(Πρώτο ποίημα)
Ο λογοκόπος
Ανέθεσα το παρελθόν μου
στο παρόν
Τις πάνες που μου άλλαζε η μάνα μου,
στη δικαιοδοσία του αδένα
Το ανασήκωμα του φρυδιού,
στην ατροφία του προσωπικού νεύρου
Το μέλλον μου,
στις πράσινες ριπουλίνες στο Παίδων
Την εσχατολογία,
στο ανακόλουθο μιας ακολουθίας χαιρετισμών του τίποτα
Τις υμνογραφικές επιδόσεις μου,
τις συναρτώ με το θρόϊσμα μιας ψηλόλιγνης λεύκας
Αναθέτω στα βότσαλα την ευγλωττία
και τα σάλια της θάλασσας στο σαλάχι με την ηλεκτροφόρο
ουρά
―ο Ζαν Συμεών Σαρντέν ήξερε περισσότερα
Κρατώντας σφιχτά τη μετοχή στα δόντια
να μη φύγει
Άφησα το απαρέμφατο-αγκίστρι
μπας και τσιμπήσει το τέρας
Δεν θέλω να παντρευτώ τη θάλασσα
γιατί είμαι άτομο μοναχικό
― «Τι μ' ωφελούν οι Άνοιξες...»
έλεγα και ξανάλεγα
με την βραχνάδα του Μάρκου Βαμβακάρη
Συνεχίζω να χορεύω απτάλικο στα σβησμένα κάρβουνα
που κάψανε οι άλλοι τη χήρα μου
Ινδός Μαχαραγιάς, όχι, δα
Ένας κακομοίρης επέκεινα της ουσίας υπήρξα
Αλλά η παραδοσιακή οντολογία δεν αποδομείται με
σουξου-μουξου μανταλάκια
― Πόσες φορές θα μου το πω;
Πόσες φορές
«με τον τρόπο που
κάποιο πρώτο πράγμα
που έρχεται στα δέντρα του Βορρά
προσθέτει σε αυτά
ολόκληρο το λεξιλόγιο
του Νότου»;
― Δεν θέλω όμως να μπλέξω
στην ιστορία μου και
τον Ουάλας Στίβενς
Οι ομοιότητες θα με δυσκόλευαν να παραδεχθώ οφειλές
και να αποκλείσω συμπτώσεις
Μετά,
και καθώς ο άνθρωπος δεν είναι τελειωμένη υπόθεση
γίνεται αναγκαστικά κλεπταδόχος του αντιθέτου του
Λογοκόπος!
Εκ νέου ο δόκτωρ Φου Μαν Τσου
εκατόνεξήνταοκτώ ετών
με μανταρινί στολή
και κοτσιδάκι
Άκου "λογοκόπος"
Και τους πετάω στα μούτρα το Λεξικό
Δημιουργώ από το τίποτα καθεστώτα
Φροντίζω
ώστε απ' όλες τις βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης να προτιμηθώ
εγώ για βασιλιάς
με το κεφάλι μου παραμάσχαλα
είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης