Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

LVI. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 46. Οι μαγεύτριες

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}



Χαί­ρε­τε. Με λέ­νε Σέ­φερντ Χέ­ντερ­σον και εί­μαι εκ­δό­της στο Μαν­χά­ταν. Δια­θέ­τω την ευ­θε­τε­νή κορ­μο­στα­σιά και το κυα­νό βλέμ­μα του Τζέιμς Στιού­αρτ. Σε λί­γες μέ­ρες πα­ντρεύ­ο­μαι την εκλε­κτή μου Μερλ και γε­νι­κά όλα βαί­νουν κα­λώς. Έχει πο­λύ κρύο και χιό­νι αυ­τό το χει­μώ­να στην πό­λη μας. Στο ισό­γειο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας όπου ζω υπάρ­χει ένα πα­ρά­ξε­νο κα­τά­στη­μα με διά­φο­ρα αντι­κεί­με­να από «εξω­τι­κές», μάλ­λον, χώ­ρες – μά­σκες, το­τέμ, μπι­μπε­λό, φτε­ρά, τέ­τοια. Μου κά­νουν ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση αλ­λά φρο­ντί­ζω πά­ντα να χαι­ρε­τάω τον γλυ­πτό κύ­ριο που με κοι­τά­ζει μέ­σα από το πα­ρά­θυ­ρο. Εκεί­νο το βρά­δυ έπρε­πε να κά­νω ένα επεί­γον τη­λε­φώ­νη­μα· ανέ­βη­κα στο δια­μέ­ρι­σμά μου (βι­βλία στα ρά­φια, πο­τά σε διά­φο­ρα μπου­κά­λια, πορ­τα­τίφ εδώ κι εκεί) και σή­κω­σα το ακου­στι­κό αλ­λά το τη­λέ­φω­νό μου δεν λει­τουρ­γού­σε κι έτσι κα­τέ­βη­κα σε αυ­τό το κα­τά­στη­μα. Μου άνοι­ξε μια ψη­λή γυ­ναί­κα με κο­ντά ξαν­θά μαλ­λιά. Της ζή­τη­σα συ­γνώ­μη για την ενό­χλη­ση, συ­στή­θη­κα, μέ­νω από πά­νω… «Το ξέ­ρω», μου απά­ντη­σε, «εί­μαι η Τζί­λιαν Χόλ­ροιντ», και με εξυ­πη­ρέ­τη­σε.

Η Τζί­λιαν φο­ρού­σε μαύ­ρο που­λό­βερ και μαύ­ρο πα­ντε­λό­νι. Τα πό­δια της ήταν γυ­μνά, η βα­φή των νυ­χιών της κόκ­κι­νη. Κά­θι­σε στον κα­να­πέ, ανέ­βα­σε τα πό­δια της στα μαύ­ρα μα­ξι­λά­ρια με μια στά­ση Χ και όσο πα­ρα­τη­ρού­σε εμ­φα­νώς γοη­τευ­μέ­νη τον επι­σκέ­πτη της να μι­λά­ει στο τη­λέ­φω­νο ίσως σκέ­φτη­κε για λί­γο μια ζωή με πε­ρισ­σό­τε­ρη αυ­θε­ντι­κή Χα­ρά. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα κα­τέ­βη­κε η θεία της και πα­ρα­δέ­χτη­κε πως ήταν υπεύ­θυ­νη για την δια­κο­πή της τη­λε­φω­νι­κής γραμ­μής του κυ­ρί­ου Χέ­ντερ­σον, ώστε να γνω­ρι­στεί με την Τζί­λιαν. Εκεί­νη εί­ναι απε­ρί­φρα­στη - δεν παίρ­νει τους άντρες άλ­λων γυ­ναι­κών, και πα­ρα­κα­λεί την θεία της να μην εξα­σκή­σει άλ­λη φο­ρά μά­για σ’ εκεί­νο το σπί­τι. Το πρό­σω­πό της παίρ­νει την έκ­φρα­ση των πι­κρών σκέ­ψε­ων: Οι μη όμοιοί μας δεν πι­στεύ­ουν στην ύπαρ­ξή μας. Δεν ευ­χή­θη­κες πο­τέ να μην ήσουν αυ­τό που εί­μα­στε; Δεν σκέ­φτη­κες ότι θα μπο­ρού­σες να πε­ρά­σεις την πα­ρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων σε μια μι­κρή εκ­κλη­σία, ακού­γο­ντας κά­λα­ντα αντί για τύ­μπα­να μπόν­γκο; Εύ­χο­μαι να μπο­ρού­σα να πε­ρά­σω λί­γο χρό­νο με κα­νο­νι­κούς αν­θρώ­πους, να γνω­ρί­σω κά­ποιον δια­φο­ρε­τι­κό.

Βγή­κα στο χιο­νι­σμέ­νο δρό­μο με την μνη­στή μου και σε κά­ποιο ση­μείο το πε­ζο­δρό­μιο ήταν φω­τι­σμέ­νο από μι­κρά κί­τρι­να τε­τρα­γω­νά­κια. Έσκυ­ψα και κά­τω από το θα­μπό γυα­λί εί­δα κι­νή­σεις και άκου­σα μα­κρι­νή μου­σι­κή. Ένα υπό­γειο νάιτ κλαμπ, προ­φα­νώς, και ίσως ήταν το Zodiac, όπου πη­γαί­να­με για πρώ­τη φο­ρά. Εκεί βρι­σκό­ταν και η μυ­στη­ριώ­δης γυ­ναί­κα του μα­γα­ζιού με τις μά­σκες. Κα­θί­σα­με και προ­έ­κυ­ψε ότι στο σχο­λείο κοι­μού­νταν στον ίδιο κοι­τώ­να με την μνη­στή μου. Η Μερλ την θυ­μή­θη­κε: «Εσύ δεν που ερ­χό­σουν στην τά­ξη ξυ­πό­λη­τη; Σε έβα­λαν υπό επι­τή­ρη­ση γι’ αυ­τό, έτσι δεν εί­ναι;». Ένιω­σα κά­πως άβο­λα αλ­λά η Τζί­λιαν εί­πε πως κά­ποιος εί­χε στεί­λει ένα ση­μεί­ω­μα στον διευ­θυ­ντή. Ύστε­ρα έγει­ρε χα­μο­γε­λα­στή στον τού­βλι­νο τοί­χο και δια­βε­βαί­ω­σε την πα­ρέα πώς τώ­ρα πλέ­ον φο­ρά­ει πα­πού­τσια έξω – οι κόκ­κι­νες γό­βες της ήταν εμ­φα­νείς. H τζαζ ορ­χή­στρα ανέ­βα­ζε ρυθ­μό (δεν γνώ­ρι­ζα πως στα κρου­στά ήταν ο αδελ­φός της) και η Τζί­λιαν πέ­ρα­σε χα­μο­γε­λα­στή στην αντε­πί­θε­ση. «Και η Μερλ εί­χε μια ιδιο­τρο­πία. Τό­τε εί­χα­με απί­στευ­τα πολ­λές κα­ται­γί­δες…» ― η φρά­ση κό­πη­κε και η μνη­στή μου σκο­τεί­νια­σε. Η Τζί­λιαν μό­λις εί­χε ψι­θυ­ρί­σει στον αδελ­φό της να παί­ξουν το Stormy Weather. Η ορ­χή­στρα την πλη­σί­α­σε από πί­σω και τα πνευ­στά γέ­μι­σαν τα αυ­τιά της, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας, ίσως, τους φρι­κτούς πο­νο­κε­φά­λους που συ­νό­δευαν εκεί­νες τις κα­ται­γί­δες, την αδιό­ρα­τη τι­μω­ρία της.

Ήταν ψεύ­τρα και καρ­φί, δια­βε­βαί­ω­νε η Τζί­λιαν την θεία της και τον αδελ­φό της κα­τά την επι­στρο­φή τους από τους άδειους χιο­νι­σμέ­νους δρό­μους. Για ποιο λό­γο υπο­θέ­τε­τε εί­χα­με τό­σες κα­ται­γί­δες εκεί­νη την άνοι­ξη; Εί­χε μια τρο­με­ρή φή­μη ως κλέ­φτρα μνη­στή­ρων. Άρα δεν πρέ­πει να έχεις τον πα­ρα­μι­κρό εν­δοια­σμό να της τον κλέ­ψεις, επέ­μει­νε η θεία της… Όχι, δεν ήθε­λε να τον κλέ­ψει, μό­νο ανα­ρω­τιό­ταν αν θα μπο­ρού­σε να τον γοη­τεύ­σει χω­ρίς τα τρικ της. Ο αδελ­φός της μ’ ένα μα­γι­κό τρό­πο ανα­βό­σβη­σε τις λά­μπες των δρό­μων κι εκεί­νη εί­πε: Άλ­λω­στε μπο­ρού­με να ανα­βο­σβή­νου­με τα φώ­τα των δρό­μων αλ­λά δεν μπο­ρού­με να με­τα­τρέ­που­με τρο­φές σε χρυ­σά­φι.

Δεν θυ­μά­μαι με ποια αφορ­μή χτύ­πη­σα την πόρ­τα της και μπή­κα στον υπο­βλη­τι­κό της χώ­ρο. «Εί­ναι ωραίο να σας έχω από πά­νω», μου εί­πε, και στη συ­νή­θη μου έκ­πλη­ξη διευ­κρί­νι­σε πως μι­λά για την αί­σθη­ση της ασφά­λειας ενός άντρα γεί­το­να. Μι­λή­σα­με, μι­λή­σα­με, και δεν κα­τά­λα­βα πό­τε μι­σό­κλει­σε τα μά­τια της, έτοι­μη να φι­λη­θεί. Ήμουν σα­γη­νευ­μέ­νος από εκεί­νη την γυ­ναί­κα και όφει­λα να ξε­κα­θα­ρι­στώ με την Μερλ. Την συ­νά­ντη­σα και της εί­πα ότι αι­σθά­νο­μαι ως ένα δια­φο­ρε­τι­κό πρό­σω­πο, κά­ποιος άλ­λος. Χω­ρί­ζου­με; με ρώ­τη­σε. Ας πού­με ότι ξε­ζευ­γα­ρώ­νου­με, της απά­ντη­σα.


Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958)

Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958)

Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958)



Την επό­με­νη μέ­ρα μας επι­σκέ­φτη­κε στον εκ­δο­τι­κό οί­κο κά­ποιος κύ­ριος Ρέ­ντλιτς, ένας μάλ­λον αλ­λο­παρ­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας που μας πρό­τει­νε να εκ­δώ­σου­με το έρ­γο του Magic in Manhattan and withcraft around us. O δεύ­τε­ρος όρος ανα­φέ­ρε­ται στην μα­γεία και για κα­λό σκο­πό, που απο­τε­λεί συ­νή­θως έμ­φυ­το χά­ρι­σμα. Όταν εί­δε την επι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τά μου ανα­ρω­τή­θη­κε αν νο­μί­ζω πως όλα αυ­τά έχουν να κά­νουν μό­νο με την ζού­γκλα και τους τρο­πι­κούς και επέ­μει­νε να τον πι­στέ­ψω πως όλοι αυ­τοί ζουν και στην πό­λη μας κι έχουν μια ολό­κλη­ρη κοι­νό­τη­τα. Έχουν και δι­κό τους στέ­κι, το Zodiac. Μά­λι­στα μου χά­ρι­σε και την λε­πτο­μέ­ρεια πως δεν μπο­ρούν ού­τε να κλά­ψουν, κα­θώς και τον τρό­πο με τον οποίο συ­νή­θι­ζαν να τους εξορ­κί­ζουν: «Χτύ­πα το κου­δού­νι, κλεί­σε το βι­βλίο, σβή­σε το κε­ρί».
Το ίδιο βρά­δυ πή­γα να την πά­ρω να βγού­με για χο­ρό και της μί­λη­σα για τον Ρέ­ντλιτς, βέ­βαιος πως θα εν­δια­φε­ρό­ταν να τον συ­να­ντή­σει. Δεν κα­τά­λα­βα για­τί με­λαγ­χό­λη­σε, φεύ­γο­ντας όμως της θύ­μι­σα να βά­λει τα πα­πού­τσια της. Επέ­μει­να να της δι­η­γού­μαι γι’ αυ­τόν τον τύ­πο: άκου, θε­ω­ρεί ότι υπάρ­χουν ακό­μα μά­γισ­σες! Στον χο­ρό μας χύ­θη­κε πά­νω μου, σα να ήθε­λε να ξε­φύ­γει από τα πά­ντα, έτοι­μη να δια­λυ­θεί. Επι­στρέ­ψα­με σπί­τι και κα­θί­σα­με στον κα­να­πέ, κοι­τά­ζο­ντας την σκού­ρο μπλε ου­ρα­νό πί­σω από τις κουρ­τί­νες. Τα γυ­μνά μας πό­δια σταυ­ρω­μέ­να πά­νω στο τρα­πέ­ζι, τα κόκ­κι­να νύ­χια της πορ­φυ­ρά άστρα στη σκο­τει­νή νύ­χτα. Όταν ση­κώ­θη­κε να φτιά­ξει τσάι την ακο­λού­θη­σα στην κου­ζί­να. Ξέ­ρε­τε, εί­μαι ένας ντό­μπρος άν­δρας, ξέ­ρω τι μου γί­νε­ται, και θέ­λω να τα­κτο­ποιώ τα πά­ντα. Έτσι όπως μας εί­δα συ­ντρο­φιά στο κα­τε­ξο­χήν οι­κο­κυ­ρι­κό δω­μά­τιο, πριν ή με­τά την ερω­τι­κή πρά­ξη, δεν έχει ση­μα­σία, σκέ­φτη­κα πως με αυ­τή την γυ­ναί­κα θα ήθε­λα να ζω. Και υπήρ­ξα για άλ­λη μια φο­ρά ευ­θύς, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας, μά­λι­στα, το επι­χεί­ρη­μα πως ένα σω­ρό χει­ρό­γρα­φα με πε­ρι­μέ­νουν στο γρα­φείο αλ­λά αδυ­να­τώ να πα­ρα­μεί­νω στο γρα­φείο για­τί τρέ­χω προς εκεί­νη, συ­νε­πώς... μή­πως θα έπρε­πε να ζού­με μα­ζί ως σύ­ζυ­γοι, άρα να γί­νου­με τέ­τοιοι; Η Τζί­λιαν ανα­ρω­τή­θη­κε αν έχα­σε κά­ποιο κε­φά­λαιο και εί­πε ότι αδυ­να­τεί να σκε­φτεί τον γά­μο, για­τί θα έπρε­πε να εγκα­τα­λεί­ψει έναν ολό­κλη­ρο τρό­πο σκέ­ψης, συ­μπε­ρι­φο­ράς, ακό­μα και ύπαρ­ξης. Κι ύστε­ρα, σα να ήθε­λε να με διώ­ξει, εί­πε πως εί­ναι κυ­νι­κή, ζη­λιά­ρα και εκ­δι­κη­τι­κή, ότι ζού­σε για το ιδιαί­τε­ρο και όχι για το συ­νη­θι­σμέ­νο. Μεί­να­με αμή­χα­νοι και σιω­πη­λοί, το ρο­μάν­τζο της βρα­διάς εξαϋ­λώ­θη­κε.
Ίσως ήταν την επο­μέ­νη, που ήρ­θε στο γρα­φείο μου μ’ ένα μαύ­ρο μα­ντή­λι που συ­μπλή­ρω­νε την αντί­στοι­χη μο­νο­χρω­μία των υπό­λοι­πων ρού­χων. Εί­χε, μου εί­πε, να μου κά­νει μια με­γά­λη εξο­μο­λό­γη­ση. Μή­πως ήταν μπλεγ­μέ­νη σε αντι­μα­ε­ρι­κα­νι­κές δρά­σεις; Όχι, σε γη­γε­νείς Αμε­ρι­κα­νι­κές. Μου ανέ­φε­ρε για δυ­νά­μεις που έχουν ορι­σμέ­νοι άν­θρω­ποι, ότι μπο­ρούν, για πα­ρά­δειγ­μα, να ανα­βο­σβή­νουν τα φώ­τα της 57ης Οδού. Υπάρ­χει πά­ντα μια λο­γι­κή εξή­γη­ση σε όλα αυ­τά, της αντέ­τει­να. Επέ­με­νε και επέ­με­να. Φεύ­γο­ντας προς το σπί­τι πα­ρέ­με­να δύ­σπι­στος, απο­κλεί­ε­ται να ισχύ­ουν αυ­τά, αν και, βέ­βαια, δεν την εί­χα δει πο­τέ να κοκ­κι­νί­ζει… Ύστε­ρα συ­νά­ντη­σα την θεία της στις σκά­λες και εκ­δή­λω­σε την χα­ρά της που επι­τέ­λους η Τζιλ μου εξο­μο­λο­γή­θη­κε το οι­κο­γε­νεια­κό τους χά­ρι­σμα. Την προ­κά­λε­σα να μου ανα­φέ­ρει έστω μια μα­γι­κή πρά­ξη της Τζί­λιαν και της ξέ­φυ­γε η ιστο­ρία με τις κα­ται­γί­δες. Ορ­γι­σμέ­νος αντι­λή­φθη­κα πως η Τζί­λιαν με εξα­πά­τη­σε εις βά­ρος της Μερλ. Έσπευ­σα να την συ­να­ντή­σω και της μί­λη­σα άγρια, όσο κι αν με δια­βε­βαί­ω­νε πως δεν έχει ερω­τευ­τεί κα­νέ­ναν τό­σο πο­λύ. Ήμουν βέ­βαιος πως όλα έγι­ναν για να τι­μω­ρή­σει την κα­τα­δό­τρια της ξυ­πό­λη­της πα­ρου­σί­ας της στο πα­νε­πι­στή­μιο. Και της εί­πα να μην προ­σποι­η­θεί πως κλαί­ει, για­τί ού­τε αυ­τό δεν μπο­ρεί, αγνο­ώ­ντας τα γυα­λι­σμέ­να της μά­τια.

Η Τζί­λιαν στέ­κε­ται ξυ­πό­λη­τη μπρο­στά από τις μά­σκες που κρέ­μο­νται στον τοί­χο. Αυ­τές εί­ναι ατά­ρα­χες και αι­νιγ­μα­τι­κές, εκεί­νη αγέ­λα­στη και με­λαγ­χο­λι­κή. Στο τέ­λος, μο­νο­λο­γεί, κα­τα­λή­γου­με στον μι­κρό­κο­σμό μας, χω­ρι­σμέ­νοι απ’ όλους. Τό­τε έρ­χε­ται ο Σέ­φερντ για να της ανα­κοι­νώ­σει τον χω­ρι­σμό τους και την με­τα­κό­μι­σή του σε άλ­λο δια­μέ­ρι­σμα. Φι­λο­νι­κία, λο­γο­μα­χία, απει­λές, η κλί­μα­κα των ερα­στών που βλέ­πουν το τέ­λος τους. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα ο μα­γι­κός της γά­τος ξε­φεύ­γει στον δρό­μο και αυ­τή, πά­ντα ξυ­πό­λη­τη, τον ανα­ζη­τά στο χιό­νι που έχει γί­νει πά­γος και λά­σπη. Στα μά­τια της εμ­φα­νώς κυ­λά­νε δά­κρυα. Τα μά­για αρ­χί­ζουν να λύ­νο­νται.

Ο γά­τος εμ­φα­νί­στη­κε στο πα­ρά­θυ­ρο πί­σω από το γρα­φείο μου. Τον ανα­γνώ­ρι­σα, φυ­σι­κά, πά­ντα με κοι­τού­σε πε­ρί­ερ­γα στο σπί­τι της. Τον έκλει­σα σε ένα κα­λά­θι αχρή­στων και πή­γα να της τον πα­ρα­δώ­σω. Με υπο­δέ­χτη­κε με λευ­κά και κί­τρι­να ρού­χα και κί­τρι­νες γό­βες. Έμε­ναν λί­γες λέ­ξεις ακό­μα για να τσα­κω­θού­με και ύστε­ρα κοι­τα­χτή­κα­με με θλί­ψη, χα­μό­γε­λο, θρί­αμ­βο και ανα­κού­φι­ση. Αγκα­λια­στή­κα­με και φι­λη­θή­κα­με στο αιώ­νιο ει­κό­νι­σμα του ευ­τυ­χι­σμέ­νου τέ­λους. Η τε­λευ­ταία μου φρά­ση, σε από­στα­ση ανα­πνο­ής από τα χεί­λη και τα μά­τια της: «Ποιος μπο­ρεί τε­λι­κά να πει τι εί­ναι μα­γεία;». Εδώ σας αφή­νω, να ζή­σε­τε εσείς κα­λά κι εμείς κα­λύ­τε­ρα. Χαί­ρε­τε.
Άφη­σα τον εαυ­τό μου ως Σέ­φερντ Χέ­ντερ­σον να αγαλ­λιά­ζε­ται αγκα­λια­ζό­με­νος με την Τζί­λιαν στην μό­νη χει­ρο­πια­στή μα­γεία του μο­ντέρ­νου κό­σμου, τον ανε­ξαρ­τή­του διάρ­κειας έρω­τα, αφού ο έρω­τας μπο­ρεί να μα­γεύ­ει τα πά­ντα, αντι­κα­θι­στώ­ντας κά­θε πα­λιά μα­γεία, και επέ­στρε­ψα στην ιδιό­τη­τα του Εγκυ­κλο­παι­δι­στή. Στο σχε­τι­κό λήμ­μα πε­ρι­λαμ­βά­νω την αδιά­σει­στη από­δει­ξη της Μα­γεύ­τριας Τζί­λιαν, τα γυ­μνά πό­δια της οποί­ας υπήρ­ξαν απα­ραί­τη­το στοι­χείο των δυ­νά­με­ών της, από το πα­νε­πι­στή­μιο έως το κα­τά­στη­μά της και, φυ­σι­κά, το σπί­τι. Τα ίδια αυ­τά πό­δια έτσι όπως δια­σταυ­ρώ­θη­καν στην σκη­νή του τρα­πε­ζιού με εκεί­να του εκλε­κτού της, εμ­φα­νώς τον έδε­σαν με τα αυ­το­φυή μά­για της ξυ­πό­λη­της γυ­ναί­κας. Αντί­στρο­φα, η υπό­δυ­σή της ση­μα­το­δό­τη­σε την επι­στρο­φή της στον απο­μα­γευ­μέ­νο κό­σμο και τους «κα­νο­νι­κούς» αν­θρώ­πους.
Αν, λοι­πόν, τα πα­πού­τσια κά­πο­τε θε­ω­ρή­θη­καν σαν όριο και φρα­γή στην επα­φή με χοϊ­κά ή θεϊ­κά στοι­χεία και στην αί­σθη­ση του με­τα­φυ­σι­κού ή υπερ­φυ­σι­κού, έπρε­πε να βρω δυο πρό­σθε­τες απο­δεί­ξεις από μια γρα­πτή και μια ει­κο­νι­στι­κή τέ­χνη, ώστε να θε­με­λιω­θεί πλή­ρως η αρ­χή μιας σχε­τι­κής θε­ω­ρί­ας. Η πρώ­τη βρέ­θη­κε σε στί­χους μιας Σά­τι­ρας του Ορά­τιου, όπου ο Πρί­α­πος, άγαλ­μα στους Κή­πους του Γάιου Μαι­κή­να στον Εσκουι­λί­νο Λό­φο της Ρώ­μης, δι­η­γεί­ται: […] εί­δα ντυ­μέ­νη με μαύ­ρο μαν­δύα να πε­ρι­πλα­νιέ­ται / την Κα­νι­δία με γυ­μνά πό­δια και λυ­μέ­να μαλ­λιά / και μα­ζί με τη γη­ραιό­τε­ρη Σα­γά­να να ουρ­λιά­ζει. Η χλω­μά­δα και των δύο τις κα­θι­στού­σε φρι­χτές στην όψη […].* Για το πρό­σω­πο της Κα­νι­δί­ας υπάρ­χει δι­χο­γνω­μία στην έρευ­να, αν πρό­κει­ται για την Γκρα­τι­δία [Gratidia], μια αρω­μα­το­ποιό και φαρ­μα­κί­δα από την Νά­πο­λη, που απέρ­ρι­ψε τον Ορά­τιο ή αν πρό­κει­ται για κα­θα­ρά επι­νοη­μέ­νη μορ­φή, αλ­λά δεν έχει ση­μα­σία: την βλέ­πω ολο­κά­θα­ρα απέ­να­ντί μου να προ­βαί­νει σε αδια­νό­η­τες πρά­ξεις στους επό­με­νους στί­χους.


John William Waterhouse: «Η Κίρ­κη προ­σφέ­ρο­ντας το κύ­πε­λο στον Οδυσ­σέα»


Η δεύ­τε­ρη εμ­φα­νί­στη­κε πα­νέ­μορ­φη μπρο­στά μου δυο φο­ρές με σάρ­κα και οστά λευ­κών πο­διών πλα­σμέ­νη από τον ζω­γρά­φο John William Waterhouse, της ομο­τα­ξί­ας των προ­ρα­φαη­λι­τών. Ήταν μια από τις σπά­νιες γυ­ναί­κες της Οδύσ­σειας, η Κίρ­κη αυ­το­προ­σώ­πως, και επι­τέ­λους εί­δα το πρό­σω­πό της ή μια εκ­δο­χή του. Στον πί­να­κα Circe Offering the Cup to Ulysses κά­θε­ται στον θρό­νο της με έκ­φρα­ση που προ­δί­δει την έντα­σή της και ετοι­μά­ζε­ται να προ­σφέ­ρει στον Οδυσ­σέα το μα­γι­κό φίλ­τρο της με­τα­μόρ­φω­σής του. Μέ­σα από το διά­φα­νο γα­λα­ζω­πό έν­δυ­μα δια­κρί­νο­νται τα στή­θη, τα γό­να­τα και οι γά­μπες της, ενώ στο κά­τω μέ­ρος του απο­κα­λύ­πτο­νται τα γυ­μνά της πό­δια. Στον πί­να­κα Circe Invidiosa, με πρό­σω­πο πο­λύ πιο σκο­τει­νό, ετοι­μά­ζε­ται να δη­λη­τη­ριά­σει την νύμ­φη Σκύλ­λα ώστε να την με­τα­μορ­φώ­σει σε τέ­ρας, επει­δή προ­τι­μή­θη­κε από τον Γλαύ­κο αντί αυ­τής. Υπάρ­χει, τέ­λος, και μια τρί­τη, ανώ­νυ­μη γυ­ναί­κα από τον ίδιο ζω­γρά­φο, μια μά­γισ­σα ή ιέ­ρεια που χα­ράσ­σει γύ­ρω της έναν προ­στα­τευ­τι­κό κύ­κλο εντός του οποί­ου υπάρ­χουν μό­νο άν­θη και η τε­λε­τουρ­γι­κή μορ­φή της, ενώ έξω από αυ­τόν βρί­σκο­νται διά­φο­ρα σύμ­βο­λα μα­γι­κών δυ­νά­με­ων (The Magic Circle, 1886). Αν μπο­ρού­σα να της μι­λή­σω, θα της έλε­γα πως ακρι­βώς η ξυ­πό­λυ­τη μορ­φή της μα­ζί με τα λου­λού­δια κα­θι­στούν οποιο­δή­πο­τε άλ­λο «μα­γι­κό» στοι­χείο πε­ριτ­τό.



John William Waterhouse: «Circe Invidiosa»



Κι αν κά­πο­τε οι ανα­ρίθ­μη­τες μά­γισ­σες της ιστο­ρί­ας, της λο­γο­τε­χνί­ας και του κι­νη­μα­το­γρά­φου απορ­ρο­φού­σαν στα πέλ­μα­τά τους δυ­νά­μεις ικα­νές να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν οποια­δή­πο­τε επι­θυ­μία τους, ο σύγ­χρο­νος απο­μα­γευ­μέ­νος κό­σμος έχει ορι­στι­κά εξο­ρί­σει τις γυ­ναί­κες του άλο­γου και του θαυ­μα­τουρ­γού· όμως γνω­ρί­ζω κα­λά πως αμέ­τρη­τες ξυ­πό­λη­τες γυ­ναί­κες με μά­γε­ψαν για πά­ντα κι έκτο­τε τις ανα­ζη­τώ για να μη βγω πο­τέ από τον μα­γι­κό τους κύ­κλο.



John William Waterhouse: «Μα­γι­κός Κύ­κλος»






(Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται…)

* […] vidi egomet nigra succinctam vadere palla / Canidiam pedibus nudis passoque capillo, / cum Sagana maiore ululantem: pallor utrasque / fecerat horrendas adspectu. […], βλ. Σά­τι­ρα 1.8 του Ορα­τί­ου, από το πρώ­το βι­βλίο του έρ­γου Sermones ή Saturae [Quintus Horatius Flaccus, Sermo I, 8: Canidia], στ. 23-26 (περ. 35 π.Χ.). Βλ. εν­δει­κτι­κά:https://​fem​inae​roma​nae.​org/​Horace_​Canidia.​html και https://​cla​ssic​sfor​all.​org.​uk/​reading-​room/​book-​reviews/​canidia-​romes-​first-​witch. Ο Ορά­τιος εσκεμ­μέ­να σα­τι­ρί­ζει την Κα­νι­δία ως διε­φθαρ­μέ­νη ιέ­ρεια ώστε να σα­τι­ρί­σει τη λαϊ­κή πί­στη στη μα­γεία και να απο­τρέ­ψει τους Ρω­μαί­ους από το να πλη­ρώ­νουν μά­γισ­σες για τις υπη­ρε­σί­ες τους.


________________
Η ται­νία: Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958). Η γυ­ναί­κα: Kim Novak. Το ποί­η­μα: Quintus Horatius Flaccus, Sermo I, 8: Canidia (περ. 35 π.Χ.). Τα έρ­γα: John William Waterhouse, The Magic Circle (1886), Circe Offering the Cup to Ulysses (1891), Circe Invidiosa (1892).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: