Το «Πάλι» κι εγώ

Περ. «Πάλι» #5, 1964
Περ. «Πάλι» #5, 1964

[...]

Τον Άλεκ Σχι­νά τον ήξε­ρα από την επο­χή της Κη­φι­σιάς (1947-51). Μέ­να­με στην ίδια γει­το­νιά κο­ντά στο Ζη­ρί­νειο. Νε­α­ρός ή έστω επί­δο­ξος ποι­η­τής, εί­χα πά­ει κά­μπο­σες φο­ρές στο σπί­τι του, όπου, τις Κυ­ρια­κές τ' από­γε­μα, μα­ζευό­ταν ένα πλή­θος αν­θρώ­πων: ποι­η­τές, σχε­δόν ποι­η­τές, πα­ρα­λί­γο ποι­η­τές, διό­λου ποι­η­τές, κα­τά φα­ντα­σί­αν ποι­η­τές, δια­νο­ού­με­νοι, ψευ­το­δια­νο­ού­με­νοι, συγ­γρα­φείς που δεν εί­χαν γρά­ψει πο­τέ τους τί­πο­τα, causeurs που εί­χαν ή δεν εί­χαν τί­πο­τα να πουν, αρι­στε­ροί που ήταν αστοί ως το κό­κα­λο, αναρ­χι­κοί, ψευτ-αναρ­χι­κοί, κρυ­πτο­φα­σί­στες, αναρ­χο­φα­σί­στες, αρ­γό­σχο­λοι, και κό­μπο­σες κο­πέλ­λες, που έπαι­ζαν το ρό­λο του φι­λο­θε­ά­μο­νος κοι­νού, του ακρο­α­τη­ρί­ου ή απλώς του κύ­πελ­λου που προ­σφε­ρό­ταν στον «κα­λύ­τε­ρο» ― εγώ φυ­σι­κά δεν εν­δια­φε­ρό­μου­να. Ήταν μια σκο­τει­νή επο­χή, μια συ­γκε­χυ­μέ­νη επο­χή, μια επο­χή δύ­σκο­λης και βη­μα­τι­στής ανάρ­ρω­σης ύστε­ρ’ από δυο με­γά­λες αρ­ρώ­στιες, το Δεύ­τε­ρο και τον Εμ­φύ­λιο πό­λε­μο. Αλ­λ’ αν εί­μα­σταν όλοι ανε­ξί­τη­λα ση­μα­δε­μέ­νοι στα παι­δι­κά κι εφη­βι­κά μας χρό­νια απ' τις δυο αυ­τές αρ­ρώ­στιες, κα­νείς, εξόν κι αν με γε­λά­ει τό­σο η μνή­μη μου, δε μι­λού­σε ή δεν ανα­φε­ρό­ταν έστω κι έμ­με­σα σ' αυ­τές, ού­τε καν ο Ανα­γνω­στά­κης, ο πιο γνή­σιος, ίσως ο μό­νος γνή­σιος ποι­η­τής απ΄ όλους. Τι κά­να­με; Ή μάλ­λον τι κά­να­νε; Μα ― παί­ζα­νε. Παί­ζα­νε τις «δί­κες». Ήταν κά­τι που ξα­νά­ζη­σα έντο­να δια­βά­ζο­ντας, αρ­γό­τε­ρα, την εφιαλ­τι­κή νου­βέ­λα του Μου­ζίλ Ο νε­α­ρός Τέρ­λες.
Έμπαι­νες ανύ­πο­πτα στο σπί­τι του Άλεκ και χαι­ρε­τού­σες όλους τους πα­ρι­στά­με­νους εγκάρ­δια. Οσμι­ζό­σου­να βέ­βαια κά­τι απει­λη­τι­κό στην ατμό­σφαι­ρα, μα το απέ­δι­δες στην επι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα που ήταν φυ­σι­κό να νιώ­θουν απέ­να­ντι σ' έναν «και­νούρ­γιο». Και ξαφ­νι­κά άρ­χι­ζε η επί­θε­ση, μια προ­συμ­φω­νη­μέ­νη, σύ­ντο­νη επί­θε­ση. Σ' άφη­ν' ο ένας, σ’ έπια­ν' ο άλ­λος. Σε χτυ­πού­σαν σα σά­κο πυγ­μα­χί­ας. Με λό­για, εν­νο­εί­ται. Αλ­λά με λό­για που ήταν σα γρο­θιές και σε ζά­λι­ζαν πε­ρισ­σό­τε­ρο από αλη­θι­νές γρο­θιές.
Πε­ριτ­τό να πω, θα το μα­ντέ­ψα­τε κιό­λας, με πέ­ρα­σαν και μέ­να από μια τέ­τοια «δί­κη». Αλ­λά κα­τά­λα­βα αμέ­σως το παι­χνί­δι τους, κι αμύν­θη­κα. Και τι κα­λύ­τε­ρη άμυ­να απ' την επί­θε­ση; Έτσι εί­σα­στε ρου­φιά­νοι; εί­πα με το νου μου. Θα σας κα­νο­νί­σω εγώ. Πή­γαι­νε να μι­λή­σει μια κο­πέ­λα, της έλε­γα, πά­ψε εσύ, μη μι­λάς, εί­σαι άσχη­μη. Ο Φαί­δρος Μπαρ­λάς; Πά­ψε μω­ρέ φαι­δρέ! Κά­τι μου 'πε, θυ­μά­μαι, ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης, που θαυ­μά­ζω τώ­ρα τό­σο πο­λύ, και του απά­ντη­σα; «Άσε μ' ήσυ­χο σε πα­ρα­κα­λώ εσύ, εμέ­να δε μ' εν­δια­φέ­ρουν οι ανα­γνω­στά­κη­δες, μ' εν­δια­φέ­ρουν μό­νο οι ανα­γνώ­στες». Δεν υπάρ­χει ισχυ­ρό­τε­ρο όπλο από ένα δη­κτι­κό λο­γο­παί­γνιο, ει­πω­μέ­νο όμως χω­ρίς πραγ­μα­τι­κή κα­κία. Τέ­λος πά­ντων, δι­κα­στές και ένορ­κοι συ­νε­δρί­α­σαν και μ’ «αθώ­ω­σαν» ― αλλ΄εγώ δεν ξα­να­πά­τη­σα πο­τέ το πό­δι μου στου Σχι­νά, εκτός από μια φο­ρά, κά­μπο­σα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Περ­νώ­ντας ένα βρά­δυ, εί­δα φως. Χτύ­πη­σα το κου­δού­νι. Μου άνοι­ξε, κι όταν με εί­δε, έβα­λε το δά­χτυ­λο στα χεί­λη του, σσσσ! και μου ψι­θύ­ρι­σε, έλα μέ­σα, αλ­λά να μη μι­λή­σεις, ο Ρέ­νος μού δια­βά­ζει το νέο του μυ­θι­στό­ρη­μα. Μπή­κα μέ­σα κι έκα­τσα. Ο Ρέ­νος [Απο­στο­λί­δης] συ­νέ­χι­σε το διά­βα­σμα στο ση­μείο που εί­χε στα­μα­τή­σει. Υπέ­μει­να μια ή δυο σε­λί­δες. Ύστε­ρα χω­ρίς να πω λέ­ξη, ση­κώ­θη­κα και, πα­τώ­ντας ει­ρω­νι­κά στις μύ­τες των πο­διών μου, βγή­κα απ' το σπί­τι. Από τό­τε δεν εί­χα ξα­να­δεί τον Άλεκ.
Αλ­λά την άνοι­ξη του '65 έφτα­σε απ’ τη Γερ­μα­νία στην Αθή­να, και ει­σέ­βα­λε σα σί­φου­νας στο Πά­λι. Τι ήταν όλη αυ­τή η ιστο­ρία που για ένα μή­να μάς κρά­τη­σε σε συ­νε­χή ανα­στά­τω­ση; Ο Άλεκ έδω­σε στο Νά­νο μια πο­λυ­σέ­λι­δη συ­νερ­γα­σία που δη­μο­σιεύ­τη­κε στο τεύ­χος 2-3. Πο­λυ­σέ­λι­δη και πο­λύ­μορ­φη. Ήταν, πρώ­τον, η επι­στο­λή του προς «Πα­λι­νι­στάς» ― «Αλέ­ξαν­δρος Πα­λι­νι­σταίς ευ ποιείν». Ήταν γραμ­μέ­νη, όπως θα δει ο ανα­γνώ­στης, σε γλώσ­σα ―και τι κα­λά φι­λο­λο­γι­κά ελ­λη­νι­κά ήξε­ρε ο άθλιος!― που θύ­μι­ζε την ψευ­το­κλα­σι­κί­ζου­σα των Βυ­ζα­ντι­νών λο­γί­ων. Βερ­μπα­λι­σμός! Να τι έλε­γε για μέ­να ανα­φε­ρό­με­νος στο δι­ή­γη­μα «Τα Ρέ­στα·. «Ουκ έλα­πον ηδο­μέ­νω εστί μοι και εκ­θύ­μως επαι­νώ το του τρι­σκα­τα­στε­φούς Κων­στα­ντί­νου Τα­χτσή δι­η­γη­μά­τιον, εν ω με­τά πε­ρισ­σής ευ­μη­χα­νί­ας επά­δο­νται μει­ρα­κιώ­δεις υπα­λαί υπο­μνή­σεις.»



Περί υπερλεξισμού, κειμενοκολλήσεως και Αθανασίας

Του Αλέ­ξαν­δρου Σχι­νά στο περ. Πά­λι


Εν Φρα­γκο­φορ­δία, επί Μοί­νου
Σκι­ρο­φο­ριώ­νος φθί­νο­ντος, εν έτει ᾳϡξ’δ’


Αλέ­ξαν­δρος Πα­λι­νι­σταίς ευ ποιείν.

Οι­κτρόν και αί­σχιον πε­ρί­πτω­μα του τευ­το­νι­κού αγ­γα­ρεί­ου απο­στέ­ρη­σέ με άχρι της προ­τε­ραί­ας την από Γα­μη­λιώ­νος ήδη επαγ­γελ­θεί­σαν μοι δέλ­τον υμών. Χά­ρι­τας φέ­ρω υμιν δια τό φι­λο­προ­σή­γο­ρον και εκτε­νές αυ­τής. Ουκ έστι μοι ατυ­χώς σχο­λή προς αντί­πα­λον αντι­γρα­φήν∙ κα­θειρ­γνύω όθεν την πε­ρού­σαν εν βρα­χεί χω­ρίω, απτό­με­νός τι­νων μό­νον εκ των νυν λό­γου αξί­ων. Αγα­θή συ­γκυ­ρία ποιεί με άρ­τι εγκρα­τή προ­σα­γω­γού και επι­τη­δεί­ας εκ­δό­σε­ως, επι­γε­γραμ­μέ­νης Πά­λι, εν ή πολ­λά τε και δη και Μα­ντούς της εξ Αρα­βά­ντων γρα­φή, επω­νυ­μί­αν έχου­σα «Γρα­φή», τα μά­λα εκ­πρέ­που­σα δια το φι­λό­κα­λον και και­νό­τρο­πον αυ­τής. Πολ­λού θαύ­μα­τος άξιοί ει­σι αι ποι­ή­σεις του εκ Βα­λα­ώ­ρας Μα­δου­ραί­ου εκεί­νου Νά­νου — τω ονό­μα­τι, πλην γί­γα­ντος τη επι­πνεύ­σει — δια­βό­η­του της βαρ­βί­του χει­ρι­στού ανά τας προς με­ση­βρί­αν τε­τραμ­μέ­νας πα­ρω­ρεί­ας του των λύ­κων όρους. Ασμέ­νως εντυγ­χά­νω επί­σης επι­τερ­πές εξή­γη­μα ελ­λο­γί­μου αν­δρός, Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου, εμπει­ρό­τα­του της στί­χων απερ­γα­σί­ας και τι­μαίς πολ­λών άλ­λων πλε­ο­νε­κτού­ντος δια λό­γων ευ­πο­ρί­αν και εμπνοί­ας ύψος. Αι ανα­γρα­φαί ηδο­νι­κών συ­ζεύ­ξε­ων αν­θα­μιλ­λώ­νται ταις του Αρι­στεί­δου του Μι­λη­σί­ου, ταις του Αχιλ­λέ­ως Τα­τί­ου και μην και εκεί­ναις του Λόγ­γου. Κρείτ­των λό­γου η ευαρ­μο­στία, η εμ­ψυ­χία και η ενάρ­γεια αυ­τών∙ αλ­λά, τί­νος ένε­κα ο τα άλ­λα τό­σον δει­νός την γου­τεμ­βέρ­γειον τέ­χνην τυ­πο­θέ­της απο­δει­λιά της ονο­μά­σε­ως των αφρο­δι­σί­ων; Έλε­ος μ’ ει­σέρ­χε­ται υπο­λαμ­βά­νο­ντα αυ­τά αι­δη­μό­νως επε­στιγ­μέ­να. Ουκ έλατ­τον ηδο­μέ­νω εστί μοι και εκ­θύ­μως επαι­νώ το του τρι­σκα­τα­στε­φούς Κων­στα­ντί­νου Τα­χτσή δι­η­γη­μά­τιον, εν ώ με­τά πε­ρισ­σής ευ­μη­χα­νί­ας επά­δο­νται μει­ρα­κιώ­δεις υπα­λαί υπο­μνή­σεις.
Υπό χαρ­μο­νής και ευ­φρο­σύ­νης ανα­με­στού­μαι, πα­ρα­πί­πτων το πρώ­τον — ει μνή­μης ευ­τυ­χώ — ση­μεί­οις τυ­πω­θεί­ση εκ­φο­ρά του πο­λυ­γραμ­μά­του εκεί­νου, νου­βι­στι­κού και αγ­χί­νο­ος Γε­ωρ­γί­ου Μα­κρή, του μα­κρο­πνόω και ακα­τα­πο­νή­τω τω κα­λά­μω εκ τής αζ­τέ­κι­δος εις την ελ­λη­νί­δα με­τε­νε­γκό­ντος φω­νήν, το πε­ρί­μη­κες και εύ­ρουν άσμα του Οκτα­βί­ου Παθ. Πολ­λής επι­στρο­φής άξιος προ­σέ­τι ο ονο­μα­τουρ­γός Νι­κό­λα­ος Κά­λας και αι πα­ρα-λυ­ρι­καί αυ­τού σκευα­σί­αι. Άπυ­στος τυγ­χά­νει μοι η πλειάς νέ­ων και λαν­θά­νου­σί με αι τυ­χόν έμπρο­σθεν πει­ρά­σεις αυ­τής. Εκ τι­νος των αφη­γη­μα­τί­ων αυ­τής, επι­γρα­φο­μέ­νου «το μι­κρόν υπο­δη­μα­το­πω­λεί­ον», απο­δη­λού­ται αναμ­φί­βο­λον έγκλι­μα, ήγουν ρο­πή, προς την σκυ­το­το­μι­κήν, την νευ­ρορ­ρα­φί­αν και τά συ­να­φή, πά­ντων μά­λι­στα διά της εν αρ­χή δια­πει­ρω­μέ­νης εξα­ριθ­μή­σε­ως ει­δών τι­νων υπο­δή­σε­ως, ως ταύ­τα ηφθό­νουν ανέ­κα­θεν εν τοις κα­θ’ ημάς πισ­συ­γκί­οις. Και απο­ρώ: Τί γάρ κα­τα­σιω­πού­νται τα σάν­δα­λα ή αι κρη­πί­δες; Πού της χώ­ρας αμνη­μο­νού­νται αι εμ­βά­δες, αι βλαύ­ται ή αι καρ­βα­τί­ναι; Πού αι εν­δρο­μί­δες, αι πη­λο­πα­τί­δες και οι κό­θορ­νοι; Ή μην αγνο­εί η πλειάς της βαυ­κί­δας, τας κρου­πέ­ζας και τας σχι­στάς; Και το κοι­νόν; Δεν ήθε­λεν αλ­γει­νώς επι­πο­θή­σει ανα­γι­γνώ­σκον τό κοι­νόν τας πε­ρι­βα­ρί­δας, τα Λα­κω­νι­κά, τα Περ­σι­κά ή τα Σι­κυώ­νια; Και ταύ­τα ελα­χί­στων μό­νον μνή­μην ποιού­με­νος εκ των μυ­ριο­πλη­θών όσων υπο­δε­σμών, με­θ’ ων οι άνω του γέ­νους επι­χα­ρί­τως με­θυ­πο­δού­ντο. Αλ­λ’ έν­δια­τρί­βο­μεν έτι εν σκυ­το­το­μείω. Πού λοι­πόν και αι σκυ­τι­και πίτ­ται, τα πιτ­τω­τά νή­μα­τα, τα νεύ­ρα, οι νευ­ρορ­ρά­φοι και οι ρομ­φείς; Πού οι σπόγ­γοι, οι ήλοι και οι κα­λά­πο­δες; Ή μη τό σκυ­τεύ­ειν επι­τη­δεύ­ε­ται νε­ω­στί άνευ κα­τυμ­μά­των, πελ­μά­των και κο­νι­πό­δων; Ή μην άνευ ζυ­γών, ηνί­ων και ιμά­ντων; Και, τα λογ­χω­τά; Και τα πι­νά­ρια; Ού μέ­ντοι αλ­λά ασμέ­νως επαι­σθά­νο­μαι του ευ­έλ­πι­δος ευ πε­φυ­κέ­ναι της πλειά­δος προς την γλα­φυ­ρί­αν. Η υπο­θη­μο­σύ­νη εμού — ει ανε­πί­φθο­νόν εστι τού­το ει­πείν — ήθε­λεν έχει ώδε: εάν αυ­τούς δια­τρί­βειν επί ταις εαυ­τών προ­κα­τα­σκευαίς, αφιέ­ναι αυ­τούς προ­διοι­κεί­σθαι πα­ντο­δα­πά και ποι­κί­λα, ου­δε­νί πω κα­τα­κο­ρήν έπαι­νον σπέν­δε­σθαι, τό τε­λειο­καρ­πείν μη συ­να­να­γκά­ζειν, ατρέ­μα την ακ­μήν ενός εκά­στου φυ­λάτ­τειν. Πο­λύ τού­μπα­λιν γνω­ρί­μως έχω τη κυ­ρία Βιρ­γι­νία Γούλ­φη, τω Άλ­δω Χάξ­λεη, ως και τω κο­μή­τη δε Λω­τρε­α­μόν, εντί­μως δ’ άγω πρό­πα­λαι τας γρα­φάς αυ­τών.
Ενί λό­γω ώ ασπα­στοί, κε­χα­ρι­σμέ­νοι και δαι­μό­νιοι Πα­λι­νι­σταί, επρά­ξα­τε ού­τως ώστε με επαι­νειν ύμας προ­σο­μοί­ου δ’ επαί­νου τυγ­χά­νειν πα­ρά πά­ντων επεύ­χο­μαι υμίν όλη τη ψυ­χή και ευ­δο­κι­μείν πα­ρά πά­σι, των ανα­γνω­στών συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων.Νυν δη, κα­τα­βαί­νω εις την εξ ετοι­μό­τα­του φι­λό­φι­λον προ­σφο­ράν επι­μι­ξί­ας, δι’ ην νέ­ας χά­ρι­τας προ­σο­φεί­λω υμίν. Επι­πο­λής γε­νο­μέ­νη διε­ξε­ρεύ­νη­σις των αυ­τό­θι επι­τυ­χό­ντων σκευών εμού — εν οις χύ­δην, ει­κή και ανα­μίξ, όπω­σπερ θρί­δα­κες και σέ­ρι­δες όξει και ελαίω δε­δευ­μέ­ναι, προ­πί­πτου­σι πα­ντοία και πο­λυ­ει­δή, ετε­ρο­σχή­μο­να και ετε­ρο­μή­κη, αλ­λοιό­μορ­φα, αλ­λοιό­χροα και αλ­λό­γλωτ­τα χαρ­τία και χαρ­τί­δια, ανα­γρα­φαί, υπο­μνή­μα­τα, γραμ­μα­τεία, χρη­μα­τι­σμοί και συ­να­φή βυ­βλί­νου υφής — έσχεν ως ευ­τυ­χές απο­βαί­νον την συμ­φο­ράν πα­λαιών τε και προ­σφά­των, αυ­το­κτή­των ή αλ­λό­τριων, πα­ντε­λών ή ημιερ­γών τεκ­μη­ρί­ου, τό­τε μεν ρώ­μης τό­τε δε ασθε­νεί­ας ψυ­χής πα­ραλ­λάξ, άτι­να συλ­λή­βδην συ­ναρ­μότ­τουν και ευ­θε­τούν, ως εμοί δο­κεί, τη υμε­τέ­ρα φρο­νή­σει, ως και τη των εν γράμ­μα­σι συ­νου­σια­στών υμών. Ίστω θε­ός ει το εκ της επι­μι­ξί­ας ημών γε­νη­σό­με­νον έσε­ται πλείω λυ­σι­τε­λές ή λυ­μα­ντή­ριον∙ έγω­γε ού­δ’ οτιούν κα­τορ­ρο­δώ τας ενί­οις ερ­γώ­δε­σι και δυ­σκα­τα­πρά­κτοις χω­ρί­οις συ­νε­πο­μέ­νας χα­λε­πό­τη­τας και πε­ρι­σκε­λεί­ας, άς αναμ­φι­λέ­κτως ρα­δί­ως χει­ρού­ται το κα­θ’ ημάς κοι­νόν.
Αλ­λ’ ήδη, ως οί­ον τε διά βρα­χυ­τά­των, πε­ρί της ενε­στώ­σης συ­νερ­γί­ας: Προυρ­γιαί­τε­ρα πά­ντων, δο­κεί έμοι­γε εί­ναι, τα τή­δε το πρώ­τον εις το φώς εκ­φε­ρό­με­να σπα­ράγ­μα­τα του εθνι­κού ημών υπερ­λε­ξι­σμού. Τέ­ταρ­τον αιώ­νος απο­τε­λεί­ται όσον ου από της γε­νέ­σε­ως του υπερ­λε­ξι­σμού εν Ελ­λά­δι, πε­ντε­καί­δε­κα δ’ όλα έτη από της του βί­ου κα­τα­στρο­φής του αρ­χη­γέ­του αυ­τού, του ανε­πι­λή­στου εκεί­νου Ελευ­θε­ρί­ου Δού­για. Αμ­φι­γνοη­θεί­σαι, ακα­τα­μά­θη­τοι, απόρ­ρη­τοι συμ­μέ­νουν μέ­χρι τήσ­δε της ημέ­ρας αι δυ­σπα­ρά­βλη­τοι διο­ση­μί­αι του φι­λο­κιν­δύ­νου εκεί­νου και­νο­ποι­η­τού. Έρως δύ­σε­ρως του απο­λύ­του αι εκ­φάν­σεις του, κυ­νη­γε­σία άνελ­πις του αφθέγ­κτου τα χρη­σμω­δή­μα­τά του, ανο­σιουρ­γός δια­κώ­λυ­σις της κα­θε­στη­κυί­ας ευ­θη­μο­σύ­νης αι πα­ραγ­γέλ­σεις του, συ­στέλ­λο­νται έξ ότου εις ευά­ριθ­μους τι­νάς, πα­λαιούς ή αρ­τι­τε­λείς εκ­κλή­τους. Οι από­λε­κτοι ού­τοι μύ­σται επί­στα­νται σα­φώς ότι κα­τ’ εκεί­νον τον χρό­νον έσχε χώ­ραν — ευ­κό­σμως και ησυ­χή — το πρώ­τον πα­ρ’ ημίν, με­γα­λο­με­ρής καί­νω­σις, ως αλατ­το­νά­κις μό­νον εις την κα­θό­λου της ποι­η­τι­κής ιστο­ρί­αν. Διό­τι ο υπερ­λε­ξι­σμός — και επί τού­τος λι­πα­ρώς ενέ­μει­νεν αεί ο πρω­το­κτί­στωρ αυ­τού — δει όπως μη με­τα­λαμ­βά­νη­ται αντί των πά­νυ διε­χου­σών απ’ αυ­τού νε­ο­πλά­σε­ων, οί­αι, πα­ρα­δείγ­μα­τος ένε­κα, τα φθογ­γι­κά τε­χνά­σμα­τα των Ιω­αν­νί­σκου Αρπ, Ού­γου Βάλ­λη, Τρι­στά­νου Τζα­ρά και άλ­λων, όνο­μα «δα­δαϊ­σταί» εαυ­τοίς τε­θέ­ντων, δι’ ων τό πρώ­τον η Ζυ­ρί­χη με­τέ­πε­σεν εις πό­λι­σμα συμ­βι­βα­σμών και ημι­μέ­τρων, ή τας ανταλ­λη­λου­χι­κάς μη­χα­νάς των εις τας όχθας του Ση­κο­α­νού τας δό­ξας των προει­ρη­μέ­νων με­τα­λα­μπα­δευ­σά­ντων, των Αν­δρέα Βρε­τό­νου, λέ­γω, Λου­δο­βί­κου Αρα­γώ­νος, Παύ­λου Ελουάρ­δου και των συν αυ­τοίς, «υπερ­πραγ­μα­τι­στών» κα­τ’ Απολ­λι­νά­ρην κλη­θέ­ντων, και υπε­ρά­γα­ντον φρού­δον εκεί­νον βιεν­ναί­ον ια­τρα­λεί­πτην λι­βα­νω­τι­σά­ντων ή, πο­λύ μάλ­λον, τα εν τοις νυ­νί πα­ρού­σι και­ροίς εκα­στα­χού αλ­λοιό­τρο­πα δια­πει­ρώ­με­να, ως τα των «γραμ­μα­τι­στών» ανα­κογ­χυ­λια­στι­κά, ψο­φη­τι­κά και λη­ρώ­δη, δι’ α πλείω του ήτρου, του βρό­χθου και των υπο­γλωτ­τί­ων βα­τρά­χων χρεία εστί ή της γλώτ­της και της γρα­φί­δος. Μό­νη εμ­φέ­ρεια του υπερ­λε­ξι­σμού με­τ’ εκεί­νων: το ευ­ρε­τι­κόν και το στα­σιώ­δες άπε­στι δ’ απά­ντων κα­τά την προ­αί­ρε­σιν και τους πό­ρους. Έν­θα­περ γαρ εκεί­νοι το αυ­τό­μα­τον και το πα­ρα­πί­πτον θε­ρα­πεύ­ου­σιν, αι­δεί­ται ού­τος το εύ­λο­γον και το εσκεμ­μέ­νον, ει δ’ εκεί­νοι τους κα­κο­δαί­μο­νας του θυ­μι­κού επε­γεί­ρου­σιν, επι­βο­ά­ται ού­τος τους επου­ρα­νί­ους του λό­γου∙ ότι μάλ­λον, ως γουν ει­κά­σαι, τω πλα­τω­νι­κώ θε­ω­ρη­ρώ συ­νέ­πε­ται ή δια­φθεί­ρε­ται διώ­κων τα ίχνη οθνεί­ων μου­σών. Συ­σχο­λα­στής εν Βαρ­δα­κείω, πα­ρά­μο­νος επι­θυ­μη­τής καί από πρώ­των αρ­χών επί­πνους εν υπερ­λε­ξι­σμώ συ­μπρά­κτωρ του Ελευ­θε­ρί­ου Δού­για, νυν δε μό­νος έν­νο­μος επι­με­λη­τής της κλη­ρο­δο­σί­ας αυ­τού, εκο­ντί και ήδέ­ως εκ­φέ­ρω εις τον πά­τριον δή­μον μυ­ριο­στόν μό­ριον αυ­τής, εν τη κα­λή ελ­πί­δι, ότι θέ­λω από τού­του πα­ρο­ξύ­νει τους ελευ­θε­ριω­τέ­ρους εκ των κα­θ’ ημάς γεν­νά­δων επί την τη­μέ­λειαν των πα­ρά των προ­γό­νων πα­ρα­δε­δο­μέ­νων. Οθκ ει­κή προ­τάσ­σο­νται της σμι­κράς ταύ­της εκ­φο­ράς χα­ρί­εσ­σαί τι­νες με­τα­γρα­φαί και κομ­ψαί με­ταλ­λά­ξεις ενί­ων εκ των της νε­ο­ελ­λη­νί­δος μού­σης, ως ο μου­σο­πά­τα­κτος εκεί­νος δει­νώς επε­τή­δευ­εν. Εν τέ­λει δέ ευ­καί­ρως πα­ρα­φέ­ρο­νται έστν οι ευ­σχή­μο­νες μνη­μα­τί­ται στί­χοι πα­λαιού του δου­γι­κού κύ­κλου κοι­νω­νού.
Τα πι­στά τη­ρών τοις πα­ρα­κε­λευ­σμοίς εκεί­νου, δια­μέ­νω έκτο­τε αδια­στί­κτως επί ανα­στρο­φή με­τά λέ­ξε­ων, αρ­χαιο­πι­νών, σε­μνών, υψη­λών λέ­ξε­ων, λέ­ξε­ων ογκη­ρών και με­γα­λο­πρε­πών, αν­θη­ρών λέ­ξε­ων, ισχνών λέ­ξε­ων, οδ μην αλ­λά και λέ­ξε­ων τα­πει­νών και χα­μαι­τυ­πών, τε εγ­χω­ρί­ων τε εκ­δή­μων, και εκ­με­λε­τώ σε­βα­στι­κώς και δια­πο­νού­μαι τους μυ­ρί­ους τρό­πους αυ­τών και χα­ρα­κτή­ρας. ΙΙά­σαν δ’ επι­μέ­λειαν επι­μέ­λο­μαι όπως μη δια την εν ταις βαρ­βά­ροις φω­ναίς δια­τρι­βήν και επι­τή­δευ­σιν αλ­λά και δια την κα­θό­λου πο­λυ­ε­τή αλ­λο­δη­μί­αν, αφαρ­μαρ­τά­νω της ίδί­ας εμού φω­νής. Ακα­ριαία, υπό­γυια δείγ­μα­τα τοιου­τώ­δους πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νης — ανά εν ποι­η­μά­τιον και ιστό­ρη­μα—ανευ­ρέ­θη­σαν ομοί­ως κα­τά την διε­ξε­ρεύ­νη­σιν των σκευών, έπο­νται δε ουκ εις μα­κράν τη πα­ρού­ση. Το ψυ­χα­γω­γών και νε­ω­τε­ρο­ποιόν αυ­τών έγκει­ται, πά­ντων μά­λι­στα, τη με­θό­δω απερ­γα­σί­ας, κα­θ’ ην ο συ­νή­θης δό­ναξ υπο­κα­θί­στα­ται υπό ψα­λί­δος και ιξού ή άλ­λου τι­νός γλι­σχρά­μα­τος. Αλ­λ’ ου μι­κρόν επί­χα­ρις — εις γα­λα­τι­κόν ιδί­ω­μα, ως τού­το λα­λεί­ται τα­νύν εν τοις Πα­ρι­σί­οις — και νου­θε­τη­τι­κή και η υπό­θε­σις αυ­τών.
Εν ακρο­τε­λευ­τίω ολί­γα και πε­ρί των αμοι­βαί­ων γραμ­μά­των του, εν τω επέ­κει­να της έξω θα­λάτ­της, τα του ζην και ευ­θα­να­τείν ετε­ρο­δι­δα­σκα­λού­ντος, ρη­ξι­κε­λεύ­θου και τολ­μη­τι­κού Ετ­τι­γκέ­ρου και του υπο­ση­μαι­νο­μέ­νου. Ουκ εν αμ­φι­σβη­τι­σί­μω, ότι η εκτυ­πώ­σει διά­δο­σις τοιαύ­της, ελ­πί­δων κα­λών με­στής, αγ­γε­λί­ας, βα­ρύ υπούρ­γη­μα θέ­λει κρι­θή και άπαξ γε­νο­μέ­νη επι­και­ρία, ες τα μά­λι­στα δε υπ’ εκεί­νων εκ των εντευ­ξο­μέ­νων, ώντι­νων η υπερ­λε­ξι­στι­κή ψυ­χή αεί το της αφθαρ­σί­ας όναρ κύ­ου­σα δι­ή­γεν.
Άχρι δεύ­ρο το τή­με­ρον. Τι τα και­νά γί­γνο­νται εν τη δη­μο­κρα­του­μέ­νη ημών Βα­σι­λευού­ση; Απο­τε­λε­σθεί­σης και πά­λιν ενιαυ­σί­ας εκ­δη­μί­ας, πό­θω δυ­σμά­χω φέ­ρο­μαι της οι­κεί­ας γης και προ­κα­τα­σκευά­ζω εν νω τα του νό­στου, όπως νη­χό­με­νος και εί­λη­θε­ρών δια­να­παυ­θώ εν τη ευ­δο­κί­μω της Μου­μπου­λί­νης νή­σω.
Αντα­πο­στεί­λα­τε, ώ λώ­στοι, αρε­σκό­ντως και χαί­ρειν κε­λεύ­ειν τους εύ­νους και συ­νή­θεις.
Έρ­ρω­σθε την των Ελ­λη­νων γλώτ­ταν φι­λού­ντες και ακρι­βού­ντες

Αλέ­ξαν­δρος Αλε­ξάν­δρου ο εκ Σχι­ναί­ων




Ο Κώστας Ταχτσής, Λονδίνο 1975
Ο Κώστας Ταχτσής, Λονδίνο 1975 / φωτ. Νίκος Παναγιωτόπουλος



Ως εδώ πά­ει κα­λά. Ακο­λου­θού­σαν όμως κά­τι άλ­λα κεί­με­να: πα­ρω­δί­ες γνω­στών ποι­η­μά­των (Ακού­σε τ' από­κο­σμο εθνι­κό βιο­λί κ.τλ.), ένα «ημε­ρο­λό­γιο», «ση­μειώ­σεις», και δείγ­μα­τα ενός νέ­ου ποι­η­τι­κού -ισμού, του υπερ­λε­ξι­σμού, χει­ρό­γρα­φα, υπο­τί­θε­ται, ενός αεί­μνη­στου και αει­μα­κά­ρι­στου Ελευ­θε­ρί­ου Δού­για. Ση­μειώ­νω για τον ση­με­ρι­νό νέο ανα­γνώ­στη, ότι όλ' αυ­τά γι­νό­ντου­σαν τη χρο­νιά της Απο­στα­σί­ας, ού­τε δυο χρό­νια απ' το πρα­ξι­κό­πη­μα που χω­ρίς άλ­λο την ίδια εκεί­νη στιγ­μή προ­ε­τοί­μα­ζε πυ­ρε­τω­δώς ο Πα­πα­δό­που­λος υπό τις ευ­λο­γί­ες της «Με­γά­λης Θεί­ας». Και ση­μειώ­νω ακό­μα ότι στο ίδιο τεύ­χος εγώ εί­χα δώ­σει για δη­μο­σί­ευ­ση το μι­κρό και αρ­κε­τά πρό­χει­ρα ομο­λο­γώ γραμ­μέ­νο δο­κί­μιο για τα ρε­μπέ­τι­κα, που ήταν βέ­βαια εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­το προς το πνεύ­μα του Σχι­νά.
Αλ­λά τέ­λος πά­ντων, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ήταν μια εν­δια­φέ­ρου­σα ποι­η­τι­κή πρά­ξη, στη χει­ρό­τε­ρη μια ακό­μα φάρ­σα από κεί­νες που τ' άρε­σε να σκα­ρώ­νει στο Βαρ­βά­κειο, και θα περ­νού­σε λί­γο-πο­λύ απα­ρα­τή­ρη­τη ή του­λά­χι­στο δε θα έπαιρ­νε την τρο­πή και τις δια­στά­σεις που πή­ρε, αν δεν εί­χε με­σο­λα­βή­σει  η πρό­σφα­τη τό­τε δη­μο­σί­ευ­ση απ' τον ποι­η­τή και ψυ­χί­α­τρο και πε­ζο­γρά­φο Αρι­στο­τέ­λη Νι­κο­λαϊ­δη μιας «υπερ­λε­ξι­στι­κής» ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής με τί­τλο Η Πεί­ρα και η Πυ­ρά. Ο Νι­κο­λα­ΐ­δης λοι­πόν συγ­χί­στη­κε, κι έγρα­ψε ένα γράμ­μα στα ... Νέα στο οποίο αμ­φι­σβη­τού­σε τη γνη­σιό­τη­τα των χει­ρο­γρά­φων και την ύπαρ­ξη του Ελευ­θε­ρί­ου Δού­για. Για­τί αν βέ­βαια ο Δού­γιας ήταν υπαρ­κτό πρό­σω­πο που εί­χε ζή­σει και εί­χε πε­θά­νει στην Κη­φι­σιά και τα 'χε γρά­ψει όλ' αυ­τά ει­κο­σι­πέ­ντε χρό­νια πριν, τό­τε ο ο Νι­κο­λα­ΐ­δης δε μπο­ρού­σε, αλί­μο­νο, να 'ναι, όπως εί­χε φι­λο­δο­ξή­σει, ο πρώ­τος υπερ­λε­ξι­στής Έλ­λη­νας ποι­η­τής ― βρε­μέ­νη σα­νί­δα που μας χρεια­ζό­τα­νε.
Το γράμ­μα του δη­μο­σιεύ­τη­κε, ο Σχι­νάς απά­ντη­σε ρί­χνο­ντας μπα­ρού­τι στη φω­τιά ―ένα μι­κρό χρο­νι­κο της ζω­ής και του θα­νά­του του Δού­για, αν θυ­μά­μαι κα­λά― ο Νι­κο­λα­ΐ­δης ξα­νά­γρα­ψε κα­τη­γο­ρώ­ντας τον για νε­κρο­φι­λία ή κά­τι τέ­τοιο, η υπό­θε­ση και έμ­με­σα το Πά­λι διεκ­δι­κού­σε τώ­ρα την προ­σο­χή του πε­νελ­λη­νί­ου, και οι «Πα­λι­νι­στές» συ­νε­δρί­α­σαν κα­τ' επα­νά­λη­ψη για ν' απο­φα­σί­σουν πώς θ' αντι­δρά­σουν. [...]

Εί­χα δί­κιο; Εί­χα άδι­κο; Ας κρί­νει ο ση­με­ρι­νός νέ­ος ανα­γνώ­στης ανά­λο­γα με το χιού­μορ που δια­θέ­τει και τις κλί­σεις του. Η αλή­θεια εί­ναι ότι ο [Γιώρ­γος] Μα­κρής, στο έξο­χο προ­οί­μιο του πρώ­του τεύ­χους (που εί­χε γρά­ψει κα­τά τη συ­νή­θειά του ανώ­νυ­μα), εί­χε μι­λή­σει για την από­λυ­τη πε­ρι­φρό­νη­ση που νιώ­θαν οι «Πα­λι­νι­στές» για κά­θε σχη­μα­τι­κό esprit de serieux, αλ­λ' υπήρ­χαν, γα­μώ­το, και όρια! Σε μια στιγ­μή που εμέ­να μ' απα­σχο­λού­σαν όλο και πιο πιε­στι­κά τα κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κά προ­βλή­μα­τα ―χω­ρίς βέ­βαια να πά­ψω να νιώ­θω απέ­χθεια για κά­θε λο­γής πο­λι­τι­κή κα­πη­λεία―οι άν­θρω­ποι αυ­τοί που αγα­πού­σα και, ελ­πί­ζω, μ' αγα­πού­σαν, ερ­μή­νευαν κά­πως πο­λύ αυ­θαί­ρε­τα αυ­τήν την κα­τά τ' άλ­λα νό­μι­μη πε­ρι­φρό­νη­ση για κά­θε σχη­μα­τι­κό esprit de serieux, και με­τέ­βαλ­λαν το Πά­λι από «πε­δίο ελεύ­θε­ρων ανα­ζη­τή­σε­ων κ.τλ.» σε παλ­κο­σέ­νι­κο μιας σα­χλής φαρ­σο­κω­μω­δί­ας και λε­ξι­στι­κών ή υπερ­λε­ξι­στι­κών ακρο­βα­τι­σμών.
Να μην τα πο­λυ­λο­γώ, έγι­ναν ομη­ρι­κοί κα­βγά­δες, απο­κα­λύ­φθη­κε ότι Σχι­νάς και Δού­γιας ήταν ένα και το αυ­τό πρό­σω­πο ―αλ­λά ποιος, θε μου, έχει μό­νον ένα πρό­σω­πο αν αξί­ζει κά­τι;― ο τα­λαί­πω­ρος Νι­κο­λα­ΐ­δης ένιω­σε δι­καιω­μέ­νος ―αλ­λά τι άσκο­πη δι­καί­ω­ση!― ο σά­λος κό­πα­σε, κι ο Άλεκ, αφού κυ­κλο­φό­ρη­σε το βι­βλίο του Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, έφυ­γε για τη Γερ­μα­νία, όπου, αν εί­χε αμαρ­τή­σει πο­τέ πο­λι­τι­κά, εξι­λε­ώ­θη­κε με το πα­ρα­πά­νω αγω­νι­ζό­με­νος γεν­ναία από μι­κρο­φώ­νου κα­τά της Απρι­λια­νής δι­κτα­το­ρί­ας.

[ Ιούλιος 1975 ] Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: