Η Gertrud Chodziesner γεννήθηκε σε μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια στο Βερολίνο και ήταν ξαδέλφη του Walter Benjamin. Έγινε νηπιαγωγός και έμαθε ρωσικά, αγγλικά και γαλλικά. Είχε μια σύντομη σχέση με έναν αξιωματικό του στρατού και έμεινε έγκυος, αλλά οι γονείς της επέμειναν να κάνει έκτρωση, γεγονός που σημάδεψε τη ζωή και την ποίησή της. Προς το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου εργάστηκε ως διερμηνέας και λογοκριτής αλληλογραφίας στρατιωτών σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Το 1917 εξέδωσε και το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Gedichte (Ποιήματα) με το ψευδώνυμο Gertrud Kolmar. Ποιήματά της άρχισαν να δημοσιεύονται σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Έγραψε επίσης θέατρο, διηγήματα και ένα μυθιστόρημα. Η τρίτη συλλογή της, Die Frau und die Tiere (Η γυναίκα και τα ζώα) εκδόθηκε από έναν Εβραίο εκδότη (1938) και, πιθανότατα, αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο πολτοποιήθηκε μετά το πογκρόμ τής «Νύχτας των κρυστάλλων», λίγους μήνες αργότερα. Χαρακτηριστικά, έγραψε στην αδερφή της ότι ο πατέρας της χάρηκε πιο πολύ από την ίδια με τις καλές κριτικές, που την αποκαλούσαν την πιο σπουδαία Εβραία ποιήτρια μετά την Else Lasker-Schüler. Το 1941 υποχρεώθηκε σε καταναγκαστική εργασία στη γερμανική βιομηχανία εξοπλισμών και τον Φεβρουάριο του 1943 συνελήφθη και μεταφέρθηκε (2 Μαρτίου) στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Άουσβιτς. Φαίνεται ότι δολοφονήθηκε λίγο μετά την άφιξή της. Τα τελευταία τριάντα χρόνια το έργο της έχει επανεκδοθεί και οι μελέτες την κατατάσσουν στις πιο σημαντικές λυρικές φωνές του εικοστού αιώνα.
Δύο ποιήματα
Η στοχαστική
Όταν πεθάνω, τ’ όνομά μου σε κάποιο στόμα
θα πλανάται μέσα στον κόσμο, για λιγάκι.
Όταν πεθάνω, ίσως να υπάρχω ακόμα
κάπου στο φράχτη πίσω απ’ το λιβαδάκι.
Κι όμως σύντομα θα χαθώ, όπως το νερό
ρέει από μια κανάτα που ραγίζει,
σαν των νεράιδων δώρο χαμένο και κρυφό,
σαν συννεφάκι από καπνό του τρένου που σφυρίζει.
Όταν πεθάνω, θα βουλιάξουν το σώμα κι η καρδιά,
θα υποχωρήσει ότι μ’ έχει συγκινήσει και κρατήσει
και τα ανοιχτά χέρια μου μόνο ―ξένα πια―
σιωπηλά δίπλα μου θα ’χουν τοποθετήσει.
Και γύρω απ’ το μέτωπό μου θα ’ναι όπως μιας σπηλιάς
το στόμιο, που τ’ αστέρια πιάνει, πριν να ξημερώσει
κι απ’ του φωτεινού θόλου το λιθάρι της σκιάς,
γκρίζο πανί κρέμεται με τεράστιες πτυχώσεις.
Όταν θα πεθάνω, θέλω επιτέλους να ηρεμήσω,
το πρόσωπο μου προς τα μέσα να γυρίσει
και σαν βιβλίο με εικόνες να το κλείσω,
όπως παιδί που πολύ το ’χει ξεφυλλίσει,
και μετά να ’ρθει ο ύπνος, ήσυχος και καλός
κι όπως τρέμοντας εκεί μ’ έχουν αφήσει,
αυτό που ήμουν πάντα: ένα κέρινο φως,
σ’ έναν κόσμο νέο που θα ξυπνήσει.
Χαμένο τραγούδι
Είμαι φτωχή και δεν έχω τίποτα.
Τίποτα! Τίποτα απολύτως.
Εκτός από τα μακριά μου τα μαλλιά ―
εικοσιδύο χρόνια μετράω στη σειρά.
Χρυσάφι κόκκινο, είν’ τα μαλλιά αυτά,
μου λένε οι εμπόροι.
Είμαι φτωχή και δεν έχω τίποτα.
Τίποτα! Τίποτα απολύτως.
Εκτός από φρύδια βαμμένα ―
για καθωσπρέπει κυρίες καταραμένα!
Σαν το μελάνι είναι μαυρισμένα,
μου λένε οι συγγραφείς.
Είμαι φτωχή και δεν έχω τίποτα.
Τίποτα! Τίποτα απολύτως.
Εκτός από τολμηρές ματιές ―
ξέρεις για ποιον είναι βαλτές;
Οι ματιές μου είν’ τόσο αιχμηρές,
μου λένε οι κυνηγοί.
Είμαι φτωχή και δεν έχω τίποτα.
Τίποτα! Τίποτα απολύτως.
Εκτός από ώριμα χείλη ―
την αρετή στο γκρεμό έχουν στείλει.
Κεράσια γλυκά μου ’ναι τα χείλη,
μου λένε οι κηπουροί.
Είμαι φτωχή και δεν έχω τίποτα.
Τίποτα! Τίποτα απολύτως.
Εκτός από ελαστικές σόλες ―
αχ, στην ταβέρνα σαματάς τις σχόλες!
Είναι φτιαγμένες για χορό αυτές οι σόλες,
μου λένε οι μουσικοί.
Είμαι φτωχή και δεν έχω τίποτα.
Τίποτα! Τίποτα απολύτως.
Εκτός απ’ τα λευκά μου μέλη ―
το μπούστο μου για να λυθεί, χρυσάφι θέλει.
Φλόγες ηδονής τα δικά σου σκέλη,
απόψε θα μου πεις και συ.
Είμαι φτωχή και δεν έχω τίποτα.
Τίποτα! Τίποτα απολύτως.
Εκτός από μια ζωή ντροπιασμένη,
έναν θάνατο, στο πεζοδρόμιο παρατημένη ―
Κάποια στιγμή με φορεσιά κουρελιασμένη,
στην άμμο θα καταλήξω πεταμένη.
Πού; Δε μου λέει κανείς.
Είμαι φτωχή και δεν έχω τίποτα.
Τίποτα! Τίποτα απολύτως.
Εκτός απ’ την έγνοια την κρυφή ―
να μην ήμουνα τόσο φτωχή!
Εκτός από της πόρνης την τιμή!
Το χιλιοστό μούρο πέφτει απ’ το κλαδί.
Αν σαπίσει, ποιός θα το ψάξει;
Αν πεθάνω, ποιος για μένανε θα κλάψει;