Παγκόσμια εξίσωση απώλειας εδάφους



Εκεί που στέ­γνω­νε μέ­χρι χθες η απώ­λεια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ



Είναι άμε­σος ο κίν­δυ­νος της ορι­στι­κής εξα­φά­νι­σης των πα­λιών γκρε­μι­σμέ­νων σπι­τιών στις του­ρι­στι­κές πε­ριο­χές. Ερεί­πια δύο και πα­ρα­πά­νω αιώ­νων επι­σκευά­ζο­νται, όχι για να κα­τοι­κη­θούν αλ­λά για να αξιο­ποι­η­θούν κα­τά τη θε­ρι­νή πε­ρί­ο­δο εν εί­δη βρα­χυ­χρό­νιας μί­σθω­σης• λες και μπο­ρεί να υπάρ­ξει άλ­λο εί­δος μί­σθω­σης από θνη­τούς. Πα­νά­ξια ρη­μαγ­μέ­να σπί­τια που συ­νή­θως χτί­ζο­νταν δω­μά­τιο-δω­μά­τιο με χρή­μα­τα χρο­νί­ως ξε­νι­τε­μέ­νου που τα ‘στελ­νε λί­γα λί­γα, βλέ­πει κα­νείς σε λι­γό­τε­ρο από έναν χει­μώ­να, να με­τα­τρέ­πο­νται σε σύγ­χρο­να κα­τα­λύ­μα­τα, δη­λα­δή σε υπέρ­γη­ρους υψη­λής λει­τουρ­γι­κό­τη­τας. Πρό­κει­ται για μια εκ­στρα­τεία ευ­θα­να­σί­ας των ηλι­κιω­μέ­νων χά­ριν της πιο ανέ­με­λης ευ­γο­νι­κής που γνώ­ρι­σε η ιστο­ρία.
Αστε­γή ένα­στρα κτή­ρια, με εξω­τε­ρι­κό κα­μπι­νέ σε μέ­γε­θος ασαν­σέρ: Μπαί­νο­ντας, δε­ξιά οι εντοι­χι­σμέ­νες θή­κες για τα κα­ντή­λια, ένα ανέγ­γι­χτο βόλ­το πιο μέ­σα και γύ­ρω οι πέ­τρες απο­λύ­τως στη θέ­ση τους. Πρέ­κια που χά­σκουν χω­ρίς τις πλά­κες που στή­ρι­ζαν αλ­λά και χω­ρίς τα πα­ρά­θυ­ρα που προ­στά­τευαν. Αρι­στε­ρά η κου­ζί­να με την πα­νο­στριά του κου­τιού. Οι πα­λιές νοι­κο­κυ­ρές κα­τά το μα­γεί­ρε­μα πο­τέ δεν γέ­μι­ζαν εφά­παξ την κα­τσα­ρό­λα με νε­ρό, μην αλ­λοιω­θεί η γεύ­ση του φα­γη­τού. Πά­ντα έβρα­ζαν λί­γο νε­ρό πα­ράλ­λη­λα, και συ­μπλή­ρω­ναν κά­θε φο­ρά που έβλε­παν ότι σώ­ζε­ται στην κα­τσα­ρό­λα, ίσως επει­δή πά­ντο­τε οι γυ­ναί­κες αι­σθά­νο­νταν προ­σω­πι­κά υπεύ­θυ­νες για τη στάθ­μη του νε­ρού εντός της οι­κο­γε­νεί­ας.
Σε μια πα­λιό­τε­ρη έρευ­να εί­χε βρε­θεί πως μό­λις το 1% των επι­χει­ρή­σε­ων κα­τα­φέρ­νουν να επι­ζή­σουν ως την τρί­τη γε­νιά. Δεν θα ‘ταν πα­ρά­δο­ξο αν μια αντί­στοι­χη έρευ­να που θα αφο­ρού­σε σε σπί­τια, επα­λή­θευε πα­ρό­μοια συ­μπε­ρά­σμα­τα. Όλα επι­θυ­μού­με να τα θε­ρα­πεύ­σου­με και ενώ βρί­σκου­με σι­γά σι­γά τις με­θό­δους θε­ρα­πεί­ας έχου­με ξε­χά­σει στο με­τα­ξύ την κα­τά­στα­ση της υγεί­ας. Πώς θα χτί­σου­με όμως τα νέα ιε­ρά αν γκρε­μί­ζου­με με τό­ση απο­στρο­φή τους βω­μούς της προη­γού­με­νης θρη­σκεί­ας; Μα­κρυ­νί­τσα, Οία, Στε­μνί­τσα: Τι σόι χω­ριά εί­ναι αυ­τά που χρό­νια έχει να δει κά­ποιος απλω­μέ­να ρού­χα σε κά­ποιο μπαλ­κό­νι;
Και πριν 1000 χρό­νια στην Μπο­λό­νια, όταν ξε­κί­νη­σαν να χτί­ζο­νται οι πρώ­τες εμπο­ρι­κές στο­ές, οι τό­τε κά­τοι­κοι θα τις εί­δαν με κα­λό μά­τι αφού κα­τά­λα­βαν πό­σο θα αυ­ξη­θεί η αξία της ιδιο­κτη­σί­ας τους. Ήταν οι επο­χές που ου­δείς δια­νο­εί­το ότι θα σω­θεί μό­νος του. Εδώ, αυ­τό που συμ­βαί­νει εί­ναι μια όπως όπως επι­πλέ­ον επι­χω­μά­τω­ση που θυ­μί­ζει το πα­ρά­ξε­νο ήθος των πα­λιών ζευ­γα­ριών που έκα­ναν έρω­τα ντυ­μέ­νοι.
Απο­τασ­σό­μα­στε ξέ­νοια­στα τη φθο­ρά που όμως πά­ντα υπήρ­ξε ο μο­να­δι­κός τρό­πος να ει­σχω­ρή­σει κά­ποιος στα πράγ­μα­τα που έχουν κα­ταρ­γη­θεί, μή­πως πά­ρει το έλε­ος αυ­τού του χα­μέ­νου κό­σμου. Κά­νου­με ότι δεν ξέ­ρου­με πως όταν πε­θαί­νουν οι γέ­ροι της γει­το­νιάς, εμείς εί­μα­στε που θα πά­ρου­με τη θέ­ση τους μιας και ένα χω­ριό δεν ξε­μέ­νει πο­τέ από παπ­πού­δες. Φαί­νε­ται πως τα τε­λευ­ταία ερεί­πια που θα απο­μεί­νουν θα εί­ναι αυ­τά εντός μας• άλ­λη μια έν­δει­ξη ότι συ­να­πο­τε­λού­με την πρώ­τη γε­νιά εσταυ­ρω­μέ­νων που την έχει πά­ρει ο ύπνος. Όμως κα­νείς, πο­τέ δεν ψή­λω­σε ού­τε έναν πό­ντο από τον θά­να­το των άλ­λων.
Εγώ, ήθε­λα να σας μι­λή­σω για τους πο­λύ ηλι­κιω­μέ­νους στα χω­ριά, που θέ­λουν να πε­θά­νουν και δεν τους αφή­νουν. Αυ­τούς που στα­μα­τά­νε να πη­γαί­νουν στην εκ­κλη­σία, κό­βουν το φαΐ, ξα­πλώ­νουν και πε­ρι­μέ­νουν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: