«Υπήρξα τόσοι άλλοι»

«Υπήρξα τόσοι άλλοι»

Αλέξης Σταμάτης, «Υπήρξα τόσοι άλλοι», Καστανιώτης 2023


Για το ίδιο βιβλίο βλ. και εδώ

Θα ξεκινήσω με μια σύντομη, πλην τυπική διάκριση των ειδών: Η αυτοβιογραφία είναι ένα είδος γραφής, σύμφωνα με το οποίο ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της ζωής του, βασιζόμενος σε πραγματικά γεγονότα και προσωπικές εμπειρίες, προσπαθεί να παρουσιάσει την αλήθεια για τη ζωή του, αν και η υποκειμενικότητα και η προσωπική ερμηνεία των γεγονότων είναι συχνά αναπόφευκτες. Τα κύρια χαρακτηριστικά της αυτοβιογραφίας περιλαμβάνουνακριβή και πραγματικά γεγονότα από τη ζωή του συγγραφέα, εστίαση στην προσωπική ανάπτυξη και τις εμπειρίες του, καθώς και χρήση πρωτοπρόσωπηςαφήγησης. Από την άλλη πλευρά, η αυτομυθοπλασίαείναι ένα είδος γραφής που συνδυάζει στοιχεία της αυτοβιογραφίας με τη μυθοπλασία, μιας και οσυγγραφέας χρησιμοποιεί προσωπικές εμπειρίες και στοιχεία της ζωής του, ωστόσο είτε τα αναμιγνύει με φανταστικά γεγονότα και πλαστούς χαρακτήρες είτε στήνει μια ιστορία με τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας μυθιστορηματικής κατασκευής, παρασύροντας τον αναγνώστη να διαβάσει το έργο ωσάν ένα μυθιστόρημα που εμπεριέχει πολλές, αν και συχνά ετερόκλητες, βιωμένες εμπειρίες.
Στην περίπτωση του Αλέξη Σταμάτη και του βιβλίου του Υπήρξα τόσοι άλλοι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται και εκεί έγκειται η μαεστρία του συγγραφέα ως δεινού χειριστή του λόγου. Το έργο του υπερβαίνει τους ειδολογικούς ορίζοντες της εποχής του, αλλά και τις παραδοσιακές γραμματολογικές συμβάσεις σχετικά με τα όρια των ειδών, δημιουργώντας ένα υβριδικό μοντέλο γραφής, στο οποίο ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να περιδιαβεί σε όσα πυρηνικά εγγράφονται στην ψυχοσύνθεση του Αλέξη Σταμάτη, ο ρόλος του οποίου στο εν λόγω έργο είναι αναμφίβολα διττός: αφηγητής και συγγραφέας. Αν, τελικά, μπορούμε, έστω και με επιφυλάξεις να μιλήσουμε για αυτομυθοπλασία, η εν λόγω τεχνική τού επιτρέπει να εξερευνήσει προσωπικά και υπαρξιακά ζητήματα με ελευθερία και δημιουργικότητα. Η αφήγηση λειτουργεί ως ένα μέσο αυτοεξέτασης και αυτογνωσίας, με τον συγγραφέα να αναστοχάζεται πάνω στις δικές του εμπειρίες και να τις μετατρέπει σε καλλιτεχνική δημιουργία.
Το ανά χείρας βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία μιας ολόκληρης ζωής, που ανατέμνεται αυτοψυχαναλυτικά, μέσα από πλούσιες αναφορές στα θραύσματα της μνήμης από την ευτοπία της παιδικής ηλικίας, στους τόπους που ταξίδεψε, στις μνήμες που συγκρότησαν την ταυτότητα του αφηγητή, στα σκιρτήματα του έρωτα, στο ρίγος από τη γέννηση του Ερμή, στις καθημερινές ασχολίες που βυθίζονταν σε έναν κόσμο ραστώνης, αλλά που πάντα είχαν κάτι ποιητικό, στις μουσικές που τον ωρίμασαν, στις επαφές του με σημαντικά πρόσωπα της τέχνης, στους εφηβικούς έρωτες με μυθικούς αστέρες, στους φανταστικούς φίλους που επινόησε, στη σχέση του με τους γονείς του, στα ποικίλα ερεθίσματά του όπως περιγράφονται σε σκηνές μέσα σε μια σχολική τάξη ή στο θάλαμο ενός νοσοκομείου, στο χώρο των γυρισμάτων μιας εκ των ταινιών της μητέρας του, σε μια ψυχιατρική πτέρυγα ή σε μια ταμπακερί στο Παρίσι.
Μέσα από την καταγραφή των αυτοβιογραφικών του εμπειριών περιβεβλημένων με έναν καλοδομημένο λογοτεχνικό μανδύα έρχεται αντιμέτωπος με όσα τον πληγώνουν και όσα τον ορίζουν, χωρίς το τραύμα, ωστόσο, να λειτουργεί ως άλλοθι, αλλά σαν μια από τις ψηφίδες ενός παλίμψηστου: η πρώτη όψη, η υπερκείμενη γραφή, είναι η ζωή του, η οργανική του τοποθέτηση στο σύμπαν, σαν απειροελάχιστη μονάδα που ψάχνει την ταυτότητά του μέσα από τους ανθρώπους του, τις συνήθειές του, τις εξαρτήσεις και τις απεξαρτήσεις του, τις καθημερινές ανθρώπινες πρακτικές και τις αγωνίες που συνέχουν τον κόσμο του. Η δεύτερη όψη του παλίμψηστου, η υποκείμενη γραφή, σφιχταγκαλιασμένη με την πρώτη, είναι οι πλούσιες αναφορές σε λογοτεχνικά του άλτερ έγκο, που αναδεικνύουν την πλούσια παιδεία και την ευρυμάθειά του, αλλά είναι και ο χειρισμός της φόρμας, το μωσαϊκό ημερολογιακών καταγραφών, αποσπασμάτων από συνεντεύξεις, αυτοαναφορικών σχολίων που ενθυλακώνουν την καλλιτεχνική του βάσανο, ολόκληρων διαλογικών χωρίων από θεατρικά έργα, εικόνων που διανοίγουν τα σύνορα μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, σημειωμάτων, αλλά και τα ντοκουμέντα, η κριτική της λογοτεχνίας, ο συγγραφέας ως αναγνώστης και ο αναγνώστης ως συγγραφέας. Με αυτόν τον τρόπο, στήνει ένα έξοχο σκηνικό μιας μυθιστορηματικής μεταγλώσσας, η οποία βασίζεται στην ετεροτοπική και ετεροχρονική κατασκευή ενός πολυδιάστατου εαυτού, που ψάχνει τις ισορροπίες του, αναδεικνύει τα κενά του, αποσιωπά και κραυγάζει, επιθυμεί και αποβάλλει, ξεσπά σε έναν αιχμηρό μικροπερίοδο λόγο και ανασαίνει διόλου ασθματικά στις πλούσιες περιγραφές με έναν μακροπερίοδο λόγο.
Με συγγραφική άνεση, έτσι, περνάει από την παιδική ηλικία σε ιστορικές στιγμές μεγάλων πολιτικών μορφών, από όταν πρωτοδιάβασε το Μυθιστόρημα του Γιώργου Χειμωνά στην τελευταία συνέντευξη που του πήρε ενώ ήταν στο νοσοκομείο, από προσωπικές ιστορίες σε εγκιβιωτισμένες ενδοδιηγήσεις, από φίλους του εξωτερικού στην απρόσμενη γύμνια του μπροστά σε φίλες της θείας του, Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, που επίσης τον σημάδεψε βαθιά. Υπογραμμίζει, έτσι,εμμέσως πως είναι ό,τι διαμόρφωσε την προσωπική του μυθολογία, σαν κάτι περισσότερο από την προέκταση του έργου του. Παρόλα αυτά, κάθε κεφάλαιο διαθέτει μια νοηματική αυτοτέλεια, με μια νοητή γραμμή που διατρέχει τις μικρές ή μεγάλες ιστορίες του βιβλίου του, θησαυρίζοντας στην κυψέλη του συγγραφικού του γίγνεσθαι τις περιπέτειες της ζωής, τη γέννηση και τη φθορά, τα παράσημα και τις πληγές της πορείας του μέσα στον δημόσιο μακρο-χώρο και τον ιδιωτικό μικρο-χώρο.
Αν και φαινομενικά, λοιπόν, τα 180 κεφάλαια του βιβλίου του αποτελούν και από ένα ξεχωριστό ντοκουμέντο ωσάν μια ημερολογιακή εγγραφή, συχνά με δραστική οικονομία κι άλλες φορές με μια μαγνητίζουσαάφεση στις περιγραφές ανθρώπων, χώρων και σκέψεων, η γραφή του δεν περιορίζεται στην ελεύθερη περιδιάβαση στον χώρο των ιδεών ούτε στην αυτόματη γραφή και τον συνειρμό, τεχνικές που θα παρέπεμπαν στον υπερρεαλισμό. Τουναντίον, με απόλυτη οργάνωση του αφηγηματικού του υλικού, ενός πρωτογενούς υλικού ζωής, ο Αλέξης Σταμάτης αυτοσυστήνεται μέσα από αντιθέσεις, όπως του αφηγητή παιδιού και του ώριμου αφηγητή, του τραύματος και της επούλωσης, που συγκροτούν τον συγγραφικό χάρτη της ζωής του: έναν χάρτη με διαυγείς γεωγραφικές συντεταγμένες αληθινών τόπων και τοπίων, αλλά και μεταφορικών, που ανασυνθέτουν την ποιητική ανθρωπογεωγραφία της ύπαρξης. Η τεχνική του, μάλιστα, να εναλλάσσει διαφορετικές χρονικές περιόδους και να αποκαλύπτει σταδιακά στοιχεία για τον πιραντελικό αυτόν χαρακτήρακαι τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την ταυτότητά του, προσδίδει βάθος και πολυπλοκότητα στην αφήγηση, κάνοντας μια ιστορία αυτοβιογραφικού χαρακτήρα να μη ζηλεύει τίποτα από ένα καλοφτιαγμένο μυθιστόρημα.
Σε αυτό το ταξίδι προς την αναζήτηση του εσώτερου εαυτού, μια αντίστροφη πορεία προς την αυτογνωσία, όπως ήδη υπαινίχθηκα, είναι έντονο το στοιχείο της διακαλλιτεχνικότητας, με πλούσιες αναφορές όχι μόνο σε γνωστά πρόσωπα που μυθοποιήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, αλλά και σε πλήθος συγγραφέων, αποσπάσματα από τα έργα των οποίων ενσωματώθηκαν εντέχνως στο έργο του, στις κατάλληλες γραμμές, στα κατάλληλα σημεία, ανασυνθέτοντας αφενός το μυθικό παρελθόν, αφετέρου το λογοτεχνικό του παρόν, το οποίο συνιστά ένα κράμα από λογοτεχνικές αναζητήσεις, επιρροές από τον χώρο της τέχνης, αλλά με μια προσφιλή στον αναγνώστη επιστροφή στην απτότητα της ανθρώπινης τραγικότητας του καθημερινού. Μέσα από τις δι-ειδωλικές υπερβάσεις που επιχειρεί εισάγει τα ποικίλα αναγνωστικά κοινά στον ρευστό χώρο των ορίων, σε έναν μεταιχμιακό κόσμο λογοτεχνικών προσδοκιών, αλλά και θρυμματισμένων ταυτοτήτων, ενώ, παράλληλα, φιλοτεχνεί το μωσαϊκό μιας υβριδικής ύπαρξης που σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, χαράσσοντας νέα σύνορα για το μετανεωτερικό εγώ, προσπαθεί να παραμείνει αλώβητος μπροστά στην επικυριαρχία της ανίκητης μοναξιάς. Αυτή η πρόσμειξη λογοτεχνικών μορφών, χαρακτήρων που παρελαύνουν στα αναγνώσματα της ζωής του, αλλά και καθημερινών προσώπων που άπτονται σύγχρονων εμπειριών, χαρτογραφεί τη συγγραφική του πορεία με τρόπο μοναδικό, καθώς δεν ηθικολογεί, δεν διδάσκει, δεν γίνεται κριτικός της τέχνης, δεν αφήνεται σε παραληρηματικά ξεσπάσματα που εκκινούν από τις νευρώσεις του μοντέρνου κόσμου. Τουναντίον, στοχάζεται και αναστοχάζεται πάνω σε ζητήματα που αφορούν την τέχνη του με τρόπο γήινο, με τον εξομολογητικό του χαρακτήρα στρέφεται προς τον εσώτερο πυρήνα της ύπαρξής του και είναι όσα γράφει και όσα δεν γράφει, όσα ζει και όσα φαντάζεται, ανασυνθέτοντας το παζλ της ζωής του με τους ποικίλους ρόλους του: γιος, πατέρας, λογοτέχνης, πρώην αλκοολικός, ταξιδευτής, αναγνώστης, ενσώματη ύπαρξη με μνήμη, συνομιλητής με το πολιτισμικό και συγγραφικό «Άλλο» αλλά και με το ήσυχο, έντιμο, προσωπικό του «εγώ». Άλλωστε, δεν γράφει για να βρει καταφύγιο, μα για να στήσει έναν ξεχωριστό τρόπο ζωής.
Μέσα από την ιστορία του, ο Αλέξης Σταμάτης καταδεικνύει ότι η ταυτότητα είναι μια δυναμική και συνεχώς εξελισσόμενη έννοια. Ο αναγνώστης καλείται να στοχαστεί πάνω στη δική του ταυτότητα και να αναλογιστεί τον ρόλο που παίζουν οι εμπειρίες και οι μνήμες στη διαμόρφωση του εαυτού του. Έτσι, το «Υπήρξα τόσοι άλλοι», τίτλος ταυτοτικός και ρευστός παράλληλα, είναι ένα έργο που συνδυάζει εξαιρετική συγγραφική δεινότητα με βαθιά υπαρξιακά ζητήματα. Μέσα από την αυτοαναφορικότητα και την εμβάθυνση στην ψυχολογία του, ο Αλέξης Σταμάτης προσφέρει μια πολυδιάστατη και συγκινητική εξερεύνηση της ταυτότητας που μεταβολίζεται στο λογοτεχνικό διηνεκές, κάνοντας το βιβλίο αυτό να αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και να αναδεικνύει τον Αλέξη Σταμάτη – κι ας μου επιτραπεί η έκφραση – ως έναν από τους πιο σημαντικούς και ταλαντούχους συγγραφείς της εποχής μας.

Κεφάλαιο 45, απόσπασμα:

«[…] γράφε, γράφε, το καράβι θα με σώσει κολυμπά, κολύμπα, ώσπου να πνιγείς, ώσπου να σωθείς, σου λέω, μη μου ομορφαίνεις άλλο τη λύπη, μη μαζεύεις άλλα δάκρυα σε φιαλίδια, αυτά ήταν ρωμαϊκές πρακτικές, μελοδραματικές, εγώ δε θέλω τέτοια, θέλω ειρηνικά να ζω κι ακόμα κατοικώ τον ίδιο τόπο, τα κείμενα, τα εξαντλημένα κείμενα, πότε θα τυφλωθώ να τα κάψω, όμως γράφε εσύ, γράφε με άγριους ιδρώτες, με σεντόνια μαύρα, μη βγάζεις άχνα, ψυχή μου, μόνο γράφε, γράφε, που σημαίνει δε σε θέλω, δε σ’ αγαπώ».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: