[...]
Τον Άλεκ Σχινά τον ήξερα από την εποχή της Κηφισιάς (1947-51). Μέναμε στην ίδια γειτονιά κοντά στο Ζηρίνειο. Νεαρός ή έστω επίδοξος ποιητής, είχα πάει κάμποσες φορές στο σπίτι του, όπου, τις Κυριακές τ' απόγεμα, μαζευόταν ένα πλήθος ανθρώπων: ποιητές, σχεδόν ποιητές, παραλίγο ποιητές, διόλου ποιητές, κατά φαντασίαν ποιητές, διανοούμενοι, ψευτοδιανοούμενοι, συγγραφείς που δεν είχαν γράψει ποτέ τους τίποτα, causeurs που είχαν ή δεν είχαν τίποτα να πουν, αριστεροί που ήταν αστοί ως το κόκαλο, αναρχικοί, ψευτ-αναρχικοί, κρυπτοφασίστες, αναρχοφασίστες, αργόσχολοι, και κόμποσες κοπέλλες, που έπαιζαν το ρόλο του φιλοθεάμονος κοινού, του ακροατηρίου ή απλώς του κύπελλου που προσφερόταν στον «καλύτερο» ― εγώ φυσικά δεν ενδιαφερόμουνα. Ήταν μια σκοτεινή εποχή, μια συγκεχυμένη εποχή, μια εποχή δύσκολης και βηματιστής ανάρρωσης ύστερ’ από δυο μεγάλες αρρώστιες, το Δεύτερο και τον Εμφύλιο πόλεμο. Αλλ’ αν είμασταν όλοι ανεξίτηλα σημαδεμένοι στα παιδικά κι εφηβικά μας χρόνια απ' τις δυο αυτές αρρώστιες, κανείς, εξόν κι αν με γελάει τόσο η μνήμη μου, δε μιλούσε ή δεν αναφερόταν έστω κι έμμεσα σ' αυτές, ούτε καν ο Αναγνωστάκης, ο πιο γνήσιος, ίσως ο μόνος γνήσιος ποιητής απ΄ όλους. Τι κάναμε; Ή μάλλον τι κάνανε; Μα ― παίζανε. Παίζανε τις «δίκες». Ήταν κάτι που ξανάζησα έντονα διαβάζοντας, αργότερα, την εφιαλτική νουβέλα του Μουζίλ Ο νεαρός Τέρλες.
Έμπαινες ανύποπτα στο σπίτι του Άλεκ και χαιρετούσες όλους τους παριστάμενους εγκάρδια. Οσμιζόσουνα βέβαια κάτι απειλητικό στην ατμόσφαιρα, μα το απέδιδες στην επιφυλακτικότητα που ήταν φυσικό να νιώθουν απέναντι σ' έναν «καινούργιο». Και ξαφνικά άρχιζε η επίθεση, μια προσυμφωνημένη, σύντονη επίθεση. Σ' άφην' ο ένας, σ’ έπιαν' ο άλλος. Σε χτυπούσαν σα σάκο πυγμαχίας. Με λόγια, εννοείται. Αλλά με λόγια που ήταν σα γροθιές και σε ζάλιζαν περισσότερο από αληθινές γροθιές.
Περιττό να πω, θα το μαντέψατε κιόλας, με πέρασαν και μένα από μια τέτοια «δίκη». Αλλά κατάλαβα αμέσως το παιχνίδι τους, κι αμύνθηκα. Και τι καλύτερη άμυνα απ' την επίθεση; Έτσι είσαστε ρουφιάνοι; είπα με το νου μου. Θα σας κανονίσω εγώ. Πήγαινε να μιλήσει μια κοπέλα, της έλεγα, πάψε εσύ, μη μιλάς, είσαι άσχημη. Ο Φαίδρος Μπαρλάς; Πάψε μωρέ φαιδρέ! Κάτι μου 'πε, θυμάμαι, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που θαυμάζω τώρα τόσο πολύ, και του απάντησα; «Άσε μ' ήσυχο σε παρακαλώ εσύ, εμένα δε μ' ενδιαφέρουν οι αναγνωστάκηδες, μ' ενδιαφέρουν μόνο οι αναγνώστες». Δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο από ένα δηκτικό λογοπαίγνιο, ειπωμένο όμως χωρίς πραγματική κακία. Τέλος πάντων, δικαστές και ένορκοι συνεδρίασαν και μ’ «αθώωσαν» ― αλλ΄εγώ δεν ξαναπάτησα ποτέ το πόδι μου στου Σχινά, εκτός από μια φορά, κάμποσα χρόνια αργότερα. Περνώντας ένα βράδυ, είδα φως. Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε, κι όταν με είδε, έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του, σσσσ! και μου ψιθύρισε, έλα μέσα, αλλά να μη μιλήσεις, ο Ρένος μού διαβάζει το νέο του μυθιστόρημα. Μπήκα μέσα κι έκατσα. Ο Ρένος [Αποστολίδης] συνέχισε το διάβασμα στο σημείο που είχε σταματήσει. Υπέμεινα μια ή δυο σελίδες. Ύστερα χωρίς να πω λέξη, σηκώθηκα και, πατώντας ειρωνικά στις μύτες των ποδιών μου, βγήκα απ' το σπίτι. Από τότε δεν είχα ξαναδεί τον Άλεκ.
Αλλά την άνοιξη του '65 έφτασε απ’ τη Γερμανία στην Αθήνα, και εισέβαλε σα σίφουνας στο Πάλι. Τι ήταν όλη αυτή η ιστορία που για ένα μήνα μάς κράτησε σε συνεχή αναστάτωση; Ο Άλεκ έδωσε στο Νάνο μια πολυσέλιδη συνεργασία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2-3. Πολυσέλιδη και πολύμορφη. Ήταν, πρώτον, η επιστολή του προς «Παλινιστάς» ― «Αλέξανδρος Παλινισταίς ευ ποιείν». Ήταν γραμμένη, όπως θα δει ο αναγνώστης, σε γλώσσα ―και τι καλά φιλολογικά ελληνικά ήξερε ο άθλιος!― που θύμιζε την ψευτοκλασικίζουσα των Βυζαντινών λογίων. Βερμπαλισμός! Να τι έλεγε για μένα αναφερόμενος στο διήγημα «Τα Ρέστα·. «Ουκ έλαπον ηδομένω εστί μοι και εκθύμως επαινώ το του τρισκαταστεφούς Κωνσταντίνου Ταχτσή διηγημάτιον, εν ω μετά περισσής ευμηχανίας επάδονται μειρακιώδεις υπαλαί υπομνήσεις.»