Το πρώτο ποίημα στη νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέλτσου, η οποία έχει τον τίτλο Ροή αέρα και τον υπότιτλο Τετράδια χειρωνακτικής γραφής (Πατάκης 2024), είναι μια ποιητική συλλογή από μόνο του, ένα δοκίμιο διάπλατα ανοιχτό προς άπειρα δοκίμια, ένα άνοιγμα προς αχανείς λυρικές και αναστοχαστικές εκτάσεις:
Άπειρο ποίημα
Κάθε φορά που εκμετρώ
ακούω αγριοπερίστερα
στην ερειπωμένη εκκλησία του θεού μου
Λέξη μισή
― αυτοανασταίνομαι υπό σκιάν
Λέξεις σαν αλανιάρικα πουλιά, λέξεις πλάνητες που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να ολοκληρωθεί καθώς αφήνονται στη ροή του αέρα ανάμεσα στα ερείπια μιας εγκαταλειμμένης, γκρεμισμένης μεταφυσικής που δίνει τη θέση της στο άπειρο, μέσα από έναν αγριοπεριστερώνα που γίνεται έτσι ένας απειρώνας και δεν επιτρέπει την πλήρη και τελική εκμέτρηση, την οποιαδήποτε ολοκλήρωση, όπου, με τις συνεχείς υπερβάσεις και παραβιάσεις των ορίων μεταξύ θανάτου και ζωής, ο εκμετρητής του βίου δεν πεθαίνει ποτέ τελειωτικά, όπου πάντα επιστρέφει στη ζωή έξω από το φως που θέλει να δίνει καταγαυστικό νόημα και πεμπτουσία στη λέξη και τον λόγο.
Από τη Μύκονο με βρήκε μέσα στο ψήσιμο του θερινού ήλιου η φωνή του ποιητή στην Πάρο για να μου πει για το βιβλίο με τις μισές λέξεις που αυτοανασταίνονται κάθε φορά που τις εκφέρει, ότι θα με περιμένουν στη Θεσσαλονίκη. Και εδώ δίπλα στον Θερμαϊκό και στη σκιά από πλατάνια μετά τις μέρες του καύσωνα σαν αγριοπερίστερο πετάω πίσω μπρος και μέσα έξω στον αέρα της συλλογής, στη διακειμενική της ροή και ορμή, στον ερειπιώνα της. Και αυτό που τραβά την προσοχή μου περισσότερο από κάθε άλλη λέξη, εικόνα ή μεταφορά είναι η λέξη «αίμα», η οποία επανέρχεται συχνά στο βιβλίο. Και το αίμα αυτό έχει ροή και συχνά και ορμή, έχει παλμό και θέρμη. Έχει καρδιά. Πέρα από τη λέξη και τη διάνοια η καρδιά δημιουργεί τον δικό της κόσμο, παίρνει τις δικές της αποφάσεις, ρυθμίζει τη δύναμη του αίματος, δημιουργεί και ζει μια ζωή που έχει βέβαια μέτρο, αλλά δεν έχει ανάγκη την καταμέτρηση τη δική της και των πέριξ της.
Στο ποίημα «Λέξεις, ροές αέρα και κενό» το αίμα παρότι ξερό μπορεί και ποτίζει και επιτρέπει τη μετακίνηση από «υλικό σε υλικό», ενώ η «καρδιά» στο επόμενο ποίημα «στρέφεται» εκεί πάνω που «γυροφέρνει» το «ράμφος και το προαίσθημα αετού». Στο ποίημα «Εντός σχεδίου πόλεως» η νέα κυριολεκτική και μεταφορική άσφαλτος θα καλύψει μεταξύ άλλων «φλεγμονές / και τα αίματα». Και το ίδιο απρόβλεπτα μεταφορικά, στο ποίημα «Συγγραφική παράλυση», «το αίμα» από τη γη μάς μεταφέρει στη θάλασσα, όπου πάνω του πλέει το «μεθυσμένο καράβι της Ποιήσεως». Στο πεζό ποίημα «Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη» διαβάζουμε: «Μια κοινωνία που αναθέτει στο διαδίκτυο και όχι στον Μποντλέρ την επιβίωσή της γυμνώνει την καρδιά της στις παράγκες και τα γυάλινα της Συγγρού και προσκυνά μεγαλοπρεπώς στα κυριακάτικά φύλλα τους αναλυτές της. Αλλά η τσαρίνα, εκεί, θα επιμένει: η αιμοφιλική Δημοκρατία πρέπει πάση θυσία να σωθεί.» Το αίμα σε κάθε του μορφή διαχέεται και μας διαχέει στη ζωή της γης, της ύλης, του σώματος, είναι η προϋπόθεση της ανάδυσης της διάνοιας, η οποία με η σειρά της είναι προϋπόθεση της Δημοκρατίας. Αυτή η τελευταία, με το προβληματικό, άρρωστο αίμα της περιγράφεται στο μεθεπόμενο πεζό ποίημα, το «”Εικοσιπέντε κομμάτια”», όπου το αίμα το πραγματικό συρρέει με το αίμα το μεταφορικό, το σώμα της γης και του ανθρώπου προσβάλλονται από τη βία της απρόσμενης και ακατανόητης ρήξης, του κακού, του αισχρού κέρδους, του φασισμού, τη βία που περιμένει να «έρθει η ώρα να ξεχυθείς για αίμα και για γάλα». Και η ώρα αυτή έρχεται, ξανά και ξανά, ως την τελική μεταφορά που «κάθε άνθρωπος δικαιούται».
Τη συρροή του μεταφορικού με το κυριολεκτικό, το πραγματικό αίμα όσο προχωράμε τη συναντάμε σε τουλάχιστον τρία ακόμη ποιήματα της συλλογής, στο «Meaning – Moaning», στο «Εικόνες Γυναίκες Εικόνες» και στο αμέσως επόμενο, το «La Grande Bouffe». Η συρροή αυτή, η ροή του αίματος πότε χύνεται στην άλλη ροή που είναι γεμάτη έπεα πτερόεντα, λόγια του αέρα, αυτή του τίτλου της συλλογής και του ποιήματος «Λέξεις, ροές αέρα και κενό», πότε κυλά παράλληλα με τη ροή του αέρα, πότε κάτω από αυτή, πότε εντελώς ξέχωρα, έχοντας τότε τη δική της ανεξάρτητη ζωή. Και τη ζωή αυτή τη βρίσκω πιο δύσκολη, πιο απαιτητική, πιο συγκινητική, πιο άμεση. Είναι η ροή της ζωής όπως αυτή καταταλαιπωρείται και στον κόσμο μας. Είναι όμως και η ροή για την οποία εργάζεται ασταμάτητα η καρδιά. Και στην καρδιά μπορεί να φωλιάζει η αγάπη. Ναι, τελικά: «Σημασία έχει να αγαπάς», έχουμε ήδη διαβάσει στο ποίημα «Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη».
Μια τέτοια αγάπη διαπερνά και υπερβαίνει ένα από τα τελευταία και πολύ ωραία ποιήματα τής συλλογής, αυτό με τον πορσελάνινο τίτλο «Meissen»:
Ακούω το αθόρυβο που μου εναποθέτεις
προσεκτικά
πέλμα της γάτας στη φθορά
Κι ύστερα σκυμμένη πάνω απ’ τη ρωγμή της πορσελάνης
μ’ ένα πινέλο αποκαθιστάς την εξωφρενική
μανιφακτούρα με τα τεμνόμενα σπαθιά
Η αγάπη με υπομονή, αφοσίωση και λεπτότητα μπορεί να μην εξαλείφει πλήρως τις ρωγμές και να μην αποκαθιστά κάποια αρχική αρτιότητα ή, με τα λόγια της ροής του αέρα, την ίδια την ταυτότητα των ενόντων, μας κρατά όμως μαζί, μας χαρίζει τη ροή της συνοχής, κάνει το νόημά μας νήμα που θέλει και μπορεί να επικοινωνεί, να γνωρίζει πώς να δίνει και να παίρνει και να μη σταματά να το κάνει.