Σημαντική τούτη η επετειακή χρονιά των εκατό χρόνων από τη γέννηση της μεγάλης ντίβας. Πριν όμως δούμε μαζί το ποιητικό εγχείρημα του Αντρέα Τιμοθέου, ας θέσουμε ορισμένες βάσεις για την εξέλιξη της ανάλυσής μας.
1. Η δυναμική της γλώσσας είναι ένα ενεργειακό σύμπαν όπου κυοφορείται το σύμβολο, η έννοια, το μήνυμα, η μεταγλώσσα, οι όροι που ορίζουν, διορίζουν και κάποτε ερίζουν για την όντως σημασία.
2. Η σχέση μας με την Τέχνη, με κάθε μορφή τέχνης, προϋποθέτει εξαρχής μια συμφωνία ή αλλιώς μια σύμβαση: την υποταγή και συνεργασία μας με τη γλώσσα που σημαίνει, σημειώνει, σηματοδοτεί όμως κατά βάθος ενταφιάζει, αν σκεφτούμε ότι το σήμα στην αρχαιότητα δεν ήταν παρά το ταφικό σήμα, με την έννοια του μνημείου, που εξασφάλιζε στους βροτούς μια μορφή κοινωνικής αθανασίας.
Τι είναι όμως αυτό που ενταφιάζει η γλώσσα, μετατρέποντάς το σε μνημείο μέσω της γραφής;
Ένα μνημείο διασώζει, αναγγέλλει και συνδηλώνει. Είναι η στιγμή που το σήμα γίνεται σχήμα. Και βέβαια γλώσσα είναι η μουσική, γλώσσα ο χορός κι όλες οι τέχνες, γλώσσα η ζωγραφική και το σχέδιο και πιο γλώσσα από τις γλώσσες η ίδια η σιωπή.
3. Κάποτε το ποίημα, αλλά και μια ολόκληρη ποιητική συλλογή γράφεται ερήμην μας με την έννοια ότι το υποσυνείδητο υποκινεί την ανάγκη να μεταγραφεί το άφωνο, προκειμένου να ονομαστεί κάτι από τη δική μας εκκρεμότητα που αναζητά μέσα από τη διατύπωση την τακτοποίηση του χάους που μας επιφυλάσσει ένα ρόδο που αν ακούσουμε τον αναγραμματισμό της λέξης θα ακούσουμε πως αυτό που μάς επιφυλάσσει τελικά είναι ένα δώρο.
Στην παρούσα ποιητική συλλογή «Τα ενδύματα οδύνης» μνημειώνουν, διασώζουν, προφυλάσσουν εκείνο που υπήρξε. Έναν Αόριστο που η γραφή παλεύει να τον καταστήσει Ενεστώτα. Διαβάζω τον τίτλο και ακούω το «ενδύομαι» και την ίδια στιγμή το «ὀδυνῶμαι», διαβάζω το «ενδύω» και ακούω το δύω εντός (εν δύω, με ωμέγα ως αντίθετο του ανατέλλω δηλαδή) αλλά ακούω και το εν δύο με όμικρον, τον αριθμό δύο που εισχωρεί στο ένα. Ποιοι είναι αυτοί οι δύο; Πόσοι συνυπάρχουν στο ενδύομαι; Ποια πρόσωπα κρυμμένα αφήνουν επάνω σε φόδρες και ραφές, επάνω σε υφάσματα ένα σήμα για την παράταση μιας παρουσίας ήδη από καιρό απούσας. Κάτι σαν αντήχηση που ενδέχεται να μετατρέψει στην πορεία την οδύνη μήπως σε ωδή; Είναι άραγε Ωδές τα ποιήματα αυτά σε κάτι που σίγησε;
Ο Σενέκας δήλωνε κατηγορηματικά πως «Οι μικρές λύπες είναι φλύαρες, η μεγάλη οδύνη είναι σιωπηλή». Ίδια με τη σιωπή των κενών από ουσία έμβια ενδυμάτων.
Ο Αντρέας Τιμοθέου μέσα από τη μεταφυσική συνθήκη της προσωπικής ιδιαίτερης σχέσης που διατηρεί με την Κάλλας, αποφασίζει αυτή τη φορά να τη συναντήσει μέσα από μια διαφορετική οδό. Δεν απευθύνεται πια απευθείας σε εκείνην ούτε και μιλά για αυτήν τοποθετώντας την σε σχέση διαλογική αλλά προτιμά τη διαμεσολάβηση και τον συμβολισμό, ώστε μέσα από την πλάγια προσέγγιση να μιλήσουν για εκείνην οι επιλογές των ρόλων της. Ίσως γιατί δεν είναι και τόσο άσχετοι οι ρόλοι που επιλέγουμε για εμάς από την ίδια την ιδιοσυγκρασία μας.
Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε καμιά τυχαιότητα δεν θα αναλάβει να δικαιολογήσει ή και να αποκρύψει τη μία και μοναδική αλήθεια, ότι όλα είναι γλώσσα και όλα ομιλούν και δηλώνουν τα πάντα για εμάς πίσω και πέρα από κάθε λογής προσχήματα.
Το «αντ’ αυτού» και στην προκειμένη περίπτωση το «αντ’ αυτής» είναι η μεγαλύτερη αλήθεια του βιβλίου που βέβαια έχει πολλούς αποδέκτες.
Εξηγούμαι: Οι ρόλοι μιλούν στη θέση της Μαρίας, τα ρούχα μιλούν στη θέση των ρόλων, τα ποιήματα μιλούν στη θέση του Αντρέα που είναι την ίδια στιγμή και ο ρόλος και το ένδυμα και η Μαρία. Πρόσωπο και σχήμα σε αγαστή συνύπαρξη και διαρκή μεταξύ τους συνενοχή.
Οι αισθητικές επιλογές του ποιητή είναι σαφείς καθώς και ο τρόπος που επιλέγει να εμπιστεύεται στην εικόνα ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής του. Στη συγκεκριμένη συλλογή η γλώσσα αποκαλύπτει κάτι που αφορά στον ρόλο και στη συνδήλωση.
Οι ηρωίδες γίνονται το ενδιαίτημα της Μαρίας και η Μαρία του Ανδρέα, ενώ όλα όσα προκύπτουν από τις ζωές τους είναι τα τρία στάδια της ερωτικής διαδρομής: η ύψωση, η διάψευση, η πτώση. Το ερωτικό δόσιμο και η συνακόλουθη αργά ή γρήγορα προδοσία που μετατρέπει τη γοητεία σε αυτόματη απομάγευση θα μπορούσε να είναι ο υπέρτιτλος της συλλογής που κατορθώνει να κρύψει τα πρόσωπα μέσα στα προσωπεία τους και να βάλει τον μύθο να διηγηθεί την πιο αληθινή ιστορία. Και αυτή στο συμβολικό της πεδίο δεν είναι άλλη από την ίδια την ιστορία της Κάλλας μέσα από τις συνταυτίσεις με τη μοίρα των ηρωίδων που ενσάρκωσε.
ΝΟΡΜΑ
Η ιέρεια των Δρυίδων στην κατεχόμενη από τους Ρωμαίους Γαλατία που ερωτεύεται τον Ρωμαίο ανθύπατο Πολιόνε, αποκτά μαζί του δυο παιδιά τα οποία σκέφτεται να σκοτώσει όταν εκείνος την απατά με νεαρότερη ιέρεια. Τέλος, καίγεται μαζί του στην πυρά όταν ομολογεί το αμάρτημά της παίρνοντας μια τόσο παράλογη και ταυτόχρονα αυτοκαταστροφική εκδίκηση.
Τόση περιπλάνηση / ο βίος μου, / για να μάθω τελικά / πως η βέβηλη φωνή του έρωτα / δεν ήταν η απάντηση. / Μίλα μου για προδοσία / αν θες αλήθεια να με νιώσεις. […] «Νόρμα».
Και πάλι εδώ η ερώτηση περί του ποιος μιλάει; Η Νόρμα, η Μαρία ή ο Ανδρέας, καθώς κάθε συγγραφέας εμπιστεύεται στο κείμενο την ατομική διερώτηση, την προσωπική αγωνία και βέβαια τη φιλοσοφία του.
Ας επιχειρήσουμε μαζί ένα παιχνίδι. Να αφήσουμε τη γλώσσα να αποκαλύψει τα κρυμμένα διπλά της νοήματα. Ας εστιάσουμε στο όνομα της ηρωίδας. Νόρμα. Όμως αυτή τη φορά στη θέση του κεφαλαίου νι ας βάλουμε ένα μικρό. Θα ακούσουμε τότε την απόλυτη σύμβαση και την ίδια στιγμή την άρνησή της, καθώς η έννοια της νόρμας ως ουσιαστικό συνδέεται με τη ρύθμιση, τον τύπο και το πρότυπο, τη μέθοδο και εν γένει το προκαθορισμένο ως συμπεριφορικός κανόνας ορθότητας.
Μέχρι κάποτε όλο αυτό να πεταχτεί στα σκουπίδια, όταν σηκωθεί ο ανεμοστρόβιλος του έρωτα που τινάζει στον αέρα κανόνες και αναστολές.
Η Μαρία ως Νόρμα με κεφαλαίο Ν, ως πρόσωπο και τραγική ηρωίδα της όπερας αλλά και ως νόρμα με μικρό νι, ως έννοια και ουσιαστικό υποτασσόμενη στις άπειρες συμβάσεις εγκιβωτίζει τα μέρη δύο πόλων εξίσου αληθινών και υπαρκτών. Από τη μια η εξοικείωσή της με την αυστηρή υπακοή στους εξαντλητικούς κανόνες των μουσικών απαιτήσεων και από την άλλη η απόλυτη ανάγκη της να τους κάνει στην άκρη, να τους βάλει σε δεύτερη μοίρα, όταν ο έρωτας αλλά κυρίως η διάψευσή του τη λαβώσει βαθιά. Θα πει:
Μες στα μάτια σου / μεταμορφώνω την οδύνη της σκηνής. / Γεμάτη δώρα τρέφω τη σκέψη σου / και γίνομαι ιέρεια, αγία και ερωμένη / που προσδοκεί το πλάι σου. / Μη με κρίνεις όταν σπάει η φωνή. / Άγγελος ήμουν κι έπεσα / εσύ, μονάχα με είδες. / Κανείς δεν μας ξέρει. / Κανείς δεν μας ξέρει. «ΙΙ»
Η Μαρία όμως ξέρει πως όλες οι ηρωίδες είναι εκείνη και στη δύσκολη στιγμή της απόσχισής της από τον έρωτά της, τη στιγμή που αισθάνεται ότι δεν γίνεται ορατό το τραύμα της ύπαρξης που φέρει, χτυπά συναγερμό και συστρατεύει τα προσωπεία, τα παρουσιάζει μπροστά στον Αρίστο, μήπως και εδεήσει να αντιληφθεί το όντως πρόσωπό της. Ξέρει προφανώς ότι η Τέχνη έχει τον τρόπο να μιλήσει και να θεραπεύσει. Το είπε ξεκάθαρα άλλωστε ο Καβάφης στο ποίημά του «Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.»:
«Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα·/ νάρκης του άλγους δοκιμές,/εν Φαντασίᾳ και Λόγῳ.»
Ο Αντρέας αντιλαμβάνεται αυτή την αλήθεια και διαπιστώνει πως το εγχείρημά του να θεραπεύσει, να σώσει τη Μαρία μέσα από την επιστράτευση ρόλων και ενδυμάτων δεν δύναται να ανατρέψει το πεπρωμένο της. Στο ποίημα «Το μέσα ένδυμα» θα πει:
«Όταν ξυπνώ στο σώμα σου / ξεχνώ ποια είμαι. Ξημερώνω στην ανάσα σου / όσες γυναίκες τραγούδησα / για να με νιώσεις. / Χωρίς να λάμπω / ψιθυρίζω πως σ’ αγάπησα / μα δεν ακούς, / μονάχα τη θάλασσα ακούς… / Κανένα ένδυμα / δεν μας σώζει.»
Και τότε προς τι όλο αυτό; Κι αφού ούτε η μοίρα των προσώπων ανατρέπεται, ούτε το παράπονο της Μαρίας βρίσκει αποδέκτη, τότε εύλογα αναρωτιόμαστε ποιον σώζει στην πραγματικότητα η γραφή του;
Μήπως εντέλει ο ίδιος ο ποιητής αισθάνεται πως κινδυνεύει και σώζεται, μέσα από την καταγγελία του για την πανταχού παρούσα προδοσία και απομάγευση, προκειμένου να την εξορκίσει;
Ίσως γι’ αυτό στο ποίημα «Τόσκα» θα γραφτεί, κι εδώ βέβαια θα αναρωτηθούμε ποιος είναι εκείνος που το λέει;
[…] νεφέλη γίνεσαι / σύννεφο θλίψης κι αγωνίας / δίχτυ στον χρόνο ακατόρθωτο / ευάλωτο πλάσμα, εύθραυστο / και τόσο κοντινό μου.
Πίσω από όλα τα ποιήματα ακούγεται μια δεύτερη φωνή, κι άλλη μια, ακόμα πιο κρυμμένη σημασία, βροντοφωνάζει μέσα από ψιθύρους τη μοίρα της Μαρίας.
Το κρυμμένο ύψιλον στην ηδονή είναι αυτό που την αναποδογυρίζει σε οδύνη. Πρόκειται για την οδύνη που διατρέχει όλο το βιβλίο, γράφεται με όμικρον και αναφέρεται στον βαθύ πόνο και στη θλίψη.
Γιατί υπάρχουν και οι άλλες ωδίνες, με ωμέγα, κατά τον τοκετό, για να δούμε εδώ τη Μήδεια που σκοτώνει τα γεννήματα, την Νόρμα που ενώ το αποφασίζει, την τελευταία στιγμή μετανιώνει και κάνει πίσω σώζοντας τα παιδιά της καθώς και άλλες πολλές. Ενδέχεται και οι δύο οδύνες στη βάση τους να ανάγονται στη ρίζα του αρχαίου ρήματος «έδω», που σημαίνει έδεσμα και αποτυπώνει την αντίληψη του πόνου που κατατρώγει. Τρώγεται η σάρκα, που την τρώει ο έρωτας και την καταβροχθίζει η ματαίωση.
Η γιαπωνέζα γκέισα Τσο-Τσο Σαν ερωτεύεται τον αξιωματικό του αμερικανικού ναυτικού Πίνκερτον, τον οποίο και παντρεύεται, και μαζί με το παιδί τους τον περιμένει να γυρίσει. Όμως αυτό που επιστρέφει είναι η προδοσία και όχι ο έρωτας, αφού μετά από χρόνια ο Πίνκερτον καταφθάνει με την αμερικανίδα σύζυγό του, για να της πάρει το παιδί, γεγονός που την οδηγεί μπροστά στα πόδια του να κάνει χαρακίρι. Και είναι αυτή η γνωστή σε όλους μας τραγική φιγούρα της Μαντάμ Μπατερφλάϊ, ψευδώνυμο που της είχαν δώσει οι φίλοι της. Και πάλι εδώ η γλώσσα και οι συνδηλώσεις της σε ένα παιχνίδι διαστρωματώσεων νοηματικών. Γιατί η γιαπωνέζα γκέισα είναι όντως μια Μπατερφλάϊ, πεταλούδα που τσουρουφλίζεται κυριολεκτικά κάτω από τη λάμπα της πυρίκαυστης αγάπης.
Σημάδι καπνού στη θάλασσα / μαρτυρεί τον ερχομό / και το μαρτύριο. / Τρυφερή μου γκέισα / πώς υψώνεται / η απάτη της υπόσχεσης; / Λευκό το πλοίο / χαιρετά / σφυρίζει τον χαμό σου. / Πίνκερτον, / λιμάνι πίστεψε πως ήσουν / μα συ στο αίμα της / στέκεις ατρόμητος, / μονάχη σου έγνοια / η σάρκα από τη σάρκα της. […] «Μαντάμ Μπατερφλάι»
Κι αλλού θα πει η Μαρία διά στόματος του ποιητή:
Τώρα / που έρημος γίνεται η λάμψη μου / γράφεται πάνω μου / το αργόπρεπο μάθημα της θλίψης. / Κάποτε / θα καταλάβουν πως έζησα χωρίς να κατοικώ / και ήταν ώρα να επιστρέψω. «IV»
Τα Ενδύματα οδύνης και τα εξαίσια σκίτσα της Μόνικας Βούλγαρη Γκλάσζνερ που τα αποδίδουν είναι το κατεξοχήν σύμβολο της αντικατάστασης του υλικού σώματος από το περίβλημά του. Η απουσία περιβάλλεται το κάλυμμά της για να δηλώσει ότι εκείνο που λείπει στο τέλος είναι αυτό που μένει, που επιμένει να παραμένει σε αυτό το άνισο παιχνίδι των μεγάλων ανέκαθεν προσδοκιών.
Η ντίβα έφυγε, κι όμως τα ενδύματα που έντυσαν τις ηρωίδες των ρόλων της δεν είναι παρά η ύψιστη απόδειξη ότι το άδειο διαποτίζει εντέλει τον έρωτα, η ανάμνηση αντικαθιστά τη ζωή, ο αντικατοπτρισμός την εικόνα.
Μια στιγμιαία και ανεπαίσθητη και αφόρητα προσωρινή αίσθηση ή μάλλον ψευδαίσθηση της ευτυχίας του έρωτα και αμέσως μετά η οριστική εξόντωση της ψυχής και του σώματος.
Το ιδεατό σε μια διαρκή αντίστιξη με το πραγματικό να αποδεικνύει το εύθραυστο του έρωτα όπως τα εύθρυπτα φτερά της πεταλούδας. Ένα μεγαλειώδες ξέφρενο πέταγμα στην αρχή ολόγυρα απ’ το φως, για να επακολουθήσει ακαριαία το εκκωφαντικό τράνταγμα της συντριβής.
Αυτό που μένει λίγη σκόνη, όμοια με τα φτερά της νεκρής πεταλούδας όταν τα δάχτυλά μας τα αγγίξουν. Το έχετε σίγουρα όλοι σας δει.
Γίνονται αλεύρι, γίνονται στάχτη, καταλήγουν τέφρα όπως εκείνη της Μαρίας στο Αιγαίο και σκορπίζονται.