Το 1961, τρεις ταινίες γυρίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στην Ιταλία, έχοντας ίδιο θέμα: τη ληστοκρατία στα χωριά της Σαρδηνίας και της Σικελίας. «Οι ληστές του Οργκόζολο» σε σκηνοθεσία Βιτόριο Ντε Σέτα, ιστορούσε τη ζωή ενός φτωχού βοσκού στην ορεινή Σαρδηνία, ο οποίος αναγκάζεται να γίνει ληστής όταν του κλέβουν τα πρόβατα και κατηγορείται εσφαλμένα από τις αρχές. «Ο ληστής», του Ρενάτο Καστελάνι, γυρισμένη στην Καλαβρία, παρουσίαζε μια παρόμοια ιστορία με έναν άνδρα που κατηγορείται άδικα για φόνο, και γίνεται ληστής για να επιβιώσει. Η τρίτη ταινία θεωρείται η πιο σημαντική. Σε αντίθεση με τις άλλες δύο στις οποίες πρωταγωνιστούσαν φανταστικοί χαρακτήρες, αυτή αναφερόταν σε ένα υπαρκτό πρόσωπο που συνδέθηκε, αρνητικά, με τη νεότερη ιστορία της Σικελίας. Η ταινία, σε σκηνοθεσία του Φραντσέσκο Ρόζι έφερε ως τίτλο το ονοματεπώνυμο ενός διαβόητου ληστή, ο οποίος απασχόλησε την ιταλική επικαιρότητα λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το «Σαλβατόρε Τζουλιάνο», (ελλ. τίτλος «Τζουλιάνο ο Αρχιληστής») έθιγε καίρια το πρόβλημα της ληστείας και τα κοινωνικοπολιτικά αίτια του φαινομένου στη Σικελία, αναδεικνύοντας τις ασαφείς και περίπλοκες διασυνδέσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και της Μαφίας.
Οι ρίζες αυτής της σκοτεινής ιστορίας απλώνονται πολύ πέραν της εποχής στην οποία αναφέρεται η ταινία. Από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ομάδες αγροτών που δεν άντεχαν τους φόρους και την καταπίεση των γαιοκτημόνων, εγκατέλειπαν τα χωριά τους, κατέφευγαν στα βουνά και λεηλατούσαν ό,τι μπορούσαν, έχοντας την υποστήριξη των ταπεινών τάξεων. Οι ληστείες και οι λαϊκές αναταραχές κορυφώθηκαν την περίοδο που ακολούθησε το δημοψήφισμα της 4ης
Νοεμβρίου 1860, με το οποίο επισημοποιήθηκε η προσάρτηση των συνιστωσών όπως η Σικελία, στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ιταλίας. Η ιταλική ενοποίηση, ωστόσο, δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια ενιαία εθνική ταυτότητα, στοιχείο που αντανακλάται στις απόπειρες ανεξαρτησίας των Σικελών. Το πάλαι ποτέ κραταιό Βασίλειο της Σικελίας αποτέλεσε παρελθόν στο νέο ιταλικό κράτος, αλλά ήταν διαρκώς παρόν στον ψυχισμό των Σικελών, που βίωναν την παρακμή και τη φτώχεια. Οι ληστές που έδρασαν εκείνα τα χρόνια, απείχαν ως επί το πλείστον από κοινωνικές διεκδικήσεις. Αντίθετα, σημειώνει ο ιστορικός Σαλβατόρε Λούπο που θεωρείται από τους κορυφαίους ειδικούς στα θέματα της μαφίας, η σικελική ληστεία μετατράπηκε σε όργανο της εκκολαπτόμενης μαφίας, μέσω της διαπλοκής που εδραιώθηκε μεταξύ του ληστή και του γκαμπελότο (ενοίκου μεγάλων φέουδων, αλλά και έκφραση για τοπικό συμμορίτη). Το 1877, αναφερόμενος στις πολιτικές και διοικητικές συνθήκες της Σικελίας, ο οικονομολόγος και γερουσιαστής του νεοσύστατου Βασιλείου της Ιταλίας, Λεοπόλντο Φρανκέτι, έγραφε: «…Κυρίως ακούμε να μιλάνε για ληστές. Ακόμη και ο αριθμός των ληστών, με την αυστηρή έννοια της λέξης, σε σύγκριση με εκείνο άλλων κακοποιών κάθε είδους, είναι ελάχιστος. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν το πολύ πέντε-έξι αρχηγοί συμμοριών σε όλο το νησί. Οι σταθερές ομάδες τους, λιγότερο ή περισσότερο πολυάριθμες, ανάλογα με τις συνθήκες, ουδέποτε είναι πολύ μεγάλες. Η δράση τους όμως συνδέεται άρρηκτα με εκείνη άλλων ταραχοποιών, ώστε είναι αδύνατη η διάκρισή τους». Οι ταραχοποιοί που ανέφερε ο γερουσιαστής του νεοσύστατου Βασιλείου της Ιταλίας, Λεοπόλντο Φρανκέτι, ήταν οι πρώιμοι κινηματίες για την ανεξαρτησία της Σικελίας. Ενός κινήματος που πήρε οριστική μορφή και ενεργοποιήθηκε τον επόμενο αιώνα.
Το Κίνημα για την Ανεξαρτησία της Σικελίας ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1942, μεσούντος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, συγκεντρώνοντας ετερογενείς πολιτικούς εκπροσώπους, διανοούμενους και ορκισμένους αυτονομιστές. Έδρασε την περίοδο 1943 – 1951, έχοντας ως βασική επιδίωξη τη δημιουργία ενός κράτους χωριστού από το ιταλικό, Σε αυτό το κλίμα των σημαντικών προσδοκιών ασκήθηκε μεγάλη πίεση τόσο από τις αμερικανικές όσο και από τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες, που προσπαθούσαν να προσελκύσουν, καθεμία στη σφαίρα της επιρροής της, τους εκκολαπτόμενους κινηματίες. Τρία χρόνια αργότερα, με την εισβολή των συμμάχων στη Σικελία, την κατάρρευση του φασιστικού καθεστώτος και την απελευθέρωση της υπόλοιπης χώρας, έγινε το επόμενο βήμα του κινήματος, στο οποίο έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο. Υπό την πίεση της εξτρεμιστικής πτέρυγας, σχηματίστηκε μια παραστρατιωτική μονάδα, ο Εθελοντικός Στρατός για την Ανεξαρτησία της Σικελίας (ΕΛΒΙΣ), για την αντιμετώπιση του οποίου η κυβέρνηση έστειλε μονάδες του ιταλικού στρατού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σύναψη μιας συμμαχίας του ΕΛΒΙΣ με τη συμμορία του Σαλβατόρε Τζουλιάνο, με τον ίδιο να κάνει την «επίσημη» εμφάνισή του στο σκοτεινό παρασκήνιο της μεταπολεμικής Ιταλίας.
Ο Σαλβατόρε, πιο γνωστός με το σικελικό υποκοριστικό Τουρίντου, γεννήθηκε το 1922 στο χωριό Μοντελέπρε. Εξ αυτού, θα ονομαζόταν στη μετέπειτα διαβόητη δράση του ως ο Βασιλιάς του Μοντελέπρε. Τα πρώτα δείγματα αυτού που θα γινόταν αργότερα έδωσε το 1943, όταν ήταν 21 ετών. Δύο μήνες μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία, ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο συνέχισε να κάνει αυτό που γνώριζε καλά, μεταφέροντας με το άλογό του σακιά με σιτάρι για τη μαύρη αγορά. Όταν τον σταμάτησαν σε ένα σημείο ελέγχου των καραμπινιέρων αντέδρασε και, χρησιμοποιώντας το πιστόλι που του είχε δώσει ένας στρατιώτης με αντάλλαγμα μια φιάλη κρασί, σκότωσε ένα νεαρό καραμπινιέρο, τραυμάτισε σοβαρά ένα αξιωματικό και κατόπιν ακολούθησε το μόνο δρόμο που του απέμεινε: τη φυγή στα βουνά. Επανεμφανίστηκε λίγους μήνες αργότερα, ξεκινώντας την αιματηρή του διαδρομή.
Το 1944, αφού συνέβαλε στην απόδραση αρκετών συγγενών από τις φυλακές, σχημάτισε μαζί με άλλους κρατούμενους που τον ακολούθησαν τον πρώτο πυρήνα της συμμορίας του. Στην αρχή διέπρατταν κυρίως ληστείες και απαγωγές γαιοκτημόνων, επιχειρηματιών και εμπόρων, με σκοπό τα λύτρα. Εξαρχής επέδειξε ιδιαίτερη ψυχρότητα και αγριότητα στον τρόπο που εξολόθρευε τους αντιπάλους του, ειδικά τους ένστολους που τον καταδίωκαν, ή όσους θεωρούσε ύποπτους για συνεργασία με τις αρχές. Είναι ενδεικτικός ο συνολικός αριθμός των θυμάτων που αποδίδονται στη συμμορία του Τζουλιάνο, ο οποίος υπολογίστηκε στους 430. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φραντσέσκο Πετρότα, είναι τεκμηριωμένο γεγονός ότι η εγκληματική δράση του Τζουλιάνο συνδεόταν με την Κόζα Νόστρα και οι άνδρες του δρούσαν υπό τον αυστηρό έλεγχο των διαφόρων ηγετών της οργάνωσης στις περιοχές που δρούσε η συμμορία.
Την άνοιξη του 1945, οι ηγέτες του Κινήματος Ανεξαρτησίας της Σικελίας συναντήθηκαν με τον Τζουλιάνο και του πρότειναν να ενταχθεί στην παραστρατιωτική ομάδα τους, τον ΕΛΒΙΣ. Ο Τζουλιάνο ζήτησε δέκα εκατομμύρια λιρέτες που του δόθηκαν, μαζί με την υπόσχεση για όπλα και πυρομαχικά, ενώ ο ίδιος διορίστηκε συνταγματάρχης. Μετά από αυτή τη συμφωνία ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο κατά των αρχών, πραγματοποιώντας επιθέσεις στους στρατώνες και στις περιπόλους των καραμπινιέρων. Σε αυτή την περίοδο, η προπαγάνδα του κινήματος κατάφερε να οικοδομήσει μια εικόνα γύρω από τον Τζουλιάνο όμοια με εκείνη του Ρομπέν των Δασών, φτάνοντας στο σημείο να δικαιολογήσει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τον ίδιο και τους συντρόφους του. Την ίδια περίοδο, ο δημοσιογράφος Τζάκοπο Ρίτζα, δημοσίευσε στο περιοδικό Tempo μια συνέντευξη του Σαλβατόρε Τζουλιάνο με τίτλο «Για πρώτη φορά ο Τζουλιάνο προσεγγίστηκε, φωτογραφήθηκε και έδωσε συνέντευξη» δημιουργώντας μεγάλη αίσθηση και καθιστώντας τον ευρύτερα γνωστό. Ο Ρίτζα πήγε στη Σικελία συνοδευόμενος από ένα φωτογράφο και, με τη μεσολάβηση ενός αφεντικού της Κόζα Νόστρα, κατάφερε να συναντήσει τον Τζουλιάνο σε ένα απομονωμένο σημείο και να του πάρει συνέντευξη, που συνοδεύτηκε από πολλές φωτογραφίες.
