Αν κάτι με τρελαίνει είναι οι μεζέδες. Μεσημεράκι, τσίπουρο, μοσχομυριστή χειμωνιάτικη ζέστη ή βαριά πλατανίσια καλοκαιρινή σκιά. Τρελαίνομαι, το απολαμβάνω, ειδικά όταν είμαστε μαζί όλοι οι φίλοι, άλλοι καθισμένοι αναπαυτικά σε αναπηρικά καροτσάκια, άλλοι ξαπλωμένοι σε λευκά, σιδερένια νοσοκομειακά κρεβάτια και άλλοι ολοζώντανοι αλλά κατακερματισμένοι.
Σκατοπαρέα γίναμε, ρε! Σκατοπαρέα! Όλο ΘΑ και ΘΑ. Κι εκεί που πάνε να μας πιάσουν τα δάκρυα και τα γέλια μαζί και τα κεφάλια μας (όσα απόμειναν) να λυγίσουν θλιμμένα, σαν μεγαλοπαρασκευιάτικοι πανσέδες, να ΄σου η Ευφροσύνη, η προδότρα, πάντα η πρώτη στην κλίνη του αρχικατακτητή, του δυνάστη. Αγέραστη η άτιμη, καλύτερη και από τη Λουκρητία Βοργία και την μανάβισσα την Τούλα που είναι είκοσι πέντε χρονών και κόβει και ράβει ερωτόλογα σε τρύπια όνειρα, ταλαντούχα η άτιμη, μαγείρισσα δακρύων και οδυνηρών θλίψεων.
Να 'σου, που λες, η Ευφροσύνη, η προδότρα και παθαίνουμε ξαφνικά εφηβικό τρέμουλο και ανεξέλεγκτο πανικό και σηκωνόμαστε όρθιοι (αν και δεν επιτρέπεται) αλληλοσυμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον, ώστε να καλύψουμε όσο γίνεται τις αναπηρίες μας και τραβάμε όλοι μαζί μπροστά της ένα μακρόστενο, σχεδόν ενιαίο χαμόγελο, σαν ποταμό βαθύ, φαρδύ και ζεστό για να πλεύσει με χάρη, το μίσος που είχαμε μέσα μας, ο μεγαλύτερος κροκόδειλος του κόσμου τούτου, ο Κροκόδειλος του Ορινόκου και με μια στροφή θανάτου, να της αποκόψει την ξενοιασιά και την ομορφιά της. Εκδικητικά πλάσματα μας αποκαλεί η Ευφροσύνη και κάνει μια παράξενη φιγούρα, χορευτική και ξαφνιάζεται το τέρας, το ερπετό το υδρόβιο, το πολεμοχαρές, το σαρκοφάγο, που απόμεινε μέσα μας αμήχανο, με τα σαγόνια ανοιχτά, να καταπίνει τόνους αέρα, απογοητευμένο και θλιμμένο, σαν κι εμάς.
Εκδικητικά πλάσματα, μας αποκαλεί η Ευφροσύνη και φεύγει σεινάμενη και κουνάμενη, για να συναντήσει τους προστάτες της, σίγουρη ότι θα είμαστε εκεί εις τους αιώνες των αιώνων αμήν, βυθισμένοι στη λάσπη, σαν κροκόδειλοι. Έτσι νομίζει, κάνει όμως λάθος και μεγάλο μάλιστα: ΘΑ επαναστατήσουμε! Ναι, σίγουρα ΘΑ επαναστατήσουμε!
Για ώρες πάντως, αν αφαιρέσει κάποιος τα διαλείμματα για κάνα τσιπουράκι με μεζεδάκια, όλο τον άλλο καιρό, μόνο οι κόρες των ματιών μας ξεχωρίζουν από τη λάσπη του βυθού και γυρνούν σαν περισκόπια, παρατηρώντας τα θηρία των εξουσιών, που λυμαίνονται (εκτός από τις Ευφροσύνες του κόσμου τούτου) τις αναπνοές των ζώντων και των νεκρών τα κουφάρια.