Το να γελάς και να κλαις, την ίδια στιγμή, είναι μια αυτονόητη ανθρώπινη έκφραση. Από εκείνες τις σπάνιες ιδιότητες της ύπαρξής σου τις οποίες ευλαβικά ασκείς χωρίς απαραίτητα να περιμένεις ανταπόκριση. Κάνεις αυτό που αισθάνεσαι γιατί πολύ απλά είσαι ένας ακόμη δρών μέσα στους τόσους πολλούς, όμως διαφορετικός, ξεχωριστός με τις αδυναμίες και τις εμμονές σου. Ακόμη και τώρα, στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα που λένε πως μπορεί να κάνει τα πάντα, δημιουργώντας μια άλλη διάσταση, ερήμην της ανθρώπινης κατάστασης των πραγμάτων. Η τελευταία ταινία μυθοπλασίας του Βιμ Βέντερς μάλλον αμφισβητεί, σε ενεστώτα χρόνο και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, ορισμένες από τις βεβαιότητες αυτής της, περισσότερες φορές, ανόητα και σίγουρα άκριτα επαυξημένης, τεχνολογικά διαμεσολαβημένης κοινωνικής ζωής.
Τόκιο, 2023. Ο κύριος Χιραγιάμα (Κότζι Γιακούσο, πρώτο βραβείο υποκριτικής στο πρόσφατο φεστιβάλ των Καννών), ένας όμορφος μεσήλικας, κάπου στα εξήντα ή και λίγο μεγαλύτερος, μόνος αλλά όχι μοναχικός, μάλλον μας ξενίζει με το μεράκι του, με τον τρόπο που φροντίζει τις δημόσιες τουαλέτες σεβόμενος, όμως, πρώτα από όλα τις δικές του ανάγκες. Η καθημερινότητά του, αυτή είναι η πηγή της ταινίας, εξελίσσεται έχοντας τα δικά της διακριτά μοτίβα που την κάνουν να εναρμονίζεται μόνο με όσες από εκείνες τις απρόοπτες ενδείξεις φέρουν μαζί τους την αυθεντία της συνειδητής εξαίρεσης. Να προσφέρεις χωρίς δεύτερη σκέψη, απλόχερα τη βοήθεια σου στον πιτσιρικά συνεργάτη σου για να πραγματοποιήσει το εφήμερο όνειρό του, να παίζεις το παιχνίδι των σκιών με έναν βαριά άρρωστο που μόλις γνώρισες ή την ταπεινή τρίλιζα δίχως να έχεις ποτέ συναντήσει αυτόν ή αυτή που θα κάνει την επόμενη κίνηση, αδιάφορο αν θα είναι μια λάθος κίνηση.
Κάθε πρωί ξυπνά από τον γλυκό θόρυβο που προκαλεί η σκούπα της κυρίας που σκουπίζει τον δρόμο κάτω από το παράθυρό του. Τακτοποιεί το κρεβάτι του. Σηκώνεται. Βουρτσίζει επιμελώς τα δόντια, σενιάρει το μουστάκι του ενώ αμέσως μετά περιποιείται με περίσσεια προσοχή και αγάπη τα φυτά του. Λίγο πριν περάσει την εξώπορτα του σπιτιού του και γευτεί τις πρώτες γεμάτες γουλιές καφέ από τον αυτόματο πωλητή που βρίσκεται λίγα μέτρα πιο πέρα, ο ήρωάς μας σηκώνει ψηλά το κεφάλι. Χαμογελά προς τον ουρανό, αδιάφορο αν αυτός είναι καθαρός ή συννεφιασμένος σαν να ευχαριστεί το σύμπαν που για μια ακόμη ημέρα αυτός είναι καλά. Τακτοποιείται στο λιλιπούτειο βαν του. Βάζει μπροστά. Ότις Ρέντινγκ, Άνιμαλς, Πάτι Σμιθ, Κινκς, Βαν Μόρισον, Ρόλινγκ Στόουνς, Λου Ριντ (το τραγούδι του τελευταίου, «Perfect Days», έχει τιτλοδοτήσει και την ταινία), τον συντροφεύουν στο δρόμο προς την εργασία του με τη βοήθεια των αναλογικών κασετών που συνεχίζει πεισματικά να χρησιμοποιεί, αγνοώντας τι πράγμα είναι αυτό το Spotify. Περνάει τη μεσημεριανή του ανάπαυλα στον περίβολο ενός βουδιστικού ναού, χαιρετώντας με ιδιαίτερη συστολή και σεβασμό τον συνάνθρωπό του που εξασκείται στο Ταό και φωτογραφίζει με μια παλιά, αναλογική κάμερα το φως του ήλιου καθώς αυτό ξεγλιστρά από τις φυλλωσιές των δέντρων του πάρκου. Επιστρέφει στο σπίτι για να αλλάξει ρούχα και να πάρει το ποδήλατο. Παρακολουθεί αγώνες σούμο στα δημόσια λουτρά και μπέιζμπολ ενόσω απολαμβάνει το βραδινό του. Αποκοιμιέται διαβάζοντας από δεύτερο χέρι Φόκνερ και Χάισμιθ.
Η κινηματογράφηση του Βέντερς φαίνεται να κλείνει το μάτι στις πρωταρχικές του καταβολές (δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το όνομα του πρωταγωνιστή θα το συναντήσουμε σε τουλάχιστον δύο από τις ταινίες του μεγάλου δασκάλου του, Γιασουτσίρο Όζου). Πλάνα που δεν έχουν την παραμικρή ανάγκη να εντυπωσιάσουν αφού είναι συστατικά στοιχεία μιας ιστορίας η οποία είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη στους κανόνες ενός καταλαγιασμένου ποιητικού οίστρου. Το βλέμμα του δημιουργού είναι διακριτικό, ξεκάθαρο, λείο και καθόλα τίμιο, σίγουρο για τις προθέσεις του αλλά και αδιάφορο για όσα επιτείνουν μια συνθήκη επιδεικτικού, ανούσιου φλουταρίσματος της ζωής μας. Αυτές τις περίπου δύο ώρες, γινόμαστε μέτοχοι μιας απροσποίητη ηρεμίας, μιας αδιόρατης απλότητας χωρίς ίχνος επιτήδευσης, αδιαμεσολάβητων, ειλικρινών εικόνων οι οποίες αναδεικνύουν μόνο εκείνα τα φυσικά στοιχεία που ταιριάζουν με την αλώβητη ουτοπία. Ο χωρίς πόζα, υποδόριος ρυθμός της ταινίας μας συνεπαίρνει σε ένα ταξίδι που δεν κρατά πάρα μόνο τόσο όσο για να μείνουμε με την αίσθηση μιας γλυκιάς ανολοκλήρωτης επιθυμίας, όμως ξεκούραστοι και γεμάτοι από σινεματική πρώτη ύλη.
Στη χώρα του ενός εκατομμυρίου «μεταμοντέρνων ερημιτών» (οι γνωστοί και ως Χικικομόρι, μοναχικοί, δηλαδή, έφηβοι και ενήλικες που αποσύρονται από την κοινωνία επιλέγοντας την απόλυτη απομόνωση που οδηγεί σε έναν εκούσιο εγκλεισμό) προφανώς δεν είναι όλα τέλεια. Ούτε, βέβαια, και η ζωή του κυρίου Χιραγιάμα. Η ξαφνική και απρόσμενη έλευση της ανιψιάς του (είναι χαρακτηριστικό πως η μικρή Νίκο κρατάει την ίδια αναλογική κάμερα με αυτήν του θείου της ενώ του υπενθυμίζει πως από παλιά ήθελε να μείνει στο δικό του σπίτι) τον φέρνει αντιμέτωπο με το παρελθόν του, με τις κακές οικογενειακές σχέσεις, με την πλούσια αδερφή του την οποία δεν διστάζει να αγκαλιάσει αποχαιρετώντας την, βάζοντας ένα τέλος στο σύντομο αυτό διάλειμμα, και αρνούμενος αμήχανα να επισκεφτεί τον πάσχοντα από άνοια πατέρα του. Η ρουτίνα με επίκεντρο την μοναξιά του έχει, για λίγο έστω, αμφισβητηθεί. Ποιος αλήθεια μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, της ταινίας, βέβαια; Ίσως ακόμη και να υπονοείται ότι ο ήρωάς μας δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις δικές του προκλήσεις και για αυτό επέλεξε την παραίτηση, συμβιβαζόμενος με μια υποδεέστερη δουλειά. Μπορεί και να μην κατάφερε να ενταχθεί σε ένα προφανές και πάνω από όλα, αποδεκτό, «φυσιολογικό» κοινωνικό δίκτυο.
Πάντως, για να επιστρέψουμε στην πραγματική ζωή που συνήθως ξεπερνά ακόμη και την πιο ευφάνταστη μυθοπλασία, όταν ρώτησαν τον Γιακούσο, στο πλαίσιο μιας συνέντευξης που έδωσε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Movie Web, σχετικά με το τελευταίο πλάνο των «Υπέροχων ημερών» όπου ο ίδιος δεν είναι ξεκάθαρο αν γελάει ή αν κλαίει, απάντησε: «… κάτι που σίγουρα μπορώ να πω είναι ότι οι άνθρωποι δεν γελάνε ή δεν κλαίνε μόνο όταν αισθάνονται χαρούμενοι ή δυστυχισμένοι. Μπορεί να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Εκείνη τη στιγμή (ο ήρωας) μπορεί να γελούσε επειδή δεν γνώριζε γιατί έκλαιγε. Όμως από μια άλλη πλευρά, νομίζω ότι επρόκειτο να έχει ένα πολύ ευτυχισμένο μέλλον. Μια ευτυχισμένη ζωή. Και για εμένα (το τέλος της ταινίας), ήταν μια πολύ ελπιδοφόρα στιγμή.»