«Listerine»
Οι πρώτοι στίχοι πλάγια γραμμένοι
θαρρείς από θερμού ανέμου τη θωπεία
«Γάλα»
«αμύγδαλα»
«σαπούνια» και «αφρός»
Μετά,
μια σφυριχτή προστακτική
το σύνθημα που υποκινεί σε βία
«Κονκασέ!»
και όντως
από κάτω
αρχινούσε μακελειό
«Κρέας /λουκάνικα /κιμάς /σπαλομπριζόλες»
Τελείωνε ειρηνικά το ποίημα, πνιγόταν
σ' ένα αδιέξοδο μπλαμπλά λαχανικών
Συνταγή για αυγό μελάτο
Το παίρνεις από την απονιά του ψυγείου στην παλάμη σου
Ένα αρκεί, στα δύο η λαχτάρα αλληθωρίζει
Αγκαλιάζεις το αεροδυναμικό σχήμα του, θαυμάζεις πώς συντελέστηκε τέτοιος συμβιβασμός, μέσα από πόσες δοκιμασίες επιτεύχθηκε μια τόσο εκλεκτή εκεχειρία ώστε να κατεβαίνει από την κότα - όταν της γίνει βάρος ανεπιθύμητο - και να προσγειώνεται σώο σε μια αγριότητα από κουτσουλιές και άχυρα· η θερμοκρασία του σώματός της κοντά στη θερμοκρασία του σώματός σου
Θα το εμπιστευόσουν τώρα σε ένα σκεύος με βελούδινη επένδυση, βαθυκύανη· εναλλακτικά εμμένεις στο σημείο βρασμού, να μην εντείνεις την απόγνωσή του, να μην το αναγκάσεις να κουτουλάει στα τοιχώματα
Σκέψου για λίγο πόσο αριστοτεχνικά συσκευάστηκε: οι υμένες το τυλίγουν και το εμπιστεύονται στο τσόφλι· η διάφανη πρωτεΐνη το θρέφει μες στο πυκνό ιξώδες της· στο κέντρο το έμβρυο βασιλεύει αγονιμοποίητο, όπως η πιο θλιμμένη μέρα της άνοιξης που ενταφιάζεται με τις μοσχοβολιές της
Μελάτο πάει να πει, έτοιμο μόλις βγεις από τις σκέψεις. Να σφουγγίσεις με λίγη ψίχα τα αίματα.
Συκαλάκια
Μα είναι άπληστη φιδάρα ο καταπιώνας! Βόας! Άρπαζε με σπασμούς από το στόμα μου αμάσητα σχεδόν τα συκαλάκια. Με τη φλούδα! «Βρε! Ποιανού έμοιασες εσύ, σώμα μέσα στο σώμα μου; Πεινάλα, ταμαχιάρη!», έλεγα κι ήθελα να πω «Δεν είναι εγώ εσύ. Εγώ, είμαι αυτής της σπάνιας στενότητας στα γούστα, κάνω τις λέξεις μπούκα. Έπειτα, πάνω στο σμάλτο τις συνθλίβω και τις κλωθογυρνάω αργά, δεξιά ζερβά στις ουλώδεις σπηλιές, στις οροφές και στα χαντάκια. Τέλος μαζεύω ολούθε ό,τι απέμεινε και φτύνω. Πάρε παράδειγμα!»
Και ω του θαύματος με άκουσε, αυτολεξεί τα ενδομύχως! Οποίος θρίαμβος της ανθρωπίνης θέλησης και της κατίσχυσης στα υποδεέστερα είδη! Δαμάστηκε ο βόας και περίμενε, ίδιος σκύλος υπάκουος, κι εγώ πήρα να καλοπιάνω τις γνάθους και τη γλώσσα. «Κουραστήκατε κοκόνες μου αγύμναστες; Υπομονή, καμιά σαρανταριά πους-απς ακόμα νωχελικές υπάρξεις μου, που μόνο να μιλάτε ξέρετε... Μασήστε μέχρις εξαντλήσεως τώρα! Γιατί αύριο ποιος ξέρει. Θα αδειάσει η συκιά και οι καρποί της θα μας λείψουν εκεί στις ερημιές τις δίχως ομορφιά, που επέλεξα να ζήσω». Και χτύπαγα ένα μαστίγιο νοερά, δίνοντας το ρυθμό με τον αυχένα.
Ωραιότατα τα σύκα! Έφτασαν έως βρεγματικών οστών τ' αρώματα.