Το 1902 σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στα πρακτικά της ιταλικής επιστημονικής εταιρείας φασματοσκοπίας, ο φυσικός Βιτόριο Eμανουέλε Μποκάρα δίνει την πρώτη ολοκληρωμένη ιστορική και επιστημονική κριτική ανάλυση του μετεωρολογικού φαινομένου της “Φάτα Μοργκάνα”: μιας πολυπλοκότερης μορφής του “άνω” ή “ανώτερου” αντικατοπτρισμού, αντίστροφου του “κάτω” ή “κατώτερου” της ερήμου. Η μελέτη του, σε ιταλική γλώσσα, είχε μεγάλη διεθνή επιστημονική απήχηση, τόση ώστε να υπάρξει εκτενής παρουσίασή της στο περιοδικό Nature ― τεύχος της 26ης Φεβρουαρίου 1903.
Ο Μποκάρα, ο οποίος δίδασκε από το 1898 στο Ρήγιο της Καλαβρίας, προφανώς με κλασική παιδεία, ασχολήθηκε με το φαινόμενο, συχνό από αιώνες στα θαλάσσια στενά της Μεσσήνης, μεταξύ Σικελίας και Καλαβρίας, δίνοντας μάλιστα ως πιθανή (με άλλες) και την αρχαιοελληνική προέλευση του όρου Μοργκάνα. Με έμφαση όμως σε αυτή, ίσως λόγω της γεωγραφικής περιοχής εργασίας του, με παράδοση επιρροής του αρχαιοελληνικού κόσμου. Προτάσσει ως προέλευση του όρου τη σύνθεση: μόρα (στρατιά ή παράταξη) και γανόω (λαμπιρίζω ή φαίνομαι) ― βασιζόμενος στην εξέλιξη της παραφθοράς αρχαίων ελληνικών λέξεων στην Μεγάλη Ελλάδα και στο ετυμολογικό έργο του Ολλανδού κλασικιστή Γεράρδου Βόσιου (1577-1649). Η σύνθεση των δύο ελληνικών λέξεων με τη λατινική εκφορά του “γ” σε “γκ” φαίνεται πολύ πιθανό, στον Μποκάρα και άλλους, να οδηγεί στη Μορ-γκάνα.
Λέξη με παράδοση στη Μεγάλη Ελλάδα, λόγω της συχνής και εντυπωσιακής εμφάνισης του μετεωρολογικού φαινομένου που ονομάζεται έτσι, με Φάτα, στη λατινική, να λέγεται η νεαρή κόρη ή αδελφή με μαγικά χαρίσματα προς το “αγαθό” (συνήθως) ή μια γυναίκα με χάρισμα να φροντίζει και προνοεί για το “καλό”… Έτσι, στο συλλογικό φαντασιακό, η Μοργκάνα πήρε τη γυναικεία της έκφραση, ως η ονειρική Φάτα Μοργκάνα και η μαγική οπτασία της. Για τον Νίκο Καββαδία πάντως ήταν κάποια τσιγγάνα…
Η Φάτα Μοργκάνα λοιπόν, είχε αναφερθεί από κυρίως Ιταλούς ερευνητές, με πραγματικές περιγραφές, όπως στα μισά του 16ου αιώνα, από τον Σικελό λόγιο Τομάζο Φατσέλο (1498-1570). Σε έντυπο σπουδαίο κείμενο ―αφετηρία για οποιαδήποτε μετέπειτα γεωγραφική, ιστορική και αρχαιολογική μελέτη περί της μέγιστης νήσου της Μεγάλης Ελλάδας― περιέγραφε πρώτος, μετά τις ασαφείς νύξεις αρχαιότερων, ένα παράδοξο φαινόμενο στα θαλάσσια στενά της Μεσσήνης: … Σε αυτή τη θάλασσα βλέπεις ακόμα κάτι πολύ υπέροχο, που όταν σταματάει η καταιγίδα και πέφτει ο άνεμος, στο ξημέρωμα, φαίνονται στον αέρα διάφορες εικόνες ζώων και ανθρώπων, άλλες κινούμενες, άλλες σταθερές και άλλες να αντιπαλεύουν μεταξύ τους, μέχρι να ανέβει ο ήλιος και στην κάψα του να χάνονται όλες…
Αργότερα, στις αρχές του 17ου αιώνα ένας άλλος λόγιος από τη Μεγάλη Ελλάδα, ο Μαρκαντόνιο Πολίτι (1541-1626) στην ιστορία των ευγενών της πόλης του ―Ρήγιο της Καλαβρίας― περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες το φαινόμενο: …κατά καιρούς και ειδικά το καλοκαίρι το πρωί, λόγω των ατμών που δημιουργούνται και πυκνώνουν τον αέρα, μπορεί κανείς να δει υπέροχα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε μικρό να φαίνεται πολύ μεγαλύτερο και το μακρινό πολύ κοντά, τόσο που στις ακτές να βλέπεις νέες πόλεις, περισσότερα κτίρια, πολύ ψηλούς πύργους, όμορφα λιμάνια και πυκνά δάση· αυτό το θέαμα που βλέπουν οι κάτοικοι της χώρας το λένε Φάτα Μοργκάνα.΄Ετσι δείχνει αυτή το μεγαλείο της, αλλά η αλήθεια είναι ό,τι ειπώθηκε παραπάνω και συμβαίνει λόγω του πάχους των υδρατμών στον αέρα, που σχηματίζονται το πρωί από τις ακτίνες του Ήλιου· οι ατμοί που μαζεύονται στη θάλασσα και στην ξηρά και διαρκούν τόσο πολύ ώστε ακόμα και αν θερμανθούν από την άνοδο του Ήλιου δεν διαλύονται εντελώς, ή όταν δεν φυσάει άνεμος…
Oι μαρτυρίες σχετικά με το φαινόμενο και οι επιστημονικές εξηγήσεις πληθαίνουν και αναφέρονται από σημαντικούς λογίους και επιστήμονες τον 17ο αιώνα με σπουδαιότερο τον πολυσήμαντο Γερμανό ιησουήτη Αθανάσιο Κίρχερ (1602-1680), ο οποίος αναφέρεται το 1671 σε μερικών δεκαετιών προγενέστερες σοβαρές έγγραφες μαρτυρίες, επίσης Ιταλών ερευνητών του φαινομένου στα στενά της Μεσσήνης.
Στη δημοσίευση του Μποκάρα, την αυγή του 20ού αιώνα, είχε ήδη δοθεί με ακρίβεια η επισκόπηση των πολλών εργασιών (περιγραφικών και επιστημονικών) του παρελθόντος και του 19ου αιώνα. Ανάμεσά τους και οι δικές του επιστημονικές αναλύσεις ταξινόμησης των τύπων της Φάτα Μοργκάνα ανάλογα με τη γεωγραφία των τόπων εμφάνισης, τις επικρατούσες ειδικές μετεωρολογικές συνθήκες, και τις εκεί διαθλαστικές ιδιότητες. Η θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Καλαβρίας και της Σικελίας ήταν πάντα το προνομιακό γεωγραφικό πεδίο εμφάνισης και μελέτης αυτού του εντυπωσιακού φυσικού φαινομένου, που είναι τελικά πολυπλοκότερο του αντικατοπτρισμού.