Ας αρχίσουμε συγχρόνως από το ξεκίνημα και την ολοκλήρωση της πρώτης ποιητικής συλλογής τού Παναγιώτη Χριστοδούλου – τον τίτλο του βιβλίου και το τελευταίο ποίημα. Η ξένη ιτιά σκιαγραφεί τις ιδιότητες δέντρου γνωστού από τη λαϊκή μας παράδοση, που παραπέμπει σε θλίψη και έχει αναχθεί σε σύμβολο γονιμότητας, αντικαθιστώντας τη μηλιά της Εδέμ. Αλλά γιατί ξένη; Δεν έχει άμεση επαφή με το ποιητικό Υποκείμενο; Τη χαρακτηρίζει μια ολόδική της ξενότητα, όπως το ανθρώπινο γένος; Ένα είναι βέβαιο. Η λέξη «ξένος» επανέρχεται συχνά με κύρια αναφορά στους πρωτόπλαστους. Πλαισιώνεται από το σύμφωνο ξι, που αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του ανοίκειου, γονίδιο που προφανώς κουβαλούμε από τον αρχέγονο εκπατρισμό μας. Βέβαια, δεν έχει σημασία αν επαναλαμβάνεται ένα φώνημα, αλλά αν με τρόπο ποιητικό επιβάλλεται ασυνειδήτως στον αναγνώστη, που βρίσκεται στη συνέχεια εγκλωβισμένος και υποχρεώνεται να το προσέξει (59). Το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού μεταμορφώνεται σε ιτιά κλαίουσα και μάλιστα ξένη. Και τα δύο επίθετα προβλέπουν το μέλλον της ανθρωπότητας. Ο Αδάμ, η Εύα και οι απόγονοί τους δεν κατόρθωσαν, χιλιάδες χρόνια τώρα, να έχουν πατρίδα, δεν μπορούν να βρουν χώρο να ανήκουν. Και όπως οι ίδιοι είναι ξένοι στην Εδέμ και πρόσφυγες στη Γη, το ξένο πουλί, σημαντικό πρόσωπο στη σκηνή της συλλογής, συχνά σύμβολο του ταξιδιού στην ποίηση ανάμεσα σε γη και ουρανό, δεν υπάρχει στον «πραγματικό» κόσμο. Γι’ αυτό και η τελευταία στροφή του ποιήματος είναι γραμμένη με πλάγια, στη μεθόριο της ανυπαρξίας, με προφανή στόχο να σηματοδοτήσει τη φωνή κάποιου άλλου:
Επέστρεψα. Σηκώθηκα απ’ τη σκιά του δέντρου, έτρεξα προς το κλουβί, κρεμασμένο πια για χρόνια στην ηλιόλουστη και μακρινή μου αυλή, άνοιξα δειλά την πόρτα κι ελευθέρωσα το πουλί που δεν υπάρχει μέσα κι αυτό πριν φύγει, πριν χαθεί για πάντα, μου τραγουδά για να μ’ ευχαριστήσει. (105)
Καθώς κλείνουμε το βιβλίο, αναγνωρίζουμε το βασικό ανθρώπινο σφάλμα: δεν ξεχωρίζουμε την ύπαρξη από την ανυπαρξία. Σκιές όσο ζούμε, περιμένουμε το τέλος μας για να προσκολληθούμε στη ζωή, να νιώσουμε ζωντανοί. Μήπως είμαστε πουλιά σε κλουβί και κελαηδούμε για αυτιά μακρινά, άφωνοι και αόρατοι για όλους γύρω μας, αν όντως κάποιος υπάρχει διατεθειμένος να μας ακούσει; Εδώ αναμφιβόλως θριαμβεύει η έννοια της άρνησης.
Η απουσία του ποιητικού Εγώ ενεργοποιείται και συντροφεύει τον ποιητή στα παιχνίδια και στη ζωή:
Τρέξαμε κι οι δυο προς την τραμπάλα της αυλής.
Ανέβηκα από τη μια εγώ κι από την άλλη η απουσία μου. (36)
Ξενιτεμένα άστρα τον καταδιώκουν (26). Και η μεγάλη απουσία που οφείλεται στην ανυπαρξία δεν ξέρουμε καν αν είναι κομμάτι της πραγματικότητας, αν είναι σκιά ή φαντασίωση. Εμείς άραγε υπάρχουμε; Αν ναι, τότε γιατί «ετούτο που οι άνθρωποι καλούν ψυχή δεν είναι παρά ό,τι γεννά ο θάνατος» (81);
Συνεχές παιχνίδι με τη μνήμη, με την άγνοια. Σε ξεχασμένο συρτάρι «καλά χωμένο, ένα γράμμα που αγνοώ» (13), δύο παράδοξες αρνήσεις που αλληλοσυμπληρώνονται. Το μόνο άνοιγμα που αφήνουν σε κατάφαση το τοποθετούμε στη μεθόριο της φαντασίας μας. Αν το Εγώ αγνοεί ότι υπάρχει συρτάρι, ότι εκεί κρύβεται κάποια επιστολή, κάποιο μήνυμα, ένα βήμα χρειάζεται για να αγνοήσουμε εμείς οι αναγνώστες το εγώ της γραφής, και μαζί του, άθελά μας, το εγώ της ανάγνωσης.
Ερώτηση που επιβαρύνει τον άνθρωπο ακόμη και σήμερα: όταν οι πρωτόπλαστοι συνειδητοποίησαν ότι αμάρτησαν, πέταξαν μακριά το υπόλοιπο μήλο ή το απόλαυσαν μέχρι το τέλος (31); Εδώ ακούγεται «Η ηχώ απ’ όσα δεν ειπώθηκαν» (24). Η ζωή μας κυλά μέσα στο κενό, μια ηχώ αγκαλιά με λέξεις που δεν ακούστηκαν. Όταν ο ξενιτεμένος επιστρέφει δεν συναντά κανέναν από το παρελθόν, ώστε να υπάρχουν σημάδια να αναγνωρίσει. Όσοι έμειναν έχουν εντελώς αλλάξει. Μόνο «η αρχαία μηλιά στον κήπο» (33) παραμένει.
Το βιβλίο συμβολίζει τον κόσμο που θέλουμε να γνωρίσουμε. Στην κινεζική κοσμοθεωρία, προφυλάσσει επιπλέον από το κακό. Στο ποίημα «Το βιβλίο», το Εγώ εγκαταλείπει την Ιθάκη και παίρνει μαζί του την Οδύσσεια, κυρίως το στίχο για το νόστο, τον Οδυσσέα να υποφέρει με τον πόθο του γυρισμού (α, 13). Η ποίηση είναι πιο σημαντική από τη ζωή στη δική μας πατρίδα. Ο νόστος και η μη επιστροφή αντικαθίστανται από ένα στίχο που κρατά ζωντανή την ελπίδα και εμπνέει, ενώ την ίδια στιγμή τονίζει το αμετάκλητο της διαδρομής που άστοχα επιλέξαμε:
Στη διάρκεια του ταξιδιού διάβαζα πάλι και πάλι
τον ίδιο εκείνο στίχο
και τόσο φθόνησα την άσβηστη ελπίδα του για γυρισμό.
Μια ελπίδα που είχα πίσω μου για πάντα πια αφήσει. (20)
Η αξία του βιβλίου προέρχεται από το χρόνο που ο ποιητής τού έχει αφιερώσει. Ο χρόνος περνά, αφήνει πίσω του την ψευδαίσθηση ότι μένει ακίνητος. Οι στιγμές επηρεάζουν τη διάρκεια, που ταυτίζεται με την απουσία οντότητας. Το χρόνο ζωντανεύει η «μυρωδιά από άκοπα βιβλία» (77). Το συρτάρι ανάγεται σε χώρο που παραμένει αινιγματικός, άγνωστος, για να κρατήσει ζωντανά τα μυστικά της ποίησης. Δένει τον ποιητή με την ποίηση, όπως το υπόγειο, στην αρχετυπική σκέψη, τη γη με τον Άδη.
Ένα πρώτο βιβλίο από νέο ποιητή κρύβει επιμελώς τα μυστικά της μελλοντικής του εξέλιξης. Στην περίπτωση του Παναγιώτη Χριστοδούλου, κρατάμε στα χέρια μας ποιήματα προσεγμένα, λιτά, με πλούτο μηνυμάτων και ανεξάντλητο βάθος, με ρυθμούς που μας κρατούν σε ετοιμότητα για νέα ανατρεπτική ανάγνωση. Εντυπωσιακή η βιβλική θεματική, ως σημείο αναφοράς του πολιτισμού μας. Η ανυπαρξία ανάγεται στην πιο ζωντανή μορφή της ύπαρξής μας. Πρόσκληση της ιτιάς για μια νέα αρχή. Η μηλιά μάς έδειξε το δρόμο προς τη Γη. Οι άνθρωποι τη συνδέουν με την έστω σύντομη παραμονή τους στον Κήπο της Εδέμ: Σαν να την είχαν ξαναδεί εκείνη τη μηλιά
(79).
«Και τότε εισήλθε στη σκηνή ο ηθοποιός που υποδυόταν τον αγγελιοφόρο να μεταφέρει τα άσχημα μαντάτα» (97). «Υποδυόταν». Καθώς η υποκριτική είναι πάνω απ’ όλα Τέχνη, άρα ευρύτερη από τη ζωή, ίσως τελικά να μην είναι όλα ψέματα. Η ζωή μας είναι θέατρο, ποιητική αλήθεια υψηλού επιπέδου.