Μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα

Μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα

Σπύρος Γιανναράς «Με ραμμένη φτέρνα», Άγρα 2023



«Εγώ κρατιέμαι από τις λέξεις, για να κρατήσω και τη μεταφορά, όπως οι ναυαγισμένοι απ’ τα ξύλα του ναυαγίου… Το ναυάγιο μου έδωσε τα θραύσματα, μου δίνει και τις λέξεις… τα συντρίμμια της γλώσσας μου… Μέχρι τότε ο εαυτός μου, όπως κι οι λέξεις μου ήταν ξένες… Πράγματα δανεικά ή κλεμμένα… Καταλαβαίνεις; Ενώνοντας τις λέξεις, πολεμώ να ενώσω τα κομμάτια μου...». Αυτές είναι μόνο μερικές από τις σκέψεις του Σωτήρη Κριεζώτη, του ήρωα, ή αντιήρωα, του πρώτου μυθιστορήματος στο αφηγηματικό cursus του Σπύρου Γιανναρά, Με ραμμένη φτέρνα. Οι σκέψεις αυτές περικλείουν ταυτόχρονα τη στοχαστική διάθεση του συγγραφέα γύρω από τη γλώσσα και τη γραφή -εν προκειμένω τη λογοτεχνική– ως μια διαδικασία σωματική· τη βιωμένη εμπειρία ως ερέθισμά της, και, την ίδια στιγμή, την αίσθηση του ήρωά του για τις λέξεις και τα πράγματα. Ο Κριεζώτης περιπλανιέται για τρεις μέρες και νύχτες προς το κέντρο της πόλης, μιας πόλης που τελεί υπό κατάσταση πλήρους συμπίεσης· σε μια πορεία ανάκτησης του εαυτού, της θέσης του στον κόσμο, αλλά και μιας διερώτησης για τη φύση της ίδιας της κοινωνίας. Ενώ για δέκα μήνες «ακινητούσε», σε κατάσταση οδυνηρού εγκλεισμού και απομόνωσης, λόγω της ρήξης του στον αχίλλειο τένοντα. Ωστόσο, η ρήξη του τένοντα, είναι μόνο μία από τις ρήξεις στις οποίες έχει βρεθεί –ρήξη σωματική, εργασιακή, οικονομική, πνευματική, ψυχολογική–. Ρήξεις που συνιστούν τη δική του προσωπική «κατάρρευση», καθώς είναι απολυμένος, χωρισμένος και τραυματισμένος. Παράλληλα, παρουσιάζεται ως γραφιάς ή αλλιώς κειμενογράφος, σύμφωνα με την carte de visite του, δυνάμει συγγραφέας και προσηλωμένος λογοτεχνικός αναγνώστης.

Στοχαστικότητα και γραφή

Η αφήγηση του Γιανναρά στήνεται στο παρόν του ήρωά του ο οποίος έχει απόλυτη συνείδηση της κατάστασης της κρίσης στην οποία έχει περιέλθει. Η εκκίνηση της περιπλάνησης συνιστά το σημείο μηδέν για την ανασύσταση του εαυτού. Δεν αποτελεί μια ανασκόπηση του παρελθόντος ή μια αναδρομική αναζήτηση των αιτιών της παρούσας κατάστασης, αλλά μια κατακόρυφη βύθιση στο παρόν, ένα «ένδον σκάπτε», «αναζητώντας μια ενδεχόμενη λύση από την περιπλάνηση», μέσα από τα θραύσματα και τα σπαράγματά του. Η περιπλάνηση στην πόλη συνιστά μια αδιάκοπη παλίνδρομη κίνηση, εντός και εκτός κόσμου, χώρου και εαυτού: περπατά, προσπερνά, παρατηρεί και συνεχίζει. Κάθε συνάντησή του, με διαφορετικές ανθρώπινες φιγούρες, τη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, τον γυρολόγο, την τσιγγάνα, τον παλικαρά, τον άστεγο, τον Μητσάρα της πλατείας, τους διαδηλωτές, τον ταξιτζή, τις γυναίκες της καφετέριας και του μπαρ, τον «γίγαντα» Ιεζεκιήλ (τον μετέπειτα νέο φίλο του), πυροδοτεί στοχαστικά εναύσματα και ενεργοποιεί ένα ακόμη βήμα κίνησης προς τον κόσμο και την αυτοκατάφαση του εαυτού.
Μέσα από μια ρευστή αφήγηση, ανάλογη της ρευστής και οριακής πραγματικότητας, αναδεικνύεται ένας χαρακτήρας δομημένος με μια σκευή αμιγώς λογοτεχνική. Ο ήρωας του Γιανναρά βιώνει τις προσωπικές και τις κοινές, συλλογικές εμπειρίες μέσα από τα λογοτεχνικά του αναγνώσματα. Κάθε θραύσμα εμπειρίας περιγράφεται από τον ίδιο ως μια μεταφορά άλλων λογοτεχνικών ηρώων, ενός Αχιλλέα, ενός Ιώβ, ενός Ιωνά, ενός Κουίκουεγκ ― ακόμη και οι σκέψεις του τον οδηγούν στις σκέψεις των μεγάλων συγγραφέων, του Apollinaire, του Hugo, του Σεφέρη, του Μπεράτη, μέσα από ένα «όπως», δημιουργώντας σχέσεις αναλογίας και μεταφοράς. Ήρωες αντλημένοι από το εγχώριο και το παγκόσμιο λογοτεχνικό apparatus, αναδυόμενοι από το απώτερο λογοτεχνικό παρελθόν έως και το παρόν, ορίζουν το υπαρξιακό αδιέξοδο του παρόντος σε ένα πλαίσιο ταυτόχρονα αχωροχρονικό. Οι στιχομυθίες με τους ανθρώπους που συναντά, τις οποίες ο ίδιος χαρακτηρίζει ως την «αχίλλειο πτέρνα του», οδηγούν, κατά κύριο λόγο, σε μια περιστροφή γύρω από τη λογοτεχνία Ένα από τα στοιχεία του μυθιστορήματος που ξεχωρίζει είναι οι διακειμενικές αναφορές, οι οποίες μορφοδοτούν εκ νέου τις εμπειρίες του Κριεζώτη, λειτουργώντας επιτελεστικά αλλά και αφηγηματικά ως προς την εξέλιξη του χαρακτήρα και της πλοκής, έχοντας σε μεγάλο βαθμό τη μορφή υποσημειώσεων. Οι μονόλογοί του παρατίθενται με πλάγια γραμματοσειρά, δημιουργώντας ένα αποσπασματικό, θραυσματικό κείμενο –με τη μπενγιαμινική έννοια του όρου– μέσα στο κείμενο, και έτσι «ακούγονται» δύο φωνές, του συγγραφέα και του Κριεζώτη, να διερωτώνται αν «οι σκέψεις για τη γραφή να ’ναι λες ήδη συγγραφή;».
Η στοχαστικότητα του συγγραφέα εκκινεί μια ευρύτερη και πολυεπίπεδη συζήτηση σχετικά με ερωτήματα που άπτονται της ανάγνωσης, της γραφής, του γούστου, της συγγραφικής ιδιότητας, της πρόσληψη της λογοτεχνίας στο παρόν, ακόμη και με όρους αυτοαναφορικότητας, της συν-γραφής του δικού του μυθιστορήματος και της λογοτεχνικής παράδοσης: «Ο συγγραφέας της φράσης αποτύπωσε την αλήθεια μιας πραγματικότητας την οποία εγώ ενσαρκώνω για χιλιοστή φορά από την αρχή», απαντάει ο γυρολόγος στον Κριεζώτη.


«Του κόσμου το δράμα, στου κορμιού (σου) το τρίμμα»

Αν η περιπλάνηση και η γραφή είναι «οι δύο θεμελιώδεις τρόποι περπατήματος», ο Κριεζώτης, βαδίζοντας προς το δικό του «χαμένο κέντρο» από την οπτική γωνία του προσωπικού τραύματος, αφουγκράζεται το συλλογικό. «Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ' αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου», έλεγε ο Καρυωτάκης. Η προσωπική συνθήκη, σε μία κατά κύριο λόγο μονολογική αφήγηση, συνδέει την ιδιωτική με τη δημόσια σφαίρα. Μπορεί η δράση να είναι τοποθετημένη στην περίοδο της κρίσης και του δημοψηφίσματος του 2015, σε άμεση συνάφεια με το παροντικό κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, ωστόσο λειτουργεί μόνο ως το φόντο του υπαρξιακού και εν γένει ανθρώπινου δράματος. Ο Γιανναράς επ’ ουδενί δεν πλησιάζει στην τάση που έχει χαρακτηριστεί ως «λογοτεχνία της κρίσης». Η αφήγηση λειτουργεί ως μια νέα εισαγωγή στην ύπαρξη και το ανθρώπινο αδιέξοδο. Διανοίγεται σταδιακά στο συλλογικό πεδίο και η γραφή προσφέρει στον Κριεζώτη μια νέα δυνατότητα όρασης, αποτυπώνοντας ένα ψηφιδωτό της ανθρώπινης κρίσης, μιας κρίσης θανάτων, ανεργίας, οικονομικών προβλημάτων, απομονωτισμού, βίας, ασθένειας, αυτοκτονιών, μισανθρωπισμού, επαγγελματικών και προσωπικών αδιεξόδων και ρατσιστικών εκδηλώσεων. Ωστόσο, το βλέμμα του είναι αδιάκοπα στραμμένο στη γραφή και την ανάγνωση διαφορετικών ειδών λόγου (discourse). Διαβάζει τα συνθήματα στους τοίχους, τα πλακάτ των διαδηλωτών, τη γλώσσα της διαφήμισης, τα λογοτεχνικά τατουάζ-φράσεις στο σώμα του Ιεζεκιήλ, το τύπωμα ενός ανδρικού t-shirt, το μπλοκ των δικών του σημειώσεων, αλλά και το βιβλίο του, την Κατάρρευση του Fitzgerald, το οποίο έχει στην τσάντα του κατά την περιπλάνηση του , ως μια προσωπική Βίβλο και «το αισθάνεται να ακουμπάει το κορμί του». Kάθε ανάγνωση λειτουργεί παράλληλα ως ένας αναστοχασμός αλλά και μια άσκηση κοινωνικής και αισθητικής κριτικής. Τα λογοτεχνικά μότο, τα πέντε χορικά που παρεμβάλλονται, ένα «μακάβριο» πεζοποίημα με τον λόγο ενός δελτίου ειδήσεων, ως διαφορετικά είδη λόγου προερχόμενα από διαφορετικά περιβάλλοντα αναφοράς, συνιστούν κομβικά σημεία της αφήγησης και ταυτόχρονα συγκροτούν τον προσωπικό λόγο του συγγραφέα, τη δική του «γλώσσα μέσα στη γλώσσα», την προσωπική του συγγραφική ιδιόλεκτο, αισθητική και στοχαστική.
Η τριήμερη περιπλάνηση του Κριεζώτη στον αστικό κόσμο και χώρο είναι και μια παράλληλη περιπλάνηση στον κόσμο της λογοτεχνίας· έναν κόσμο που ο Γιανναράς προσεγγίζει με ευαισθησία, διαλέγεται και αναμετράται μαζί του, όπως ο αναγνώστης «παλεύει σώμα με σώμα με το έργο». Η περιπλάνηση είναι μια μετωνυμία της μετατόπισης του ήρωα, ο οποίος έχει έρθει πιο κοντά στον κόσμο και στον εαυτό του· έστω και παροδικά, δεν αισθάνεται ως το φάσμα του εαυτού του, αλλά στιγμιαία «ένας ευλογημένος άνθρωπος».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: