«Μα μοναδική ιστορία η ζωή μας, μια ζωή διπλής όψεως, δημόσιας και ιδιωτικής, αλλά και μια άλλης, μιας μυστικής που κτίζουμε πάνω σε ζωτικά ψεύδη και καταλήγουν συχνά να γίνονται η μόνη αλήθεια μας.» Λίγο πριν η αφήγηση της Στέλλας Βουρδουμπά οδηγηθεί στο τέλος της με τους στίχους της Μελισσάνθης, η ίδια μιλάει με αυτά τα λόγια συνοψίζοντας τη ζωή της, συνοψίζοντας όσα της έμαθε η ζωή. «Είδα τον εαυτό μου σαν ένα δοχείο λέξεων, δοχείο ερωτικό.», θα πει η ίδια λίγο πιο πάνω για να φωτίσει και τον τίτλο του βιβλίου της Εύας Μ. Μαθιουδάκη Σώμα ερωτικό. Νομίζω πως αυτά τα δύο αποσπάσματα δηλώνουν κάτι από την αλήθεια αυτού του βιβλίου. Αλήθεια μυθιστορηματική. Γιατί αυτή προκύπτει από τα «ζωτικά ψεύδη», και από αυτά γεννιέται κάθε όψη της ζωής καθενός μας, μυθιστορηματικών ηρώων και συγγραφέων, καθημερινών ανθρώπων και δημόσιων προσώπων. Αυτά τα ζωτικά ψεύδη ωστόσο φέρουν σπέρμα αληθείας. Η ζωή, αλλά και η λογοτεχνία, τρέχουν πίσω από αυτό το μίγμα. Τα ζωτικά ψέματα που λένε πάντα την αλήθεια. Η πραγματικότητα, η κοινή, αυτήν που μοιραζόμαστε όλοι και την αποδεχόμαστε ως τέτοια, είναι ένα παρόμοιο μίγμα. Είναι η ύλη επενδυμένη από φαντασιώσεις που άλλοτε μας συνδέουν με αυτήν και άλλοτε μας απομακρύνουν, για να επανέλθουμε. Ο κοινός παρονομαστής τους φτιάχνει το κοινό έδαφος επάνω στο οποίο πατάμε όλοι και κινούμαστε. Η λογοτεχνία στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και εντεύθεν, με τα τεκμήρια που συχνά πυκνά συγκεντρώνει, με τη μορφή άλλοτε μαρτυριών, άλλοτε αρχειακού υλικού, δηλαδή καταγραφών της κάθε πραγματικότητας, επιχειρεί να ανασκευάσει την ιδέα της φαντασίωσης που υπάρχει μέσα σε κάθε μυθιστορηματική κατασκευή και να πείσει για την αλήθεια της. Στην ουσία ταυτόχρονα θέτει τις ίδιες τις μαρτυρίες στη ζυγαριά του ψευδούς και του αληθούς. Η φαντασίωση ως επένδυση του πραγματικού θα έχει πάντα ένα μερίδιο και στα δύο σκέλη της ζυγαριάς.
Η Εύα Μαθιουδάκη κινείται στους αντίποδες της λογοτεχνίας των τεκμηρίων, ή της συναφούς αυτοβιογραφικής αφήγησης και στο Επίμετρο, γράφει το τελευταίο κεφάλαιο της νουβέλας της, δηλώνοντας τις πηγές της, μετρημένες αλλά αρκετές για να πυροδοτήσουν την αφήγησή της, μοιρασμένη σχεδόν ισομερώς στα άλλα τρία κεφάλαια: την αφήγηση της ίδιας της Στέλλας, και των δύο συνοδών πλανητών της, του Μιχάλη και της Μαρίας. Από το «κόκκινο τσουκάλι» βγαίνει η πραγματική ιστορία, όπως και από την αναφορά σε εκείνη στις σημειώσεις του πατέρα της, όπως και «στο αγαπημένο πείραγμα» του πατέρα και πάλι που ενδεχομένως συνδέει πέρα από τις μετέπειτα σχέσεις γειτονίας τις δύο οικογένειες. Πάντως η συγγραφέας ανοίγοντας τα χαρτιά του ψυχικού εργαστηρίου της μας δείχνει πως ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο παίρνει αφορμή από κάποιες λεπτομέρειες της ζωής της παιδικής και της νεανικής ζωής της συγγραφέως και δίνει το έναυσμα για την δημιουργία της ηρωίδας της. Ακολουθούν τα γραπτά τεκμήρια, οι μεταφράσεις των έργων που η ηρωίδα έχει εκπονήσει, των οποίων κάποια αποσπάσματα περνούν στην αφήγηση, και το ένα «φωτογραφικό πορτραίτο της ως αντάρτισσας». Η αφήγηση, όπως και κάθε αφήγηση άλλωστε, γλιστράει μια προς την κατασκευή, μια προς τις έτοιμες πηγές τις οποίες εντάσσει στο σώμα της νουβέλας και τις χρησιμοποιεί ως υλικό για την κατασκευή. Το σύνολο μιλάει για τα θραύσματα ζωής μιας γυναίκας με συγκεκριμένη καταγωγή και το πέρασμά της από αυτήν ανάμεσα «στις αρχές του περασμένου αιώνα … μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980». Στο φόντο η Ιστορία αυτών των χρόνων, έτσι όπως διασταυρώθηκε με τη ζωή της συγκεκριμένης γυναίκας και σταθμούς τα Χανιά, την Αθήνα, την Αιτωλοακαρνανία, το Παρίσι, την Κηφισιά, το Ζευγολατιό Μεσσηνίας, μέσω της συνοδού Μαρίας, με έναν απόηχο από την Κωνσταντινούπολη.
«Όλοι πάνω κάτω παλεύουμε με τις μνήμες μας, με την ασύνειδη μνήμη, κι όποιος αξίζει καταφέρνει να μετατρέπει το φευγαλέο σε στέρεη εικόνα. Μεγάλη υπόθεση η μνήμη.». Τα λόγια αυτά της ηρωίδας προς την Μαρία, ένα ισοδύναμο κόρης ή εκείνη που θέτει τη Στέλλα σε θέση μέντορα, μας δίνουν τη δική της σχέση για τα κενά και τις κατασκευές της μνήμης, τη δική της εικόνα, τη λήθη που δεν αναφέρεται, αποτυπωμένα ως αφήγηση για την πορεία της ζωής της. Όλος ο καμβάς της αφήγησης θα κινηθεί σε αυτό το δίπολο, είτε το ονομάσουμε αλήθεια ψέμα, είτε μνήμη λήθη. Υπάρχουν και άλλα, που συνδέονται με το επάγγελμα του μεταφραστή, όσο και πίσω από αυτό εκείνο του συγγραφέα. Από το στόμα και πάλι της Στέλλας «Όσο κι αν έχουμε θεωρητικά κάποια ελευθερία, δεν μπορούμε να παρεκκλίνουμε από τις επιλογές του συγγραφέα. Διαμεσολαβητές του είμαστε, μεσάζοντες…» Αυτή είναι μια διαμεσολάβηση που πέρα από τη θέση την οποία της δίνει η αφήγηση για τον μεταφραστή, ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη, είναι πάντα μια διαμεσολάβηση που υπηρετεί και η ίδια η συγγραφέας, όπως και κάθε συγγραφέας, ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την πραγματικότητα, ανάμεσα στην πραγματικότητα που σύμφωνα με τον Ντοστογιέφσκι, ο οποίος περνάει από την αφήγηση, ξεπερνάει κάθε φαντασία, και την ίδια τη φαντασία και τους προσωπικούς περιορισμούς της. Έτσι η μεταφράστρια γίνεται ένας ζωτικός εκπρόσωπος αυτής της ενδιάμεσης θέσης που αντανακλάται και σε μια σειρά από άλλες: «Τα πιο άγνωστα, τα πιο αφώτιστα πρόσωπα στο σινάφι μας είναι οι μεταφραστές και οι επιμελητές κειμένων, αυτοί κι αν δεν αναφέρονται πουθενά. Κι όμως πρέπει να συνεχίσουμε όπως μπορούμε, με ψευδώνυμα ή και ανώνυμα.» Ψευδώνυμος, ανώνυμος ή επώνυμος ο μεταφραστής, μια θέση στη σκιά του συγγραφέα, που άλλοτε χωνεύεται σε αυτήν, άλλοτε χάνεται μέσα σε αυτήν και κάποτε ξεχωρίζει. «Άντε πάλι να ψάχνω για ψευδώνυμα. Βαρέθηκα. Ούτε θυμάμαι πια πόσα και ποια έχω χρησιμοποιήσει.» Η ίδια η μεταφράστρια με αυτά τα λόγια δηλώνει και τις θέσεις που μπορεί να πάρει ο καθένας στο ξετύλιγμα της ζωής του, στη σειρά των αλλαγών που του αναλογούν όπως και στην ηρωίδα.
Είναι η πολλαπλότητα των εκδοχών του εαυτού, η πολλαπλότητα των όψεων της ζωής του, αυτών που πλέκονται στα εγώ που μπορεί να πει ανάλογα με τη στιγμή, ήδη από τα κείμενα της Βιρτζίνια Γουλφ. Η κόρη αστικής οικογένειας με την απούσα μητέρα και τον χαμένο πατέρα, η εγγονή της γιαγιάς της, η ενοικιάστρια της οδού Μεθώνης, η ερωμένη του Σωτήρη/Στράτου, η φίλη της Ήβης και της Σοφίας, η αναγνώστρια, η σύζυγος του κλωντ, η φίλη του Μαρκ Σεμενώφ, η φίλη του Μιχάλη, η μέντορας της Μαρίας. «Πότε μπήκαμε σε μια σχέση και ήμασταν ο εαυτός μας; Πότε εκφράσαμε τα αισθήματά μας, πότε τολμήσαμε να πούμε τη σωστή λέξη;». Τα ερωτήματα συνεχίζουν ζητώντας να βρουν τον πυρήνα κάποιου εαυτού. Βρίσκουν φλούδες του εγώ, αφού «Χωρίς το εγώ δεν χτίζονται οι λέξεις μας, ούτε και χωρίς μόχθο κι αυταπάρνηση.». Κι αλλού «κουδουνίζει σαν άδειος ντενεκές το εγώ κι ας είμαι μέσα στους πολλούς». Από τη βεβαιότητα στην αμφιβολία και στις πολλαπλές εκβολές της γι’ αυτό το πολυπρισματικό εγώ προχωράει με παλινδρομήσεις η ίδια η αφήγηση. Αφού όπως γράφει δια χειρός της Μαρίας αυτή τη φορά η συγγραφέας: «Γράφω αργά· δυσκολεύομαι να ανακτήσω τη μορφή της. Νιώθω ότι όσο προσπαθώ με τη λογική να τη θυμηθώ τόσο απομακρύνομαι από την αληθινή Στέλλα, από αυτά που μοιραστήκαμε μαζί.» Μπορούμε κι εμείς να πούμε πως διαβάζουμε αργά. Κι αφηνόμαστε στο πέραν της λογικής της ανάγνωσης. Στο τέλος κρατάμε την εικόνα μιας ηρωίδας, που η ζωή της άξιζε τον κόσμο και τον κόπο. Η ανάγνωσή μας της νουβέλας της Εύας Μαθιουδάκη επίσης.