Ένα χρόνο αργότερα, τα πράγματα θα έπαιρναν μια κρίσιμη στροφή. Με την αμνηστία που δόθηκε το 1946 για πολιτικά εγκλήματα, και την παράλληλη προκήρυξη εκλογών, το Κίνημα Ανεξαρτησίας αποφάσισε να λάβει επίσημα μέρος, γυρίζοντας την πλάτη στον Τζουλιάνο και τη συμμορία του. Χωρίς την αίγλη, πλέον, του αντάρτη αυτονομιστή, η κοινή γνώμη άρχισε να τον αντιμετωπίζει ως κοινό εγκληματία. Το όνομά του παρέμεινε μελανά συνδεδεμένο με τη σφαγή της Πορτέλα ντέλα Τζινέστρα, την Πρωτομαγιά του 1947. Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης για τον εορτασμό της νίκης του Λαϊκού Μπλοκ στις περιφερειακές εκλογές, η συμμορία επιτέθηκε ανοίγοντας πυρ και προκαλώντας πολλούς θανάτους και τραυματισμούς. Υποκινητές αυτής της προβοκάτσιας ήταν μυστικοί πράκτορες των Αμερικανών και των Βρετανών, σε αγαστή συνεργασία με την Κόζα Νόστρα, με σκοπό να διαλύσουν την ανερχόμενη εκλογική δύναμη των αριστερών. Μέσω ενός κυβερνητικού αξιωματούχου υποσχέθηκαν στον Τζουλιάνο ότι θα έδιναν στον ίδιο και τα μέλη του την αμνηστία που είχαν στερηθεί ως ποινικοί. Η συμμορία επιτέθηκε στο πλήθος σκοτώνοντας 11 άτομα (ανάμεσά τους και παιδιά) και τραυματίζοντας 37 διαδηλωτές. Η αποστροφή που προκάλεσε η αιματοχυσία άλλαξε εντελώς τα δεδομένα. Έχοντας επίγνωση ότι είχε γίνει ενοχλητικός και εν πολλοίς επικίνδυνος για τους πρώην συνεργούς του, ο Τζουλιάνο επιχείρησε να καλύψει τα νώτα του με μια επιστολή που έστειλε στη l'Unità, κάνοντας νύξεις για τις σχέσεις που είχε με γνωστούς πολιτικούς. Η δημοσίευση τάραξε τα νερά, σημαίνοντας ταυτόχρονα το επερχόμενο τέλος του. Στις 5 Ιουλίου 1950, ο 28χρονος Σαλβατόρε Τζουλιάνο βρέθηκε νεκρός στην αυλή ενός σπιτιού στο χωριό Καστελβετράνο. Η επίσημη δήλωση της Διοίκησης των Δυνάμεων Καταστολής Ληστών ανέφερε ότι είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυρών με μια μονάδα καραμπινιέρων. Από την αρχή, ωστόσο, υπήρξαν αρκετές αντιφάσεις στην εκδοχή των ερευνητών για το θάνατο του ληστή. Ο δημοσιογράφος Τομάζο Μπεσότζι δημοσίευσε μια έρευνα με τίτλο «Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Τζουλιάνο είναι νεκρός», στην οποία τόνισε τις αντιφάσεις της επίσημης εκδοχής, ενώ ένα άλλο άρθρο, του δημοσιογράφου Νικόλα Αντέλφι, κατονόμασε ως δολοφόνο το συνεργάτη και δεξί χέρι του Τζουλιάνο, Γκασπάρε Πισιότα.
Το δημοσίευμα αποδείχθηκε αληθές. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στη δίκη για την σφαγή της Πορτέλα ντέλα Τζινέστρα, ο Γκασπάρε Πισιότα παραδέχτηκε τη συμμετοχή του στην επίθεση και κατηγόρησε μοναρχικούς και Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές ως εμπνευστές της προβοκάτσιας, δηλώνοντας ότι εκείνοι τον έστειλαν να πυροβολήσει το πλήθος. Το δικαστήριο έκρινε αβάσιμες τις κατηγορίες του, καθώς είχε ήδη δώσει εννέα διαφορετικές εκδοχές για τους πολιτικούς υποκινητές της σφαγής. Όπως προέκυψε, ο Πισιότα έπαιζε διπλό ρόλο, έχοντας γίνει έμπιστος της Διοίκησης των Δυνάμεων Καταστολής. Ο Τζουλιάνο δολοφονήθηκε από τον Πισιότα, ενώ κοιμόταν σε ένα σπίτι- κρυψώνα στο Καστελβετράνο. Το σώμα του μεταφέρθηκε κατόπιν στην αυλή του σπιτιού, όπου οι καραμπινιέροι σκηνοθέτησαν ένα επεισόδιο με ανταλλαγή πυροβολισμών, για να επιτρέψουν στον Πισιότα να δραπετεύσει και να συνεχίσει τη δουλειά του ως έμπιστος της αστυνομίας. Η υπόθεση, όμως, δεν έκλεισε εκεί. Ακολούθησε το τελικό ξεκαθάρισμα, με το κλείσιμο των ενοχλητικών στομάτων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Γκασπάρε Πισιότα φυλακίζεται και πεθαίνει στο κελί του, έχοντας πιει καφέ με στρυχνίνη αντί ζάχαρης. Άλλοι ληστές που ανήκαν στη συμμορία του Τζουλιάνο και γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις, πέθαναν χτυπημένοι από μυστηριώδη χέρια. Ο φάκελος της υπόθεσης κατέληξε στο αρχείο, χωρίς να έχει λυθεί το αίνιγμα του θανάτου του Τζουλιάνο. Ώσπου, το 1962, ο Φραντσέσκο Ρόζι αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτή τη σκοτεινή σελίδα της ιταλικής ιστορίας, προσφέροντας παράλληλα ένα τραχύ πορτρέτο της ίδιας της Σικελίας.
Σαλβατόρε Τζουλιάνο: Ο αινιγματικός ληστής
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ρόζι ασχολήθηκε με αυτή τη –διαχρονική– πληγή στο φτωχό υπογάστριο της Ιταλίας. Η ανάδειξή του ως σκηνοθέτη θεωρείται ότι έγινε το 1958, με την ταινία «La sfida» («Η πρόκληση», που στην Ελλάδα της υπερβολής προβλήθηκε με τίτλο «Η γυναίκα με το φλογερό κορμί»), βασισμένη στην ιστορία του αφεντικού της Καμόρα Πασκουάλε Σιμονέτι. Ο ρεαλιστικός χαρακτήρας αυτής της ταινίας προκάλεσε σάλο, υπονοώντας τον έλεγχο της κυβέρνησης από τη μαφία. Ένας βάσιμος υπαινιγμός, που επανήλθε εντονότερα στο «Σαλβατόρε Τζουλιάνο». Της ταινίας προηγήθηκε μια εκτενής έρευνα, που περιλάμβανε μελέτη δημοσίων εγγράφων, τα πρακτικά της δίκης για το θάνατο του Τζουλιάνο και το σκεπτικό των αποφάσεων που εκδόθηκαν, πρωτοσέλιδα και άρθρα του ημερήσιου και περιοδικού τύπου που είχαν ασχοληθεί με αυτό το θέμα, καθώς και επιτόπιες συζητήσεις με χωρικούς που γνώριζαν τον Τζουλιάνο, ή ήταν μάρτυρες των δραματικών γεγονότων. Ο δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Τούλιο Κέζικ συνόδευσε τον Ρόζι στη Σικελία και συγκέντρωσε πολλές πληροφορίες για τα έθιμα και τις συνήθειες των κατοίκων στα μέρη που είχε δράσει ο Τζουλιάνο. Ο ίδιος θα ακολουθούσε αργότερα το συνεργείο σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, γράφοντας ένα βιβλίο με το χρονικό της κινηματογράφησης.
Η ταινία επρόκειτο αρχικά να ονομαστεί «Σικελία 1943-1960». Ο τίτλος θεωρήθηκε γενικόλογος, και ως εκ τούτου αντιεμπορικός, πριν γίνει σαφής και «στοχευμένη» με το ονοματεπώνυμο του Τζουλιάνο ως τίτλο. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν την άνοιξη του 1961, στη γενέτειρα του ληστή, το Μοντελέπρε. Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν τα προβλήματα για τον Φραντσέσκο Ρόζι. Οι κάτοικοι του Μοντελέπρε ήταν πολύ επιφυλακτικοί, θεωρώντας ότι η εικόνα του τόπου τους θα ήταν αρνητική. Άλλωστε, από την εποχή των γεγονότων είχαν μεσολαβήσει λίγα χρόνια και οι μνήμες παρέμεναν ζωντανές. Ο Ρόζι χρειάστηκε να οργανώσει μια συνάντηση με τους κατοίκους και το δήμαρχο του χωριού, προκειμένου να τους διαβεβαιώσει ότι η ταινία θα παρουσίαζε μόνο τα επιβεβαιωμένα γεγονότα. Η συνάντηση εκείνη αποδείχθηκε καθοριστική. Έκτοτε, η στάση των κατοίκων άλλαξε και πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στην ταινία, κάποιοι ως ερασιτέχνες ηθοποιοί και οι περισσότεροι ως κομπάρσοι στις σκηνές πλήθους. Η αποδοχή και η συμμετοχή, εντούτοις, δεν ήταν καθολική. Σε μια συνέντευξη του ο Ρόζι είχε πει ότι ο αδελφός του Τζουλιάνο απείλησε να τον σκοτώσει έξω από το νεκροταφείο του χωριού, επειδή ήθελε να κινηματογραφήσει τον τάφο του ληστή.
Μόνο δύο επαγγελματίες ηθοποιοί χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία, για το ρόλο του Γκασπάρε Πισιότα (Φρανκ Βολφ) και του δικαστή που έστειλε στη φυλακή τα μέλη της συμμορίας (Σάλβο Ραντόνε). Για το ρόλο του Τζουλιάνο επιλέχθηκε ένας οδηγός τραμ του Παλέρμο, ο οποίος, με ρητή εντολή του σκηνοθέτη, ήταν πάντα κινηματογραφημένος από πίσω ή σε μακρινά πλάνα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της έλλειψης ομοιότητας με τον Τζουλιάνο. Η μοναδική φορά στην οποία η κάμερα καταγράφει το πρόσωπό του, είναι σε μια από τις πιο δραματικές σκηνές της ταινίας: την αναγνώριση του σώματος από τη μητέρα του. Για το ρόλο της μητέρας ο Ρόζι επέλεξε (διόλου τυχαία) μια γυναίκα της οποίας ο γιος είχε δολοφονηθεί από τη συμμορία του Τζουλιάνο, επιτυγχάνοντας μια σύγκρουση μεταξύ προσωπικού βιώματος και ρόλου στην ερμηνεία αυτής της γυναίκας. Για μια άλλη δραματική σκηνή, εκείνη της σφαγής στην Πορτέλα ντέλα Τζινέστρα, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι συμμετείχαν ως κομπάρσοι στην κινηματογράφηση. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί επιζήσαντες της σφαγής και η ταραχή τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μόλις ο σκηνοθέτης έδωσε την εντολή να αρχίσει το γύρισμα, άρχισαν να τρέχουν δεξιά και αριστερά νιώθοντας τον ίδιο φόβο που επικράτησε τότε. Η ιστορική ακρίβεια εντοπίζεται και στις λεπτομέρειες του κινηματογραφικού κάδρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το συμβολικό σκίτσο που κυριαρχούσε στα πανό των διαδηλωτών για την ανεξαρτησία της Σικελίας: Ένα χέρι κόβει με ένα ψαλίδι το νησί από τον υπόλοιπο χάρτη της χώρας. Κάτι ανάλογο σκιτσάρει ο Τζουλιάνο σε μια σκηνή της ταινίας, με έναν άνδρα να σπρώχνει το νησί προς την Αμερική. Η κινηματογραφική λεπτομέρεια είχε λόγο και αιτία, καθώς το ουτοπικό όνειρο του Τζουλιάνο ήταν να γίνει η Σικελία 49η πολιτεία των ΗΠΑ.
«Αυτή η ταινία γυρίστηκε στη Σικελία. Στο Μοντελέπρε, όπου γεννήθηκε ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο . Στα σπίτια, στους δρόμους και στα βουνά όπου βασίλεψε επτά χρόνια. Στο σπίτι όπου πέρασε της τελευταίες μέρες της ζωής του και στην αυλή όπου ένα πρωί βρέθηκε το άψυχο σώμα του». Αυτά τα λόγια, με voice-over του Φραντσέσκο Ρόζι, σηματοδοτούν την έναρξη της ταινίας. Από το μέρος που βρέθηκε το σώμα του Τζουλιάνο αρχίζει μια κινηματογραφική έρευνα που κινείται χρονικά μπρος-πίσω, εξετάζοντας το ρόλο του κεντρικού χαρακτήρα στο περίπλοκο κλίμα της Σικελίας αμέσως μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Δομημένη όχι ως μια γραμμική αφήγηση, αλλά ως ένα ρευστό πεδίο που κινείται αμφίδρομα στο χρόνο, η ταινία ανιχνεύει μια διφορούμενη, συγκεχυμένη και σκοτεινή στιγμή της ιταλικής ιστορίας, ερευνά τις υπόγειες ρίζες κοινωνικών γεγονότων και εγκληματικών συμπεριφορών, καθώς και το πολιτικό υπόβαθρο της εποχής, σε μια ελικοειδή πορεία προς την αλήθεια.
Μια τέτοια ταινία ήταν επόμενο να συναντήσει εμπόδια και δυσκολίες στην πραγμάτωσή της. Πριν ακόμα ξεκινήσουν τα γυρίσματα, η Γενική Διεύθυνση Ψυχαγωγίας συνέστησε να γίνουν αλλαγές στο σενάριο για να αποφευχθεί η δημιουργία σκηνών, που αργότερα θα αμφισβητούνταν ή θα κόβονταν ούτως ή άλλως. Σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων στη Σικελία, δύο αστυνομικοί παρακολουθούσαν το συνεργείο με πρόσχημα τα όπλα που χρησιμοποιούνταν στο σετ. Τα προβλήματα δεν σταμάτησαν εκεί. Μόλις ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα και το μοντάζ, η ταινία υποβλήθηκε στην επιτροπή λογοκρισίας, προκειμένου να πάρει την απαραίτητη άδεια προβολής. Παρέμεινε αποκλεισμένη, μέχρι την παρέμβαση του Φραντσέσκο Ρόζι στον πρόεδρο της επιτροπής, οπότε χορηγήθηκε η άδεια με δύο όρους; την απαγόρευση προβολής για ανηλίκους κάτω των 16 ετών και (το κυριότερο) την περικοπή ορισμένων σκηνών που θεωρήθηκαν «σκληρές», όπως αυτή της αναγνώρισης του σώματος του Τζουλιάνο από τη μητέρα του (τελικώς και ευτυχώς η σκηνή διασώθηκε, αποτελώντας κομμάτι κινηματογραφικής ανθολογίας).
Ο επίλογος των –ιταλικών– εμποδίων γράφτηκε την ίδια χρονιά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, όπου η ταινία υποβλήθηκε μεν, απορρίφθηκε δε, επειδή κρίθηκε πολύ «documentaristica», όπως ανέφερε κατά λέξη το σκεπτικό της επιτροπής. Έπρεπε να περάσει τα σύνορα της χώρας και να λάβει μέρος σε ένα άλλο κινηματογραφικό φεστιβάλ, για να κερδίσει την Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο. Σήμερα, θεωρείται το πιο ώριμο έργο του Φραντσέσκο Ρόζι, αποτελώντας πρότυπο για τη νέα πορεία του ιταλικού (και όχι μόνο) πολιτικού κινηματογράφου στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Όσο για την αποκατάσταση της τιμής της ταινίας στη χώρα της, χρειάστηκε να περάσουν 46 ολόκληρα χρόνια. Στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, στον ίδιο χώρο που κάποτε είχε απορριφθεί, το «Σαλβατόρε Τζουλιάνο» συμπεριλήφθηκε στην επίζηλη λίστα των 100 ιταλικών ταινιών που πρέπει να διασωθούν «επειδή άλλαξαν τη συλλογική μνήμη της χώρας μεταξύ 1942 και 1978», σύμφωνα με την ανακοίνωση της επιτροπής.
Το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας: