Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

LVI. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 46. Οι μαγεύτριες

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}



Χαίρετε. Με λένε Σέφερντ Χέντερσον και είμαι εκδότης στο Μανχάταν. Διαθέτω την ευθετενή κορμοστασιά και το κυανό βλέμμα του Τζέιμς Στιούαρτ. Σε λίγες μέρες παντρεύομαι την εκλεκτή μου Μερλ και γενικά όλα βαίνουν καλώς. Έχει πολύ κρύο και χιόνι αυτό το χειμώνα στην πόλη μας. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου ζω υπάρχει ένα παράξενο κατάστημα με διάφορα αντικείμενα από «εξωτικές», μάλλον, χώρες – μάσκες, τοτέμ, μπιμπελό, φτερά, τέτοια. Μου κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση αλλά φροντίζω πάντα να χαιρετάω τον γλυπτό κύριο που με κοιτάζει μέσα από το παράθυρο. Εκείνο το βράδυ έπρεπε να κάνω ένα επείγον τηλεφώνημα· ανέβηκα στο διαμέρισμά μου (βιβλία στα ράφια, ποτά σε διάφορα μπουκάλια, πορτατίφ εδώ κι εκεί) και σήκωσα το ακουστικό αλλά το τηλέφωνό μου δεν λειτουργούσε κι έτσι κατέβηκα σε αυτό το κατάστημα. Μου άνοιξε μια ψηλή γυναίκα με κοντά ξανθά μαλλιά. Της ζήτησα συγνώμη για την ενόχληση, συστήθηκα, μένω από πάνω… «Το ξέρω», μου απάντησε, «είμαι η Τζίλιαν Χόλροιντ», και με εξυπηρέτησε.

Η Τζίλιαν φορούσε μαύρο πουλόβερ και μαύρο παντελόνι. Τα πόδια της ήταν γυμνά, η βαφή των νυχιών της κόκκινη. Κάθισε στον καναπέ, ανέβασε τα πόδια της στα μαύρα μαξιλάρια με μια στάση Χ και όσο παρατηρούσε εμφανώς γοητευμένη τον επισκέπτη της να μιλάει στο τηλέφωνο ίσως σκέφτηκε για λίγο μια ζωή με περισσότερη αυθεντική Χαρά. Λίγο αργότερα κατέβηκε η θεία της και παραδέχτηκε πως ήταν υπεύθυνη για την διακοπή της τηλεφωνικής γραμμής του κυρίου Χέντερσον, ώστε να γνωριστεί με την Τζίλιαν. Εκείνη είναι απερίφραστη - δεν παίρνει τους άντρες άλλων γυναικών, και παρακαλεί την θεία της να μην εξασκήσει άλλη φορά μάγια σ’ εκείνο το σπίτι. Το πρόσωπό της παίρνει την έκφραση των πικρών σκέψεων: Οι μη όμοιοί μας δεν πιστεύουν στην ύπαρξή μας. Δεν ευχήθηκες ποτέ να μην ήσουν αυτό που είμαστε; Δεν σκέφτηκες ότι θα μπορούσες να περάσεις την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια μικρή εκκλησία, ακούγοντας κάλαντα αντί για τύμπανα μπόνγκο; Εύχομαι να μπορούσα να περάσω λίγο χρόνο με κανονικούς ανθρώπους, να γνωρίσω κάποιον διαφορετικό.

Βγήκα στο χιονισμένο δρόμο με την μνηστή μου και σε κάποιο σημείο το πεζοδρόμιο ήταν φωτισμένο από μικρά κίτρινα τετραγωνάκια. Έσκυψα και κάτω από το θαμπό γυαλί είδα κινήσεις και άκουσα μακρινή μουσική. Ένα υπόγειο νάιτ κλαμπ, προφανώς, και ίσως ήταν το Zodiac, όπου πηγαίναμε για πρώτη φορά. Εκεί βρισκόταν και η μυστηριώδης γυναίκα του μαγαζιού με τις μάσκες. Καθίσαμε και προέκυψε ότι στο σχολείο κοιμούνταν στον ίδιο κοιτώνα με την μνηστή μου. Η Μερλ την θυμήθηκε: «Εσύ δεν που ερχόσουν στην τάξη ξυπόλητη; Σε έβαλαν υπό επιτήρηση γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;». Ένιωσα κάπως άβολα αλλά η Τζίλιαν είπε πως κάποιος είχε στείλει ένα σημείωμα στον διευθυντή. Ύστερα έγειρε χαμογελαστή στον τούβλινο τοίχο και διαβεβαίωσε την παρέα πώς τώρα πλέον φοράει παπούτσια έξω – οι κόκκινες γόβες της ήταν εμφανείς. H τζαζ ορχήστρα ανέβαζε ρυθμό (δεν γνώριζα πως στα κρουστά ήταν ο αδελφός της) και η Τζίλιαν πέρασε χαμογελαστή στην αντεπίθεση. «Και η Μερλ είχε μια ιδιοτροπία. Τότε είχαμε απίστευτα πολλές καταιγίδες…» ― η φράση κόπηκε και η μνηστή μου σκοτείνιασε. Η Τζίλιαν μόλις είχε ψιθυρίσει στον αδελφό της να παίξουν το Stormy Weather. Η ορχήστρα την πλησίασε από πίσω και τα πνευστά γέμισαν τα αυτιά της, υπενθυμίζοντας, ίσως, τους φρικτούς πονοκεφάλους που συνόδευαν εκείνες τις καταιγίδες, την αδιόρατη τιμωρία της.

Ήταν ψεύτρα και καρφί, διαβεβαίωνε η Τζίλιαν την θεία της και τον αδελφό της κατά την επιστροφή τους από τους άδειους χιονισμένους δρόμους. Για ποιο λόγο υποθέτετε είχαμε τόσες καταιγίδες εκείνη την άνοιξη; Είχε μια τρομερή φήμη ως κλέφτρα μνηστήρων. Άρα δεν πρέπει να έχεις τον παραμικρό ενδοιασμό να της τον κλέψεις, επέμεινε η θεία της… Όχι, δεν ήθελε να τον κλέψει, μόνο αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να τον γοητεύσει χωρίς τα τρικ της. Ο αδελφός της μ’ ένα μαγικό τρόπο αναβόσβησε τις λάμπες των δρόμων κι εκείνη είπε: Άλλωστε μπορούμε να αναβοσβήνουμε τα φώτα των δρόμων αλλά δεν μπορούμε να μετατρέπουμε τροφές σε χρυσάφι.

Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή χτύπησα την πόρτα της και μπήκα στον υποβλητικό της χώρο. «Είναι ωραίο να σας έχω από πάνω», μου είπε, και στη συνήθη μου έκπληξη διευκρίνισε πως μιλά για την αίσθηση της ασφάλειας ενός άντρα γείτονα. Μιλήσαμε, μιλήσαμε, και δεν κατάλαβα πότε μισόκλεισε τα μάτια της, έτοιμη να φιληθεί. Ήμουν σαγηνευμένος από εκείνη την γυναίκα και όφειλα να ξεκαθαριστώ με την Μερλ. Την συνάντησα και της είπα ότι αισθάνομαι ως ένα διαφορετικό πρόσωπο, κάποιος άλλος. Χωρίζουμε; με ρώτησε. Ας πούμε ότι ξεζευγαρώνουμε, της απάντησα.


Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958) Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958)

 

 



Την επόμενη μέρα μας επισκέφτηκε στον εκδοτικό οίκο κάποιος κύριος Ρέντλιτς, ένας μάλλον αλλοπαρμένος συγγραφέας που μας πρότεινε να εκδώσουμε το έργο του Magic in Manhattan and withcraft around us. O δεύτερος όρος αναφέρεται στην μαγεία και για καλό σκοπό, που αποτελεί συνήθως έμφυτο χάρισμα. Όταν είδε την επιφυλακτικότητά μου αναρωτήθηκε αν νομίζω πως όλα αυτά έχουν να κάνουν μόνο με την ζούγκλα και τους τροπικούς και επέμεινε να τον πιστέψω πως όλοι αυτοί ζουν και στην πόλη μας κι έχουν μια ολόκληρη κοινότητα. Έχουν και δικό τους στέκι, το Zodiac. Μάλιστα μου χάρισε και την λεπτομέρεια πως δεν μπορούν ούτε να κλάψουν, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο συνήθιζαν να τους εξορκίζουν: «Χτύπα το κουδούνι, κλείσε το βιβλίο, σβήσε το κερί».
Το ίδιο βράδυ πήγα να την πάρω να βγούμε για χορό και της μίλησα για τον Ρέντλιτς, βέβαιος πως θα ενδιαφερόταν να τον συναντήσει. Δεν κατάλαβα γιατί μελαγχόλησε, φεύγοντας όμως της θύμισα να βάλει τα παπούτσια της. Επέμεινα να της διηγούμαι γι’ αυτόν τον τύπο: άκου, θεωρεί ότι υπάρχουν ακόμα μάγισσες! Στον χορό μας χύθηκε πάνω μου, σα να ήθελε να ξεφύγει από τα πάντα, έτοιμη να διαλυθεί. Επιστρέψαμε σπίτι και καθίσαμε στον καναπέ, κοιτάζοντας την σκούρο μπλε ουρανό πίσω από τις κουρτίνες. Τα γυμνά μας πόδια σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι, τα κόκκινα νύχια της πορφυρά άστρα στη σκοτεινή νύχτα. Όταν σηκώθηκε να φτιάξει τσάι την ακολούθησα στην κουζίνα. Ξέρετε, είμαι ένας ντόμπρος άνδρας, ξέρω τι μου γίνεται, και θέλω να τακτοποιώ τα πάντα. Έτσι όπως μας είδα συντροφιά στο κατεξοχήν οικοκυρικό δωμάτιο, πριν ή μετά την ερωτική πράξη, δεν έχει σημασία, σκέφτηκα πως με αυτή την γυναίκα θα ήθελα να ζω. Και υπήρξα για άλλη μια φορά ευθύς, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, το επιχείρημα πως ένα σωρό χειρόγραφα με περιμένουν στο γραφείο αλλά αδυνατώ να παραμείνω στο γραφείο γιατί τρέχω προς εκείνη, συνεπώς... μήπως θα έπρεπε να ζούμε μαζί ως σύζυγοι, άρα να γίνουμε τέτοιοι; Η Τζίλιαν αναρωτήθηκε αν έχασε κάποιο κεφάλαιο και είπε ότι αδυνατεί να σκεφτεί τον γάμο, γιατί θα έπρεπε να εγκαταλείψει έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης, συμπεριφοράς, ακόμα και ύπαρξης. Κι ύστερα, σα να ήθελε να με διώξει, είπε πως είναι κυνική, ζηλιάρα και εκδικητική, ότι ζούσε για το ιδιαίτερο και όχι για το συνηθισμένο. Μείναμε αμήχανοι και σιωπηλοί, το ρομάντζο της βραδιάς εξαϋλώθηκε.
Ίσως ήταν την επομένη, που ήρθε στο γραφείο μου μ’ ένα μαύρο μαντήλι που συμπλήρωνε την αντίστοιχη μονοχρωμία των υπόλοιπων ρούχων. Είχε, μου είπε, να μου κάνει μια μεγάλη εξομολόγηση. Μήπως ήταν μπλεγμένη σε αντιμαερικανικές δράσεις; Όχι, σε γηγενείς Αμερικανικές. Μου ανέφερε για δυνάμεις που έχουν ορισμένοι άνθρωποι, ότι μπορούν, για παράδειγμα, να αναβοσβήνουν τα φώτα της 57ης Οδού. Υπάρχει πάντα μια λογική εξήγηση σε όλα αυτά, της αντέτεινα. Επέμενε και επέμενα. Φεύγοντας προς το σπίτι παρέμενα δύσπιστος, αποκλείεται να ισχύουν αυτά, αν και, βέβαια, δεν την είχα δει ποτέ να κοκκινίζει… Ύστερα συνάντησα την θεία της στις σκάλες και εκδήλωσε την χαρά της που επιτέλους η Τζιλ μου εξομολογήθηκε το οικογενειακό τους χάρισμα. Την προκάλεσα να μου αναφέρει έστω μια μαγική πράξη της Τζίλιαν και της ξέφυγε η ιστορία με τις καταιγίδες. Οργισμένος αντιλήφθηκα πως η Τζίλιαν με εξαπάτησε εις βάρος της Μερλ. Έσπευσα να την συναντήσω και της μίλησα άγρια, όσο κι αν με διαβεβαίωνε πως δεν έχει ερωτευτεί κανέναν τόσο πολύ. Ήμουν βέβαιος πως όλα έγιναν για να τιμωρήσει την καταδότρια της ξυπόλητης παρουσίας της στο πανεπιστήμιο. Και της είπα να μην προσποιηθεί πως κλαίει, γιατί ούτε αυτό δεν μπορεί, αγνοώντας τα γυαλισμένα της μάτια.

Η Τζίλιαν στέκεται ξυπόλητη μπροστά από τις μάσκες που κρέμονται στον τοίχο. Αυτές είναι ατάραχες και αινιγματικές, εκείνη αγέλαστη και μελαγχολική. Στο τέλος, μονολογεί, καταλήγουμε στον μικρόκοσμό μας, χωρισμένοι απ’ όλους. Τότε έρχεται ο Σέφερντ για να της ανακοινώσει τον χωρισμό τους και την μετακόμισή του σε άλλο διαμέρισμα. Φιλονικία, λογομαχία, απειλές, η κλίμακα των εραστών που βλέπουν το τέλος τους. Λίγο αργότερα ο μαγικός της γάτος ξεφεύγει στον δρόμο και αυτή, πάντα ξυπόλητη, τον αναζητά στο χιόνι που έχει γίνει πάγος και λάσπη. Στα μάτια της εμφανώς κυλάνε δάκρυα. Τα μάγια αρχίζουν να λύνονται.

Ο γάτος εμφανίστηκε στο παράθυρο πίσω από το γραφείο μου. Τον αναγνώρισα, φυσικά, πάντα με κοιτούσε περίεργα στο σπίτι της. Τον έκλεισα σε ένα καλάθι αχρήστων και πήγα να της τον παραδώσω. Με υποδέχτηκε με λευκά και κίτρινα ρούχα και κίτρινες γόβες. Έμεναν λίγες λέξεις ακόμα για να τσακωθούμε και ύστερα κοιταχτήκαμε με θλίψη, χαμόγελο, θρίαμβο και ανακούφιση. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε στο αιώνιο εικόνισμα του ευτυχισμένου τέλους. Η τελευταία μου φράση, σε απόσταση αναπνοής από τα χείλη και τα μάτια της: «Ποιος μπορεί τελικά να πει τι είναι μαγεία;». Εδώ σας αφήνω, να ζήσετε εσείς καλά κι εμείς καλύτερα. Χαίρετε.
Άφησα τον εαυτό μου ως Σέφερντ Χέντερσον να αγαλλιάζεται αγκαλιαζόμενος με την Τζίλιαν στην μόνη χειροπιαστή μαγεία του μοντέρνου κόσμου, τον ανεξαρτήτου διάρκειας έρωτα, αφού ο έρωτας μπορεί να μαγεύει τα πάντα, αντικαθιστώντας κάθε παλιά μαγεία, και επέστρεψα στην ιδιότητα του Εγκυκλοπαιδιστή. Στο σχετικό λήμμα περιλαμβάνω την αδιάσειστη απόδειξη της Μαγεύτριας Τζίλιαν, τα γυμνά πόδια της οποίας υπήρξαν απαραίτητο στοιχείο των δυνάμεών της, από το πανεπιστήμιο έως το κατάστημά της και, φυσικά, το σπίτι. Τα ίδια αυτά πόδια έτσι όπως διασταυρώθηκαν στην σκηνή του τραπεζιού με εκείνα του εκλεκτού της, εμφανώς τον έδεσαν με τα αυτοφυή μάγια της ξυπόλητης γυναίκας. Αντίστροφα, η υπόδυσή της σηματοδότησε την επιστροφή της στον απομαγευμένο κόσμο και τους «κανονικούς» ανθρώπους.
Αν, λοιπόν, τα παπούτσια κάποτε θεωρήθηκαν σαν όριο και φραγή στην επαφή με χοϊκά ή θεϊκά στοιχεία και στην αίσθηση του μεταφυσικού ή υπερφυσικού, έπρεπε να βρω δυο πρόσθετες αποδείξεις από μια γραπτή και μια εικονιστική τέχνη, ώστε να θεμελιωθεί πλήρως η αρχή μιας σχετικής θεωρίας. Η πρώτη βρέθηκε σε στίχους μιας Σάτιρας του Οράτιου, όπου ο Πρίαπος, άγαλμα στους Κήπους του Γάιου Μαικήνα στον Εσκουιλίνο Λόφο της Ρώμης, διηγείται: […] είδα ντυμένη με μαύρο μανδύα να περιπλανιέται / την Κανιδία με γυμνά πόδια και λυμένα μαλλιά / και μαζί με τη γηραιότερη Σαγάνα να ουρλιάζει. Η χλωμάδα και των δύο τις καθιστούσε φριχτές στην όψη […].* Για το πρόσωπο της Κανιδίας υπάρχει διχογνωμία στην έρευνα, αν πρόκειται για την Γκρατιδία [Gratidia], μια αρωματοποιό και φαρμακίδα από την Νάπολη, που απέρριψε τον Οράτιο ή αν πρόκειται για καθαρά επινοημένη μορφή, αλλά δεν έχει σημασία: την βλέπω ολοκάθαρα απέναντί μου να προβαίνει σε αδιανόητες πράξεις στους επόμενους στίχους.


John William Waterhouse: «Η Κίρκη προσφέροντας το κύπελο στον Οδυσσέα»


Η δεύτερη εμφανίστηκε πανέμορφη μπροστά μου δυο φορές με σάρκα και οστά λευκών ποδιών πλασμένη από τον ζωγράφο John William Waterhouse, της ομοταξίας των προραφαηλιτών. Ήταν μια από τις σπάνιες γυναίκες της Οδύσσειας, η Κίρκη αυτοπροσώπως, και επιτέλους είδα το πρόσωπό της ή μια εκδοχή του. Στον πίνακα Circe Offering the Cup to Ulysses κάθεται στον θρόνο της με έκφραση που προδίδει την έντασή της και ετοιμάζεται να προσφέρει στον Οδυσσέα το μαγικό φίλτρο της μεταμόρφωσής του. Μέσα από το διάφανο γαλαζωπό ένδυμα διακρίνονται τα στήθη, τα γόνατα και οι γάμπες της, ενώ στο κάτω μέρος του αποκαλύπτονται τα γυμνά της πόδια. Στον πίνακα Circe Invidiosa, με πρόσωπο πολύ πιο σκοτεινό, ετοιμάζεται να δηλητηριάσει την νύμφη Σκύλλα ώστε να την μεταμορφώσει σε τέρας, επειδή προτιμήθηκε από τον Γλαύκο αντί αυτής. Υπάρχει, τέλος, και μια τρίτη, ανώνυμη γυναίκα από τον ίδιο ζωγράφο, μια μάγισσα ή ιέρεια που χαράσσει γύρω της έναν προστατευτικό κύκλο εντός του οποίου υπάρχουν μόνο άνθη και η τελετουργική μορφή της, ενώ έξω από αυτόν βρίσκονται διάφορα σύμβολα μαγικών δυνάμεων (The Magic Circle, 1886). Αν μπορούσα να της μιλήσω, θα της έλεγα πως ακριβώς η ξυπόλυτη μορφή της μαζί με τα λουλούδια καθιστούν οποιοδήποτε άλλο «μαγικό» στοιχείο περιττό.



John William Waterhouse: «Circe Invidiosa»



Κι αν κάποτε οι αναρίθμητες μάγισσες της ιστορίας, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου απορροφούσαν στα πέλματά τους δυνάμεις ικανές να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε επιθυμία τους, ο σύγχρονος απομαγευμένος κόσμος έχει οριστικά εξορίσει τις γυναίκες του άλογου και του θαυματουργού· όμως γνωρίζω καλά πως αμέτρητες ξυπόλητες γυναίκες με μάγεψαν για πάντα κι έκτοτε τις αναζητώ για να μη βγω ποτέ από τον μαγικό τους κύκλο.



John William Waterhouse: «Μαγικός Κύκλος»






(Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται…)

* […] vidi egomet nigra succinctam vadere palla / Canidiam pedibus nudis passoque capillo, / cum Sagana maiore ululantem: pallor utrasque / fecerat horrendas adspectu. […], βλ. Σάτιρα 1.8 του Ορατίου, από το πρώτο βιβλίο του έργου Sermones ή Saturae [Quintus Horatius Flaccus, Sermo I, 8: Canidia], στ. 23-26 (περ. 35 π.Χ.). Βλ. ενδεικτικά:https://feminaeromanae.org/Horace_Canidia.html και https://classicsforall.org.uk/reading-room/book-reviews/canidia-romes-first-witch. Ο Οράτιος εσκεμμένα σατιρίζει την Κανιδία ως διεφθαρμένη ιέρεια ώστε να σατιρίσει τη λαϊκή πίστη στη μαγεία και να αποτρέψει τους Ρωμαίους από το να πληρώνουν μάγισσες για τις υπηρεσίες τους.


________________
Η ταινία: Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958). Η γυναίκα: Kim Novak. Το ποίημα: Quintus Horatius Flaccus, Sermo I, 8: Canidia (περ. 35 π.Χ.). Τα έργα: John William Waterhouse, The Magic Circle (1886), Circe Offering the Cup to Ulysses (1891), Circe Invidiosa (1892).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: