τον Βασίλη Κάλφα)
«Έλα νωρίτερα», του είχε πει ο Βασίλης, «να πούμε και καμιά κουβέντα πριν δούμε την ταινία.» Είχαν χαθεί καιρό τώρα. Οι ζωές τους πια ήταν διαφορετικές. Καφετέρια αυτός, καφεκοπτείο ο Κώστας. Είχαν ηρεμήσει επιτέλους από τα ταξίδια στην επαρχία. Κάποιες φορές που παλιά έκαναν λιανοπούλι, όταν καμιά μέρα οι πωλήσεις πήγαιναν στραβά τα παρατούσαν και για να σβήσουν τι αναποδιές της δουλειάς κάθονταν σαν αργόσχολοι σε κάποια καφετέρια να χαζέψουν τα νεαρά κορίτσια. Του ’λεγε τότε ο Κώστας για καλαμπούρι:
«Διάλειμμα τώρα Βασίλη, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.»
Πέρασε ένας χρόνος από την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί. Τώρα αντάλλασαν με βουλιμία τα νέα τους, όταν ο Βασίλης με σοβαρό ύφος, τον ρωτά:
«Φίλε, να σου πω μια παράδοξη ιστορία που έζησα;»
«Πες την, ρε, μην κωλώνεις. Έχουμε μισή ώρα μέχρι ν’ αρχίσει το φιλμ. Αλλά, ρε Βασίλη, είσαι ένας ανοικονόμητος πολυλογάς. Συνήθως παρασύρεσαι στις αφηγήσεις σου και μπερδεύεις ένα σωρό πράγματα. Σα να μπαίνεις μέσα σε αυτά που λες και να χάνεσαι. Άσε που μερικές φορές μου λες πράγματα που τα έχεις ξαναπεί».
«Ρε Κώστα, δεν είμαι τηλεγραφητής να λέω μια πρόταση και να βάζω στοπ. Ούτε και δημοσιογράφος να γράφω στεγνά: το Χ άτομο μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τη γυναίκα του γιατί είχε υπόνοιες πως τον απατούσε. Θα τα πω όπως θέλω εγώ, με σάλτσες και γεμίσματα, να γίνουν πιο νόστιμα. Η ιστορία μου θα είναι… κινηματογραφική κι εσένα σου αρέσουν τα φιλμ».
«Όταν τελειώσεις την ιστορία σου θα έχουμε πιει το ουίσκι;»
«Η ιστορία αυτή φίλε είναι σοβαρή και πέρα ως πέρα αληθινή, με έχει απασχολήσει έντονα. Προβληματίστηκα αρκετά, αλλά άκρη δεν έβγαλα. Και τώρα ακόμη υπάρχει μέσα μου ζωντανή».
«Για ποιο πράγμα μιλάς;»
«Γενικά μιλάω για το φόβο. Για το συναίσθημα αυτό που μας κάνει και μουδιάζουμε, που δεν σκεφτόμαστε τίποτε άλλο παρά πώς να του ξεφύγουμε όμως τα γόνατά μας τρέμουν και παραλύουν. Μας πιάνει απότομα και δεν προλαβαίνουμε να το επεξεργαστούμε με τη λογική. Έρχεται αστραπιαία και κυριαρχεί στο είναι μας. Η ενστικτώδης αίσθηση πως απειλούμαστε, πως είμαστε σε κίνδυνο μας οδηγεί σε μια ζωώδη αμυντική αντίδραση. Νομίζουμε πως αυτό που μας προξενεί το φόβο είναι πανίσχυρο και βλαπτικό κι αμέσως του παραδινόμαστε. Δεχόμαστε πως εμείς είμαστε οι ανίσχυροι κι αυτό το παντοδύναμο. Μπορεί να φτάσουμε σε τρόμο, σε φρίκη και σε πανικό, να μας γίνει εφιάλτης. Συνήθως μετά από κάμποση ώρα περνά, όμως μερικές φορές κολλάει πάνω μας για πάντα και γίνεται νυχτοφοβία, ορνιθοφοβία, μικροβιοφοβία κι ένα σωρό άλλα».
«Ωραίο θέμα έπιασες. Φόβος, θρίλερ! Με απομόνωση, με αδράνεια, με παράνοια και με το πραγματικό που μετατρέπεται σταδιακά σε φαντασιακό και μετά αυτό γίνεται τρόμος. Ο φόβος είναι ακαριαίος και ενστικτώδης … και είναι ατομική υπόθεση. Άλλος μπορεί να φοβάται τα αεροπλάνα και τους σεισμούς, και άλλος να στέκει ψύχραιμος και απαθής σε αυτά. Εσύ, ας πούμε, φοβάσαι τα σκυλιά, μόλις τα πλησιάζεις μαζεύεσαι, εγώ απλώνω το χέρι και τα χαϊδεύω».
«Μ’ έχει δαγκώσει σκυλί όταν ήμουνα πιτσιρικάς. Μεγάλη ιστορία αυτή αλλά για άλλη φορά. Είχα μπλέξει άσχημα.
«Δεν μου το ’χεις πει ποτέ αυτό.»
«Πάσχω και από μυκητοφοβία. Πολύ σπάνια να βάλω στο στόμα μου μανιτάρια. Τα τρώω και με τρώνε. Όσο νόστιμα είναι, όπως λένε αυτοί που τους αρέσουν, τόσο ύπουλα δρουν. Και αυτό είναι παράξενο γιατί στο σπίτι δεν θυμάμαι τους γονείς μου να φτιάξανε ποτέ μανιτάρια. Θα έλεγα πως τους ήταν άγνωστα σαν τροφή εντελώς. Από πού μου έχει κολλήσει αυτή η φοβία δεν ξέρω».
«Μετεμψύχωση μεγάλε. Είχες δηλητηριαστεί σε άλλη ζωή από μανιτάρια και το υποσυνείδητό σου σε φυλάει».
«Πάνω κάτω κοντά είσαι στη διάγνωση. Διάβασα κάπου πως αυτού του είδους οι αποστροφές για κάποιες τροφές προέρχονται από την αρχαία εποχή που οι τροφές αυτές υπήρξαν ταμπού. Το αλογίσιο κρέας οι Ευρωπαίοι το απεχθάνονται. Και για χοιρινό οι Μουσουλμάνοι και οι άλλοι λαοί της Μέσης Ανατολής ούτε το όνομα δεν θέλουν να ακούνε. Αλλά ξεφεύγουμε τώρα από αυτό που άρχισα να λέω. Υπάρχουν διάφοροι φόβοι: Υπάρχει ο φόβος από άγνοια κινδύνου, ο φόβος απέναντι στο παράδοξο και στους τρελούς ή στους μεθυσμένους, ο φόβος για τα φαντάσματα και το υπερφυσικό, ο φόβος για τους πεθαμένους, ο φόβος για τη ζωή, αλλά και για τη μοναξιά, ο φόβος απέναντι στο άγνωστο γενικά. Υπάρχει ακόμη η έλλειψη φόβου από υποτίμηση του αντιπάλου και από υπερεκτίμηση των δυνάμεων μας»
«Γεννιόμαστε και ζούμε μέσα στο φόβο. Μέχρι να πεθάνουμε προσπαθούμε να νικήσουμε άπειρους φόβους. Μην αρρωστήσουμε, μην πάθουμε κανένα ατύχημα, μην αποτύχουμε στα σχέδιά μας…»
«Αλλά θα μιλήσω επί πλέον και για κάτι άλλο: Ποια από τις πέντε αισθήσεις είναι πιο έγκυρη; Είδα κάτι, άκουσα κάτι, έπιασα κάτι, γεύτηκα κάτι ή μύρισα κάτι; Ποιο από αυτά μπορεί να μας πει την αλήθεια; Συνήθως την όραση και την ακοή τις εμπιστευόμαστε περισσότερο. Μήπως όμως όλες οι λειτουργίες των αισθήσεων είναι ισότιμες;»
«Άντε πάλι! Τα μπλέκεις ξανά όλα μαζί και θα μου κάνεις το κεφάλι καζάνι».
«Αντιπαρέρχομαι το σχόλιό σου και πάω παρακάτω, στην ιστορία που θα σου διηγηθώ. Πρώτα όμως θα κάνω ένα πέρασμα, μια γέφυρα, για να μπούμε στην ατμόσφαιρα».
«Εντάξει μην αρπάζεσαι, δεν βιαζόμαστε. Πιάσ’ το όπως νομίζεις. Τι γέφυρα θα είναι; Εναέρια ή υπόγεια;»
«Υπόγεια. Κακοφωτισμένη και με πολύ υγρασία! Κινηματογραφική γέφυρα. Θα είναι σαν ταινία τρόμου. Πας τακτικά σινεμά. Θα σου αρέσει.»
«Με δράκουλες και παράνοια; Θα μετατρέπεται ο υλικός κόσμος σε άυλο; Θα έχει αγωνία και θα κλείνει με ερωτηματικά;»
«Περίπου… Στη «Λάμψη» του Κιούμπρικ έχουμε την συνειδητή σύγχυση του ρεαλιστικού με το φαντασιακό. Δυο κόσμοι παλεύουν και τελικά ο άυλος κόσμος των φαντασμάτων κυριαρχεί. Στο τέλος βέβαια, στην τελευταία σκηνή στον λαβύρινθο, ο πραγματικός κόσμος επανακάμπτει, αλλά ο Κιούμπρικ αφήνει μια χαραμάδα και για τον ηττημένο κόσμο. Τέλος πάντων, υπάρχει μια σκηνή στο ξενοδοχείο. Στο τέλος ενός στενόμακρου μεγάλου διαδρόμου που είναι στρωμένος με μια βυσσινί μοκέτα ξαφνικά εμφανίζονται από άλλη διάσταση δύο δίδυμα κοριτσάκια με ανέκφραστα νεκρά κέρινα πρόσωπα, πιασμένα χέρι χέρι, σαν να έχουν χαθεί από τους γονείς τους. Είναι τρομακτική εικόνα, ο Κιούμπρικ κατάφερε χωρίς λόγια και ταρατατζούμ να μας τρομάξει αρκετά. Μετέφερε αυτό το μυστήριο κάτι που εμφανίζεται ακαριαία στο μυαλό των θεατών. Και έδειξε πόσο κοντά είναι οι δύο κόσμοι, αυτός της υλικής πραγματικότητας κι ο άλλος, ο αόρατος με τα φαντάσματα. Είναι τόσο κοντά που σχεδόν πολλές φορές δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ποιος. Εισχωρεί ο ένας μέσα στον άλλον».
«Ωραία τα λες αλλά που κολλάνε όλα αυτά, ρε συ;»
«Θα δεις. Μην είσαι ανυπόμονος. Όταν παλιά έκανα ταξίδια μόνος μου, όποτε διανυκτέρευα στα Γρεβενά, πήγαινα στο ξενοδοχείο που βρίσκεται πριν φτάσεις στην πόλη, πάνω στους λόφους, όπως μπαίνεις πηγαίνοντας από Κοζάνη. Είναι δύο χιλιόμετρα πριν από την πόλη και απομονωμένο. Ξεχνάω τώρα το όνομά του».
«Ξέρω πιο λες. Κι εγώ αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι πώς το λένε. Έχουμε πάει και μαζί εκεί. Θυμάσαι ένα ωραίο κρασί που είχε από το Αμύνταιο; Ήπιαμε δυο μπουκάλια. Φέσι γίναμε».
«Αυτό λέω! Που έχει άνετο πάρκινγκ και ασφάλεια για το εμπόρευμα. Θυμάμαι πως είχε κάποιον αγώνα Champions League τότε που είχαμε πάει μαζί, μας έφτιαξαν δυο περιποιημένες ομελέτες και τα κοπανίσαμε. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ λοιπόν πάω εκεί, αφήνω τα πράγματά μου στο δωμάτιο 237 και κατεβαίνω να φάω. Οι πελάτες του ξενοδοχείου ήταν μια παρέα όλη κι όλη τεσσάρων εμπορικών αντιπροσώπων, ήσυχοι άνθρωποι. Μετά επιστρέφοντας στον δωμάτιο για τηλεόραση και ύπνο, καθώς βγαίνω από το ασανσέρ και κοιτάζω αφηρημένος προσέχω μια ίδια μοκέτα σε έναν μεγάλο διάδρομο, όπως στην ταινία του Κιούμπρικ. Παντού νέκρα, το φως ήταν απαλό και χαμηλό. Ξαφνικά βλέπω τα αλλόκοτα δίδυμα κοριτσάκια από την Λάμψη. Στέκονταν σε απόσταση και με κοιτούσαν αμίλητα. Το ένα ήταν σοβαρό και ανέκφραστο, το άλλο χαμογελούσε αδιόρατα. Νόμιζα πως τα έβλεπα, τόσο αληθινή ήταν η παράσταση που έφτιαξε το μυαλό μου. Τρομοκρατήθηκα. Όλη τη νύχτα είχα αναμμένο το φως και κοιτούσα τηλεόραση. Κοιμόμουν και ξυπνούσα έντρομος».
«Θα έπαθες την πλάκα σου».
«Το πρωί που όλα αυτά χάθηκαν σκεφτόμουν, ρε δεν έτρωγα τίποτε Γρεβενιώτικα παραισθησιογόνα μανιτάρια να μπορώ να επικοινωνήσω άφοβα με το Υπερπέραν; Κάτι ανάλογο είναι κι αυτό που θα σου πω τώρα».
«Πιστεύεις σ’ αυτά; Σε άλλες διαστάσεις, σε πάνω και κάτω κόσμο και Υπερπέραν;»
«Ρε, Κώστα, δεν έχει σημασία αν πιστεύω ή όχι εγώ. Όμως παίρνω στα σοβαρά αυτό που πιστεύουν ένα σωρό άνθρωποι. Λέω πως αφού τόσοι άνθρωποι ασχολούνται με αυτό, όποιο κι αν είναι, υπάρχει και πρέπει να το διερευνήσω. Δεν πιστεύω σε Παράδεισο και Κόλαση, είπε κάποτε ο Κιούμπρικ, όμως αν υπάρχουν φαντάσματα τότε υπάρχει μεταθανάτια ζωή και υπόσταση. Θα χαθούμε τώρα αν ξεστρατίσει η κουβέντα μας σε αυτά. Πάντως στην αρχαία ελληνική φιλολογία και στους μύθους υπάρχουν πολλές αναφορές για ανθρώπους πεθαμένους που ήρθαν βόλτα επάνω στους ζωντανούς και για ζωντανούς που σουλατσάρισαν κάτω στους νεκρούς. Για διάφορους λόγους».
«Για λέγε τώρα αυτό που άρχισες πριν. Μου κίνησες την περιέργεια με τον πρόλογο;».
«Στη Νεάπολη Λακωνίας γνωριστήκαμε με την Πηνελόπη με κάποιους αρχιτέκτονες, το Σωτήρη και τη Γεωργία. Είχαν γραφείο και μας έβγαλαν τα χαρτιά να χτίσουμε το σπίτι στο χωριό. Ταιριάξαμε και όποτε πηγαίναμε κάναμε παρέα. Το σπίτι τους είναι απομονωμένο, βρίσκεται στις παρυφές του κάμπου της Νεάπολης, κοντά στη θάλασσα. Είναι χτισμένο σε ένα μεγάλο κτήμα, με αρκετές ελιές και οπωροφόρα. Νεοαρχοντικό θα το έλεγα. Ισορροπεί ανάμεσα σε αυθάδικη και επιδεικτική κατασκευή νεόπλουτων και σε όμορφη και λειτουργική κυκλική ροτόντα, με ψευδοκίονες, με πολύ φως και μπαλκόνια γύρω γύρω να στέκεσαι και να ατενίζεις, είτε πίσω το βουνό, είτε κυρίως μπρος τον κόλπο και την Ελαφόνησο. Ο Σωτήρης κι η Γεωργία ήταν έξω καρδιά και πολύ φιλόξενοι. Όλο το εικοσιτετράωρο το σπίτι έμενε ανοιχτό. Μπορούσε ο κάθε φίλος να μπει και να βγει ελεύθερα. Πολλές φορές αυτοί εργάζονταν στη Νεάπολη, στο αρχιτεκτονικό τους γραφείο μέχρι αργά αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τους φίλους να βρίσκονται ακάλεστοι εκεί.
Κάποιες φορές καθώς πηγαίναμε στο εξοχικό μας, μόλις περνούσαμε τη Σπάρτη τηλεφωνούσαμε. «Περάστε από το σπίτι, βολευτείτε και θα ‘ρθουμε κι εμείς», έλεγε η Γεωργία. Φτάναμε και εκεί βρίσκαμε τον καπετάνιο Μάκη με τη γυναίκα του Αλεξία, τον εισοδηματία Ορφέα και την Παναγιώτα, τον Αντώνη το γιατρό και τη σύζυγο του. Άλλοι από αυτούς είχαν στρωθεί στη μπιρίμπα, άλλοι έριχναν κρέατα στο barbeque ή έπαιζαν σκάκι. Τα αφεντικά του σπιτιού μετά από ώρα κατέφθαναν και αυτά. Η Μοίρα, μια ηλικιωμένη Βουλγάρα εσώκλειστη, περιποιούταν τους επισκέπτες. Η μπιρίμπα ήταν το πάθος των γυναικών. Οι άντρες συνήθως έπαιζαν σκάκι. Υπήρχε και μια κιθάρα στην οποία μερικές φορές ο Σωτήρης γρατζουνούσε ακομπανιαμέντα και τραγουδούσαν.
Μας είχαν πάρει τηλέφωνο στην Αθήνα και μας προβλημάτισαν έντονα με όσα μας είπαν. Με τα μεταφυσικά και τα αλλόκοσμα συμβάντα κρατάω πάντα μια ορθολογική σχέση. Τίποτε δεν υπάρχει, λέω. Τίποτε δεν αποδεικνύεται. Όμως, από το άλλο μέρος, τόσοι και τόσοι άνθρωποι στον κόσμο παθαίνουν αυθυποβολή; Αλλά ποιος να βρει χρόνο να ασχοληθεί με όλα αυτά; Άσε που εγκυμονούν ένα σωρό κίνδυνοι σε περίπτωση που κάτι υπάρχει. Τι να σκέφτονται αυτά τα όντα; Πως αντιδρούν; Τι σκοπούς έχουν;»
«Ποια όντα, ρε; Έλα στο ζουμί τώρα. Με τρέλανες με τις περικοκλάδες σου».
«Έχω διαβάσει πως τα φωτόνια έχουν μηδενική μάζα και μηδενικό ηλεκτρικό φορτίο. Παρόλα αυτά όμως είναι πραγματικές φυσικές οντότητες. Ισορροπούν κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στο υπαρκτό και στο ανύπαρκτο. Αν θες να τα δεις υπάρχουν, διαφορετικά αυτά εξακολουθούν μεν να υπάρχουν, αλλά γίνονται αόρατα. Ακόμη πως τα φωτόνια είναι ταυτόχρονα μικροσκοπικά υλικά σωματίδια και κυματισμοί ενέργειας, ανάλογα με τη θέση που παίρνει ένας παρατηρητής.
Επί πλέον υπάρχουν και τα νετρίνα που τα έχουν αποκαλέσει φαντάσματα του διαστήματος. Επιδρούν ασθενώς με την ύλη. Είναι η πιο παράξενη οντότητα στο Σύμπαν. Διαπερνούν βράχους σαν να μην υπάρχουν! Ανακοινώθηκε πως σε πείραμα στην Ιταλία βρέθηκε ένα νετρίνο να τρέχει με ταχύτητα λίγο μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός, αλλά αργότερα διαψεύστηκε.»
«Χαθήκαμε μεγάλε. Σου είπα πως είσαι ανοικονόμητος στις αφηγήσεις σου.»
«Θέλω απλά να πω φίλε πως αν θέλεις υπάρχουν και ανύπαρκτες οντότητες, αν δε θέλεις δεν υπάρχουν. Αντικειμενικά όμως ισχύουν και τα δύο. Αν θες θα νιώσεις φαντάσματα και Υπερπέραν. Αν δε θες, δεν θα τα δεις, ακούσεις, μυρίσεις, γευτείς ή πιάσεις. Συνεχίζω όμως.
Ο Ορφέας, μέλος της κεφάτης αυτής παρέας, ύστερα από μακροχρόνια ταλαιπωρία από καρκίνο, πέθανε. Τον έκλαψαν, τον έθαψαν, τον μακάρισαν και μετά, με τη συναίνεση της γυναίκας του, αποφάσισαν να τον τιμήσουν ιδιαιτέρα, παίζοντας, πριν σαραντίσει, μπιρίμπα. Σα να έκαναν μια σπονδή. Του πεθαμένου του άρεσε πολύ το παιχνίδι αυτό. Παθιάζονταν και μπορούσε για πολλές ώρες να παίζει. «Έτσι θα ήθελε κι αυτός», είπαν όλοι με ένα στόμα. Και το βραδάκι κάθισαν στο μεγάλο τραπέζι στο αίθριο της αυλής να χαρτοπαίξουν.
Όταν στρώθηκαν στο τραπέζι πρώτη ερεθίστηκε η οικοδέσποινα Γεωργία. Κάθε τόσο σούφρωνε τη μύτη της, τραβούσε φύλλο και κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Μετά ήρθε η σειρά της χήρας.
«Βρε παιδιά σας έρχεται κι εσάς μια μυρουδιά από λιβάνι;»
Σε λίγο πιστοποιήθηκε από όλους πως μια βαριά οσμή από άρωμα λιβανιού απλωνόταν στο χώρο. Η οσμή αυτή είχε όγκο και μεταφερόταν από την μία καρέκλα στην άλλη. Σάστισαν και λίγο ανησύχησαν, ύστερα αναζήτησαν εξηγήσεις για το παράξενο συμβάν. Φώναξαν τη Μοίρα και τη ρώτησαν αν θυμιάτισε με λιβάνι. «Όχι, δεν τα πάω καλά με το λιβάνισμα» είπε η Βουλγάρα. Κοίταξαν γύρω το χώρο, περπάτησαν και στην μεγάλη αυλή. Στο κτήμα δεν υπήρχε κάποιο νυχτολούλουδο, ούτε και κάποιο άλλο φυτό που να βγάζει παρόμοια χαρακτηριστική και βαριά μυρουδιά λιβανιού. Ο κοντινότερος γείτονας κατοικούσε μακριά, στο χιλιόμετρο. Αυτή η οσμή ήταν παχιά, σχεδόν συμπαγής, μπορούσαν να την πιάσουν και μεταφερόταν από τη μία καρέκλα στην άλλη. «Είναι ο Ορφέας», αποφάνθηκε η Αλεξία. «Είδε πως είμαι έτοιμη να κλείσω, ταράχτηκε ο μακαρίτης και εμφανίστηκε». Η Αλεξία έκανε πλάκα αλλά κανείς δεν γέλασε».
«Ενδιαφέρουσα ιστορία. Για λέγε παρακάτω τι έγινε;»
«Το φαινόμενο που επαναλήφθηκε και στις επόμενες συναντήσεις σιγά σιγά το συνήθισαν. Όμως υπήρχε στα κεφάλια τους σαν ανεξήγητο. Ένας φόβος πλανιόταν σε όλους και κοντράριζε με τον εγωισμό του ορθολογισμού. Αποτελούσαν και ομάδα, δεν ήταν καθένας μόνος του να κυριευτεί απόλυτα από τον φόβο. Αλλά ο φόβος υπήρχε έντονος και γι’ αυτό από αντίδραση και με κρύα καρδιά τον διακωμωδούσαν. Έψαξαν και την εκκλησιαστική εκδοχή με τη διαδρομή και τις στάσεις που κάνει η ψυχή φεύγοντας: τριήμερα, εννιάμερα, σαράντα, εξάμηνα, εννιάμηνα, χρόνος, άκρη δεν έβγαζαν. Έτσι κάθε βράδυ έπαιζαν για να ξεφεύγουν αλλά η μυρουδιά «Ορφέας» ερχόταν και τους επανέφερε στην πραγματικότητα.
Εκείνες τις μέρες φτάνουμε με την Πηνελόπη. Η παρέα έπαιζε. Μας υποδέχτηκαν θερμά. Χωρίς να αφήσουν την τράπουλα από τα χέρια, μας περιέγραφαν παραστατικά τα συμβάντα με την έντονη οσμή λιβανιού. Μιλούσαν με έξαρση και όλοι μαζί. Εγώ δύσπιστος αντιδρούσα.
«Ρε, μην είσαι ανυπόμονος, ο Ορφέας θα έρθει κι απόψε» μου έλεγαν αυτοί και έπαιζαν, σαν να είναι φυσιολογικό να μιλάς για έναν φρεσκοπεθαμένο λες κι είναι ζωντανός, λες και τον έστειλαν στην Νεάπολη να φέρει τσιγάρα κι από στιγμή σε στιγμή τον περιμένουν να γυρίσει. Η παρέα βρισκόταν σε περίεργη κατάσταση. Από το φόβο για το επικείμενο συμβάν αντιδρούσαν αλλόκοτα. Όλα τα θεωρούσαν αστεία και με το παραμικρό χαζογελούσαν, είχαν συμπεριφορά νευρωτικών ατόμων ή ατόμων που έχουν καταλειφθεί από κάτι. Το παιχνίδι δεν έδειχνε να είναι η πρώτη τους προτεραιότητα. Έμοιαζαν με κάποια άλλη παρέα όχι με τη γνωστή μου των σοβαρών ατόμων με την επαγγελματική, κοινωνική και ατομική τους υπόσταση. Αναρωτήθηκα μήπως έπαθαν καμιά πρόσκαιρη ομαδική παράκρουση. Πάντως μπάφο δεν κάπνισαν. Δεν συνηθίζονταν μεταξύ τους ναρκωτικά και παραισθησιογόνα. Εκείνες τις στιγμές ζούσαν σε ένα αόρατο όριο, σε μια αθέατη γραμμή, είχαν την επαφή με τη συνολική εικόνα με εκείνους μέσα, αλλά οι ίδιοι δεν αποτελούσαν μέρος αυτής της εικόνας. Είχαν το πλεονέκτημα να κοιτούν τα συμβάντα από απόσταση και ταυτόχρονα από κοντά».
«Σαν μισότρελοι δηλαδή».
«Και πράγματι, ο Ορφέας απρόοπτα εμφανίστηκε. Αθόρυβα αλλά με έντονη την παρουσία του. Τον μύρισα, τον έψαυσα και δεν είπα τίποτε. Αυτό το «πράγμα» δεν είχε τα χαρακτηριστικά και την υπόσταση του γνωστού μου Ορφέα, δεν είχε σάρκες ούτε μιλούσε, δεν το έβλεπες, αλλά είχε τον όγκο του και ένιωθες οικεία μαζί του. Κι αυτός ο όγκος δεν ήρθε από κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση του ορίζοντα, εκείνο το βράδυ επικρατούσε άπνοια. Σα να εμφανίστηκε από το πουθενά, από κάποιο μέρος πάνω ή κάτω ή από μια άλλη διάσταση που αγνοούμε πως υπάρχει».
Σταμάτησε την αφήγηση για λίγο. Είχε χαθεί με όλα όσα ζωντάνεψε.
«Αυτό ήταν όλο; Τι έγινε μετά;»
«Πήγα μέσα στο σπίτι να ερευνήσω μήπως η Μοίρα με την καθοδήγηση της οικοδέσποινας είχε στήσει καμιά φάρσα. Δεν είδα κάτι ύποπτο. Περπάτησα και έφτασα μέχρι την άκρη του κτήματος να περιεργαστώ τον περιβάλλοντα χώρο. Τα πολλά φώτα πίσω έκαναν το σκοτάδι μπροστά μου αδιαπέραστο. Ήταν ήσυχα μόνο το μακρινό βουητό από την παρέα έφτανε ως εμένα και οι γρύλοι. Πάνω μου ο ουρανός με τα άστρα μια ζωγραφιά. Νόμισα πως άκουσα ένα σύρσιμο πίσω από το συρματόπλεγμα του κτήματος. Καμιά αλεπού θα ‘ναι ή κανένας λαγός, σκέφτηκα και ρίγησα. Μύριζα ξανά έντονα τη μυρουδιά «Ορφέας». Ξαφνικά άκουσα καθαρά να ψιθυρίζουν αγωνιωδώς κάτι. Ανατρίχιασα. Επέστρεψα με γρήγορο βηματισμό στο φως και στους μισότρελους. Κοντά τους ένιωθα περισσότερο ασφαλής. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν τους είπα τίποτε».
Διέκοψε την αφήγηση κι άναψε τσιγάρο. Ο Κώστας αδημονούσε να μάθει τη συνέχεια, περίμενε με υπομονή να πάρει ο Βασίλης μια ανάσα.
«Το φαινόμενο της ανεξήγητης παρουσίας του πεθαμένου κράτησε περίπου έξι μήνες, μέχρι που ατόνησε και ξεχάστηκε. Ποιος να ξέρει; Μπορεί η ψυχή του Ορφέα να κουράστηκε εδώ στη γη και να έφυγε για το οριστικό και αμετάκλητο ταξίδι της στον Άλλο Κόσμο. Εμείς θελητά ή αθέλητα ξεκόψαμε απότομα από τη συγκεκριμένη παρέα. Μετά ακολούθησαν άλλα συνταρακτικά συμβάντα. Πρώτα πέθανε η οικοδέσποινα Γεωργία από επιπλοκές σε μια εγχείρηση ρουτίνας που έκανε, μετά ο άντρας της Σωτήρης τραβήχτηκε άσχημα. Είχε μπλέξει με το χρηματιστήριο, παράτησε το γραφείο, άρχισε να πίνει, κυριολεκτικά σάλεψε και χάθηκε. Άκουσα πρόσφατα πως πέθανε κι αυτός κάπου στο Χαϊδάρι που είχαν ένα σπίτι. Η παρέα σκόρπισε, η χήρα αποτραβήχτηκε, ο καπετάνιος και η γυναίκα του για λόγους υγείας μετακόμισαν μόνιμα στην Αθήνα, ο γιατρός πήρε μετάθεση για μια άλλη κωμόπολη και παρόλο που είναι της ιατρικής δεν μπορεί να απαλλαγεί από έναν έντονο ξερόβηχα που του είχε κολλήσει εκείνες τις μέρες κι έγινε μόνιμος. Λες και τους καταράστηκαν! Ή σα να έγινε κάποιο δικαστήριο κι αυτός που τους δίκασε να μοίρασε τις ποινές άνισα. Κι εγώ, εδώ που τα λέμε φίλε, φοβάμαι πως έρχεται η σειρά μου».
«Λες ρε συ; Και τι σου ψιθύριζε η φωνή στο συρματόπλεγμα;»
«Άκουγα καθαρά να λέει: Βασίλη, Βασίλη. Σα να με προσκαλούσε να πηδήξω τα σύρματα και να ελευθερωθώ. Τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί το φιλμ που θα δούμε σε λίγο πάνω κάτω τέτοιο είναι. Κερνάω εγώ.»