Η προσφυγιά των γατών

Η προσφυγιά των γατών

Ζαχαρίας Μαυροειδής, «Εφτά ψυχές στο στόμα», εκδ. Polaris 2023

Η προσφυγιά των γατών
και των γάτων, προφανώς.

Νομίζω πως αυτός είναι ο πιο ταιριαστός τίτλος για το κείμενο που διαβάζετε. Τίτλος που αποδίδει αρκετά καλά την προσέγγισή/ανάγνωσή μού στο βιβλίο το οποίο παρουσιάζω(;). Τίτλος που παραπέμπει, προφανώς, στα γνωστά αιλουροειδή, και όχι σε τίποτα συνανθρώπους μας που έχουν τη φήμη πως είναι γατόνια.
Η προσφυγιά και ο (απο)χωρισμός είναι —κατ’ εμέ…— το κεντρικό θέμα, γύρω από το οποίο περιστρέφονται διακριτικά αλλά επίμονα και έμμονα πολλές γατίσιες προσωπικές ιστορίες στο πρωτότυπο και γοητευτικό μυθιστόρημα με τον τίτλο:

Εφτά ψυχές στο στόμα, του Ζαχαρία Μαυροειδή, εκδ. Ρolaris, Αθήνα 2014.

Το ευρηματικό αυτό βιβλίο —κατά την ταπεινή μου γνώμη, ίσως και λόγω κάποιας σχετικής άγνοιας…— δεν έτυχε, μάλλον, της προσοχής που του άξιζε τον καιρό που εκδόθηκε. Με εξαίρεση, θα έλεγα, μια αρκετά εμπεριστατωμένη και διεισδυτική κριτική της Τούλας Ρεπαπή στο diastixo.gr. Εξάλλου, και τα ζητήματα της μεγάλης προσφυγιάς των καιρών μας, αυτής που έχει «σημαδέψει» πολλά νησιά της Μεσογείου, δεν είχαν, τότε ακόμη έρθει πλήρως στο προσκήνιο και δεν είχαν εμπεδωθεί από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ούτε είχε εκδοθεί το εύληπτο θεωρητικό έργο του John Gray με τον χαρακτηριστικό και πιασάρικο τίτλο «Αιλουροειδής φιλοσοφία. Οι γάτες και το νόημα της ζωής», εκδόσεις οκτώ, Αθήνα, 2020, σε μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου. Εν πάση περιπτώσει, του λόγου μου πολύ πρόσφατα το διάβασα το μυθιστόρημα του Ζ. Μαυροειδή. Μετά μάλιστα από προτροπή των εκδοτών, οι οποίοι έχουν πλέον παράδοση στην έκδοση έργων νέων Ελλήνων πεζογράφων με θεματολογία —ενίοτε δε και γραφή— σαφώς και εμφανώς αποκλίνουσα από τα εκάστοτε ημεδαπά και αλλοδαπά trends της αγοράς του βιβλίου.

Φωτογραφία του Kazutoshi Ono - Βραχεία λίστα των φετινών Comedy Pet Photography Awards



Spoiler: Σε κάποιο νησί, του Αιγαίου βάσει των περιγραφών —δεν αναφέρεται ονομαστικά σε ποιο— έχει μόλις τελειώσει η σεζόν. Παραθεριστές και παραθερίστριες αναχωρούν μαζικά από το νησί. Οι ταβέρνες κλείνουν και αφήνουν ξωπίσω τους ένα σωρό γάτες ανέστιες. Γάτες χωρίς έναν κύριο / μια κυρία, συνήθως. Κάποιες από αυτές είναι γεννημένες στην αρχή του καλοκαιριού στο νησί. Γάτες κοινόχρηστες πολλές από αυτές. Ακόμη και δημόσιες ή πάνδημες. Ήμερες πάντως. Αλλά και γάτες αλλιώτικες, πολλές από αυτές: γάτες οι οποίες είχαν διατελέσει απλώς «μια αγάπη για το καλοκαίρι» κάποιου/ας που παραθέριζε στο νησί. Ή, ακόμη, γάτες με πιο περίπλοκες ιστορίες ζωής, εντός και εκτός νησιού. Καθότι η γάτα είναι ένα ζώο που ζει και ως ήμερο κατοικίδιο —ίσως το πιο διαδεδομένο κατοικίδιο!— αλλά και ως άγριο ζώο. Και εύκολα περνά από τη μια κατάσταση στην άλλη…






Παρατήρηση: Πολλές παραθεριστικές περιοχές, στην Ελλάδα τουλάχιστον, είθισται να ερημώνουν μόλις τελειώσουν οι διακοπές, να εκκενώνονται στο πι και φι σαν το Χαν Γιούνις στη Λωρίδα της Γάζας. Σαν και άλλες πολλές πολεμικές ζώνες. Οι παραθεριστικές ζώνες μένουν, παρόλα αυτά, ανέπαφες. Αναμένουν βουβές την επόμενη σεζόν. Κάποια ζώα συντροφιάς, τα οποία δεν έχουν την τύχη να ακολουθήσουν τους παραθεριστές που μισεύουν για να επιστρέψουν στα σπίτια τους, παίρνουν τους δρόμους της προσφυγιάς. Γατιά τα πιο πολλά από δαύτα. Παράπλευρες απώλειες της θερινής σεζόν.

Όλες ετούτες οι γάτες του μυθιστορήματος σχηματίζουν μια αγέλη ad hoc, με αρχηγό, εκ των πραγμάτων, τον ρωμαλέο και παλαίμαχο Χρουστσόφ. Τον εμπιστεύονται οι γάτες όλες, αρσενικές και θηλυκές, αλλιώς δεν θα τον είχαν αρχηγό. Κάποιες με επιφυλάξεις, κάποιες άλλες ανεπιφύλακτα. (Συμβαίνει αυτό συχνά με τους «φυσικούς αρχηγύς»). Και κινούν να πάνε στο λιμάνι του νησιού, που έχει ζωή και το χειμώνα. Και φαγητό… εξυπακούεται αυτό (για τις ανάγκες της αφήγησης). Γίνονται αδέσποτες, αγριεύουν. Προσωρινά τουλάχιστον (κάποιες από αυτές). Ως κεντρική ηρωίδα της ομάδας των μίνι αιλουροειδών, ο παντογνώστης αφηγητής επιλέγει μια λεπταίσθητη και ολίγον μη μου άπτου γατούλα με το όνομα Μαρί Σαντάλ. Η οποία λειτουργεί, σε πολλά αλλά όχι σε όλα, και ως η φωνή και η ματιά του συγγραφέα. Κάποιες γάτες, βέβαια, ερωτοτροπούν και με την ιδέα να μείνουν στο μοναστήρι, στα μισά του δρόμου. Πάνω σε κάτι κατσάβραχα, τρεφόμενες με φασόλια και ρεβίθια. Αυτά μόνον είναι σε θέση να προσφέρει μια αενάως νηστεύουσα και πενόμενη μοναχή. Είναι τάχα ολιγαρκείς, χωρίς πολλά κουράγια ή απλώς οκνηρές αυτές οι γάτες; Πολλές και ποικίλες οι (μυθοπλαστικές) απαντήσεις στο ερώτημα.





Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «Η απόσταση που πρέπει να διανύσει (η Μαρί Σαντάλ) με την ομάδα του Χρουστσόφ ως το λιμάνι είναι σκληρή σαν τον κόσμο που σιγά σιγά ανακαλύπτει: αυτόν της ενηλικίωσης. Διασχίζοντας το νησί, η Μαρί Σαντάλ θα βρεθεί αντιμέτωπη με μπόρες, ανεμοθύελλες, κυνόδοντες, νύχια και ράμφη, θα εκμυστηρευτεί τους καημούς της, θα ερωτευτεί και θα μισήσει, θα κυνηγήσει και θα κυνηγηθεί. Μαζί με όλη την ομάδα, θα ακονίσει τα ένστικτά της, θα γλείψει τις πληγές της και θα ακροβατήσει πάνω στην αιχμηρή προσαρμοστικότητά της. Είναι όμως έτοιμη ν’ αφήσει την ελευθερία της για τη σιγουριά της υιοθεσίας, να ξεχάσει την αδρεναλίνη του κυνηγιού, να απαρνηθεί έναν έρωτα;
Ένα εφτάψυχο road movie και ένα ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο ταξίδι ελευθερίας».



Γάτα που κυνηγάει πουλί. Tοιχογραφία από την Θήρα



Θα διαφωνούσα, κάπως. Ή, μάλλον, αρκετά… Δεν πρόκειται ακριβώς για μια ενηλικίωση. Ή δεν είναι για όλες τις γάτες της ομάδας ενηλικίωση αυτό το ταξίδι, ιδωμένο μέσα από μια οπτική γωνία που όντως παραπέμπει αρκετά σε road movie. Κάποιες γάτες είναι αρκετά μεγάλες, ενήλικες για τα καλά…, και με «βαρύ» παρελθόν και πλούσιο «μητρώο». Πράγματα ουκ ευκαταφρόνητα, τα οποία εκμεταλλεύεται επιδέξια ο συγγραφέας για να κατευθύνει ανέλιξη της αφήγησης. Αποκαλύπτοντάς τα σιγά σιγά, υπό μορφή παράλληλων μικρών πλοκών με «συμπυκνωμένο» και μπαμπάτσικο σασπένς. Οι οποίες, κατ’ επίφαση όλως τυχαίως…, υπεισέρχονται ξαφνικά στην κεντρική πλοκή της ιστορίας, αυτήν της πορείας της ομάδας προς το λιμάνι της σωτηρίας. Και την μεταβάλλουν. Από την άλλη πάλι, «Οι γάτες δεν εξημερώθηκαν ποτέ από τους ανθρώπους», παρατηρεί ο John Gray στο προαναφερόμενο έργο του, για να συνεχίσει: «Ένας συγκεκριμένος τύπος γάτας —η Felis silvestris, μια ανθεκτική μικρόσωμη γάτα με μεταξένιο ριγωτό τρίχωμα— εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο μαθαίνοντας να ζει με τους ανθρώπους. Oι σημερινές οικόσιτες γάτες είναι παρακλάδια ενός συγκεκριμένου κλάδου αυτού του είδους, της Felis silvestris lybica, που πριν 12.000 άρχισε να συγκατοικεί με τους ανθρώπους σε περιοχές της Μ. Ανατολής που σήμερα αποτελούν τμήματα του Ιράκ, της Τουρκίας και του Ισραήλ. Εισβάλλοντας σε χωριά αυτών των τόπων, οι γάτες κατάφεραν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους την ανθρώπινη μετάβαση προς έναν βίο μόνιμης εγκατάστασης. Κυνηγώντας τρωκτικά και άλλα ζώα που έτρωγαν τους καρπούς και τα σιτηρά στις αποθήκες, και αρπάζοντας τα απομεινάρια που απέρριπταν οι άνθρωποι αφότου είχαν καταναλώσει τα ζώα που έσφαζαν, οι γάτες μετέτρεψαν τους ανθρώπινους οικισμούς σε σίγουρες πηγές διατροφής». Οι γάτες «επέλεξαν» να ζουν με τους ανθρώπους, αλλά η επιλογή αυτή δεν ήταν ποτέ μόνιμη. Οι γάτες δεν εξημερώθηκαν ποτέ πλήρως. Όπως επισημαίνει η Abigail Tucker στο έργο της «The Lion in the Living Room: How House Cats Tamed Us and Took Over the World”, εκδ. Simon and Schuster, Λονδίνο, 2016: «Οι γάτες έχουν αλλάξει τόσο λίγο από σωματική άποψη, όλον τον καιρό που ζουν με τους ανθρώπους, ώστε ακόμη και οι σύγχρονοι ειδικοί αδυνατούν συχνά να διακρίνουν τις κατοικίδιες γάτες από τις αγριόγατες».



Κοντά στο Δαχτυλίδι Αμαρουσίου, προ ετών



Ενδιαφέρον έχει ακόμη το γεγονός ότι, εκτός σπιτιού, η συμπεριφορά των κατοικίδιων γατών (και γάτων) δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη των αγριόγατων. Έτσι, οι ανέστιες πλέον γάτες της ομάδας του Χρουστσόφ, ακόμη και κάποιες που είχαν καλομάθει στα νόστιμα σνακ και τις κροκέτες ντελικατέσεν από το pet shop, στραβομουτσουνιάζουν μεν αλλά μαθαίνουν εύκολα —οι πιο πολλές τους— να μασουλάνε σαύρες και ακρίδες, καθώς και να τις κυνηγούν. Ο πειρασμός της άμεσης ενσωμάτωσης στην άγρια ζωή είναι λοιπόν μεγάλος. Μεγάλη όμως, και αντίρροπη, είναι και η νοσταλγία, που κανοναρχεί τον αγώνα για να βρεθεί ξανά το παλιό αφεντικό. Ή να κερδηθεί νέο. Παραβολή για τη γοητεία της εθελοδουλίας; Πιθανόν, αν και ως ένα είδος εθελοδουλίας ίσως ο συγγραφέας να υπαινίσσεται και τον «πλατωνικό έρωτα» (sic) της γάτας —εξ ανάγκης και εκ των πραγμάτων, εφόσον πρόκειται για διαφορετικά είδη— με το αφεντικό της. Που οδηγεί συνήθως στη στείρωση, και όχι στην δημιουργία «οικογένειας» και απογόνων, δηλαδή στην διαιώνιση του είδους, που επιτάσσει το ένστικτο. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια σπουδή της ενηλικίωσης της γάτας, το έργο μάλλον δεν είναι κάτι τέτοιο, κατά κύριο λόγο τουλάχιστον. Είναι μια επίμονη λοξή ματιά στις αποφάσεις ζωής τις οποίες επιβάλλει η προσφυγιά, μια συνήθης συνθήκη ζωή σε πολλά μέρη του κόσμου στις μέρες μας. Έτσι το διάβασα εγώ, παρασυρμένος, ίσως, και από το γεγονός ότι δείχνει να διαδραματίζεται σε κάποιο νησί αιγαιοπελαγίτικο. Καθότι, όχι και τόσον εσχάτως, κάποια από αυτά τα νησιά έχουν μοιραία συνδεθεί, στα καθ’ ημάς, με την ανθρώπινη προσφυγιά. Αναρωτιέμαι μάλιστα αν η κάπως ελληνική, νησιωτική «αύρα» του βιβλίου, ο εν γένει περίγυρος, οι γατίσιοι χαρακτήρες, συχνά με ελληνικά σουσούμια στη συμπεριφορά τους, οι καταστάσεις και οι συζητήσεις που παραπέμπουν υπαινικτικά σε ελληνικές προβληματικές (καταστάσεις) είναι ένα στοιχείο που θα δρούσε θετικά ή αρνητικά στην υποδοχή του έργου σε μια ξένη γλώσσα και πολιτισμικό πλαίσιο. 





Η προσφυγιά στις γάτες (και στους γάτους) λειτουργεί καθοριστικά για τη ζωή τους, όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Μεταβάλλει άρδην σχέσεις, φιλίες και παρέες. Οδηγεί σε fast track (απo)χωρισμούς από κάποια άτομα, και σε γνωριμίες και συμπόρευση, στο δρόμο της ζωής, με κάποια άλλα. Οδηγεί στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων, όταν οι παλαιές αποδεικνύονται άχρηστες στον αγώνα για την επιβίωση, οδηγεί σε αναψηλαφήσεις και αναστοχασμούς (καθώς και «φανερώσεις», μετά από παρατεταμένα σασπένς, αν κρίνουμε από το βιβλίο) κάποιων καταχωνιασμένων γεγονότων του παρελθόντος. Η προσφυγιά είναι και μια επώδυνη αναγέννηση, για όσους δεν συντριβούν στα βράχια και δεν συνθλιβούν στις δομές υποδοχής στα hotspots. Ίσως για αυτό κάποιοι πρόσφυγες συχνά προκόβουν γρήγορα και αναπάντεχα.


Toυ Xu Beihong



«Έχω πει ότι οι γάτες παίζουν τον ρόλο αγαθών δαιμόνιων, ψυχικών συντρόφων. Είναι οπωσδήποτε καλή συντροφιά».
«Κάποιος είπε ότι οι γάτες είναι εκείνο το ζώο που απέχει περισσότερο από το ανθρώπινο μοντέλο. Εξαρτάται περισσότερο από το είδος των ανθρώπων στο οποίο αναφέρεσαι και φυσικά από το είδος των γατών. Πότε πότε βρίσκω τις γάτες αλλόκοτα ανθρώπινες». Από το βιβλίο του William Burroughs Η γάτα μέσα μας, εκδ. Απόπειρα 2006, μτφρ. Αργυρώς Πιπίνη και Νίκης Προδρομίδου


Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η οριοθέτηση του ανθρωπίνου όντος σε σχέση τα υπόλοιπα ζώα είναι ένα από τα κεντρικά, αν και συχνά υπόρρητα, μείζονα (οντολογικά) ζητήματα της φιλοσοφίας. Ο Ισπανός φιλόσοφος Ortega y Gasset, ο οποίος εισήγαγε τον όρο razόn vital (ζωτικός λόγος), θεωρούσε πως η ζωή ήταν ένα θεμελιώδες και ριζικό φαινόμενο και μελέτησε πολύ τα ζώα και την animalidad (ζωικότητα) σε αυτά και στον άνθρωπο, σε όλες τις πτυχές και τις εκδηλώσεις της.
Η ζωή των ζώων, κατ’ αυτόν, ήταν ένας αποφασιστικός πόλος σύγκρισης σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη ζωή, μια σύγκριση πολύ γόνιμη για τη φιλοσοφία.
Επιπλέον, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ομοιότητες και οι διαφορές του ανθρώπου με (κάποια) ζώα ήταν πάντα ένα προσφιλές θέμα της μυθολογίας παλαιότερα, και της φιλοσοφίας αργότερα. Το θέμα αυτό γοήτευσε πολύ τον μεσαιωνικό άνθρωπο, ειδικά τον λόγιο, και γοητεύει ξανά, κάπως αλλιώς βέβαια, τον μοναχικό άνθρωπο της νεωτερικότητας και της μετα-νεωτερικότητας. Με διάφορους τρόπους. Π.χ., χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι στα ελληνικά η λέξη ζώο σχετίζεται ετυμολογικά με τη ζωή, ενώ στις λατινογενείς γλώσσες με την ψυχή (anima), ας θυμηθούμε τα bestiaria (ζωολόγια) της δυτικής μεσαιωνικής χριστιανοσύνης, ειδικά τα ηθικοπλαστικά, στα οποία, αποδιδόταν σε όλους τους εκπροσώπους κάθε ζωικού είδους μια συγκεκριμένη ανθρώπινη ιδιότητα, θετική ή αρνητική, π.χ. στην αλεπού η πανουργία. Λόγω, υποτίθεται, κάποιου κοινού ορμέμφυτου.
Εξάλλου, τα «εξανθρωπιζόμενα» στην λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα κινούμενα σχέδια και τα κόμικ, καθώς σε άλλες τέχνες ζώα δεν παύουν να μας θυμίζουν μονίμως αυτές τις συγκρίσεις και αναλογίες, οι οποίες ορίζουν και καθοδηγούν τις εύλογες και αναπόφευκτες (υποτίθεται) συγκρούσεις στην εκάστοτε μυθοπλαστική ροή.



Γάτα που τρώει αστακό – Iνδική λαϊκή τέχνη



Στις μέρες μας, βέβαια, τα ζώα συντροφιάς του ιδίου είδους, έχουν το καθένα τον χαρακτήρα του. (Νεωτερικότητα, ατομοκεντρισμός, ανθρωποκεντρισμός και προβολή του ανθρώπινου στοιχείου στο ζώο… όλα αυτά έχουν συμβάλει το κατά δύναμη προκειμένου να «επιτευχθεί» αυτός ο εξανθρωπισμός). Καθότι έτσι θέλουν να βλέπουν το ζήτημα αυτό του ζωικού ψυχισμού τα αφεντικά των ζώων συντροφιάς σήμερα. Κατ’ αντιστοιχία, λοιπόν, και στο μυθιστόρημα του Μαυροειδή δεν υπάρχει μια κοινή ιδιότητα, όπως π.χ. το περιλάλητο αίσθημα ανεξαρτησίας της γάτας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρίζει (και να ενώνει στο φαντασιακό) συλλήβδην όλα τα γατιά της παρέας. (Βέβαια, αν ήταν πολύ ανεξάρτητες θα χάλαγε κάπως η εικόνα της παρέας…). Στους ποικίλους γατίσιους χαρακτήρες που φιλοτεχνεί ο συγγραφέας, εύκολα μπαίνει ο αναγνώστης στον πειρασμό να αναγνωρίσει συμπεριφορές κάποιων οικείων σε πολλούς από μας ανθρωπότυπων. Κάπως απατηλή αυτή η αίσθηση, αν και, ομολογουμένως, ευχάριστη. Ο συγγραφέας, πάντως, φροντίζει να μας υπενθυμίζει συχνά-πυκνά στο βιβλίο πως η κοινωνία των γατών (και των γάτων) δεν μπορεί επ’ ουδενί να ιδωθεί (μόνο) ως μια αλληγορία για την ανθρώπινη. Οι γάτες έχουν πολλές συνήθειες που θα ήταν αδιανόητες για τους ανθρώπους. Π.χ. την αιμομιξία. Οι γάτες (και οι γάτοι) του παρατηρούν και κρίνουν τους ανθρώπους, δηλαδή τους ελάχιστους ανθρώπινους ήρωες του βιβλίου.



Της Reem Aljeally, από το Σουδάν



Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική, θέατρο (στην Ισπανία), και τα τελευταία χρόνια ασχολείται σταθερά με τον κινηματογράφο. Είχε μεγαλώσει σε μονοκατοικία με πάμπολλες γάτες. Η αρχιτεκτονική τον βοηθά να περιγράφει αριστοτεχνικά τους χώρους, φυσικούς ή διαμορφωμένους από τον άνθρωπο. Η θεατρική του παιδεία τον βοηθά να φτιάχνει φυσικούς διαλόγους, που σκιαγραφούν/σκιτσάρουν επιδέξια τους χαρακτήρες του. Η κινηματογραφική του παιδεία τον βοήθησε να διαρθρώσει ένα μυθιστόρημα με βάση διαδοχικές σεκάνς, με λίγα ή πολλά πλάνα. Η γραφή του, απλή και φυσική στους διαλόγους, συχνά γίνεται γλωσσοπλαστική, όπως μαρτυρεί ακόμη και ο «υβριδικός» τίτλος του έργου. Καμιά φορά δε, κάπως πεποιημένη ή παιχνιδιάρικα αντισυμβατική και προκλητική. (Βλέπε και το οπισθόφυλλο του βιβλίου, το οποίο παρατίθεται πιο πάνω). Χωρίς ποτέ να ενοχλεί. Αλλά (προς)καλώντας απλώς τον αναγνώστη να κάνει μια στάση για ραχάτι, έστω και αν το βιβλίο είναι συναρπαστικό. Να ξεκουραστεί λιγάκι, χωρίς ενοχές. Σαν τις γάτες που κοιμούνται 16 ώρες το 24ωρο. (Μεγάλο ζήτημα και αυτό στο βιβλίο, σοβαρά).





Οι γάτες εκπλήσσουν πολλές φορές με τη συμπεριφορά τους. Το βιβλίο αυτό, πέρα από τις αρετές του, τις οποίες παρουσίασα, έμμεσα ή άμεσα στις παραπάνω γραμμές, επιφυλάσσει και πολλές γατίσιες εκπλήξεις στον αναγνώστη. Μια ακόμη αρετή του, την οποία είναι δύσκολο να παραβλέψει όσο και να περιγράψει κανείς. Καλό ανάγνωσμα για το τέλος της παραθεριστικής σεζόν.



Από μεσαιωνικό bestiarium



Κι εκεί που ξαναδιάβαζα και χτένιζα για τελευταία φορά το κείμενό μου αυτό, αργά το βράδυ της 16ης Αυγούστου, για να το στείλω στον Χάρτη, σε μια σύντομη αναγνωστική ανάπαυλα, εντελώς γατίσια, με τις απόψεις του Μπάροουζ επί του θέματος «γάτα» να μου τριβελίζουν το μυαλό, «έπεσα» ξαφνικά πάνω στην παρακάτω ανάρτηση στο FB, στον τοίχο του Αλέξανδρου Κιουπκιολή:

Κάτι τελείως άσχετο.

Γνωρίζουμε περίπου
τους μηχανισμούς
με τους οποίους οι
άνθρωποι κάνουν
τα παιδιά τους όμοια, περίπου,
με αυτούς.

Γνωρίζουμε πώς εκπαιδεύεις
σκυλιά να είναι
σαν τα μούτρα σου, ή να κάνουν
ό,τι γυμναστικές θες.

Για τις γάτες,
που δεν είναι ανθρωπάκια,
ούτε σκυλιά,
ούτε εκπαιδεύονται
συστηματικά,
τι γνωρίζουμε
για το πώς αποκτούν
συνήθειες και
νευρώσεις των
ανθρώπων τους,
από το αν πίνουν
μπίρα, αν κάνουν
φασαρία,
αν και πώς σχετίζονται
με ομοειδή όντα;

Η απλή μίμηση
δεν εξηγεί επαρκώς,

νομίζω είναι συνδυασμός
ενσυναίσθησης, μακροχρόνιας
σύνδεσης, και αγάπης.

Γι’ αυτό είναι τόσο
περίεργα ζώα,

και κάποιοι πολιτισμοί
τα θεοποίησαν.

Μαγική σύνδεση
ανεξαρτήτων όντων.




ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: