Σαν τευτονικός ήρωας, σαν άλλος, σύγχρονος προσκυνητής, ο Επίζηλος αντικρύζει το κάστρο Ντέβιν, σκαρφαλωμένο στον λόφο πάνω από τον Δούναβη. Το ποτάμι διασχίζει σθεναρά τη Μπρατισλάβα, αναδεύοντας τις λάσπες του ήδη απ ’τα προάστειά της και φέρνοντας μνήμες από τα κρινολίνα των Αψβούργων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Επίζηλος είναι νεαρός φοιτητής της Φιλοσοφίας. Τα τρένα είναι ακόμα συμβατικά, οι συρμοί τους διασταυρώνονται με τις γραμμές ανταπόκρισης των αερογραμμών έκτακτης πτήσεως ― τα σκουριασμένα σιδερικά τους κροταλίζουν πάνω στις ράγες και οι κοσοβάροι φαντάροι ξερνούν τσάι και σναπς στους σταθμούς ρουθουνίζοντας και ξεφυσώντας.
Διακρίνεται, στο βάθος, ο συρμός της νέας Ευρώπης που έρχεται θλιμμένη να προϋπαντήσει την προκάτοχό της πάνω σε άμαξα με δεκαέξι αραβικά άλογα ― της Ευρώπης που επικροτεί τις νέες τάσεις στο ντύσιμο, στην επίπλωση και στη διακόσμηση των αστικών τζακιών του ιστορικού κέντρου ― που αντλεί από την Αναγέννηση το στοιχείο του νατουραλισμού, τον φυτικό διάκοσμο και τη γυμνότητα του ανθρώπινου κορμιού ― που αντλεί από τον Μανιερισμό την κίνηση προς έναν απροσδιόριστο ορίζοντα που κάνουν τα χέρια των νεόκοπων αστών ― που κλέβει από το μπαρόκ το πάθος των ξεπεσμένων ευγενών κι έρχεται να προσθέσει γκράφιτι στις κατοικίες του κλασικισμού, ξεπερνώντας τον εαυτό της και δίνοντας όλη της την αφοσίωση στους πιστούς οπαδούς της ταξικής γαλήνης, στους νέους κατοίκους της καστρόπολης, της Ιστρόπολης.
Ως μοναχικός περιηγητής στην Αυστρία,[1] ο Επίζηλος παρακολούθησε, το 1989, μια νεκρώσιμη ακολουθία που δεν του θύμισε τίποτε άλλο παρά τον θάνατο της μάνας του. Έντεκα Ούγγροι βασιλιάδες και οκτώ βασίλισσες είχαν στεφθεί στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου. Εκρήξεις και λάμψεις κεριών, καθώς τη νύχτα το πλήθος περνούσε τη γέφυρα στη Βιέννη και ανακοινώνονταν, ο ένας μετά τον άλλον, οι βαρύγδουποι τίτλοι της τελευταίας εστεμμένης των Αψβούργων: μια ανακοίνωση και η πόρτα της οικογενειακής κρύπτης παρέμεινε κλειστή. Δεύτερη ανακοίνωση, και πάλι δεν άνοιξε. Η εξόδιος τελετή έκανε τα άλογα να χλιμιντρίσουν. Κόπηκε η πορεία τους με το καμουτσίκι. «Η Αυτής Μεγαλειότης...» πήγε ν’ ανακοινώσει ο κήρυκας, μα τότε δύο αρσενικά λιοντάρια με χαλκοπράσινη χαίτη ανασηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια δείχνοντας αγριεμένα το κενό τους στόμα και τα ανύπαρκτα δόντια τους, με βρυχηθμούς που ακούστηκαν από τη Βουδαπέστη.
Στη φράση «της Βασιλίσσης» ο ιερέας της Κρύπτης των Καπουτσίνων ακούστηκε να λέει, επίσημα, από μέσα: «Δεν τη γνωρίζω!». Στον ήχο των τίτλων που συνόδευαν τη σορό της υψηλής εκλιπούσης, τα νερά του ποταμού ταράχτηκαν και όλα τα ποταμόπλοια συντονίστηκαν και βούιξαν πένθιμο ήχο, σαν δαχτυλίδι από πλεούμενα ρυθμισμένο μες στα κύματα. Όταν εκφωνήθηκε ο κατάλογος με τους τίτλους «της Βασιλίσσης» τα άλογα άρχισαν να τριποδίζουν μετακινώντας επικίνδυνα το φέρετρο. Ύψωσε τότε πάλι τη φωνή ο ιερέας και είπε, νηφάλια, για δεύτερη φορά: «Δεν τη γνωρίζω!» Σε κάθε παρακμή αυτοκρατορίας, αναδυόταν κι ένα κείμενο αντίστοιχο: «ώσπερ άν τις φιλίαν παρά των λύκων ωνούμενος, έπειτα τας οικείας πολλαχόθεν τέμνων φλέβας πίνειν εκείνοις παρείχεν και εμφορείσθαι του αίματος», είχε γράψει ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος, στον 13ο αιώνα, αναγνωρίζοντας το ολισθηρό τοπίο της ανθρώπινης ψυχής και τη θνητότητα ως υπαρκτή συνθήκη. Η οικτρή αναγνώριση επήλθε στο άκουσμα και μόνον του επιθέτου «θνητή».[2] Οι άμαξες, παρκαρισμένες σε συστάδες δέντρων, και οι περιπατητές σταμάτησαν για μια στιγμή για ν’αφουγκρασθούν τον παφλασμό ενός μικρού, τελευταίου κύματος.
Ενας λαύρος, κατακόκκινος ήλιος δύει πάνω απ’ τα νερά και οι γέφυρες μοιάζουν με περιδέραια που ζώνουν την υδάτινη φλέβα απ’ όλες τις μεριές. Ένα περίεργο καστέλο με τα χαρακτηριστικά του σετζεσιονισμού[3]
στα παράθυρα και στις εξωτερικές του τοιχογραφίες βρίσκεται στο νησάκι με τις κλαίουσες ιτιές, καταμεσίς του ποταμού. Λύκοι, νεροχελώνες, αγριογούρουνα και σαλαμάνδρες, όλα οδηγούν τον Επίζηλο σε παράλληλη πορεία με την αγαπημένη του, τη Στικτή, που κατοικεί στη Μπρατισλάβα ― μια πορεία που δεν θα διασταυρωθεί με τη δική της. Το λαύρο καλοκαίρι απορρυθμίζει τις στατιστικές και πώς (απρόσμενα και όχι κατά τα ειθισμένα) συντονίζει τις δονήσεις της αμφισβήτησης στο κέντρο της ηπείρου, στους βαθύτερους κόλπους του καθολικισμού.
Σημύδες και αναρριχώμενοι κισσοί καλύπτουν τα πέτρινα τοιχίσματα, στα χωριατόσπιτα και στις παραλίμνιες κατοικίες. Ο Επίζηλος νιώθει ένα σφίξιμο στο στήθος κάθε φορά που συναντά τη Στικτή, κάθε φορά που τη βλέπει με το ομπρελίνο της στο πάρκο να περπατά αμέριμνη, τη σταματά και, με μιαν ελαφρά υπόκλιση, της απευθύνει τον λόγο. Ο νέος φιλόσοφος είναι, ταυτόχρονα, τροβαδούρος και πολεμιστής. Νιώθει τη συγγένειά του με τον Χους,[4] τον Τίχο Μπράχε[5]
και τον Κέπλερ, τον Τζιορντάνο Μπρούνο[6]
και τον Βάσλαβ Χάβελ.[7]
Η πυρά είναι κυρίαρχη: στο κέντρο κάθε πλατείας ανάβει μια πυρά και αναλώνεται ένας άνθρωπος που τόλμησε να μιλήσει για κάτι καινούργιο. Η βαθύτατη θλίψη του νέου αποτυπώνεται έντονα στις ιχνογραφικές του επιδόσεις, στην προτίμησή του προς το ημιτελές, στην επιμονή του σε μια ψυχολογίζουσα τάση. Κι αυτή είναι έκδηλη τόσο στην τέχνη, όσο και στη φιλοσοφία. Όπως και ο Moντέν,[8] θεωρεί τη στενοχώρια του ένα πάθος που δεν χωρεί αμφισβήτηση. Την αρετή και την ευσυνειδησία τις θεωρεί «τερατώδεις στολισμούς της λύπης», ενώ τη μοχθηρία τη βρίσκει απόλυτα ταιριαχτή με την ψυχική του καταβύθιση.
Σκοτεινή σιωπή χαρακτηρίζει τον νέο φιλόσοφο. Συνεχής αναζήτηση της μοναξιάς. Η καρδιά του είναι ματωμένη. Μισεί τις μάζες, κλείνεται όλο και περισσότερο. Εξιδανικεύει τη γυναικεία μορφή που τον εμπνέει, την θυματοποιεί, τη φαντάζεται δεμένη στον στύλο, μάρτυρα μιας αδιάφθορης καθαρότητας. Του φαίνεται, αυτό, ένα τεράστιο λούνα-παρκ για την εκτόνωση των μαζών, μια απύθμενη θάλασσα διαμαρτυρίας. Δεν μπορεί παρά να έχει διαρκώς στον νου του την εικόνα των φλεγόμενων αγίων της διαφώτισης, εκείνων των βασανισμένων ψυχών που βροντοφώναξαν την αντίρρησή τους. Και το ότι αυτά τα εγκλήματα διαπράχθηκαν στο όνομα του Θεού. Αυτό δεν το αντέχει, τον εξαντλεί και τον καταρρακώνει η σκέψη και μόνο ότι τα πλήθη μαζεύονταν στην κεντρική πλατεία για να παρακολουθήσουν έναν άνθρωπο συνεπή στις αρχές του να φλέγεται και να ουρλιάζει.
Στο βάθος, κυρίαρχο είναι το παγοδρόμιο, ενώ οι μακρινοί χειμώνες δεν έχουν αφήσει το ίχνος τους στην ανάσα των εκδρομέων. Μικροί υδάτινοι πίδακες κοσμούν κομψά αγάλματα θεοτήτων που δεν αναγνωρίζονται με την πρώτη ματιά. Τα ιαματικά λουτρά αχνίζουν στις όχθες και αναδίδουν την οσμή του θειαφιού. Ο Επίζηλος νιώθει ότι το άσθμα του οξύνεται. Το μηχάνημα ψεκασμού δεν του αρκεί. Στη συμβολή της επιβλητικής ροής του Δούναβη με τη ροή του Μοράβα κυριαρχεί πανικός και ο Επίζηλος εισπνέει από το μηχάνημα, μήπως και αντέξει. Μήπως και η κοσμοπολίτικη Ευρώπη αντέξει τις ορδές των Ασιατών και των Αφρικανών, προτού τους δει καρφωμένους στο σπιράλ ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα -τα κεφάλια τους μ’ένα χαμόγελο ζωγραφιστό στη μιαν όχθη και τα σώματά τους αποκεφαλισμένα στην άλλη. Πώς του φαίνονται ξένα όλα αυτά, όπως ταξιδεύει με το λεωφορείο διασχίζοντας την κεντρική Ευρώπη! Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μαθήματος αισθητικής. Ο ποταμός σέρνει τις σορούς των Αψβούργων και τροφοδοτεί με λάσπη τις ρίζες της καστανιάς.
Η Στικτή, αντίθετα, δεν θέλει να συνδεθεί μαζί του. Ο έρωτάς του θα παραμείνει ανανταπόδοτος και μελαγχολικός. Η Στικτή είναι μια νεαρή κοπέλα που δεν αναγνωρίζει τα εκλεκτικιστικά σήματα, δεν αναστατώνεται από τις ιδεαλιστικές υπερβολές και τα μεταφυσικά ρίγη: γι’αυτήν ο κόσμος διακρίνεται από στιλπνότητα και γωνιώδεις, αιχμηρές υπενθυμίσεις της σάρκας. Η χίμαιρα, η ουτοπία, το ανέφικτο. Ακόμη και στον εικοστό πρώτο αιώνα, κάθε τι το καινούργιο προκαλεί ένα ακόμη παρανάλωμα πυρός. Όσοι είναι οι προοδευτικοί άνθρωποι, άλλες τόσες είναι και οι πυρές που ανάβουν. Να ’ναι τυχαίο που έχει κλειστεί όλος ο κόσμος μέσα σ’ ένα μεταλλικό κουτί, σαν το σκυλάκι τη Λάικα, για να εξοβελιστεί στο διάστημα; Αυτά σκέφτεται η Στικτή, και τα γράφει στο ημερολόγιό της.
«Καλημέρα, Ιστροπολιτάνα!» θα πουν επίσημα οι νέοι κάτοικοι της πρωτεύουσας των ονείρων. Και θα κατευθυνθούν, συνωμοτώντας και βυσοδομώντας, στις στοές γύρω από την κεντρική αγορά, με τις κάπες τους ανασηκωμένες στο πέτο, για να κανονίσουν τις τύχες των λαών. Αυτούς που δεν τους εξυπηρετούν θα τους παραδώσουν στα χέρια των βαρβάρων. Τα χρεμετίσματα των αλόγων και οι κραυγές του Ρήγα Βελεστινλή,[9] πολλαπλασιασμένες στα ποταμόπλοια που έρχονται από το Βελιγράδι, θα ηχήσουν στους υγρούς παραποτάμους της κεντρικής φλέβας, νοτίζοντας το έδαφος. Το φως της ημέρας γρήγορα εξαφανίζεται, οι κυβερνητικοί υπάλληλοι καταφθάνουν με μόνιππα, κατεβαίνουν και ανάβουν τους φανοστάτες του δρόμου.