Τέσσερα ποιήματα

(Πρώ­το ποί­η­μα)

Ο λο­γο­κό­πος



Ανέ­θε­σα το πα­ρελ­θόν μου
στο πα­ρόν
Τις πά­νες που μου άλ­λα­ζε η μά­να μου,
στη δι­καιο­δο­σία του αδέ­να
Το ανα­σή­κω­μα του φρυ­διού,
στην ατρο­φία του προ­σω­πι­κού νεύ­ρου
Το μέλ­λον μου,
στις πρά­σι­νες ρι­που­λί­νες στο Παί­δων
Την εσχα­το­λο­γία,
στο ανα­κό­λου­θο μιας ακο­λου­θί­ας χαι­ρε­τι­σμών του τί­πο­τα

Τις υμνο­γρα­φι­κές επι­δό­σεις μου,
τις συ­ναρ­τώ με το θρόϊ­σμα μιας ψη­λό­λι­γνης λεύ­κας
Ανα­θέ­τω στα βό­τσα­λα την ευ­γλωτ­τία
και τα σά­λια της θά­λασ­σας στο σα­λά­χι με την ηλε­κτρο­φό­ρο
ου­ρά
―ο Ζαν Συ­με­ών Σαρ­ντέν ήξε­ρε πε­ρισ­σό­τε­ρα

Κρα­τώ­ντας σφι­χτά τη με­το­χή στα δό­ντια
να μη φύ­γει
Άφη­σα το απα­ρέμ­φα­το-αγκί­στρι
μπας και τσι­μπή­σει το τέ­ρας

Δεν θέ­λω να πα­ντρευ­τώ τη θά­λασ­σα
για­τί εί­μαι άτο­μο μο­να­χι­κό
― «Τι μ' ωφε­λούν οι Άνοι­ξες...»
έλε­γα και ξα­νά­λε­γα
με την βρα­χνά­δα του Μάρ­κου Βαμ­βα­κά­ρη

Συ­νε­χί­ζω να χο­ρεύω απτά­λι­κο στα σβη­σμέ­να κάρ­βου­να
που κά­ψα­νε οι άλ­λοι τη χή­ρα μου

Ιν­δός Μα­χα­ρα­γιάς, όχι, δα
Ένας κα­κο­μοί­ρης επέ­κει­να της ου­σί­ας υπήρ­ξα
Αλ­λά η πα­ρα­δο­σια­κή οντο­λο­γία δεν απο­δο­μεί­ται με
σου­ξου-μου­ξου μα­ντα­λά­κια

― Πό­σες φο­ρές θα μου το πω;
Πό­σες φο­ρές
«με τον τρό­πο που
κά­ποιο πρώ­το πράγ­μα
που έρ­χε­ται στα δέ­ντρα του Βορ­ρά
προ­σθέ­τει σε αυ­τά
ολό­κλη­ρο το λε­ξι­λό­γιο
του Νό­του»;
― Δεν θέ­λω όμως να μπλέ­ξω
στην ιστο­ρία μου και
τον Ουά­λας Στί­βενς
Οι ομοιό­τη­τες θα με δυ­σκό­λευαν να πα­ρα­δε­χθώ οφει­λές
και να απο­κλεί­σω συμ­πτώ­σεις
Με­τά,
και κα­θώς ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι τε­λειω­μέ­νη υπό­θε­ση
γί­νε­ται ανα­γκα­στι­κά κλε­πτα­δό­χος του αντι­θέ­του του


Λο­γο­κό­πος!
Εκ νέ­ου ο δό­κτωρ Φου Μαν Τσου
εκα­τό­νε­ξή­ντα­ο­κτώ ετών
με μα­ντα­ρι­νί στο­λή
και κο­τσι­δά­κι

Άκου "λο­γο­κό­πος"
Και τους πε­τάω στα μού­τρα το Λε­ξι­κό
Δη­μιουρ­γώ από το τί­πο­τα κα­θε­στώ­τα
Φρο­ντί­ζω
ώστε απ' όλες τις βα­σι­λι­κές οι­κο­γέ­νειες της Ευ­ρώ­πης να προ­τι­μη­θώ
εγώ για βα­σι­λιάς
με το κε­φά­λι μου πα­ρα­μά­σχα­λα
εί­ναι κι αυ­τός ένας ειρ­μός της σκέ­ψης

Ο Μπορίς Καρλόφ στο «Η μάσκα του Φου Μαντσού»
Ο Μπορίς Καρλόφ στο «Η μάσκα του Φου Μαντσού»

( Δεύ­τε­ρο ποί­η­μα)

τι άλ­λο από χτες;
ο Ζώ­νε­κρος
Ν. ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Άφη­σα τα γράμ­μα­τα
Με τους συν­δέ­σμους
βγαί­νει κα­λύ­τε­ρα η δου­λειά
Με κά­τι πο­νη­ρούς εκ­βια­σμούς στην
αλ­φα­βή­τα

Ύστε­ρα,
τα λι­πό­σαρ­κά μου δά­χτυ­λα
χαϊ­δεύ­ουν τα μαλ­λιά
μπρος στον κα­θρέ­φτη
Ψα­λί­δια οδο­ντω­τά
που αραιώ­νουν
από τα μέ­σα τον χρό­νο
να δυ­να­μώ­σει η τρί­χα

Για­τί κου­ρείο εί­ναι
η ποί­η­ση
με βδέλ­λες στα βά­ζα ξυ­ρά­φια και πρά­σι­νο οι­νό­πνευ­μα
Κά­δρα με τον Ιη­σού Χρι­στό στην Κα­νά
Κι ένα σα­νί­δι στα «μπρά­τσα» της πο­λυ­θρό­νας
να φτά­νει ο κου­ρέ­ας το παι­δά­κι

Τα πό­δια του
κρέ­μο­νται ακό­μη χα­μη­λά



(Τρί­το ποί­η­μα)

Ση­μα­σία έχει που
στρώ­θη­κες
Ύστε­ρα,
όπως έστρω­σες θα κοι­μη­θείς
Ση­μα­σία έχει ο Ακά­θι­στος

Πρω­το­ψάλ­της εί­σαι
με τον Πλά­γιο Δεύ­τε­ρο
να ξε­καρ­δί­ζε­ται

Εσέ­να ακού­ει η Πα­να­γία
Με σέ­να σκά­ει το γέ­λιο στο χει­λά­κι της

Γρά­φεις τις ημε­ρο­μη­νί­ες που τρέ­χουν
όπως στο κα­ντράν
της αντλί­ας η αμό­λυ­βδη
Ποι­ή­μα­τα γρά­φεις
με οκτά­νια
όχι με γράμ­μα­τα
και αριθ­μούς
Δί­χρο­νη μη­χα­νή εί­ναι
η Πα­να­γία
Νευ­ρι­κή DKW, θο­ρυ­βώ­δης,
από τό­τε που
τα ηχο­μι­μη­τι­κά της
εί­ναι κι­νή­σε­ως ση­μα­ντι­κά
―όπως, «μπρρρρρ»,
ή «αχ» ή: «πά­ει, χά­λα­σε».

Όλα δε,
«με τα τε­ρά­στια ελ­λη­νι­κά σου»
Και εκεί­να τα άλ­λα
τα «εσπέ­ρια της Ορ­θο­δο­ξί­ας»
Διό­τι,
«άσπρα μού­ρα
μαύ­ρα μού­ρα...»

Στο έχου­με πει πα­λιο­χα­μού­ρα όταν μπαί­νεις στο λε­ω­φο­ρείο:
«Απα­γο­ρεύ­ε­ται το πτύ­ειν»
«Μη βλα­σφη­μεί­τε τα Θεία»
Σου το έχου­με πει


(Τέ­ταρ­το ποί­η­μα)

                                                                                        ΒΑ Ατ­τι­κή, 12.8.24

Να τα απο­δί­δεις όλα στις συν­θή­κες
δεν δι­καιο­λο­γεί την προ­χει­ρό­τη­τα

Δια­κυ­βέρ­νη­ση ση­μαί­νει επι­μέ­λεια
Και επι­με­λη­τεία,
τα με­τό­πι­σθεν της μά­χης
Μην κο­μπά­ζεις λοι­πόν από τον εξώ­στη με την μι­κρο­φω­νι­κή εγκα­τά­στα­ση
ότι τα βλέ­πεις όλα
Αν τα εί­χες προ­βλέ­ψει όλα
ο αστι­κός ιστός θα ήταν ανέ­πα­φος

Τα δέ­ντρα έξω,
ας καί­γο­νται
Εί­ναι κι αυ­τό ένα στρα­τή­γη­μα της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης
υπερ­βο­λι­κά απα­σχο­λη­μέ­νης τε­λευ­ταία με την επι­μή­κυν­ση
του προσ­δό­κι­μου σε έτη ― ση­μεί­ω­σέ το, πα­ρα­κα­λώ

"Με­τα­νό­η­σε!
Με­τα­νό­η­σε!"
επα­νέρ­χε­ται μο­νό­το­να ο πέ­τρι­νος Κο­με­ντα­τό­ρε στην τε­λευ­ταία Σκη­νή
Αλ­λά τον Ντον Τζιο­βά­νι, με ενα τρικ, τον κα­τα­πί­νει
ολο­σού­μπι­το η χάρ­τι­νη φω­τιά στο βά­θος της Ιτα­λι­κής σκη­νής
Δεν εί­σαι όμως η όπε­ρα και η πραγ­μα­τι­κή φω­τιά
στα βου­νά σε υπο­χρε­ώ­νει να κλει­στείς στο σπί­τι με κλει­στά
τα πα­ρά­θυ­ρα ακό­μα κι αν η Πο­λι­τι­κή Προ­στα­σία ει­δο­ποιεί
ότι κι αυ­τό πρέ­πει να το εγκα­τα­λεί­ψεις για το κα­λό σου.
«Έτσι, κα­νείς πά­ντα ανα­χαι­τί­ζει, ύστε­ρα από υπερ­βο­λι­κή σκέ­ψη, τον θε­σμό του αστεί­ου.»
Αμ­φέ­βα­λες δη­λα­δή πο­τέ ότι το δρά­μα εί­ναι gioccoso;
Έχουν κα­νέ­να μέλ­λον ανά­λο­γοι συλ­λο­γι­σμοί από αν­θρώ­πους
του δι­κού σου τα­μπε­ρα­μέ­ντου και της τρί­της, όπως φη­μο­λο­γεί­ται, νε­ό­τη­τας στο κρε­βά­τι;
Ανα­λο­γί­σου μό­νο την αγω­νία του σκη­νο­γρά­φου:
θέ­λει η φω­τιά στο βά­θος να φαί­νε­ται πά­ση θυ­σία φω­τιά

Μην επα­νέρ­χε­σαι όμως στην ΒΑ Ατ­τι­κή
«Τα μέ­ρη που χά­νο­νται εί­ναι τα λο­γι­κά ακρι­βώς επει­δή χά­θη­καν
κι ανα­γκά­στη­καν να υπο­στούν με­τα­μορ­φώ­σεις
στην προ­σπά­θειά τους να επι­στρέ­ψουν
σ' ένα ξε­χα­σμέ­νο ση­μείο πέ­ρα
στα χω­ρά­φια
Το ότι εί­χες πά­ντα
τον άνε­μο για φί­λο
δεν εί­ναι προ­σόν».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: