Μικρό τραγούδι του τρύγου

Οδυσσέας Ελύτης: «Στη θαλασσοσπηλιά». Κολάζ 1978
Οδυσσέας Ελύτης: «Στη θαλασσοσπηλιά». Κολάζ 1978


Μνήμη Αυγούστου που διάβηκε ανάμεσα στις εποχές σαν τον κλέφτη και τώρα αναπνέει, ιδρώτας κάτω από το δέρμα της συνείδησης, ρώγα τη ρώγα να στεγνώνει σαν σταφίδα απλωμένη σε αμπέλι Αγαιοπελαγίτικο, λιόδεντρα με του τζίτζικα τον θόλο ροκανίζοντας τα περιττά των λέξεων, όσα δεν άκουσε το καλοκαίρι, θάλασσες σαν ανεστραμμένοι ουρανοί με χερουβείμ νιογέννητα να σου χαϊδεύουν τις πατούσες χαχανίζοντας, μάγοι μαθητευόμενοι μες στη μεγάλη του καλοκαιριού θητεία. Είναι στιγμές που δεν αντέχεται η ομορφιά, όπως κι η μοναξιά εκείνη που ισοζυγιάζει τις εξάρσεις, μη γείρει ο κόσμος και χυθεί το θαύμα του σε καταβόθρα άλλου σύμπαντος ― τίποτα τώρα δεν θα παραδίδεται αμαχητί σε τούτον τον φιλότιμο παράδεισο, κόσμοι ξεδιπλωμένοι, κόσμοι σε ενδιαφέρουσα, που τους κοιλοπονά η τρυφερότητα αυτοπροσώπως, σέρνοντας την ωραία λάμπουσα κοιλιά κατάσαρκα στα ψιθυρίσματα του φλοίσβου, έτσι να ξέρουν οι αυριανοί ανθρώποι από πού κρατούσε κάποτε η σκούφια τους.

[ Σήμερα, 13 Αυγουστου του ‘24, μέσα στις πυρκαγιές που αποτελειώνουν ετούτη την ευτελιζόμενη χώρα, που ξόδιασε το βιός της να ανατάξει ένα άχρηστο κουφάρι εξουσίας, πετώντας ψίχουλα ελπίδας πάνω απ’ τις ψυχές ωραίων ανθρώπων, μέσα στις πυρκαγιές που κατακαίνε την πρωτεύουσα κι ένα αφτί να μην ιδρώνει ―εκτός, να πεις, οι πυροσβέστες και εκείνα τα παιδιά που τρέχανε από γειτονιά σε γειτονιά με ένα μηχανάκι για να βοηθήσουνε, αθόρυβα, ανώνυμα, γυρνώντας υπερήφανα την πλάτη τους στους δημοσιογράφους―, μέσα σ’ αυτή τη δυστοπία, ακούς πως μια γυναίκα απ’ τη Μολδαβία κάηκε, κλεισμένη μες στην επιχείρηση του αφεντικού της. Τη βρήκανε στην τουαλέτα μ’ ένα πανί στο πρόσωπο. Κι αναρωτιέσαι, ποιο φιλότιμο, ποιος βραχυκυκλωμένος άλλου τόπου ψυχισμός την κράτησε φυλακισμένη μες στις φλόγες; Είπαν πως ήταν έμπιστη του αφεντικού, είχε κλειδί, είχε ίσως κάπως την εποπτεία της επιχείρησης, ποιος ξέρει, ίσως κάνω λάθος, μα μικρή η διαφορά. Ξέρω μονάχα πως αυτή η γυναίκα χάθηκε αγκαλιασμένη με την ίδια την ευθύνη της, αγκαλιασμένη την τεράστια μοναξιά, πλοίαρχος πλοίου που βυθίζεται, ορθός στη γέφυρα, θυμίζοντας σε τι αφετηρίες κάποτε σταθήκαμε κι εμείς, για να πνιγούμε στα αποκαΐδια ετούτου του ντροπιαστικού πολέμου. Μόνο οι δημοσιογράφοι ισχυρίζονται πως είμαστε ακόμα ζωντανοί. ]

Και λες, πότε θα ξημερώσει η μέρα που οι νόμοι θα ξαναγραφτούν απ’ την αρχή, σε ύπνο νομοθέτη που έλιαζε τους ποινικούς του κώδικες σε άλλο καλοκαίρι, πότε θα αναστηθεί μες στου Δεκαπενταύγουστου το ηχηρό Μεγαλοβδόμαδο ― σώμα σωσμένο του καλοκαιριού που από παιδιά πενθούσαμε, μα σ’ όλη τη ζωή με ράμφη πρόθυμα τσιμπολογούσαμε σκυμμένοι πάνω απ’ την πληγή, πάνω απ’ τη λίγη ασυνέχεια του κόσμου, μνήμη ξύλου που σήκωσε το γυμνό σώμα της μοναξιάς ψηλά στον Γολγοθά των ονειρώξεων, βήμα το βήμα, αποκάλυψη την αποκάλυψη, στραγάλι το στραγάλι να μοιράζεται κάτω απ’ τη λάμπα που φεγγοβολούσε στα σκοτάδια μας, σε κατοχές δίχως καταχτητές, χτίζοντας συνταξιοδοτικό δικαίωμα στον άλλο χρόνο ―, πότε θα αναστηθεί, μα όχι πριν να λειανθεί η φλούδα της συνείδησής μας τόσο που να ηχεί, ουράνιο λαούτο, στο λίγο φύσημα της καλοσύνης -, πότε θα έρθει η μέρα και για μας ―έτσι είπε το όνειρο, εγώ μονάχα αντιγράφω―, συνταξιούχοι που καβγάδισαν αγκαλιασμένοι σε καφενείο χώρας μετέωρης, μαλαματένια Παναγιά πάνω απ’ την Καλαμπάκα του καιρού, χώρα που δεν πατήσανε οι βάρβαροι γιατί δεν ξέρανε πού είναι, πότε θα αποκαλυφθεί, σε ένα πάντοτε που δεν θα το ‘χει ακουμπήσει χέρι διάκονου, και μήτε διακονιάρη, εκείνη η νεότητα που παραμένει μες στα χρόνια ανεξόφλητη;

[ Πέρασε το τρενάκι της Παρισινής Ολυμπιάδας μέσα σε βρόμικα νερά, σε τελετές που δεν κατάφερναν να κρύψουν την επίσημη ασχήμια, τους φουσκωμένους λόγους κάτω από ανοιχτές ομπρέλες που τις κράταγαν κορίτσια και άντρες όμορφοι ―εκείνο το κοντράστ δεν ήταν για καλό των αθανάτων―, με μια βροχή να υπενθυμίζει το λίγο των μεγίστων, βροχή αθώα, βροχή πάνοπλη, να πνίγει με τα γυμνά της χέρια σχέδια εξαίσια αποπλάνησης, εκείνους τους νευρωτικούς χορούς της συμπερίληψης, που θα ‘τανε για γέλια αν δεν ήτανε για κλάματα, εκείνη η σπουδή να βαφτιστεί κάτι το τίποτα, ήρθε η βροχή και ξέπλυνε με τον δίκαιο λόγο της τα κουρασμένα μας αφτιά. Κι αν κάτι σώθηκε πλάι στα φουσκωμένα λόγια των υπερθετικάριων ήταν η σιωπηλή ωραιότητα κάποιων αγώνων, εκείνων που συσκότισαν οι προβολείς, αγώνων που κάτι κρατούσαν από την παλιά συγκίνηση, πριν την προσλάβουνε με παχυλό μισθό οι χορηγοί, και ένα δυο μετάλλια που άντεξαν κάτω απ’ τα ερπυστριοφόρα της ματαιοδοξίας. Κι ήρθε η τελετή της λήξης με το δωράκι της, εκείνη η σκηνή με τη σημαία και τον ύμνο, και με μια Νίκη σαν νεοσύλλεκτη Μπάρμπι, κατεβασμένη μόλις σαν μαθήτρια απ’ τα σκαλιά του Λούβρου, μίλια μακριά από τη Σαμοθράκη που της έπρεπε, σκηνή που εκλιπαρούσε μια αχρεία συγγνώμη για την αγυρτεία κάθε κλεμμένου μέσα στους αιώνες κομματιού ψυχής των άλλων, κι ακόμα μια αχρεία συγγνώμη που η δική μας Ολυμπιάδα υπήρξε η Ολυμπιάδα ενός αρχοντοχωριάτη, που ξεπουλήθηκε πατόκορφα για να βγάλει στη γιορτή τα χρυσά του μαχαιροπίρουνα ―ποιος ήξερε αλήθεια τότε ότι ήταν δανεικά μαχαιροπίρουνα;― μια κατάντια που θα πλήρωναν τα δισέγγονα των ιθαγενών ―τι νοιάζεσαι, μωρέ;― και να που πάλι, όπως το ‘χουμε εδώ συνήθειο, θριαμβεύουν στη σκηνή των ημερών οι υπεύθυνοι αυτής της εθνικής αφαίμαξης ― σε γνωρίζω από την κόψη. ]

Πέρασε τώρα ο Αύγουστος με τα χρωματιστά σαντάλια του και τη χρυσόσκονη φανταστικών ερώτων να σκεπάζει ρεμβασμούς ηλιοκαμένους, Αύγουστος μήνας ο φτωχός, Αύγουστος μήνας ο γενναιόδωρος, να ανεβοκατεβαίνει πολυώροφα των ηδονών δίχως ανελκυστήρα, έτσι καθώς στα χρόνια της άλλης νεότητας, τότε που όλα λάθος έμοιαζαν κι όλα σωστά την άλλη ώρα φανερώθηκαν, μόνο τότε να ξέραμε πάνω σε τι χρυσόβουλα σέρναμε τις πατούσες μας, να ξέραμε και ν’ αποταμιεύαμε για τον καιρό που θα ερχόταν συνοφρυωμένος. Κλέβαμε όμως κιόλας δίχως να γνωρίζουμε, το τρίτο χέρι μάζευε δεκαρικάκια ουρανού που πέφτανε δεξιά κι αριστερά, παράνομα, πλάι σε ζαλισμένους Ερωτόκριτους και Αρετούσες ―κανείς δεν ήξερε να πει τότε που είχαμε / τότε που μάθαμε κανένας πια δεν είχε―, κουτσός Άγγελος κληρώθηκε να μας φυλά κάτω απ’ τις ακακίες με το μπαστουνάκι του, ήταν όμως φιλότιμος, ψέμα ποτέ δε μας είπε, κι ας ήτανε η μοίρα του μοίρα κωφάλαλου, σ’ άπταιστη νοηματική πάσχιζε να μας προειδοποιήσει, όμως εμείς άλλα καταλαβαίναμε, μα είχε υπομονή, ήξερε που ο χρόνος είναι ίδιος όπου κι αν τον συναντήσεις, νεογέννητος ή πριν το θάνατο, σ’ όλους χαρίζεται η ζωή σε ένα μέγεθος, αερόπλοιο πανάγαθο που ξεκινά ταξίδι των ογδόντα ημερών, και κρύβει μέσα στην κοιλιά του ανάσα απ’ το πρώτο σου φιλί, ας ήταν λίγο, ας ήταν πολύ, κοίταξε τώρα ωραία που ‘ναι αυτή η πτήση!

[ Οι ιθαγενείς ενημερώθηκαν αρμοδίως για το στρατόπεδο με το οποίο θα συνταχθούν στον επόμενο πόλεμο, όπως ενημερώθηκαν αρμοδίως και για τους προηγούμενους. Πολεμικά συμβούλια συνεδριάζουν στις ειδήσεις των οχτώ, οι ατημέλητες κομμώσεις και τα αξύριστα μάγουλα πιστοποιούν την αγωνία των αρχόντων μας για το καλύτερο, άλλωστε κι οι γενοκτονίες όταν τις συλλαβίζεις σαν το «Κύριε Ελέησον» χάνουν τη σημασία τους, κοίταξε τώρα τις τιμές στα σουπερμάρκετ που πανηγυρίζουν σαν ρεβόλβερ πάνω από τον σβέρκο των απελπισμένων, και ο χορός της αγυρτείας μας καλά κρατεί, αύριο θα ξεπουλήσουμε το τελευταίο δράμι αξιοπρέπειας για ένα υπέρβαρο μηδενικό. ]

Ο Άγγελος περίμενε. Και είτε λίγο του ‘δινες, είτε πολύ, όλα το ίδιο βάραιναν στην όμορφη αριθμητική του. «-Αν σε πατήσει αύριο ένα ταξί τι θα ‘χεις πίσω σου αφήσει;», ρώτησε κάποτε ένας φίλος, μα τώρα ακούω την κουβέντα εκείνη μισερή από τη μια της κόψη, λες και μιλούσε μόνο με της πρώτης τάξης το αλφαβητάρι, πριν η ηχώ των συλλαβών εδραιώσει ίσα δικαιώματα στο χωραφάκι του νοήματος, πριν πλησιάσει το πολύ την πλάτη του καθόλου, συναθλητής που έκανε τον γύρο του σταδίου και συνάντησε τον εαυτό του που προπορευότανε, ακούω την κουβέντα μισερή, λες δεν της δόθηκε εκείνος ο συγκλονισμός των εκκενώσεων ηλεκτρισμένων οριζόντων που διαπερνά την πρώτη χειραψία με το ακατανόητο. Έτσι και τώρα λογαριάζεται μισή σ’ ετούτη την απόκρυφη αριθμητική, αφού αυτό που γράφεται στον ουρανό, ουρά μετεωρίτη που έσβησε και είναι σαν ποτέ να μην υπήρξε ―και όμως―, είναι των σκέψεων η αύρα, και ειδικά αυτών που ήσουν έτοιμος να κάνεις μα δεν αξιώθηκες, κι ετούτο κάποιοι άνθρωποι το νιώθουνε, αν τύχει κάτι παραπάνω και νογάνε, το βλέπουνε που προεξέχει σαν πορτοφόλι ξεχασμένο σε αφηρημένη τσέπη, και σ’ αλαφραίνουν από την ευθύνη του, όχι όπως έντιμος πορτοφολάς, μα σαν Ρομπέν των Δασών άλλης εποχής, που απ’ το λοφάκι της εξεγερμένης του στιγμής βλέπει στη μια κορφή του κόσμου ν’ αγκαλιάζονται οι λαμπερές οι σκέψεις και οι πράξεις, κι απέναντι, σ’ άλλη χωματερή, πτώματα χρόνου επίορκου, πανομοιότυπα, ατσαλάκωτα, κόρες και γιοι της ίδιας μάνας, για όποιον ξέρει να το πει. Και τώρα τι είναι εκείνο που διαρκεί, διάστιξη ανεξίτηλη, τώρα που σκύβεις αποφασισμένος κάτω απ’ την Ωραία Πύλη, τι είναι εκείνο που επιμένει, αν όχι εκείνες οι στιγμές που ανέλπιστα σου προσφέρθηκε η σύμπηξη αυτού που ήσουν και αυτού που παρά λίγο ήσουν, μέσα σ’ ένα αδιατάρακτο Είμαι;

[ Ακούς τώρα προνοητικά στόματα που επιμένουν πως όλα γινήκανε σωστά, ξεφύγαμε από τα χειρότερα -να ανάψουμε κερί στη Μεγαλόχαρη, υπήρξαμε και πάλι υπέροχοι! Μα η πραγματικότητα παραμιλά μέσα στον εφιάλτη της, κι ας της αφαίρεσαν διαπιστευμένοι χειρουργοί κάθε υπόλειμμα φωνητικής χορδής. Τώρα ποιο μέρος μένει άραγε αλώβητο, μακριά απ’ το ψέμα που πανηγυρίζει πάνω από νεκρά κορμιά; Ίσως το νέο αντάρτικο που χτίζει απαγορευμένες πόλεις βαθιά στου μίσους τις γόνιμες ερήμους, -όχι, δεν είναι τώρα ο καιρός για κατανόηση, είναι η ώρα του πολέμου δίχως κανόνες. Μα ίσως κάνω λάθος και να είναι το αντίθετο, η υπεροπλία μιας απλής καλύβας πάνω στο κύμα, μιας σκήτης καθαρού ουρανού, που απαξιώνει την ασχήμια των θριαμβολογούντων. ]

Π Ρ Ο Φ Η Τ Ε Ι Α

Όσο γεμίζει η κλεψύδρα ετούτου του κειμένου, υποψιάζεσαι ότι ο Αύγουστος βραδυπορεί, δεν είναι μήνας ευπροσήγορος στο νόημα, δεν θέλει, δεν μπορεί τα φτιασιδώματα, είναι ο ίδιος αυτοδίκαια ολόκληρο το νόημά του που απουσιάζει, ποτάμι λέξεων να νανουρίζει τα ερωτηματικά μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, πέλαγος που λικνίζει σώματα μικρών αποκαλύψεων, χαμένων μες στην πρώτη μνήμη, και τα οδηγεί, πιασμένα χέρι-χέρι, πίσω ξανά στο πατρικό.
Τώρα ο ήλιος κατεβαίνει όλο και νωρίτερα στη δύση, ο Αύγουστος σέρνει ανόρεχτα το βήμα προς την έξοδο και δίνει ραντεβού στο υποστατικό του φθινοπώρου, φάτνη κρυφή που θα κυοφορήσει το καινούργιο καλοκαίρι. Και να ο υποτακτικός, ο έμπιστος, που στρίβει τον χερόμυλό του στη γωνιά, τρίβει πεσμένα καλοκαίρια στις χαραγματιές των ημερών, να ‘χει μυρωδικό να βάζει στους Χειμώνες του, και ψιθυρίζει με ένα δανεικό χαμόγελο από την άλλη Μόνα Λίζα, πως είμαστε εμείς οι ίδιοι η υδρόγειος, αυτοπροσώπως, σκύλοι που κυνηγάνε την ουρά τους μες στο άπειρο και που ποτέ ―τόσα εκατομμύρια χρόνια― δεν την φτάσανε, τρέχουνε κατά πώς μπορούν και κατά πώς το νιώθουν πίσω από το Άπιαστο, και να γιατί η γη γυρίζει.

Ε Ξ Ο Δ Ο Σ

[Σε μια γωνιά αυτής της υδρογείου, στο Λονδίνο του Αυγούστου του 2024, χιλιάδες νέα παιδιά τρέχουν να πιάσουν θέση μέσα στο Γουέμπλει, όπου, κάτω από ασφυκτικά μέτρα ασφαλείας, θα πραγματοποιηθεί η συναυλία της Τέιλορ Σουίφτ. Οι φαν της ταλαντούχου δεσποσύνης θεωρούν το γεγονός το σημαντικότερο της ζωής τους και παίρνουν πανηγυρικά το ρίσκο να παρευρεθούν, παρότι εκκρεμούν μείζονες απειλές για την ασφάλειά τους. Πολλά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Παλαιστίνη του Αυγούστου του 2024, χιλιάδες νέα παιδιά παίρνουν το ρίσκο να ζουν σε μια ακαταπαύστως βομβαρδιζόμενη χώρα, τη χώρα τους, γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Κι ο κόσμος προχωρά, αγγελικός, κάτω απ’ τον ήχο εκείνου του παλιού χρησμού, του Γκάτσου και του Χατζιδάκι, που τραγουδούσαν σε χρόνο ανύποπτο το δικό τους «Κούντου λούνα βίνι»:

Κλαιν οι βεδουίνοι
σκούζουν οι φελάχοι
και στην Παλαιστίνη
καίγονται μονάχοι.

Θρύψαλο η σελήνη
στη μεγάλη ράχη
κούντου λούνα βίνι
τραγουδάν οι Βλάχοι.

Κούντου λούνα βίνι
κι ό,τι θέλει ας γίνει. ]

Είπε κι άλλα που δεν τα άκουσα. Μα ό,τι κι αν λέει, ξέρει: η δική μας προφητεία μιλά καθαρά με το στόμα του άλλου μύθου, εκείνου του φτωχού χερόμυλου που κάποτε ένας θεός καλοσυνάτος, περαστικός πάνω απ’ τη χώρα μου, πέταξε μες στα χώματα και στα νερά της, και του ‘δωσε ευχή να αλέθει τους χειμώνες και τα καλοκαίρια μας μέσα στο ίδιο λεκανάκι. Ύστερα λέει θα τα μοίραζε ένα γύρο στους πιστούς, ζεστά καλοψημένα φρατζολάκια, που είχαν σε κάθε τους γωνιά το θάνατο και τη γιορτή σ’ ένα σώμα κατορθωμένα.

Να ζήσουμε μ’ αυτό το σώμα είναι η καταδίκη που με χίλιες θυσίες κερδίσαμε.

(17 Αυγούστου 2024)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: