Το «Πάλι» κι εγώ

Περ. «Πάλι» #5, 1964
Περ. «Πάλι» #5, 1964

[...]

Τον Άλεκ Σχινά τον ήξερα από την εποχή της Κηφισιάς (1947-51). Μέναμε στην ίδια γειτονιά κοντά στο Ζηρίνειο. Νεαρός ή έστω επίδοξος ποιητής, είχα πάει κάμποσες φορές στο σπίτι του, όπου, τις Κυριακές τ' απόγεμα, μαζευόταν ένα πλήθος ανθρώπων: ποιητές, σχεδόν ποιητές, παραλίγο ποιητές, διόλου ποιητές, κατά φαντασίαν ποιητές, διανοούμενοι, ψευτοδιανοούμενοι, συγγραφείς που δεν είχαν γράψει ποτέ τους τίποτα, causeurs που είχαν ή δεν είχαν τίποτα να πουν, αριστεροί που ήταν αστοί ως το κόκαλο, αναρχικοί, ψευτ-αναρχικοί, κρυπτοφασίστες, αναρχοφασίστες, αργόσχολοι, και κόμποσες κοπέλλες, που έπαιζαν το ρόλο του φιλοθεάμονος κοινού, του ακροατηρίου ή απλώς του κύπελλου που προσφερόταν στον «καλύτερο» ― εγώ φυσικά δεν ενδιαφερόμουνα. Ήταν μια σκοτεινή εποχή, μια συγκεχυμένη εποχή, μια εποχή δύσκολης και βηματιστής ανάρρωσης ύστερ’ από δυο μεγάλες αρρώστιες, το Δεύτερο και τον Εμφύλιο πόλεμο. Αλλ’ αν είμασταν όλοι ανεξίτηλα σημαδεμένοι στα παιδικά κι εφηβικά μας χρόνια απ' τις δυο αυτές αρρώστιες, κανείς, εξόν κι αν με γελάει τόσο η μνήμη μου, δε μιλούσε ή δεν αναφερόταν έστω κι έμμεσα σ' αυτές, ούτε καν ο Αναγνωστάκης, ο πιο γνήσιος, ίσως ο μόνος γνήσιος ποιητής απ΄ όλους. Τι κάναμε; Ή μάλλον τι κάνανε; Μα ― παίζανε. Παίζανε τις «δίκες». Ήταν κάτι που ξανάζησα έντονα διαβάζοντας, αργότερα, την εφιαλτική νουβέλα του Μουζίλ Ο νεαρός Τέρλες.
Έμπαινες ανύποπτα στο σπίτι του Άλεκ και χαιρετούσες όλους τους παριστάμενους εγκάρδια. Οσμιζόσουνα βέβαια κάτι απειλητικό στην ατμόσφαιρα, μα το απέδιδες στην επιφυλακτικότητα που ήταν φυσικό να νιώθουν απέναντι σ' έναν «καινούργιο». Και ξαφνικά άρχιζε η επίθεση, μια προσυμφωνημένη, σύντονη επίθεση. Σ' άφην' ο ένας, σ’ έπιαν' ο άλλος. Σε χτυπούσαν σα σάκο πυγμαχίας. Με λόγια, εννοείται. Αλλά με λόγια που ήταν σα γροθιές και σε ζάλιζαν περισσότερο από αληθινές γροθιές.
Περιττό να πω, θα το μαντέψατε κιόλας, με πέρασαν και μένα από μια τέτοια «δίκη». Αλλά κατάλαβα αμέσως το παιχνίδι τους, κι αμύνθηκα. Και τι καλύτερη άμυνα απ' την επίθεση; Έτσι είσαστε ρουφιάνοι; είπα με το νου μου. Θα σας κανονίσω εγώ. Πήγαινε να μιλήσει μια κοπέλα, της έλεγα, πάψε εσύ, μη μιλάς, είσαι άσχημη. Ο Φαίδρος Μπαρλάς; Πάψε μωρέ φαιδρέ! Κάτι μου 'πε, θυμάμαι, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που θαυμάζω τώρα τόσο πολύ, και του απάντησα; «Άσε μ' ήσυχο σε παρακαλώ εσύ, εμένα δε μ' ενδιαφέρουν οι αναγνωστάκηδες, μ' ενδιαφέρουν μόνο οι αναγνώστες». Δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο από ένα δηκτικό λογοπαίγνιο, ειπωμένο όμως χωρίς πραγματική κακία. Τέλος πάντων, δικαστές και ένορκοι συνεδρίασαν και μ’ «αθώωσαν» ― αλλ΄εγώ δεν ξαναπάτησα ποτέ το πόδι μου στου Σχινά, εκτός από μια φορά, κάμποσα χρόνια αργότερα. Περνώντας ένα βράδυ, είδα φως. Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε, κι όταν με είδε, έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του, σσσσ! και μου ψιθύρισε, έλα μέσα, αλλά να μη μιλήσεις, ο Ρένος μού διαβάζει το νέο του μυθιστόρημα. Μπήκα μέσα κι έκατσα. Ο Ρένος [Αποστολίδης] συνέχισε το διάβασμα στο σημείο που είχε σταματήσει. Υπέμεινα μια ή δυο σελίδες. Ύστερα χωρίς να πω λέξη, σηκώθηκα και, πατώντας ειρωνικά στις μύτες των ποδιών μου, βγήκα απ' το σπίτι. Από τότε δεν είχα ξαναδεί τον Άλεκ.
Αλλά την άνοιξη του '65 έφτασε απ’ τη Γερμανία στην Αθήνα, και εισέβαλε σα σίφουνας στο Πάλι. Τι ήταν όλη αυτή η ιστορία που για ένα μήνα μάς κράτησε σε συνεχή αναστάτωση; Ο Άλεκ έδωσε στο Νάνο μια πολυσέλιδη συνεργασία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2-3. Πολυσέλιδη και πολύμορφη. Ήταν, πρώτον, η επιστολή του προς «Παλινιστάς» ― «Αλέξανδρος Παλινισταίς ευ ποιείν». Ήταν γραμμένη, όπως θα δει ο αναγνώστης, σε γλώσσα ―και τι καλά φιλολογικά ελληνικά ήξερε ο άθλιος!― που θύμιζε την ψευτοκλασικίζουσα των Βυζαντινών λογίων. Βερμπαλισμός! Να τι έλεγε για μένα αναφερόμενος στο διήγημα «Τα Ρέστα·. «Ουκ έλαπον ηδομένω εστί μοι και εκθύμως επαινώ το του τρισκαταστεφούς Κωνσταντίνου Ταχτσή διηγημάτιον, εν ω μετά περισσής ευμηχανίας επάδονται μειρακιώδεις υπαλαί υπομνήσεις.»



Περί υπερλεξισμού, κειμενοκολλήσεως και Αθανασίας

Του Αλέξανδρου Σχινά στο περ. Πάλι


Εν Φραγκοφορδία, επί Μοίνου
Σκιροφοριώνος φθίνοντος, εν έτει ᾳϡξ’δ’


Αλέξανδρος Παλινισταίς ευ ποιείν.

Οικτρόν και αίσχιον περίπτωμα του τευτονικού αγγαρείου αποστέρησέ με άχρι της προτεραίας την από Γαμηλιώνος ήδη επαγγελθείσαν μοι δέλτον υμών. Χάριτας φέρω υμιν δια τό φιλοπροσήγορον και εκτενές αυτής. Ουκ έστι μοι ατυχώς σχολή προς αντίπαλον αντιγραφήν∙ καθειργνύω όθεν την περούσαν εν βραχεί χωρίω, απτόμενός τινων μόνον εκ των νυν λόγου αξίων. Αγαθή συγκυρία ποιεί με άρτι εγκρατή προσαγωγού και επιτηδείας εκδόσεως, επιγεγραμμένης Πάλι, εν ή πολλά τε και δη και Μαντούς της εξ Αραβάντων γραφή, επωνυμίαν έχουσα «Γραφή», τα μάλα εκπρέπουσα δια το φιλόκαλον και καινότροπον αυτής. Πολλού θαύματος άξιοί εισι αι ποιήσεις του εκ Βαλαώρας Μαδουραίου εκείνου Νάνου — τω ονόματι, πλην γίγαντος τη επιπνεύσει — διαβόητου της βαρβίτου χειριστού ανά τας προς μεσηβρίαν τετραμμένας παρωρείας του των λύκων όρους. Ασμένως εντυγχάνω επίσης επιτερπές εξήγημα ελλογίμου ανδρός, Ανδρέα Εμπειρίκου, εμπειρότατου της στίχων απεργασίας και τιμαίς πολλών άλλων πλεονεκτούντος δια λόγων ευπορίαν και εμπνοίας ύψος. Αι αναγραφαί ηδονικών συζεύξεων ανθαμιλλώνται ταις του Αριστείδου του Μιλησίου, ταις του Αχιλλέως Τατίου και μην και εκείναις του Λόγγου. Κρείττων λόγου η ευαρμοστία, η εμψυχία και η ενάργεια αυτών∙ αλλά, τίνος ένεκα ο τα άλλα τόσον δεινός την γουτεμβέργειον τέχνην τυποθέτης αποδειλιά της ονομάσεως των αφροδισίων; Έλεος μ’ εισέρχεται υπολαμβάνοντα αυτά αιδημόνως επεστιγμένα. Ουκ έλαττον ηδομένω εστί μοι και εκθύμως επαινώ το του τρισκαταστεφούς Κωνσταντίνου Ταχτσή διηγημάτιον, εν ώ μετά περισσής ευμηχανίας επάδονται μειρακιώδεις υπαλαί υπομνήσεις.
Υπό χαρμονής και ευφροσύνης αναμεστούμαι, παραπίπτων το πρώτον — ει μνήμης ευτυχώ — σημείοις τυπωθείση εκφορά του πολυγραμμάτου εκείνου, νουβιστικού και αγχίνοος Γεωργίου Μακρή, του μακροπνόω και ακαταπονήτω τω καλάμω εκ τής αζτέκιδος εις την ελληνίδα μετενεγκόντος φωνήν, το περίμηκες και εύρουν άσμα του Οκταβίου Παθ. Πολλής επιστροφής άξιος προσέτι ο ονοματουργός Νικόλαος Κάλας και αι παρα-λυρικαί αυτού σκευασίαι. Άπυστος τυγχάνει μοι η πλειάς νέων και λανθάνουσί με αι τυχόν έμπροσθεν πειράσεις αυτής. Εκ τινος των αφηγηματίων αυτής, επιγραφομένου «το μικρόν υποδηματοπωλείον», αποδηλούται αναμφίβολον έγκλιμα, ήγουν ροπή, προς την σκυτοτομικήν, την νευρορραφίαν και τά συναφή, πάντων μάλιστα διά της εν αρχή διαπειρωμένης εξαριθμήσεως ειδών τινων υποδήσεως, ως ταύτα ηφθόνουν ανέκαθεν εν τοις καθ’ ημάς πισσυγκίοις. Και απορώ: Τί γάρ κατασιωπούνται τα σάνδαλα ή αι κρηπίδες; Πού της χώρας αμνημονούνται αι εμβάδες, αι βλαύται ή αι καρβατίναι; Πού αι ενδρομίδες, αι πηλοπατίδες και οι κόθορνοι; Ή μην αγνοεί η πλειάς της βαυκίδας, τας κρουπέζας και τας σχιστάς; Και το κοινόν; Δεν ήθελεν αλγεινώς επιποθήσει αναγιγνώσκον τό κοινόν τας περιβαρίδας, τα Λακωνικά, τα Περσικά ή τα Σικυώνια; Και ταύτα ελαχίστων μόνον μνήμην ποιούμενος εκ των μυριοπληθών όσων υποδεσμών, μεθ’ ων οι άνω του γένους επιχαρίτως μεθυποδούντο. Αλλ’ ένδιατρίβομεν έτι εν σκυτοτομείω. Πού λοιπόν και αι σκυτικαι πίτται, τα πιττωτά νήματα, τα νεύρα, οι νευρορράφοι και οι ρομφείς; Πού οι σπόγγοι, οι ήλοι και οι καλάποδες; Ή μη τό σκυτεύειν επιτηδεύεται νεωστί άνευ κατυμμάτων, πελμάτων και κονιπόδων; Ή μην άνευ ζυγών, ηνίων και ιμάντων; Και, τα λογχωτά; Και τα πινάρια; Ού μέντοι αλλά ασμένως επαισθάνομαι του ευέλπιδος ευ πεφυκέναι της πλειάδος προς την γλαφυρίαν. Η υποθημοσύνη εμού — ει ανεπίφθονόν εστι τούτο ειπείν — ήθελεν έχει ώδε: εάν αυτούς διατρίβειν επί ταις εαυτών προκατασκευαίς, αφιέναι αυτούς προδιοικείσθαι παντοδαπά και ποικίλα, ουδενί πω κατακορήν έπαινον σπένδεσθαι, τό τελειοκαρπείν μη συναναγκάζειν, ατρέμα την ακμήν ενός εκάστου φυλάττειν. Πολύ τούμπαλιν γνωρίμως έχω τη κυρία Βιργινία Γούλφη, τω Άλδω Χάξλεη, ως και τω κομήτη δε Λωτρεαμόν, εντίμως δ’ άγω πρόπαλαι τας γραφάς αυτών.
Ενί λόγω ώ ασπαστοί, κεχαρισμένοι και δαιμόνιοι Παλινισταί, επράξατε ούτως ώστε με επαινειν ύμας προσομοίου δ’ επαίνου τυγχάνειν παρά πάντων επεύχομαι υμίν όλη τη ψυχή και ευδοκιμείν παρά πάσι, των αναγνωστών συμπεριλαμβανομένων.Νυν δη, καταβαίνω εις την εξ ετοιμότατου φιλόφιλον προσφοράν επιμιξίας, δι’ ην νέας χάριτας προσοφείλω υμίν. Επιπολής γενομένη διεξερεύνησις των αυτόθι επιτυχόντων σκευών εμού — εν οις χύδην, εική και αναμίξ, όπωσπερ θρίδακες και σέριδες όξει και ελαίω δεδευμέναι, προπίπτουσι παντοία και πολυειδή, ετεροσχήμονα και ετερομήκη, αλλοιόμορφα, αλλοιόχροα και αλλόγλωττα χαρτία και χαρτίδια, αναγραφαί, υπομνήματα, γραμματεία, χρηματισμοί και συναφή βυβλίνου υφής — έσχεν ως ευτυχές αποβαίνον την συμφοράν παλαιών τε και προσφάτων, αυτοκτήτων ή αλλότριων, παντελών ή ημιεργών τεκμηρίου, τότε μεν ρώμης τότε δε ασθενείας ψυχής παραλλάξ, άτινα συλλήβδην συναρμόττουν και ευθετούν, ως εμοί δοκεί, τη υμετέρα φρονήσει, ως και τη των εν γράμμασι συνουσιαστών υμών. Ίστω θεός ει το εκ της επιμιξίας ημών γενησόμενον έσεται πλείω λυσιτελές ή λυμαντήριον∙ έγωγε ούδ’ οτιούν κατορροδώ τας ενίοις εργώδεσι και δυσκαταπράκτοις χωρίοις συνεπομένας χαλεπότητας και περισκελείας, άς αναμφιλέκτως ραδίως χειρούται το καθ’ ημάς κοινόν.
Αλλ’ ήδη, ως οίον τε διά βραχυτάτων, περί της ενεστώσης συνεργίας: Προυργιαίτερα πάντων, δοκεί έμοιγε είναι, τα τήδε το πρώτον εις το φώς εκφερόμενα σπαράγματα του εθνικού ημών υπερλεξισμού. Τέταρτον αιώνος αποτελείται όσον ου από της γενέσεως του υπερλεξισμού εν Ελλάδι, πεντεκαίδεκα δ’ όλα έτη από της του βίου καταστροφής του αρχηγέτου αυτού, του ανεπιλήστου εκείνου Ελευθερίου Δούγια. Αμφιγνοηθείσαι, ακαταμάθητοι, απόρρητοι συμμένουν μέχρι τήσδε της ημέρας αι δυσπαράβλητοι διοσημίαι του φιλοκινδύνου εκείνου καινοποιητού. Έρως δύσερως του απολύτου αι εκφάνσεις του, κυνηγεσία άνελπις του αφθέγκτου τα χρησμωδήματά του, ανοσιουργός διακώλυσις της καθεστηκυίας ευθημοσύνης αι παραγγέλσεις του, συστέλλονται έξ ότου εις ευάριθμους τινάς, παλαιούς ή αρτιτελείς εκκλήτους. Οι απόλεκτοι ούτοι μύσται επίστανται σαφώς ότι κατ’ εκείνον τον χρόνον έσχε χώραν — ευκόσμως και ησυχή — το πρώτον παρ’ ημίν, μεγαλομερής καίνωσις, ως αλαττονάκις μόνον εις την καθόλου της ποιητικής ιστορίαν. Διότι ο υπερλεξισμός — και επί τούτος λιπαρώς ενέμεινεν αεί ο πρωτοκτίστωρ αυτού — δει όπως μη μεταλαμβάνηται αντί των πάνυ διεχουσών απ’ αυτού νεοπλάσεων, οίαι, παραδείγματος ένεκα, τα φθογγικά τεχνάσματα των Ιωαννίσκου Αρπ, Ούγου Βάλλη, Τριστάνου Τζαρά και άλλων, όνομα «δαδαϊσταί» εαυτοίς τεθέντων, δι’ ων τό πρώτον η Ζυρίχη μετέπεσεν εις πόλισμα συμβιβασμών και ημιμέτρων, ή τας ανταλληλουχικάς μηχανάς των εις τας όχθας του Σηκοανού τας δόξας των προειρημένων μεταλαμπαδευσάντων, των Ανδρέα Βρετόνου, λέγω, Λουδοβίκου Αραγώνος, Παύλου Ελουάρδου και των συν αυτοίς, «υπερπραγματιστών» κατ’ Απολλινάρην κληθέντων, και υπεράγαντον φρούδον εκείνον βιενναίον ιατραλείπτην λιβανωτισάντων ή, πολύ μάλλον, τα εν τοις νυνί παρούσι καιροίς εκασταχού αλλοιότροπα διαπειρώμενα, ως τα των «γραμματιστών» ανακογχυλιαστικά, ψοφητικά και ληρώδη, δι’ α πλείω του ήτρου, του βρόχθου και των υπογλωττίων βατράχων χρεία εστί ή της γλώττης και της γραφίδος. Μόνη εμφέρεια του υπερλεξισμού μετ’ εκείνων: το ευρετικόν και το στασιώδες άπεστι δ’ απάντων κατά την προαίρεσιν και τους πόρους. Ένθαπερ γαρ εκείνοι το αυτόματον και το παραπίπτον θεραπεύουσιν, αιδείται ούτος το εύλογον και το εσκεμμένον, ει δ’ εκείνοι τους κακοδαίμονας του θυμικού επεγείρουσιν, επιβοάται ούτος τους επουρανίους του λόγου∙ ότι μάλλον, ως γουν εικάσαι, τω πλατωνικώ θεωρηρώ συνέπεται ή διαφθείρεται διώκων τα ίχνη οθνείων μουσών. Συσχολαστής εν Βαρδακείω, παράμονος επιθυμητής καί από πρώτων αρχών επίπνους εν υπερλεξισμώ συμπράκτωρ του Ελευθερίου Δούγια, νυν δε μόνος έννομος επιμελητής της κληροδοσίας αυτού, εκοντί και ήδέως εκφέρω εις τον πάτριον δήμον μυριοστόν μόριον αυτής, εν τη καλή ελπίδι, ότι θέλω από τούτου παροξύνει τους ελευθεριωτέρους εκ των καθ’ ημάς γεννάδων επί την τημέλειαν των παρά των προγόνων παραδεδομένων. Οθκ εική προτάσσονται της σμικράς ταύτης εκφοράς χαρίεσσαί τινες μεταγραφαί και κομψαί μεταλλάξεις ενίων εκ των της νεοελληνίδος μούσης, ως ο μουσοπάτακτος εκείνος δεινώς επετήδευεν. Εν τέλει δέ ευκαίρως παραφέρονται έστν οι ευσχήμονες μνηματίται στίχοι παλαιού του δουγικού κύκλου κοινωνού.
Τα πιστά τηρών τοις παρακελευσμοίς εκείνου, διαμένω έκτοτε αδιαστίκτως επί αναστροφή μετά λέξεων, αρχαιοπινών, σεμνών, υψηλών λέξεων, λέξεων ογκηρών και μεγαλοπρεπών, ανθηρών λέξεων, ισχνών λέξεων, οδ μην αλλά και λέξεων ταπεινών και χαμαιτυπών, τε εγχωρίων τε εκδήμων, και εκμελετώ σεβαστικώς και διαπονούμαι τους μυρίους τρόπους αυτών και χαρακτήρας. ΙΙάσαν δ’ επιμέλειαν επιμέλομαι όπως μη δια την εν ταις βαρβάροις φωναίς διατριβήν και επιτήδευσιν αλλά και δια την καθόλου πολυετή αλλοδημίαν, αφαρμαρτάνω της ίδίας εμού φωνής. Ακαριαία, υπόγυια δείγματα τοιουτώδους πολυπραγμοσύνης — ανά εν ποιημάτιον και ιστόρημα—ανευρέθησαν ομοίως κατά την διεξερεύνησιν των σκευών, έπονται δε ουκ εις μακράν τη παρούση. Το ψυχαγωγών και νεωτεροποιόν αυτών έγκειται, πάντων μάλιστα, τη μεθόδω απεργασίας, καθ’ ην ο συνήθης δόναξ υποκαθίσταται υπό ψαλίδος και ιξού ή άλλου τινός γλισχράματος. Αλλ’ ου μικρόν επίχαρις — εις γαλατικόν ιδίωμα, ως τούτο λαλείται τανύν εν τοις Παρισίοις — και νουθετητική και η υπόθεσις αυτών.
Εν ακροτελευτίω ολίγα και περί των αμοιβαίων γραμμάτων του, εν τω επέκεινα της έξω θαλάττης, τα του ζην και ευθανατείν ετεροδιδασκαλούντος, ρηξικελεύθου και τολμητικού Εττιγκέρου και του υποσημαινομένου. Ουκ εν αμφισβητισίμω, ότι η εκτυπώσει διάδοσις τοιαύτης, ελπίδων καλών μεστής, αγγελίας, βαρύ υπούργημα θέλει κριθή και άπαξ γενομένη επικαιρία, ες τα μάλιστα δε υπ’ εκείνων εκ των εντευξομένων, ώντινων η υπερλεξιστική ψυχή αεί το της αφθαρσίας όναρ κύουσα διήγεν.
Άχρι δεύρο το τήμερον. Τι τα καινά γίγνονται εν τη δημοκρατουμένη ημών Βασιλευούση; Αποτελεσθείσης και πάλιν ενιαυσίας εκδημίας, πόθω δυσμάχω φέρομαι της οικείας γης και προκατασκευάζω εν νω τα του νόστου, όπως νηχόμενος και είληθερών διαναπαυθώ εν τη ευδοκίμω της Μουμπουλίνης νήσω.
Ανταποστείλατε, ώ λώστοι, αρεσκόντως και χαίρειν κελεύειν τους εύνους και συνήθεις.
Έρρωσθε την των Ελληνων γλώτταν φιλούντες και ακριβούντες

Αλέξανδρος Αλεξάνδρου ο εκ Σχιναίων




Ο Κώστας Ταχτσής, Λονδίνο 1975
Ο Κώστας Ταχτσής, Λονδίνο 1975 / φωτ. Νίκος Παναγιωτόπουλος



Ως εδώ πάει καλά. Ακολουθούσαν όμως κάτι άλλα κείμενα: παρωδίες γνωστών ποιημάτων (Ακούσε τ' απόκοσμο εθνικό βιολί κ.τλ.), ένα «ημερολόγιο», «σημειώσεις», και δείγματα ενός νέου ποιητικού -ισμού, του υπερλεξισμού, χειρόγραφα, υποτίθεται, ενός αείμνηστου και αειμακάριστου Ελευθερίου Δούγια. Σημειώνω για τον σημερινό νέο αναγνώστη, ότι όλ' αυτά γινόντουσαν τη χρονιά της Αποστασίας, ούτε δυο χρόνια απ' το πραξικόπημα που χωρίς άλλο την ίδια εκείνη στιγμή προετοίμαζε πυρετωδώς ο Παπαδόπουλος υπό τις ευλογίες της «Μεγάλης Θείας». Και σημειώνω ακόμα ότι στο ίδιο τεύχος εγώ είχα δώσει για δημοσίευση το μικρό και αρκετά πρόχειρα ομολογώ γραμμένο δοκίμιο για τα ρεμπέτικα, που ήταν βέβαια εκ διαμέτρου αντίθετο προς το πνεύμα του Σχινά.
Αλλά τέλος πάντων, στην καλύτερη περίπτωση ήταν μια ενδιαφέρουσα ποιητική πράξη, στη χειρότερη μια ακόμα φάρσα από κείνες που τ' άρεσε να σκαρώνει στο Βαρβάκειο, και θα περνούσε λίγο-πολύ απαρατήρητη ή τουλάχιστο δε θα έπαιρνε την τροπή και τις διαστάσεις που πήρε, αν δεν είχε μεσολαβήσει  η πρόσφατη τότε δημοσίευση απ' τον ποιητή και ψυχίατρο και πεζογράφο Αριστοτέλη Νικολαϊδη μιας «υπερλεξιστικής» ποιητικής συλλογής με τίτλο Η Πείρα και η Πυρά. Ο Νικολαΐδης λοιπόν συγχίστηκε, κι έγραψε ένα γράμμα στα ... Νέα στο οποίο αμφισβητούσε τη γνησιότητα των χειρογράφων και την ύπαρξη του Ελευθερίου Δούγια. Γιατί αν βέβαια ο Δούγιας ήταν υπαρκτό πρόσωπο που είχε ζήσει και είχε πεθάνει στην Κηφισιά και τα 'χε γράψει όλ' αυτά εικοσιπέντε χρόνια πριν, τότε ο ο Νικολαΐδης δε μπορούσε, αλίμονο, να 'ναι, όπως είχε φιλοδοξήσει, ο πρώτος υπερλεξιστής Έλληνας ποιητής ― βρεμένη σανίδα που μας χρειαζότανε.
Το γράμμα του δημοσιεύτηκε, ο Σχινάς απάντησε ρίχνοντας μπαρούτι στη φωτιά ―ένα μικρό χρονικο της ζωής και του θανάτου του Δούγια, αν θυμάμαι καλά― ο Νικολαΐδης ξανάγραψε κατηγορώντας τον για νεκροφιλία ή κάτι τέτοιο, η υπόθεση και έμμεσα το Πάλι διεκδικούσε τώρα την προσοχή του πενελληνίου, και οι «Παλινιστές» συνεδρίασαν κατ' επανάληψη για ν' αποφασίσουν πώς θ' αντιδράσουν. [...]

Είχα δίκιο; Είχα άδικο; Ας κρίνει ο σημερινός νέος αναγνώστης ανάλογα με το χιούμορ που διαθέτει και τις κλίσεις του. Η αλήθεια είναι ότι ο [Γιώργος] Μακρής, στο έξοχο προοίμιο του πρώτου τεύχους (που είχε γράψει κατά τη συνήθειά του ανώνυμα), είχε μιλήσει για την απόλυτη περιφρόνηση που νιώθαν οι «Παλινιστές» για κάθε σχηματικό esprit de serieux, αλλ' υπήρχαν, γαμώτο, και όρια! Σε μια στιγμή που εμένα μ' απασχολούσαν όλο και πιο πιεστικά τα κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα ―χωρίς βέβαια να πάψω να νιώθω απέχθεια για κάθε λογής πολιτική καπηλεία―οι άνθρωποι αυτοί που αγαπούσα και, ελπίζω, μ' αγαπούσαν, ερμήνευαν κάπως πολύ αυθαίρετα αυτήν την κατά τ' άλλα νόμιμη περιφρόνηση για κάθε σχηματικό esprit de serieux, και μετέβαλλαν το Πάλι από «πεδίο ελεύθερων αναζητήσεων κ.τλ.» σε παλκοσένικο μιας σαχλής φαρσοκωμωδίας και λεξιστικών ή υπερλεξιστικών ακροβατισμών.
Να μην τα πολυλογώ, έγιναν ομηρικοί καβγάδες, αποκαλύφθηκε ότι Σχινάς και Δούγιας ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο ―αλλά ποιος, θε μου, έχει μόνον ένα πρόσωπο αν αξίζει κάτι;― ο ταλαίπωρος Νικολαΐδης ένιωσε δικαιωμένος ―αλλά τι άσκοπη δικαίωση!― ο σάλος κόπασε, κι ο Άλεκ, αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο του Αναφορά περιπτώσεων, έφυγε για τη Γερμανία, όπου, αν είχε αμαρτήσει ποτέ πολιτικά, εξιλεώθηκε με το παραπάνω αγωνιζόμενος γενναία από μικροφώνου κατά της Απριλιανής δικτατορίας.

[ Ιούλιος 1975 ] Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: