Ζωή πολλαπλών όψεων

Ζωή πολλαπλών όψεων

Εύας Μαθιουδάκη, «Ερωτικό σώμα», εκδ. Καστανιώτη 2024

«Μα μο­να­δι­κή ιστο­ρία η ζωή μας, μια ζωή δι­πλής όψε­ως, δη­μό­σιας και ιδιω­τι­κής, αλ­λά και μια άλ­λης, μιας μυ­στι­κής που κτί­ζου­με πά­νω σε ζω­τι­κά ψεύ­δη και κα­τα­λή­γουν συ­χνά να γί­νο­νται η μό­νη αλή­θεια μας.» Λί­γο πριν η αφή­γη­ση της Στέλ­λας Βουρ­δου­μπά οδη­γη­θεί στο τέ­λος της με τους στί­χους της Με­λισ­σάν­θης, η ίδια μι­λά­ει με αυ­τά τα λό­για συ­νο­ψί­ζο­ντας τη ζωή της, συ­νο­ψί­ζο­ντας όσα της έμα­θε η ζωή. «Εί­δα τον εαυ­τό μου σαν ένα δο­χείο λέ­ξε­ων, δο­χείο ερω­τι­κό.», θα πει η ίδια λί­γο πιο πά­νω για να φω­τί­σει και τον τί­τλο του βι­βλί­ου της Εύ­ας Μ. Μα­θιου­δά­κη Σώ­μα ερω­τι­κό. Νο­μί­ζω πως αυ­τά τα δύο απο­σπά­σμα­τα δη­λώ­νουν κά­τι από την αλή­θεια αυ­τού του βι­βλί­ου. Αλή­θεια μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή. Για­τί αυ­τή προ­κύ­πτει από τα «ζω­τι­κά ψεύ­δη», και από αυ­τά γεν­νιέ­ται κά­θε όψη της ζω­ής κα­θε­νός μας, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών ηρώ­ων και συγ­γρα­φέ­ων, κα­θη­με­ρι­νών αν­θρώ­πων και δη­μό­σιων προ­σώ­πων. Αυ­τά τα ζω­τι­κά ψεύ­δη ωστό­σο φέ­ρουν σπέρ­μα αλη­θεί­ας. Η ζωή, αλ­λά και η λο­γο­τε­χνία, τρέ­χουν πί­σω από αυ­τό το μίγ­μα. Τα ζω­τι­κά ψέ­μα­τα που λέ­νε πά­ντα την αλή­θεια. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η κοι­νή, αυ­τήν που μοι­ρα­ζό­μα­στε όλοι και την απο­δε­χό­μα­στε ως τέ­τοια, εί­ναι ένα πα­ρό­μοιο μίγ­μα. Εί­ναι η ύλη επεν­δυ­μέ­νη από φα­ντα­σιώ­σεις που άλ­λο­τε μας συν­δέ­ουν με αυ­τήν και άλ­λο­τε μας απο­μα­κρύ­νουν, για να επα­νέλ­θου­με. Ο κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής τους φτιά­χνει το κοι­νό έδα­φος επά­νω στο οποίο πα­τά­με όλοι και κι­νού­μα­στε. Η λο­γο­τε­χνία στο δεύ­τε­ρο μι­σό του ει­κο­στού αιώ­να και εντεύ­θεν, με τα τεκ­μή­ρια που συ­χνά πυ­κνά συ­γκε­ντρώ­νει, με τη μορ­φή άλ­λο­τε μαρ­τυ­ριών, άλ­λο­τε αρ­χεια­κού υλι­κού, δη­λα­δή κα­τα­γρα­φών της κά­θε πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, επι­χει­ρεί να ανα­σκευά­σει την ιδέα της φα­ντα­σί­ω­σης που υπάρ­χει μέ­σα σε κά­θε μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή κα­τα­σκευή και να πεί­σει για την αλή­θεια της. Στην ου­σία ταυ­τό­χρο­να θέ­τει τις ίδιες τις μαρ­τυ­ρί­ες στη ζυ­γα­ριά του ψευ­δούς και του αλη­θούς. Η φα­ντα­σί­ω­ση ως επέν­δυ­ση του πραγ­μα­τι­κού θα έχει πά­ντα ένα με­ρί­διο και στα δύο σκέ­λη της ζυ­γα­ριάς.
Η Εύα Μα­θιου­δά­κη κι­νεί­ται στους αντί­πο­δες της λο­γο­τε­χνί­ας των τεκ­μη­ρί­ων, ή της συ­να­φούς αυ­το­βιο­γρα­φι­κής αφή­γη­σης και στο Επί­με­τρο, γρά­φει το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο της νου­βέ­λας της, δη­λώ­νο­ντας τις πη­γές της, με­τρη­μέ­νες αλ­λά αρ­κε­τές για να πυ­ρο­δο­τή­σουν την αφή­γη­σή της, μοι­ρα­σμέ­νη σχε­δόν ισο­με­ρώς στα άλ­λα τρία κε­φά­λαια: την αφή­γη­ση της ίδιας της Στέλ­λας, και των δύο συ­νο­δών πλα­νη­τών της, του Μι­χά­λη και της Μα­ρί­ας. Από το «κόκ­κι­νο τσου­κά­λι» βγαί­νει η πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία, όπως και από την ανα­φο­ρά σε εκεί­νη στις ση­μειώ­σεις του πα­τέ­ρα της, όπως και «στο αγα­πη­μέ­νο πεί­ραγ­μα» του πα­τέ­ρα και πά­λι που εν­δε­χο­μέ­νως συν­δέ­ει πέ­ρα από τις με­τέ­πει­τα σχέ­σεις γει­το­νί­ας τις δύο οι­κο­γέ­νειες. Πά­ντως η συγ­γρα­φέ­ας ανοί­γο­ντας τα χαρ­τιά του ψυ­χι­κού ερ­γα­στη­ρί­ου της μας δεί­χνει πως ένα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό πρό­σω­πο παίρ­νει αφορ­μή από κά­ποιες λε­πτο­μέ­ρειες της ζω­ής της παι­δι­κής και της νε­α­νι­κής ζω­ής της συγ­γρα­φέ­ως και δί­νει το έναυ­σμα για την δη­μιουρ­γία της ηρω­ί­δας της. Ακο­λου­θούν τα γρα­πτά τεκ­μή­ρια, οι με­τα­φρά­σεις των έρ­γων που η ηρω­ί­δα έχει εκ­πο­νή­σει, των οποί­ων κά­ποια απο­σπά­σμα­τα περ­νούν στην αφή­γη­ση, και το ένα «φω­το­γρα­φι­κό πορ­τραί­το της ως αντάρ­τισ­σας». Η αφή­γη­ση, όπως και κά­θε αφή­γη­ση άλ­λω­στε, γλι­στρά­ει μια προς την κα­τα­σκευή, μια προς τις έτοι­μες πη­γές τις οποί­ες εντάσ­σει στο σώ­μα της νου­βέ­λας και τις χρη­σι­μο­ποιεί ως υλι­κό για την κα­τα­σκευή. Το σύ­νο­λο μι­λά­ει για τα θραύ­σμα­τα ζω­ής μιας γυ­ναί­κας με συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τα­γω­γή και το πέ­ρα­σμά της από αυ­τήν ανά­με­σα «στις αρ­χές του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να … μέ­χρι τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1980». Στο φό­ντο η Ιστο­ρία αυ­τών των χρό­νων, έτσι όπως δια­σταυ­ρώ­θη­κε με τη ζωή της συ­γκε­κρι­μέ­νης γυ­ναί­κας και σταθ­μούς τα Χα­νιά, την Αθή­να, την Αι­τω­λο­α­καρ­να­νία, το Πα­ρί­σι, την Κη­φι­σιά, το Ζευ­γο­λα­τιό Μεσ­ση­νί­ας, μέ­σω της συ­νο­δού Μα­ρί­ας, με έναν από­η­χο από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.

«Όλοι πά­νω κά­τω πα­λεύ­ου­με με τις μνή­μες μας, με την ασύ­νει­δη μνή­μη, κι όποιος αξί­ζει κα­τα­φέρ­νει να με­τα­τρέ­πει το φευ­γα­λέο σε στέ­ρεη ει­κό­να. Με­γά­λη υπό­θε­ση η μνή­μη.». Τα λό­για αυ­τά της ηρω­ί­δας προς την Μα­ρία, ένα ισο­δύ­να­μο κό­ρης ή εκεί­νη που θέ­τει τη Στέλ­λα σε θέ­ση μέ­ντο­ρα, μας δί­νουν τη δι­κή της σχέ­ση για τα κε­νά και τις κα­τα­σκευ­ές της μνή­μης, τη δι­κή της ει­κό­να, τη λή­θη που δεν ανα­φέ­ρε­ται, απο­τυ­πω­μέ­να ως αφή­γη­ση για την πο­ρεία της ζω­ής της. Όλος ο καμ­βάς της αφή­γη­σης θα κι­νη­θεί σε αυ­τό το δί­πο­λο, εί­τε το ονο­μά­σου­με αλή­θεια ψέ­μα, εί­τε μνή­μη λή­θη. Υπάρ­χουν και άλ­λα, που συν­δέ­ο­νται με το επάγ­γελ­μα του με­τα­φρα­στή, όσο και πί­σω από αυ­τό εκεί­νο του συγ­γρα­φέα. Από το στό­μα και πά­λι της Στέλ­λας «Όσο κι αν έχου­με θε­ω­ρη­τι­κά κά­ποια ελευ­θε­ρία, δεν μπο­ρού­με να πα­ρεκ­κλί­νου­με από τις επι­λο­γές του συγ­γρα­φέα. Δια­με­σο­λα­βη­τές του εί­μα­στε, με­σά­ζο­ντες…» Αυ­τή εί­ναι μια δια­με­σο­λά­βη­ση που πέ­ρα από τη θέ­ση την οποία της δί­νει η αφή­γη­ση για τον με­τα­φρα­στή, ανά­με­σα σε συγ­γρα­φέα και ανα­γνώ­στη, εί­ναι πά­ντα μια δια­με­σο­λά­βη­ση που υπη­ρε­τεί και η ίδια η συγ­γρα­φέ­ας, όπως και κά­θε συγ­γρα­φέ­ας, ανά­με­σα στο μυ­θι­στό­ρη­μα και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ανά­με­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που σύμ­φω­να με τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, ο οποί­ος περ­νά­ει από την αφή­γη­ση, ξε­περ­νά­ει κά­θε φα­ντα­σία, και την ίδια τη φα­ντα­σία και τους προ­σω­πι­κούς πε­ριο­ρι­σμούς της. Έτσι η με­τα­φρά­στρια γί­νε­ται ένας ζω­τι­κός εκ­πρό­σω­πος αυ­τής της εν­διά­με­σης θέ­σης που αντα­να­κλά­ται και σε μια σει­ρά από άλ­λες: «Τα πιο άγνω­στα, τα πιο αφώ­τι­στα πρό­σω­πα στο σι­νά­φι μας εί­ναι οι με­τα­φρα­στές και οι επι­με­λη­τές κει­μέ­νων, αυ­τοί κι αν δεν ανα­φέ­ρο­νται που­θε­νά. Κι όμως πρέ­πει να συ­νε­χί­σου­με όπως μπο­ρού­με, με ψευ­δώ­νυ­μα ή και ανώ­νυ­μα.» Ψευ­δώ­νυ­μος, ανώ­νυ­μος ή επώ­νυ­μος ο με­τα­φρα­στής, μια θέ­ση στη σκιά του συγ­γρα­φέα, που άλ­λο­τε χω­νεύ­ε­ται σε αυ­τήν, άλ­λο­τε χά­νε­ται μέ­σα σε αυ­τήν και κά­πο­τε ξε­χω­ρί­ζει. «Άντε πά­λι να ψά­χνω για ψευ­δώ­νυ­μα. Βα­ρέ­θη­κα. Ού­τε θυ­μά­μαι πια πό­σα και ποια έχω χρη­σι­μο­ποι­ή­σει.» Η ίδια η με­τα­φρά­στρια με αυ­τά τα λό­για δη­λώ­νει και τις θέ­σεις που μπο­ρεί να πά­ρει ο κα­θέ­νας στο ξε­τύ­λιγ­μα της ζω­ής του, στη σει­ρά των αλ­λα­γών που του ανα­λο­γούν όπως και στην ηρω­ί­δα.
Εί­ναι η πολ­λα­πλό­τη­τα των εκ­δο­χών του εαυ­τού, η πολ­λα­πλό­τη­τα των όψε­ων της ζω­ής του, αυ­τών που πλέ­κο­νται στα εγώ που μπο­ρεί να πει ανά­λο­γα με τη στιγ­μή, ήδη από τα κεί­με­να της Βιρ­τζί­νια Γουλφ. Η κό­ρη αστι­κής οι­κο­γέ­νειας με την απού­σα μη­τέ­ρα και τον χα­μέ­νο πα­τέ­ρα, η εγ­γο­νή της για­γιάς της, η ενοι­κιά­στρια της οδού Με­θώ­νης, η ερω­μέ­νη του Σω­τή­ρη/Στρά­του, η φί­λη της Ήβης και της Σο­φί­ας, η ανα­γνώ­στρια, η σύ­ζυ­γος του κλωντ, η φί­λη του Μαρκ Σε­με­νώφ, η φί­λη του Μι­χά­λη, η μέ­ντο­ρας της Μα­ρί­ας. «Πό­τε μπή­κα­με σε μια σχέ­ση και ήμα­σταν ο εαυ­τός μας; Πό­τε εκ­φρά­σα­με τα αι­σθή­μα­τά μας, πό­τε τολ­μή­σα­με να πού­με τη σω­στή λέ­ξη;». Τα ερω­τή­μα­τα συ­νε­χί­ζουν ζη­τώ­ντας να βρουν τον πυ­ρή­να κά­ποιου εαυ­τού. Βρί­σκουν φλού­δες του εγώ, αφού «Χω­ρίς το εγώ δεν χτί­ζο­νται οι λέ­ξεις μας, ού­τε και χω­ρίς μό­χθο κι αυ­τα­πάρ­νη­ση.». Κι αλ­λού «κου­δου­νί­ζει σαν άδειος ντε­νε­κές το εγώ κι ας εί­μαι μέ­σα στους πολ­λούς». Από τη βε­βαιό­τη­τα στην αμ­φι­βο­λία και στις πολ­λα­πλές εκ­βο­λές της γι’ αυ­τό το πο­λυ­πρι­σμα­τι­κό εγώ προ­χω­ρά­ει με πα­λιν­δρο­μή­σεις η ίδια η αφή­γη­ση. Αφού όπως γρά­φει δια χει­ρός της Μα­ρί­ας αυ­τή τη φο­ρά η συγ­γρα­φέ­ας: «Γρά­φω αρ­γά· δυ­σκο­λεύ­ο­μαι να ανα­κτή­σω τη μορ­φή της. Νιώ­θω ότι όσο προ­σπα­θώ με τη λο­γι­κή να τη θυ­μη­θώ τό­σο απο­μα­κρύ­νο­μαι από την αλη­θι­νή Στέλ­λα, από αυ­τά που μοι­ρα­στή­κα­με μα­ζί.» Μπο­ρού­με κι εμείς να πού­με πως δια­βά­ζου­με αρ­γά. Κι αφη­νό­μα­στε στο πέ­ραν της λο­γι­κής της ανά­γνω­σης. Στο τέ­λος κρα­τά­με την ει­κό­να μιας ηρω­ί­δας, που η ζωή της άξι­ζε τον κό­σμο και τον κό­πο. Η ανά­γνω­σή μας της νου­βέ­λας της Εύ­ας Μα­θιου­δά­κη επί­σης.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: