Η προσφυγιά των γατών

Η προσφυγιά των γατών

Ζαχαρίας Μαυροειδής, «Εφτά ψυχές στο στόμα», εκδ. Polaris 2023

Η προ­σφυ­γιά των γα­τών
και των γά­των, προ­φα­νώς.

Νομί­ζω πως αυ­τός εί­ναι ο πιο ται­ρια­στός τί­τλος για το κεί­με­νο που δια­βά­ζε­τε. Τί­τλος που απο­δί­δει αρ­κε­τά κα­λά την προ­σέγ­γι­σή/ανά­γνω­σή μού στο βι­βλίο το οποίο πα­ρου­σιά­ζω(;). Τί­τλος που πα­ρα­πέ­μπει, προ­φα­νώς, στα γνω­στά αι­λου­ροει­δή, και όχι σε τί­πο­τα συ­ναν­θρώ­πους μας που έχουν τη φή­μη πως εί­ναι γα­τό­νια.
Η προ­σφυ­γιά και ο (απο)χω­ρι­σμός εί­ναι —κα­τ’ εμέ…— το κε­ντρι­κό θέ­μα, γύ­ρω από το οποίο πε­ρι­στρέ­φο­νται δια­κρι­τι­κά αλ­λά επί­μο­να και έμ­μο­να πολ­λές γα­τί­σιες προ­σω­πι­κές ιστο­ρί­ες στο πρω­τό­τυ­πο και γοη­τευ­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα με τον τί­τλο:

Εφτά ψυ­χές στο στό­μα, του Ζα­χα­ρία Μαυ­ροει­δή, εκδ. Ρolaris, Αθή­να 2014.

Το ευ­ρη­μα­τι­κό αυ­τό βι­βλίο —κα­τά την τα­πει­νή μου γνώ­μη, ίσως και λό­γω κά­ποιας σχε­τι­κής άγνοιας…— δεν έτυ­χε, μάλ­λον, της προ­σο­χής που του άξι­ζε τον και­ρό που εκ­δό­θη­κε. Με εξαί­ρε­ση, θα έλε­γα, μια αρ­κε­τά εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη και διεισ­δυ­τι­κή κρι­τι­κή της Τού­λας Ρε­πα­πή στο diastixo.gr. Εξάλ­λου, και τα ζη­τή­μα­τα της με­γά­λης προ­σφυ­γιάς των και­ρών μας, αυ­τής που έχει «ση­μα­δέ­ψει» πολ­λά νη­σιά της Με­σο­γεί­ου, δεν εί­χαν, τό­τε ακό­μη έρ­θει πλή­ρως στο προ­σκή­νιο και δεν εί­χαν εμπε­δω­θεί από το ευ­ρύ­τε­ρο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό. Ού­τε εί­χε εκ­δο­θεί το εύ­λη­πτο θε­ω­ρη­τι­κό έρ­γο του John Gray με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό και πια­σά­ρι­κο τί­τλο «Αι­λου­ροει­δής φι­λο­σο­φία. Οι γά­τες και το νό­η­μα της ζω­ής», εκ­δό­σεις οκτώ, Αθή­να, 2020, σε με­τά­φρα­ση του Γιώρ­γου Λα­μπρά­κου. Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, του λό­γου μου πο­λύ πρό­σφα­τα το διά­βα­σα το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ζ. Μαυ­ροει­δή. Με­τά μά­λι­στα από προ­τρο­πή των εκ­δο­τών, οι οποί­οι έχουν πλέ­ον πα­ρά­δο­ση στην έκ­δο­ση έρ­γων νέ­ων Ελ­λή­νων πε­ζο­γρά­φων με θε­μα­το­λο­γία —ενί­ο­τε δε και γρα­φή— σα­φώς και εμ­φα­νώς απο­κλί­νου­σα από τα εκά­στο­τε ημε­δα­πά και αλ­λο­δα­πά trends της αγο­ράς του βι­βλί­ου.

Φω­το­γρα­φία του Kazutoshi Ono - Βρα­χεία λί­στα των φε­τι­νών Comedy Pet Photography Awards



Spoiler: Σε κά­ποιο νη­σί, του Αι­γαί­ου βά­σει των πε­ρι­γρα­φών —δεν ανα­φέ­ρε­ται ονο­μα­στι­κά σε ποιο— έχει μό­λις τε­λειώ­σει η σε­ζόν. Πα­ρα­θε­ρι­στές και πα­ρα­θε­ρί­στριες ανα­χω­ρούν μα­ζι­κά από το νη­σί. Οι τα­βέρ­νες κλεί­νουν και αφή­νουν ξω­πί­σω τους ένα σω­ρό γά­τες ανέ­στιες. Γά­τες χω­ρίς έναν κύ­ριο / μια κυ­ρία, συ­νή­θως. Κά­ποιες από αυ­τές εί­ναι γεν­νη­μέ­νες στην αρ­χή του κα­λο­και­ριού στο νη­σί. Γά­τες κοι­νό­χρη­στες πολ­λές από αυ­τές. Ακό­μη και δη­μό­σιες ή πάν­δη­μες. Ήμε­ρες πά­ντως. Αλ­λά και γά­τες αλ­λιώ­τι­κες, πολ­λές από αυ­τές: γά­τες οι οποί­ες εί­χαν δια­τε­λέ­σει απλώς «μια αγά­πη για το κα­λο­καί­ρι» κά­ποιου/ας που πα­ρα­θέ­ρι­ζε στο νη­σί. Ή, ακό­μη, γά­τες με πιο πε­ρί­πλο­κες ιστο­ρί­ες ζω­ής, εντός και εκτός νη­σιού. Κα­θό­τι η γά­τα εί­ναι ένα ζώο που ζει και ως ήμε­ρο κα­τοι­κί­διο —ίσως το πιο δια­δε­δο­μέ­νο κα­τοι­κί­διο!— αλ­λά και ως άγριο ζώο. Και εύ­κο­λα περ­νά από τη μια κα­τά­στα­ση στην άλ­λη…






Πα­ρα­τή­ρη­ση: Πολ­λές πα­ρα­θε­ρι­στι­κές πε­ριο­χές, στην Ελ­λά­δα του­λά­χι­στον, εί­θι­σται να ερη­μώ­νουν μό­λις τε­λειώ­σουν οι δια­κο­πές, να εκ­κε­νώ­νο­νται στο πι και φι σαν το Χαν Γιού­νις στη Λω­ρί­δα της Γά­ζας. Σαν και άλ­λες πολ­λές πο­λε­μι­κές ζώ­νες. Οι πα­ρα­θε­ρι­στι­κές ζώ­νες μέ­νουν, πα­ρό­λα αυ­τά, ανέ­πα­φες. Ανα­μέ­νουν βου­βές την επό­με­νη σε­ζόν. Κά­ποια ζώα συ­ντρο­φιάς, τα οποία δεν έχουν την τύ­χη να ακο­λου­θή­σουν τους πα­ρα­θε­ρι­στές που μι­σεύ­ουν για να επι­στρέ­ψουν στα σπί­τια τους, παίρ­νουν τους δρό­μους της προ­σφυ­γιάς. Γα­τιά τα πιο πολ­λά από δαύ­τα. Πα­ρά­πλευ­ρες απώ­λειες της θε­ρι­νής σε­ζόν.

Όλες ετού­τες οι γά­τες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος σχη­μα­τί­ζουν μια αγέ­λη ad hoc, με αρ­χη­γό, εκ των πραγ­μά­των, τον ρω­μα­λέο και πα­λαί­μα­χο Χρου­στσόφ. Τον εμπι­στεύ­ο­νται οι γά­τες όλες, αρ­σε­νι­κές και θη­λυ­κές, αλ­λιώς δεν θα τον εί­χαν αρ­χη­γό. Κά­ποιες με επι­φυ­λά­ξεις, κά­ποιες άλ­λες ανε­πι­φύ­λα­κτα. (Συμ­βαί­νει αυ­τό συ­χνά με τους «φυ­σι­κούς αρ­χη­γύς»). Και κι­νούν να πά­νε στο λι­μά­νι του νη­σιού, που έχει ζωή και το χει­μώ­να. Και φα­γη­τό… εξυ­πα­κού­ε­ται αυ­τό (για τις ανά­γκες της αφή­γη­σης). Γί­νο­νται αδέ­σπο­τες, αγριεύ­ουν. Προ­σω­ρι­νά του­λά­χι­στον (κά­ποιες από αυ­τές). Ως κε­ντρι­κή ηρω­ί­δα της ομά­δας των μί­νι αι­λου­ροει­δών, ο πα­ντο­γνώ­στης αφη­γη­τής επι­λέ­γει μια λε­πταί­σθη­τη και ολί­γον μη μου άπτου γα­τού­λα με το όνο­μα Μα­ρί Σα­ντάλ. Η οποία λει­τουρ­γεί, σε πολ­λά αλ­λά όχι σε όλα, και ως η φω­νή και η μα­τιά του συγ­γρα­φέα. Κά­ποιες γά­τες, βέ­βαια, ερω­το­τρο­πούν και με την ιδέα να μεί­νουν στο μο­να­στή­ρι, στα μι­σά του δρό­μου. Πά­νω σε κά­τι κα­τσά­βρα­χα, τρε­φό­με­νες με φα­σό­λια και ρε­βί­θια. Αυ­τά μό­νον εί­ναι σε θέ­ση να προ­σφέ­ρει μια αε­νά­ως νη­στεύ­ου­σα και πε­νό­με­νη μο­να­χή. Εί­ναι τά­χα ολι­γαρ­κείς, χω­ρίς πολ­λά κου­ρά­για ή απλώς οκνη­ρές αυ­τές οι γά­τες; Πολ­λές και ποι­κί­λες οι (μυ­θο­πλα­στι­κές) απα­ντή­σεις στο ερώ­τη­μα.





Στο οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου δια­βά­ζου­με: «Η από­στα­ση που πρέ­πει να δια­νύ­σει (η Μα­ρί Σα­ντάλ) με την ομά­δα του Χρου­στσόφ ως το λι­μά­νι εί­ναι σκλη­ρή σαν τον κό­σμο που σι­γά σι­γά ανα­κα­λύ­πτει: αυ­τόν της ενη­λι­κί­ω­σης. Δια­σχί­ζο­ντας το νη­σί, η Μα­ρί Σα­ντάλ θα βρε­θεί αντι­μέ­τω­πη με μπό­ρες, ανε­μο­θύ­ελ­λες, κυ­νό­δο­ντες, νύ­χια και ράμ­φη, θα εκ­μυ­στη­ρευ­τεί τους καη­μούς της, θα ερω­τευ­τεί και θα μι­σή­σει, θα κυ­νη­γή­σει και θα κυ­νη­γη­θεί. Μα­ζί με όλη την ομά­δα, θα ακο­νί­σει τα έν­στι­κτά της, θα γλεί­ψει τις πλη­γές της και θα ακρο­βα­τή­σει πά­νω στην αιχ­μη­ρή προ­σαρ­μο­στι­κό­τη­τά της. Εί­ναι όμως έτοι­μη ν’ αφή­σει την ελευ­θε­ρία της για τη σι­γου­ριά της υιο­θε­σί­ας, να ξε­χά­σει την αδρε­να­λί­νη του κυ­νη­γιού, να απαρ­νη­θεί έναν έρω­τα;
Ένα εφτά­ψυ­χο road movie και ένα αν­θρώ­πι­νο, πο­λύ αν­θρώ­πι­νο τα­ξί­δι ελευ­θε­ρί­ας».



Γά­τα που κυ­νη­γά­ει που­λί. Tοι­χο­γρα­φία από την Θή­ρα



Θα δια­φω­νού­σα, κά­πως. Ή, μάλ­λον, αρ­κε­τά… Δεν πρό­κει­ται ακρι­βώς για μια ενη­λι­κί­ω­ση. Ή δεν εί­ναι για όλες τις γά­τες της ομά­δας ενη­λι­κί­ω­ση αυ­τό το τα­ξί­δι, ιδω­μέ­νο μέ­σα από μια οπτι­κή γω­νία που όντως πα­ρα­πέ­μπει αρ­κε­τά σε road movie. Κά­ποιες γά­τες εί­ναι αρ­κε­τά με­γά­λες, ενή­λι­κες για τα κα­λά…, και με «βα­ρύ» πα­ρελ­θόν και πλού­σιο «μη­τρώο». Πράγ­μα­τα ουκ ευ­κα­τα­φρό­νη­τα, τα οποία εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται επι­δέ­ξια ο συγ­γρα­φέ­ας για να κα­τευ­θύ­νει ανέ­λι­ξη της αφή­γη­σης. Απο­κα­λύ­πτο­ντάς τα σι­γά σι­γά, υπό μορ­φή πα­ράλ­λη­λων μι­κρών πλο­κών με «συ­μπυ­κνω­μέ­νο» και μπα­μπά­τσι­κο σα­σπένς. Οι οποί­ες, κα­τ’ επί­φα­ση όλως τυ­χαί­ως…, υπει­σέρ­χο­νται ξαφ­νι­κά στην κε­ντρι­κή πλο­κή της ιστο­ρί­ας, αυ­τήν της πο­ρεί­ας της ομά­δας προς το λι­μά­νι της σω­τη­ρί­ας. Και την με­τα­βάλ­λουν. Από την άλ­λη πά­λι, «Οι γά­τες δεν εξη­με­ρώ­θη­καν πο­τέ από τους αν­θρώ­πους», πα­ρα­τη­ρεί ο John Gray στο προ­α­να­φε­ρό­με­νο έρ­γο του, για να συ­νε­χί­σει: «Ένας συ­γκε­κρι­μέ­νος τύ­πος γά­τας —η Felis silvestris, μια αν­θε­κτι­κή μι­κρό­σω­μη γά­τα με με­τα­ξέ­νιο ρι­γω­τό τρί­χω­μα— εξα­πλώ­θη­κε σε όλον τον κό­σμο μα­θαί­νο­ντας να ζει με τους αν­θρώ­πους. Oι ση­με­ρι­νές οι­κό­σι­τες γά­τες εί­ναι πα­ρα­κλά­δια ενός συ­γκε­κρι­μέ­νου κλά­δου αυ­τού του εί­δους, της Felis silvestris lybica, που πριν 12.000 άρ­χι­σε να συ­γκα­τοι­κεί με τους αν­θρώ­πους σε πε­ριο­χές της Μ. Ανα­το­λής που σή­με­ρα απο­τε­λούν τμή­μα­τα του Ιράκ, της Τουρ­κί­ας και του Ισ­ρα­ήλ. Ει­σβάλ­λο­ντας σε χω­ριά αυ­τών των τό­πων, οι γά­τες κα­τά­φε­ραν να εκ­με­ταλ­λευ­τούν προς όφε­λός τους την αν­θρώ­πι­νη με­τά­βα­ση προς έναν βίο μό­νι­μης εγκα­τά­στα­σης. Κυ­νη­γώ­ντας τρω­κτι­κά και άλ­λα ζώα που έτρω­γαν τους καρ­πούς και τα σι­τη­ρά στις απο­θή­κες, και αρ­πά­ζο­ντας τα απο­μει­νά­ρια που απέρ­ρι­πταν οι άν­θρω­ποι αφό­του εί­χαν κα­τα­να­λώ­σει τα ζώα που έσφα­ζαν, οι γά­τες με­τέ­τρε­ψαν τους αν­θρώ­πι­νους οι­κι­σμούς σε σί­γου­ρες πη­γές δια­τρο­φής». Οι γά­τες «επέ­λε­ξαν» να ζουν με τους αν­θρώ­πους, αλ­λά η επι­λο­γή αυ­τή δεν ήταν πο­τέ μό­νι­μη. Οι γά­τες δεν εξη­με­ρώ­θη­καν πο­τέ πλή­ρως. Όπως επι­ση­μαί­νει η Abigail Tucker στο έρ­γο της «The Lion in the Living Room: How House Cats Tamed Us and Took Over the World”, εκδ. Simon and Schuster, Λον­δί­νο, 2016: «Οι γά­τες έχουν αλ­λά­ξει τό­σο λί­γο από σω­μα­τι­κή άπο­ψη, όλον τον και­ρό που ζουν με τους αν­θρώ­πους, ώστε ακό­μη και οι σύγ­χρο­νοι ει­δι­κοί αδυ­να­τούν συ­χνά να δια­κρί­νουν τις κα­τοι­κί­διες γά­τες από τις αγριό­γα­τες».



Κο­ντά στο Δα­χτυ­λί­δι Αμα­ρου­σί­ου, προ ετών



Εν­δια­φέ­ρον έχει ακό­μη το γε­γο­νός ότι, εκτός σπι­τιού, η συ­μπε­ρι­φο­ρά των κα­τοι­κί­διων γα­τών (και γά­των) δεν δια­φέ­ρει και πο­λύ από εκεί­νη των αγριό­γα­των. Έτσι, οι ανέ­στιες πλέ­ον γά­τες της ομά­δας του Χρου­στσόφ, ακό­μη και κά­ποιες που εί­χαν κα­λο­μά­θει στα νό­στι­μα σνακ και τις κρο­κέ­τες ντε­λι­κα­τέ­σεν από το pet shop, στρα­βο­μου­τσου­νιά­ζουν μεν αλ­λά μα­θαί­νουν εύ­κο­λα —οι πιο πολ­λές τους— να μα­σου­λά­νε σαύ­ρες και ακρί­δες, κα­θώς και να τις κυ­νη­γούν. Ο πει­ρα­σμός της άμε­σης εν­σω­μά­τω­σης στην άγρια ζωή εί­ναι λοι­πόν με­γά­λος. Με­γά­λη όμως, και αντίρ­ρο­πη, εί­ναι και η νο­σταλ­γία, που κα­νο­ναρ­χεί τον αγώ­να για να βρε­θεί ξα­νά το πα­λιό αφε­ντι­κό. Ή να κερ­δη­θεί νέο. Πα­ρα­βο­λή για τη γοη­τεία της εθε­λο­δου­λί­ας; Πι­θα­νόν, αν και ως ένα εί­δος εθε­λο­δου­λί­ας ίσως ο συγ­γρα­φέ­ας να υπαι­νίσ­σε­ται και τον «πλα­τω­νι­κό έρω­τα» (sic) της γά­τας —εξ ανά­γκης και εκ των πραγ­μά­των, εφό­σον πρό­κει­ται για δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη— με το αφε­ντι­κό της. Που οδη­γεί συ­νή­θως στη στεί­ρω­ση, και όχι στην δη­μιουρ­γία «οι­κο­γέ­νειας» και απο­γό­νων, δη­λα­δή στην διαιώ­νι­ση του εί­δους, που επι­τάσ­σει το έν­στι­κτο. Δεν πρό­κει­ται, λοι­πόν, για μια σπου­δή της ενη­λι­κί­ω­σης της γά­τας, το έρ­γο μάλ­λον δεν εί­ναι κά­τι τέ­τοιο, κα­τά κύ­ριο λό­γο του­λά­χι­στον. Εί­ναι μια επί­μο­νη λο­ξή μα­τιά στις απο­φά­σεις ζω­ής τις οποί­ες επι­βάλ­λει η προ­σφυ­γιά, μια συ­νή­θης συν­θή­κη ζωή σε πολ­λά μέ­ρη του κό­σμου στις μέ­ρες μας. Έτσι το διά­βα­σα εγώ, πα­ρα­συρ­μέ­νος, ίσως, και από το γε­γο­νός ότι δεί­χνει να δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σε κά­ποιο νη­σί αι­γαιο­πε­λα­γί­τι­κο. Κα­θό­τι, όχι και τό­σον εσχά­τως, κά­ποια από αυ­τά τα νη­σιά έχουν μοι­ραία συν­δε­θεί, στα κα­θ’ ημάς, με την αν­θρώ­πι­νη προ­σφυ­γιά. Ανα­ρω­τιέ­μαι μά­λι­στα αν η κά­πως ελ­λη­νι­κή, νη­σιω­τι­κή «αύ­ρα» του βι­βλί­ου, ο εν γέ­νει πε­ρί­γυ­ρος, οι γα­τί­σιοι χα­ρα­κτή­ρες, συ­χνά με ελ­λη­νι­κά σου­σού­μια στη συ­μπε­ρι­φο­ρά τους, οι κα­τα­στά­σεις και οι συ­ζη­τή­σεις που πα­ρα­πέ­μπουν υπαι­νι­κτι­κά σε ελ­λη­νι­κές προ­βλη­μα­τι­κές (κα­τα­στά­σεις) εί­ναι ένα στοι­χείο που θα δρού­σε θε­τι­κά ή αρ­νη­τι­κά στην υπο­δο­χή του έρ­γου σε μια ξέ­νη γλώσ­σα και πο­λι­τι­σμι­κό πλαί­σιο. 





Η προ­σφυ­γιά στις γά­τες (και στους γά­τους) λει­τουρ­γεί κα­θο­ρι­στι­κά για τη ζωή τους, όπως συμ­βαί­νει και με τους αν­θρώ­πους. Με­τα­βάλ­λει άρ­δην σχέ­σεις, φι­λί­ες και πα­ρέ­ες. Οδη­γεί σε fast track (απo)χω­ρι­σμούς από κά­ποια άτο­μα, και σε γνω­ρι­μί­ες και συ­μπό­ρευ­ση, στο δρό­μο της ζω­ής, με κά­ποια άλ­λα. Οδη­γεί στην από­κτη­ση νέ­ων δε­ξιο­τή­των, όταν οι πα­λαιές απο­δει­κνύ­ο­νται άχρη­στες στον αγώ­να για την επι­βί­ω­ση, οδη­γεί σε ανα­ψη­λα­φή­σεις και ανα­στο­χα­σμούς (κα­θώς και «φα­νε­ρώ­σεις», με­τά από πα­ρα­τε­τα­μέ­να σα­σπένς, αν κρί­νου­με από το βι­βλίο) κά­ποιων κα­τα­χω­νια­σμέ­νων γε­γο­νό­των του πα­ρελ­θό­ντος. Η προ­σφυ­γιά εί­ναι και μια επώ­δυ­νη ανα­γέν­νη­ση, για όσους δεν συ­ντρι­βούν στα βρά­χια και δεν συν­θλι­βούν στις δο­μές υπο­δο­χής στα hotspots. Ίσως για αυ­τό κά­ποιοι πρό­σφυ­γες συ­χνά προ­κό­βουν γρή­γο­ρα και ανα­πά­ντε­χα.


Toυ Xu Beihong



«Έχω πει ότι οι γά­τες παί­ζουν τον ρό­λο αγα­θών δαι­μό­νιων, ψυ­χι­κών συ­ντρό­φων. Εί­ναι οπωσ­δή­πο­τε κα­λή συ­ντρο­φιά».
«Κά­ποιος εί­πε ότι οι γά­τες εί­ναι εκεί­νο το ζώο που απέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο από το αν­θρώ­πι­νο μο­ντέ­λο. Εξαρ­τά­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο από το εί­δος των αν­θρώ­πων στο οποίο ανα­φέ­ρε­σαι και φυ­σι­κά από το εί­δος των γα­τών. Πό­τε πό­τε βρί­σκω τις γά­τες αλ­λό­κο­τα αν­θρώ­πι­νες». Από το βι­βλίο του William Burroughs Η γά­τα μέ­σα μας, εκδ. Από­πει­ρα 2006, μτ­φρ. Αρ­γυ­ρώς Πι­πί­νη και Νί­κης Προ­δρο­μί­δου


Θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ότι η οριο­θέ­τη­ση του αν­θρω­πί­νου όντος σε σχέ­ση τα υπό­λοι­πα ζώα εί­ναι ένα από τα κε­ντρι­κά, αν και συ­χνά υπόρ­ρη­τα, μεί­ζο­να (οντο­λο­γι­κά) ζη­τή­μα­τα της φι­λο­σο­φί­ας. Ο Ισπα­νός φι­λό­σο­φος Ortega y Gasset, ο οποί­ος ει­σή­γα­γε τον όρο razόn vital (ζω­τι­κός λό­γος), θε­ω­ρού­σε πως η ζωή ήταν ένα θε­με­λιώ­δες και ρι­ζι­κό φαι­νό­με­νο και με­λέ­τη­σε πο­λύ τα ζώα και την animalidad (ζω­ι­κό­τη­τα) σε αυ­τά και στον άν­θρω­πο, σε όλες τις πτυ­χές και τις εκ­δη­λώ­σεις της.
Η ζωή των ζώ­ων, κα­τ’ αυ­τόν, ήταν ένας απο­φα­σι­στι­κός πό­λος σύ­γκρι­σης σε ό,τι αφο­ρά την αν­θρώ­πι­νη ζωή, μια σύ­γκρι­ση πο­λύ γό­νι­μη για τη φι­λο­σο­φία.
Επι­πλέ­ον, θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ότι οι ομοιό­τη­τες και οι δια­φο­ρές του αν­θρώ­που με (κά­ποια) ζώα ήταν πά­ντα ένα προ­σφι­λές θέ­μα της μυ­θο­λο­γί­ας πα­λαιό­τε­ρα, και της φι­λο­σο­φί­ας αρ­γό­τε­ρα. Το θέ­μα αυ­τό γο­ή­τευ­σε πο­λύ τον με­σαιω­νι­κό άν­θρω­πο, ει­δι­κά τον λό­γιο, και γοη­τεύ­ει ξα­νά, κά­πως αλ­λιώς βέ­βαια, τον μο­να­χι­κό άν­θρω­πο της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας και της με­τα-νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Με διά­φο­ρους τρό­πους. Π.χ., χω­ρίς να πα­ρα­βλέ­που­με το γε­γο­νός ότι στα ελ­λη­νι­κά η λέ­ξη ζώο σχε­τί­ζε­ται ετυ­μο­λο­γι­κά με τη ζωή, ενώ στις λα­τι­νο­γε­νείς γλώσ­σες με την ψυ­χή (anima), ας θυ­μη­θού­με τα bestiaria (ζω­ο­λό­για) της δυ­τι­κής με­σαιω­νι­κής χρι­στια­νο­σύ­νης, ει­δι­κά τα ηθι­κο­πλα­στι­κά, στα οποία, απο­δι­δό­ταν σε όλους τους εκ­προ­σώ­πους κά­θε ζω­ι­κού εί­δους μια συ­γκε­κρι­μέ­νη αν­θρώ­πι­νη ιδιό­τη­τα, θε­τι­κή ή αρ­νη­τι­κή, π.χ. στην αλε­πού η πα­νουρ­γία. Λό­γω, υπο­τί­θε­ται, κά­ποιου κοι­νού ορ­μέμ­φυ­του.
Εξάλ­λου, τα «εξαν­θρω­πι­ζό­με­να» στην λο­γο­τε­χνία, το θέ­α­τρο, τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, τα κι­νού­με­να σχέ­δια και τα κό­μικ, κα­θώς σε άλ­λες τέ­χνες ζώα δεν παύ­ουν να μας θυ­μί­ζουν μο­νί­μως αυ­τές τις συ­γκρί­σεις και ανα­λο­γί­ες, οι οποί­ες ορί­ζουν και κα­θο­δη­γούν τις εύ­λο­γες και ανα­πό­φευ­κτες (υπο­τί­θε­ται) συ­γκρού­σεις στην εκά­στο­τε μυ­θο­πλα­στι­κή ροή.



Γά­τα που τρώ­ει αστα­κό – Iν­δι­κή λαϊ­κή τέ­χνη



Στις μέ­ρες μας, βέ­βαια, τα ζώα συ­ντρο­φιάς του ιδί­ου εί­δους, έχουν το κα­θέ­να τον χα­ρα­κτή­ρα του. (Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, ατο­μο­κε­ντρι­σμός, αν­θρω­πο­κε­ντρι­σμός και προ­βο­λή του αν­θρώ­πι­νου στοι­χεί­ου στο ζώο… όλα αυ­τά έχουν συμ­βά­λει το κα­τά δύ­να­μη προ­κει­μέ­νου να «επι­τευ­χθεί» αυ­τός ο εξαν­θρω­πι­σμός). Κα­θό­τι έτσι θέ­λουν να βλέ­πουν το ζή­τη­μα αυ­τό του ζω­ι­κού ψυ­χι­σμού τα αφε­ντι­κά των ζώ­ων συ­ντρο­φιάς σή­με­ρα. Κα­τ’ αντι­στοι­χία, λοι­πόν, και στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μαυ­ροει­δή δεν υπάρ­χει μια κοι­νή ιδιό­τη­τα, όπως π.χ. το πε­ρι­λά­λη­το αί­σθη­μα ανε­ξαρ­τη­σί­ας της γά­τας, το οποίο θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρί­ζει (και να ενώ­νει στο φα­ντα­σια­κό) συλ­λή­βδην όλα τα γα­τιά της πα­ρέ­ας. (Βέ­βαια, αν ήταν πο­λύ ανε­ξάρ­τη­τες θα χά­λα­γε κά­πως η ει­κό­να της πα­ρέ­ας…). Στους ποι­κί­λους γα­τί­σιους χα­ρα­κτή­ρες που φι­λο­τε­χνεί ο συγ­γρα­φέ­ας, εύ­κο­λα μπαί­νει ο ανα­γνώ­στης στον πει­ρα­σμό να ανα­γνω­ρί­σει συ­μπε­ρι­φο­ρές κά­ποιων οι­κεί­ων σε πολ­λούς από μας αν­θρω­πό­τυ­πων. Κά­πως απα­τη­λή αυ­τή η αί­σθη­ση, αν και, ομο­λο­γου­μέ­νως, ευ­χά­ρι­στη. Ο συγ­γρα­φέ­ας, πά­ντως, φρο­ντί­ζει να μας υπεν­θυ­μί­ζει συ­χνά-πυ­κνά στο βι­βλίο πως η κοι­νω­νία των γα­τών (και των γά­των) δεν μπο­ρεί επ’ ου­δε­νί να ιδω­θεί (μό­νο) ως μια αλ­λη­γο­ρία για την αν­θρώ­πι­νη. Οι γά­τες έχουν πολ­λές συ­νή­θειες που θα ήταν αδια­νό­η­τες για τους αν­θρώ­πους. Π.χ. την αι­μο­μι­ξία. Οι γά­τες (και οι γά­τοι) του πα­ρα­τη­ρούν και κρί­νουν τους αν­θρώ­πους, δη­λα­δή τους ελά­χι­στους αν­θρώ­πι­νους ήρω­ες του βι­βλί­ου.



Της Reem Aljeally, από το Σου­δάν



Ο Ζα­χα­ρί­ας Μαυ­ροει­δής έχει σπου­δά­σει αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, θέ­α­τρο (στην Ισπα­νία), και τα τε­λευ­ταία χρό­νια ασχο­λεί­ται στα­θε­ρά με τον κι­νη­μα­το­γρά­φο. Εί­χε με­γα­λώ­σει σε μο­νο­κα­τοι­κία με πά­μπολ­λες γά­τες. Η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή τον βοη­θά να πε­ρι­γρά­φει αρι­στο­τε­χνι­κά τους χώ­ρους, φυ­σι­κούς ή δια­μορ­φω­μέ­νους από τον άν­θρω­πο. Η θε­α­τρι­κή του παι­δεία τον βοη­θά να φτιά­χνει φυ­σι­κούς δια­λό­γους, που σκια­γρα­φούν/σκι­τσά­ρουν επι­δέ­ξια τους χα­ρα­κτή­ρες του. Η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή του παι­δεία τον βο­ή­θη­σε να διαρ­θρώ­σει ένα μυ­θι­στό­ρη­μα με βά­ση δια­δο­χι­κές σε­κάνς, με λί­γα ή πολ­λά πλά­να. Η γρα­φή του, απλή και φυ­σι­κή στους δια­λό­γους, συ­χνά γί­νε­ται γλωσ­σο­πλα­στι­κή, όπως μαρ­τυ­ρεί ακό­μη και ο «υβρι­δι­κός» τί­τλος του έρ­γου. Κα­μιά φο­ρά δε, κά­πως πε­ποι­η­μέ­νη ή παι­χνι­διά­ρι­κα αντι­συμ­βα­τι­κή και προ­κλη­τι­κή. (Βλέ­πε και το οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου, το οποίο πα­ρα­τί­θε­ται πιο πά­νω). Χω­ρίς πο­τέ να ενο­χλεί. Αλ­λά (προς)κα­λώ­ντας απλώς τον ανα­γνώ­στη να κά­νει μια στά­ση για ρα­χά­τι, έστω και αν το βι­βλίο εί­ναι συ­ναρ­πα­στι­κό. Να ξε­κου­ρα­στεί λι­γά­κι, χω­ρίς ενο­χές. Σαν τις γά­τες που κοι­μού­νται 16 ώρες το 24ω­ρο. (Με­γά­λο ζή­τη­μα και αυ­τό στο βι­βλίο, σο­βα­ρά).





Οι γά­τες εκ­πλήσ­σουν πολ­λές φο­ρές με τη συ­μπε­ρι­φο­ρά τους. Το βι­βλίο αυ­τό, πέ­ρα από τις αρε­τές του, τις οποί­ες πα­ρου­σί­α­σα, έμ­με­σα ή άμε­σα στις πα­ρα­πά­νω γραμ­μές, επι­φυ­λάσ­σει και πολ­λές γα­τί­σιες εκ­πλή­ξεις στον ανα­γνώ­στη. Μια ακό­μη αρε­τή του, την οποία εί­ναι δύ­σκο­λο να πα­ρα­βλέ­ψει όσο και να πε­ρι­γρά­ψει κα­νείς. Κα­λό ανά­γνω­σμα για το τέ­λος της πα­ρα­θε­ρι­στι­κής σε­ζόν.



Από με­σαιω­νι­κό bestiarium



Κι εκεί που ξα­να­διά­βα­ζα και χτέ­νι­ζα για τε­λευ­ταία φο­ρά το κεί­με­νό μου αυ­τό, αρ­γά το βρά­δυ της 16ης Αυ­γού­στου, για να το στεί­λω στον Χάρ­τη, σε μια σύ­ντο­μη ανα­γνω­στι­κή ανά­παυ­λα, εντε­λώς γα­τί­σια, με τις από­ψεις του Μπά­ρο­ουζ επί του θέ­μα­τος «γά­τα» να μου τρι­βε­λί­ζουν το μυα­λό, «έπε­σα» ξαφ­νι­κά πά­νω στην πα­ρα­κά­τω ανάρ­τη­ση στο FB, στον τοί­χο του Αλέ­ξαν­δρου Κιουπ­κιο­λή:

Κά­τι τε­λεί­ως άσχε­το.

Γνω­ρί­ζου­με πε­ρί­που
τους μη­χα­νι­σμούς
με τους οποί­ους οι
άν­θρω­ποι κά­νουν
τα παι­διά τους όμοια, πε­ρί­που,
με αυ­τούς.

Γνω­ρί­ζου­με πώς εκ­παι­δεύ­εις
σκυ­λιά να εί­ναι
σαν τα μού­τρα σου, ή να κά­νουν
ό,τι γυ­μνα­στι­κές θες.

Για τις γά­τες,
που δεν εί­ναι αν­θρω­πά­κια,
ού­τε σκυ­λιά,
ού­τε εκ­παι­δεύ­ο­νται
συ­στη­μα­τι­κά,
τι γνω­ρί­ζου­με
για το πώς απο­κτούν
συ­νή­θειες και
νευ­ρώ­σεις των
αν­θρώ­πων τους,
από το αν πί­νουν
μπί­ρα, αν κά­νουν
φα­σα­ρία,
αν και πώς σχε­τί­ζο­νται
με ομοει­δή όντα;

Η απλή μί­μη­ση
δεν εξη­γεί επαρ­κώς,

νο­μί­ζω εί­ναι συν­δυα­σμός
εν­συ­ναί­σθη­σης, μα­κρο­χρό­νιας
σύν­δε­σης, και αγά­πης.

Γι’ αυ­τό εί­ναι τό­σο
πε­ρί­ερ­γα ζώα,

και κά­ποιοι πο­λι­τι­σμοί
τα θε­ο­ποί­η­σαν.

Μα­γι­κή σύν­δε­ση
ανε­ξαρ­τή­των όντων.




ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: