«Ανωτέρα βία» (2014), του Ρούμπεν Έστλουντ

«Ανωτέρα βία» (2014), του Ρούμπεν Έστλουντ




Οι καλές κωμωδίες λειτουργούν, πολλές φορές, είτε ως παυσίλυπα, είτε ως μηχανισμοί εκτόνωσης για την υπερβολική ένταση που μαζεύεται με τη σκέψη (η τραγωδία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στο ότι του συμβαίνουν άσχημα πράγματα, αλλά στο ότι τα σκέφτεται, στο ότι δεν μπορεί να μην τα σκέφτεται)∙ οι σπουδαίες κωμωδίες, πάλι, κάνουν κάτι άλλο: σου επιτρέπουν να γελάσεις με διαπιστώσεις που, κατά βάση, είναι στενάχωρες, ίσως και κάπως τρομακτικές -αν το καλοσκεφτείς. Κι αυτό είναι που θέλουν: να το καλοσκεφτείς. Με το «Force Majeure», δεν υπάρχει αμφιβολία, ο Ruben Östlund υπέγραψε μια απ’ τις σπουδαίες κωμωδίες του 21ου αιώνα∙ γελάς με όσα συμβαίνουν στους ήρωες της ταινίας, αλλά γελάς γιατί δεν είσαι στη θέση τους -και επειδή δεν θα ήθελες να είσαι στη θέση τους.

Υπάρχουν ορισμένες θεωρίες ―κάποιοι θα τις ονόμαζαν «στερεότυπα»― με βάση τις οποίες ρυθμίζονται οι πολιτισμένες κοινωνίες: ότι η αγάπη των γονιών για τα παιδιά είναι τόσο μεγάλη που φτάνει μέχρι την αυτοθυσία, ότι οι άντρες ―ως πατεράδες, ως σύζυγοι― είναι γεννημένοι προστάτες, ότι δεν υπάρχει ρίσκο που δεν θα πάρει ένας άντρας για να διαφυλάξει την οικογένειά του από έναν οποιοδήποτε κίνδυνο κτλ. Για όσο δεν καθίσταται αναπόφευκτο να δοκιμαστούν στην πράξη αυτές οι θεωρίες, όλα καλά. Τι συμβαίνει, όμως, όταν, μία στο τόσο, αυτές οι θεωρίες πρέπει να αποδειχτεί ότι στέκουν; Και τι γίνεται, αν φανεί ότι δεν στέκουν, ότι είναι κίβδηλες ιδεολογικές κατασκευές στις οποίες οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να πιστεύουν για ν' αντέχουν; Πάνω σ’ αυτά τα ερωτήματα χτίζει τη μοραλιστική του κωμωδία ο Ρούμπεν Έστλουντ, μια κωμωδία που είναι, βεβαίως, βαθιά τραγική, και που όταν παύει να λειτουργεί ο αμυντικός μηχανισμός του γέλιου, σ’ αφήνει μουδιασμένο. Και τότε, αναπόφευκτα, αρχίζεις να σκέφτεσαι τα ζητήματα που θέτει∙ οπότε τα πράγματα σταματάνε να είναι (μόνο) διασκεδαστικά.

Πολλοί είδαν στο «Force Majeure» μια κριτική της τοξικής αρρενωπότητας, των έμφυλων ρόλων ή στερεοτύπων, του αστικού εφησυχασμού, της ψευδαίσθησης ασφάλειας που αποτελεί θεμέλιο της υποκριτικής, πολιτισμένης ανωτερότητας με την οποία η μπουρζουαζία, διαχρονικά, αποφεύγει να αναμετρηθεί με την τραγικότητα της ύπαρξης, με την εγγενή επισφάλειά της, με την ενδεχομενικότητά της, με τη φαρσική της διάσταση. Είναι όλα τα προηγούμενα, αλλά αν σταθείς μόνο σ’ αυτά (στους κοινωνικούς ή έμφυλους ρόλους, στο ταξικό, στη σάτιρα ηθών), θα χάσεις το μείζον εδώ, που είναι πανανθρώπινο, διαχρονικό, οντολογικό. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι, ανεξάρτητα απ’ τη θέση τους στο κοινωνικό οικοδόμημα, απ’ τις οικονομικές τους δυνατότητες ή απ’ την κουλτούρα τους, είναι όλοι τους ανεξαιρέτως, εύθραυστα πλάσματα∙ βορά στο τυχαίο, το αστάθμητο, τη σύμπτωση, (επιλέγουν να) ξεχνούν ότι η επιβίωσή τους εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες που βρίσκονται πέρα απ’ τον έλεγχό τους. Κι όχι μόνο η σωματική αλλά κι η ψυχολογική τους ακεραιότητα, διακυβεύεται ανά πάσα ώρα και στιγμή. Το μυστικό, βρίσκεται στην εμπιστοσύνη: εμπιστοσύνη στο ότι ο κόσμος θα συνεχίσει την προδιαγεγραμμένη πορεία του χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις, στο ότι οι άλλοι θα κάνουν τη δουλειά τους όπως πρέπει, ώστε κανένας κίνδυνος να μην τους απειλήσει. Αν αυτή η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο άτομο και τον κόσμο, διαρραγεί (διαλύοντας και την ψευδαίσθηση ελέγχου που της είναι σύμφυτη), όλα παίρνουν την κάτω βόλτα.

Περί αυτού πρόκειται εδώ. Και δεν επιλέγει τυχαία ο Έστλουντ να δοκιμάσει τους καλοβαλμένους αστούς του, την τέλεια -βγαλμένη θα έλεγες από διαφήμιση οδοντόκρεμας- σουηδική οικογένεια που κάνει τις διακοπές της στις γαλλικές Άλπεις, απολαμβάνοντας την -εντελώς αστική- διασκέδαση του σκι στις κατάλευκες πλαγιές : θέλει να πει ότι (κόντρα σε όλα όσα τους έμαθαν) ακόμα κι οι πλούσιοι καμιά φορά κινδυνεύουν. Κι επειδή ο κίνδυνος, η σοβαρή απειλή, θέτει σε δοκιμασία τους χαρακτήρες των ανθρώπων, αποκαλύπτοντας από τι είναι φτιαγμένοι, ακόμα κι οι πλούσιοι, πολιτισμένοι, άμεμπτοι οικογενειάρχες, μπορεί να αποδειχτούν αξιολύπητα ανθρωπάκια. Ο κακόμοιρος ο Τόμας, βλέποντας μια χιονοστιβάδα να πλησιάζει απειλητικά το εστιατόριο του ξενοδοχείου στο οποίο τρώει με την οικογένειά του, «τα κάνει πάνω του», κατά το κοινώς λεγόμενο, και το βάζει στα πόδια αδιαφορώντας για τη γυναίκα και τα παιδιά του (σημαντική λεπτομέρεια: αρπάζει ενστικτωδώς το κινητό του παρ’ όλα αυτά). Και σα να μην έφτανε αυτό, προσπαθεί να βγάλει και τρελή τη σύζυγό του από πάνω, όταν του επισημαίνει ότι έτρεξε να φύγει, επιμένοντας ότι τα πράγματα «δεν έγιναν έτσι» και πως αυτή είναι απλώς «η δική της εκδοχή». Υπάρχει, λοιπόν, απ’ τη μία το δράμα του Τόμας, που καταλαβαίνει ότι δεν είναι ο άντρας που πίστευε ότι είναι, υπάρχει το δράμα της Έιμπα, της γυναίκας του, που συνειδητοποιεί ότι παντρεύτηκε έναν δειλό και ψεύτη (στον οποίο δεν μπορεί να βασίζεται στα δύσκολα), υπάρχει και το δράμα των παιδιών τους που αδιαφορούν για το τι είναι ή δεν είναι ο πατέρας τους (οι κοινωνικοί ρόλοι δεν έχουν καμία σημασία στον κόσμο τους, ακόμα), απλώς δεν θέλουν να χωρίσουν οι γονείς τους. Τρία δράματα που συνθέτουν μια -πικρή, πικρότατη- κωμωδία. Γιατί, κατά βάθος, είναι κωμικά όλα αυτά. Γιατί, τι φταίνε οι καημένοι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα κοινωνικά πρότυπα, στις εξαντλητικές απαιτήσεις του πολιτισμού που έφτιαξαν με απλησίαστα ιδανικά και απάτητες κορφές ηθικής; Τι φταίνε αν, κάτω απ’ όλα τα εύθραυστα ιδεολογικά εποικοδομήματα, κάνει πάντα κουμάντο, τυφλό και αδιάφορο προς κάθε ηθικό κανόνα, κάθε υψηλή ιδέα, γυμνό το ένστικτο της επιβίωσης και μόνο αυτό; Κοντολογίς, τα ανθρώπινα πλάσματα είναι πάντα αθώα: ένοχη είναι η κοινωνία, ο πολιτισμός. Κι η αθωότητά τους είναι, ταυτόχρονα, αστεία και θλιβερή, σε κοσμολογική κλίμακα.

Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, ο Έστλουντ δεν βάζει στην ίδια μοίρα το αρσενικό και το θηλυκό. Η μητέρα παραμένει αμετακίνητη στη θέση της, δεν τρέχει να γλιτώσει, τη νοιάζει μόνο να σώσει τα παιδιά της, να τα προστατέψει∙ ο πατέρας είναι που αποδεικνύεται «λίγος». Και δεν ξέρεις ποιον να πρωτολυπηθείς τελικά: τον Τόμας που είναι πια αναγκασμένος να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την ανεπάρκειά του, την ανδρική του αποτυχία ή την Έιμπα που σε μια στιγμή διαλύονται οι αυταπάτες πάνω στις οποίες θεμελίωσε τη ζωή της; Αν πίσω απ’ την κάμερα βρισκόταν ο Μίκαελ Χάνεκε, το «Force Majeure» πιθανότατα θα έκλεινε με την απελπισμένη -ή μηδενιστική- διαπίστωση ότι η αγάπη δεν αρκεί (αν η αγάπη δεν είναι κι αυτή επίσης μια καθησυχαστική ψευδαίσθηση στο αποστειρωμένο σύμπαν των βολεμένων ατομικιστών), και πως όταν τα πράγματα ζορίζουν, ο καθένας είναι μόνος του, για τον εαυτό του∙ ο Έστλουντ, όμως, δεν είναι (τόσο) κυνικός, ή ίσως είναι περισσότερο είρωνας. Γι’ αυτό κλείνει (ουσιαστικά, όχι τυπικά) το έργο του στην αριστουργηματική σκηνή μέσα στη χιονοθύελλα, όπου το κάλεσμα για βοήθεια της γυναίκας που κινδυνεύει (; ), σώζει το πληγωμένο αρσενικό απ’ την ίδια του τη ματαίωση, επιτρέποντάς του να επέμβει ως σωτήρας κι έτσι να επιδιορθώσει το ραγισμένο εγώ του, να συνεχίσει να ζει με τον εαυτό του, δηλαδή με τις ψευδαισθήσεις του (το χαμόγελο του Τόμας την ώρα που κρατάει στα χέρια την Έιμπα, τα λέει όλα). Τι συμβαίνει με το θηλυκό όμως, αν όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα καλά στημένο σχέδιο απ’ την πλευρά της για να τον γλιτώσει απ’ το ψυχολογικό του μαρτύριο, αν το έκανε απλώς και μόνο από λύπηση; Ίσως να έχει έρθει απλώς η στιγμή για να πάρει τα ηνία της οικογένειας, ίσως αυτό να υπονοεί το δεύτερο φινάλε, στο λεωφορείο (το οποίο είναι και μάλλον αχρείαστο, διότι η ταινία θα έπρεπε να έχει τελειώσει στην προαναφερθείσα σκηνή στα χιόνια). Ή, ίσως, να είναι η ώρα ν’ αρχίσει να ζει χωρίς αυταπάτες.

Τέλεια σκηνοθετημένο (δεν υπάρχει ούτε ένα πλάνο που να στερείται νοήματος ή εικαστικής αξίας), αφηγηματικά αψεγάδιαστο, φοβερά αστείο σε φάσεις (αγαπημένη η ατάκα του Ματς, «Έκανα ψυχοθεραπεία δύο χρόνια και δεν έγινε τίποτα. Ούρλιαξα για πέντε λεπτά κι ύστερα ήμουν άλλος άνθρωπος»∙ το ίδιο και η σκηνή που ακολουθεί, με την παρεξήγηση, όταν οι δύο φίλοι αράζουν πίνοντας τις μπύρες τους), σαφώς ειρωνικό, αλλά με αγάπη για τους ατελείς, ενίοτε και γελοίους, ήρωές του, το «Force Majeure» ορίζει ένα σινεμά μοντέρνο, σκεπτόμενο, αισθητικά στιβαρό, που δεν σε βαραίνει και δεν του χρειάζεται να είναι ούτε υπερβολικά σοβαροφανές, ούτε διανοουμενίστικα στομφώδες, για να σχολιάσει -σαρκαστικά και εντελώς εύστοχα- την ανθρώπινη συνθήκη. Σ’ αυτό τον δρόμο θα συνέχιζε με το «The Square» και το «Triangle of Sadness» ο Έστλουντ, και θα αποκτούσε δύο Χρυσούς Φοίνικες κοροϊδεύοντας αμείλικτα την υποκρισία και τη γελοιότητα των ανώτερων τάξεων∙ χωρίς, όμως, να πετύχει ξανά την ιδανική αρμονία πρόθεσης και καλλιτεχνικού αποτελέσματος που έχει κατορθώσει εδώ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: