Απολιθωμένη γλώσσα / Ακόμη



Απολιθωμένη γλώσσα


Οι στεναγμοί του Αίαντα
στραμμένοι προς το κοίλον
πασχίζουν άφωνε ν' ακούσεις θεατή
το απείθαρχο τίποτα
όπου όλα μπερδεύονται βουβά.

αξιολάτρευτε
χωρίς γλώσσα πάσχοντα
είπες: η λύπη·
δεν μιλά ποτέ η λύπη

(δεν είπα τίποτα)

μέχρι και το σώμα έχασε τις λέξεις
―στέκεται άγαλμα―
έχει μάτια                      θα ήθελε να μην·
αποτυπώνουν σύμβολα                          θα ήθελε να μην·
μόλις εγγράφονται                         την αθωότητά τους ψάχνεις ―
                         έχει χαθεί.

Απολιθωμένη γλώσσα / Ακόμη



Ακόμη

Συγχωρεί την τέφρα στα χέρια τού
Οδυσσέα από της Καλυψούς μαλλιά·

καλοκαίριασε βλέπεις
και τόση ευτυχία δεν μετριέται
με λέξεις

Σ' αγαπώ
λένε τα μάτια
και οι γλώσσες ξεραίνονται στον ήλιο
γίνονται χρυσός
μέταλλα σμιλεύονται
αλλιώς γεννιούνται σώματα κορμιά

στα σύντομα τα μελωμένα λόγια
το μαλακό τους κράτημα
κι άλλο ζητάει ακόμη
: ανατροπή και λύση

ποτέ τους ίδιοι
ξανά εκεί

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: