Οι άγνωστοί μας ποιητές – Χτυπώντας φλέβα στον χαρτοπολτό

To Fb ως συνθήκη λογοτεχνικής εργασίας και η περίπτωση της Ειρήνης Καραγιαννίδου


________________

Σε αυτό το métier de pointe, όπως χαρακτηρίζει o René Char την ποίηση, θα έπρεπε ίσως να αποκαλύπτουμε τι σχέση έχουμε με την ποιήτρια στα κείμενα της οποίας αναφερόμαστε. Διότι φτάσαμε στο μη παρέκει για την εγκυρότητα των κριτικών σημειωμάτων. Σημαίνοντες κριτικοί και πανεπιστημιακοί ανεβάζουν την ποίηση ποιητή στον Ελικώνα, αν όχι στον Όλυμπο, λίγο καιρό αφότου ο ποιητής κυκλοφορεί, εν είδει μνείας, βιβλίο με τίτλο το όνομα του κριτικού του, ο οποίος γράφει και εκείνος ποίηση! Θα πρότεινα ως ηθικά άμεμπτη αυτή τη σχέση εάν περιγράφεται ευκρινώς σε δήλωση αποποίησης ευθύνης (disclaimer) ή αντιθέτως ανάληψης περιορισμένης ευθύνης, έτσι ώστε να την λαμβάνει υπόψη του ο αναγνώστης. Eν προκειμένω, επί του παρόντος, δεν έχω συναντηθεί με την Ει. Καραγιαννίδου και δεν έχει γράψει για βιβλίο μου. Ακολουθώ την αρχή να κάνω επίθεση φιλίας σε άγνωστους ποιητές, ή δοκιμιογράφους, που επαναλαμβανόμενα με συνεπαίρνει η γραφή τους έτσι ώστε να μην βρεθώ στη δυσάρεστη θέση, κατά τη διάρκεια μίας ενδεχόμενης φιλικής σχέσης στο ελληνικό χωριό, να υπερασπιστώ ένα έργο ή ένα κείμενο το οποίο δεν θεωρώ άξιο.

Υπάρχει κάπου στο fb μία ποιήτρια (@Eirini Karagiannidou) η οποία αναρτά τα τελευταία χρόνια σημειώματα για άγνωστους, ξεχασμένους ή μη προβεβλημένους Έλληνες ποιητές από ένα ανοικονόμητο πλήθος έργων που κανείς κριτικός του παραδεκτού ή του εναλλακτικού, υπό διαμόρφωση, Κανόνα δεν διανοείται να ακουμπήσει. Τα σημειώματα αφορούν δημιουργούς, τα βιβλία των οποίων πολλές φορές σώθηκαν από ένα βλέμμα συναισθησίας λίγο πριν την πολτοποίηση. Ποιητές οι οποίοι πολλές φορές αυτο-εκδόθηκαν και αφού (αυτό)διαβάστηκαν χωρίς ανταπόκριση ενταφίασαν κάποια αντίτυπα σε μια οικογενειακή βιβλιοθήκη. Ο ανιψιός τα κληρονόμησε μαζί με το σύνθετο από οξιά και τα πούλησε όσο-όσο σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Το παλαιοβιβλιοπωλείο έκλεισε λόγω συντάξεως και τα βιβλία μπήκαν σε κούτες. Τα πήραν πλανόδιοι βιβλιοπώλες. Σε μία τέτοια κούτα η Καραγιαννίδου χώνει το χέρι της να αρπάξει τα μαλλιά του ποιητή. Τον επαναφέρει στην ζωή όπως τραβάει κανείς τον βουτηχτή που πάει προς τον πάτο ζαλισμένος από τη νόσο των δυτών. Αναδύονται τότε, μαζί με τον αναληφθέντα κι ένα, δύο, τρία ποιήματα καθώς κι ένας βίος, όχι πάντα ανθόσπαρτος, κάποτε αβίωτος ή αδιάφορος, με μία σύζευξη παράδοξη ή δρώσα μεταξύ τους. Ενδεικτικά: Άγγελος Δόξας (1897-1985), Θείελπης Λεφκίας (1898-1958), I. Π. Κουτσουχέρας (1904-1994), Μάρταλης Αντώνης (1911-1985), Ηλίας Βουτιερίδης (1874-1941), Θωμάς Π. Λαλαπάνος (1903-1989), Νίκος Kωνσταντινίδης (1928-2017), Ανδρέας Παστελλάς (1932-2013), Μυρτώ Αναγνωστοπούλου (γεν. 1944), Kυριάκος Ευθυμίου, γεν. 1954, ή ακόμη ποιητές δίχως τεκμηριωμένα χρονολογικά στοιχεία όπως οι: Συμεών Κουρήτης, Κώστας Χελμός, Φόρης Παροτίδης, Αλέκος Μαρύλας, Βασίλης Μουστάκης, κ.ά.

Υπάρχει κάπου στο fb μία ποιήτρια η οποία επιχειρεί να ανασυστήσει κάτι από την ευαισθησία των αποσιωποιημένων ποιητών. Πρόκειται για μια προ-κατηγορική ευαισθησία που δεν χειροκροτήθηκε στα κρατικά ή τοπικά βραβεία ποίησης, μια προ-κατηγορική ευαισθησία που δεν ανέβηκε στο έλλογον να μετουσιωθεί σε αυτοπεποίθηση διότι κανείς, ή πιθανά κανείς, δεν έγραψε κριτική για το έργο τους, στης Ακροπόλεως τα λογοτεχνικά ή στη Νέα Αλήθεια και τη Μακεδονία. Αυτήν την προ-κατηγορική ευαισθησία, η Καραγιαννίδου δεν την περιγράφει, δεν την ονομάζει, και ως εκ τούτου δεν την προδίδει παρότι εκείνη πρώτη την έχει εισπράξει ως τέτοια. Ωστόσο, εκείνη παραδίδεται καθώς διανοίγεται με καθαρή καρδιά έναντι του ποιητή και των ποιημάτων του. Ό,τι εκλύεται μάς βρίσκει κατάστηθα. Ήθος κυοφορείται σε μία παλινδρομούμενη κίνηση ανάμεσα στο πορτραίτο, το ποίημα και την πλαισίωση, ανάμεσα στη διασώστρια, τον σωζόμενο και το σώσμα. Ευωδιάζει και σιγοκαίει. Με κάθε διάσωση βαραίνουν οι επιλογές. Ό,τι διασώζεις σε βυθίζει κατά τι. Τόσο ρισκάρει στη διάσωση.

Υπάρχει κάπου στο fb μία ποιήτρια, η οποία ξεψαρίζει ποιήματα. Ποιήματα που γράφτηκαν στην ελληνική διαλέκτο του Πόντου, στη κυπριακή ντοπιολαλιά, στα κρητικά, ή απλώς σε ένα ιδίωμα της υπαίθρου ανά την επικράτεια, ίσως, χωρίς ιδιαίτερο γούστο, σε υψηλό τόνο ή ανεπεξέργαστο ύφος. Ποιήματα που γράφτηκαν στων ελληνικών πόλεων το χωνευτήρι και τις ιδιαίτερες συνθήκες του προγούμενου αιώνα, με λίγη φινέτσα καθαρευουσιάνικη ή γρέζι τραβηγμένο της μαλλιαρής, ωστόσο πάντοτε με ψυχούλα ουρανομήκη. Άραγε μιλάμε με τέτοιους όρους για την ποίηση και ποιο το νόημα μιας ηθικοποίησης του αισθητικού; Σε μια ελληνική ιδεολογικοποιημένη, κάθε μορφολογικός τύπος που επιλέγεται, ηθελημένα ή αθέλητα, οδηγεί σε αισθητικό στρατόπεδο και κατ’ ανάγκη σε έδαφος άγονο, γόνιμο ή υπερεκμεταλλευμένο. Κι όμως ναι, τολμάμε. Τολμάμε να μιλάμε όταν αναβλύζει νόημα ζωντανό, παλλόμενο, μεταβατικό, «επιτελέσιμο». Διότι έχουμε διαβάσει διακειμενικά ποιήματα, ψάρια ευφυή όμορφα και ακριβή, πολλάκις να γεννούν το νόημα νεκρό. Την ώρα που αφρόντιστοι στίχοι, κοκοβιοί και ζαργάνες, σαλιαρίζοντας ή πηδολογώντας, φέρνουν φρέσκο αέρα στα αναγννωστικά μάτια και ανιδιοτέλεια. Την ίδια ώρα που στριφνές στροφές, φρίσσες, δράκαινες και καλογριές δηλητηριάζοντας και ενοχλώντας μας επιστρέφουν κάτι από την ασχήμια του είδους μας και τον βύθουλα της ανθρώπινης κακίας. Η Καραγιαννίδου γράφει με απροϋπόθετη αγάπη για τα διακυβεύματα που ποιούνται από υπερχειλίζοντα συναισθήματα.

Η περίπτωση των ανθολογικών κειμένων της ποιήτριας αποδεικνύει πως ακόμη κι ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, φτιαγμένο για τον εορτασμό καθημερινών όψεων του θυμικού, μπορεί να μετατραπεί σε εργοτάξιο λογοτεχνικής ανασκαφής και εμπειρίας. Ειλικρινά αναρωτιέμαι θα μπορούμε να κάνουμε στις μελλοντικές εργασίες μας παραπομπή σε αναρτήσεις; Θα πρέπει να το δουν αυτό οι scholar - τέτοια η δυναμική. Η αναρτήσεις της πολύ συχνά δομούνται ως τρίπτυχα: προκρίνουν μια βιογραφική επιλογή γεγονότων του ανθρώπου πίσω από τα γραπτά, βυθίζονται σε ένα συνειρμικό ενδοσκοπικό λεξιλόγιο που μεγενθύνει λεπτομέρειες του έργου, ανασύρουν ποιητικά ευρεθέντα. Τα παραπάνω αλληλεπιδρούν ενόσω η διασώστρια και περαματάρισσα κάνει κουπάκι, αντίστροφο δρομολόγιο, από τη λήθη προς την πολυστρωματική ελληνική φθάνοντας στο τέρμα μιας ακτής να απιθώσει την ποιητική απορία. Iδού ένα δείγμα του σκεπτικού της:

«Αναλογίζομαι τους ποιητές που δεν βραβεύτηκαν ποτέ, με κάποιον πόνο, που πριν μισέψουν πέρα απ' το σύνορο του κόσμου, θρήνησαν, μα εκεί που πήγαν φαίνεται καλοπερνούν, χορεύουν, τραγουδούν, γιατί δεν γύρισε κανείς παράπονο να κάνει».

Και θέλει να βγάλει από τους καταχωνιασμένους ποιητές κάτι αληθινό, σκληρό ή ευγενές που μας φέρνει σε αμηχανία, αφού συνήθως διαβάζουμε βάσει κανόνα, από τους μείζονες προς τους ελάσσονες και κάπου σταματούμε, αδυνατούμε να έχουμε την εποπτεία όλης της παραγωγής. Και θέλει η Καραγιαννίδου να εκριζώσει την προγραμματική, ομφαλική, αξιολογική επετηρίδα και να προτάξει την απόσταξη μιας ανθρώπινης αρετής λ.χ. της καλωσύνης και του στρογγυλέματος τής ανθρώπινης ακίδας, όπως στους στίχους του Κώστα Χελμού:

Θα μπορούσα με τούτο το ποίημα
να φτιάξω ένα τεράστιο στέγαστρο
να μη βρέχονται το χειμώνα οι άστεγοι,
για να βρίσκουν απάγκιο οι οδοιπόροι

Ιδού μια άλλη εισαγωγή της «Τον κ. Κυριάκο Ευθυμίου τον πρωτάκουσα πριν κάποια χρόνια στην λογοτεχνική σκηνή, εδώ στην Θεσσαλονίκη. Απ' όλα όσα είχε απαγγείλει τότε, μου έμεινε πιότερο ένα ποίημα με ένα πουλί και μ' ένα σπίτι, ―ο ίδιος βάζει τούβλα στο ισόγειο, εργάζεται κάτω από το έδαφος―, και η φωνή του ποιητή, τέτοια που σαν ν' ακούγεται μέσα από ιερό, τέτοια που κουβαλάει μισό λυγμό, που πάει να σπάσει, -λες από μια κλωστή κρέμεται η ζωή, αυτή η φωνή που κι οι εκλιπόντες ακούν [...]» και εδώ οι στίχοι του κ.Κυριάκου Ευθυμίου που η ποιήτρια επιλέγει να αναρτήσει:

ΛΗΞΗ

Υποβαστάζω με υπομονή
τις λαβωμένες μου μέρες,
ωσότου λήξει η παραμονή.
Τόσοι ολολυγμοί για μια σιγή·
τόσα τελούμενα για μια ακινησία·
τόσος Λόγος για το τίποτε.

Με χωνεμένη τη μακροπερίοδη αναπνοή του Πεντζίκη και ψηλά στο εικονοστάσι να λανθάνει το τίμιο παράδειγμα βίου, γλώσσας και στόχευσης του Γκανά, η Καραγιαννίδου βουτάει κάθε μέρα σχεδόν στα ζυμάρια της γλώσσας για διάφορες χρήσεις, για ποιητές με ποιητικά κουσούρια που όμως τους αρδεύει ένα πάθος, μια ανιδιοτελή ώση, μία élan vital poétique γύρω από την οποία η ποιήτρια κάθεται και ζυμώνει post και τα χαράζει στα τρία και τα καρφώνει στο fb φτιάχνοντας μια, όχι κατά παραγγελία, αιρετική προσωπογραφία. Αιρετική διότι παράταιρες εισίν οι χάρες των ποιητών της. Η ίδια διαθέτει ένα μεγάλο εύρος εκφραστικών μέσων, κι αν τις περισσότερες φορές συγκρατεί ουρές από λεκτικές συνδηλώσεις για να αφοσιωθεί στη καταδηλωτική αγάπη για την ποίηση του καλού της ποιητή, αυτό σημαίνει ότι γνωρίζει πώς να αναχαιτίζει το συνδηλωτικό βάθος και να παραστέκεται, από ένα βήμα πιο πίσω. Προβάλλει τον άλλον. Εκεί κι η διαφορά με την ποίησή της* όπου η σύντηξη των λέξεών της παράγει ανανεούμενες ερμηνείες. Έτσι όταν από της φίλης της «τη σπηλιά βγαίνει αχνός η ανατολή» ̶ για να ανακαλέσω έναν στίχο της ̶ κι επικρατούν οι ερωτικές συμπαραδηλώσεις έναντι της παραβολής ή του αισιόδοξου μηνύματος κι περί μίας άλλης νίκης της αναγνωστικής και συγγραφικής εμπειρίας πρόκειται. Και αν στους υποψιασμένους το «πιότερο» έχει άλλο φορτίο από το «περισσότερο», ακόμη πιο βαθιά η άξια αξίνα της χτυπάει, γονιμοποιώντας τη συνδυαστική της φαντασίας και τους απρόσκλητους απόηχους μιας ανεξάντλητης, ρευστής γλώσσας της κοινότητας, μη επικρατούσας.

Καλό κουράγιο· διότι πάει καιρό αυτό το έργο, καθώς περί έργου πρόκειται, ενόσω συστοιχίζονται οι αναρτήσεις σαν αναθηματικές πλάκες καθέτως στον χρόνο και στον ψηφιακό χώρο επαφιόμενες στη χρηστή διοίκηση του Ζούκεμπεργκ προκειμένου να μην χαθούν μαζί με άκαιρες ευαισθησίες, παλιές λέξεις και κυρίως τα πάθη των ποιητών να ιδρύουν ο καθείς την ετεροτοπία του λόγου του ― μολονότι όλοι, ή σχεδόν όλοι, γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει ιδιωτική γλώσσα. Και όλα αυτά γιατί; Για  κ ά τ ι  που ψυχανεμιζόμαστε· το οποίο δεν έχει υπόσταση αλλά κοινωνείται, το οποίο απέχει από το τίποτα αλλά δεν μπορεί να ονομαστεί και κάπως.



________________
* Για την ποιητική δουλειά και συγκεκριμένα για το τελευταίο βιβλίο της Ειρήνης Καραγιαννίδου Συρτός στα τρία (εκδ. Πανοπτικόν 2023) της φιλοξενείται στο τεύχος 65 του Χάρτη σχετικό σημείωμα.




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: