Χαίρετε. Με λένε Σέφερντ Χέντερσον και είμαι εκδότης στο Μανχάταν. Διαθέτω την ευθετενή κορμοστασιά και το κυανό βλέμμα του Τζέιμς Στιούαρτ. Σε λίγες μέρες παντρεύομαι την εκλεκτή μου Μερλ και γενικά όλα βαίνουν καλώς. Έχει πολύ κρύο και χιόνι αυτό το χειμώνα στην πόλη μας. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου ζω υπάρχει ένα παράξενο κατάστημα με διάφορα αντικείμενα από «εξωτικές», μάλλον, χώρες – μάσκες, τοτέμ, μπιμπελό, φτερά, τέτοια. Μου κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση αλλά φροντίζω πάντα να χαιρετάω τον γλυπτό κύριο που με κοιτάζει μέσα από το παράθυρο. Εκείνο το βράδυ έπρεπε να κάνω ένα επείγον τηλεφώνημα· ανέβηκα στο διαμέρισμά μου (βιβλία στα ράφια, ποτά σε διάφορα μπουκάλια, πορτατίφ εδώ κι εκεί) και σήκωσα το ακουστικό αλλά το τηλέφωνό μου δεν λειτουργούσε κι έτσι κατέβηκα σε αυτό το κατάστημα. Μου άνοιξε μια ψηλή γυναίκα με κοντά ξανθά μαλλιά. Της ζήτησα συγνώμη για την ενόχληση, συστήθηκα, μένω από πάνω… «Το ξέρω», μου απάντησε, «είμαι η Τζίλιαν Χόλροιντ», και με εξυπηρέτησε.
Η Τζίλιαν φορούσε μαύρο πουλόβερ και μαύρο παντελόνι. Τα πόδια της ήταν γυμνά, η βαφή των νυχιών της κόκκινη. Κάθισε στον καναπέ, ανέβασε τα πόδια της στα μαύρα μαξιλάρια με μια στάση Χ και όσο παρατηρούσε εμφανώς γοητευμένη τον επισκέπτη της να μιλάει στο τηλέφωνο ίσως σκέφτηκε για λίγο μια ζωή με περισσότερη αυθεντική Χαρά. Λίγο αργότερα κατέβηκε η θεία της και παραδέχτηκε πως ήταν υπεύθυνη για την διακοπή της τηλεφωνικής γραμμής του κυρίου Χέντερσον, ώστε να γνωριστεί με την Τζίλιαν. Εκείνη είναι απερίφραστη - δεν παίρνει τους άντρες άλλων γυναικών, και παρακαλεί την θεία της να μην εξασκήσει άλλη φορά μάγια σ’ εκείνο το σπίτι. Το πρόσωπό της παίρνει την έκφραση των πικρών σκέψεων: Οι μη όμοιοί μας δεν πιστεύουν στην ύπαρξή μας. Δεν ευχήθηκες ποτέ να μην ήσουν αυτό που είμαστε; Δεν σκέφτηκες ότι θα μπορούσες να περάσεις την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια μικρή εκκλησία, ακούγοντας κάλαντα αντί για τύμπανα μπόνγκο; Εύχομαι να μπορούσα να περάσω λίγο χρόνο με κανονικούς ανθρώπους, να γνωρίσω κάποιον διαφορετικό.
Βγήκα στο χιονισμένο δρόμο με την μνηστή μου και σε κάποιο σημείο το πεζοδρόμιο ήταν φωτισμένο από μικρά κίτρινα τετραγωνάκια. Έσκυψα και κάτω από το θαμπό γυαλί είδα κινήσεις και άκουσα μακρινή μουσική. Ένα υπόγειο νάιτ κλαμπ, προφανώς, και ίσως ήταν το Zodiac, όπου πηγαίναμε για πρώτη φορά. Εκεί βρισκόταν και η μυστηριώδης γυναίκα του μαγαζιού με τις μάσκες. Καθίσαμε και προέκυψε ότι στο σχολείο κοιμούνταν στον ίδιο κοιτώνα με την μνηστή μου. Η Μερλ την θυμήθηκε: «Εσύ δεν που ερχόσουν στην τάξη ξυπόλητη; Σε έβαλαν υπό επιτήρηση γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;». Ένιωσα κάπως άβολα αλλά η Τζίλιαν είπε πως κάποιος είχε στείλει ένα σημείωμα στον διευθυντή. Ύστερα έγειρε χαμογελαστή στον τούβλινο τοίχο και διαβεβαίωσε την παρέα πώς τώρα πλέον φοράει παπούτσια έξω – οι κόκκινες γόβες της ήταν εμφανείς. H τζαζ ορχήστρα ανέβαζε ρυθμό (δεν γνώριζα πως στα κρουστά ήταν ο αδελφός της) και η Τζίλιαν πέρασε χαμογελαστή στην αντεπίθεση. «Και η Μερλ είχε μια ιδιοτροπία. Τότε είχαμε απίστευτα πολλές καταιγίδες…» ― η φράση κόπηκε και η μνηστή μου σκοτείνιασε. Η Τζίλιαν μόλις είχε ψιθυρίσει στον αδελφό της να παίξουν το Stormy Weather. Η ορχήστρα την πλησίασε από πίσω και τα πνευστά γέμισαν τα αυτιά της, υπενθυμίζοντας, ίσως, τους φρικτούς πονοκεφάλους που συνόδευαν εκείνες τις καταιγίδες, την αδιόρατη τιμωρία της.
Ήταν ψεύτρα και καρφί, διαβεβαίωνε η Τζίλιαν την θεία της και τον αδελφό της κατά την επιστροφή τους από τους άδειους χιονισμένους δρόμους. Για ποιο λόγο υποθέτετε είχαμε τόσες καταιγίδες εκείνη την άνοιξη; Είχε μια τρομερή φήμη ως κλέφτρα μνηστήρων. Άρα δεν πρέπει να έχεις τον παραμικρό ενδοιασμό να της τον κλέψεις, επέμεινε η θεία της… Όχι, δεν ήθελε να τον κλέψει, μόνο αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να τον γοητεύσει χωρίς τα τρικ της. Ο αδελφός της μ’ ένα μαγικό τρόπο αναβόσβησε τις λάμπες των δρόμων κι εκείνη είπε: Άλλωστε μπορούμε να αναβοσβήνουμε τα φώτα των δρόμων αλλά δεν μπορούμε να μετατρέπουμε τροφές σε χρυσάφι.
Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή χτύπησα την πόρτα της και μπήκα στον υποβλητικό της χώρο. «Είναι ωραίο να σας έχω από πάνω», μου είπε, και στη συνήθη μου έκπληξη διευκρίνισε πως μιλά για την αίσθηση της ασφάλειας ενός άντρα γείτονα. Μιλήσαμε, μιλήσαμε, και δεν κατάλαβα πότε μισόκλεισε τα μάτια της, έτοιμη να φιληθεί. Ήμουν σαγηνευμένος από εκείνη την γυναίκα και όφειλα να ξεκαθαριστώ με την Μερλ. Την συνάντησα και της είπα ότι αισθάνομαι ως ένα διαφορετικό πρόσωπο, κάποιος άλλος. Χωρίζουμε; με ρώτησε. Ας πούμε ότι ξεζευγαρώνουμε, της απάντησα.