Η πρώτη σελίδα της Παρτίδας (Εστία, 1990) ξεκινά με μια απείρως εκτεινόμενη προς τη μία πλευρά σκακιέρα· στην άλλη πλευρά, την οριοθετημένη, είναι παρατεταγμένα τα λευκά. Αφηγητής της παρτίδας που θα εκτυλιχθεί, και μάλιστα απολύτως ανενημέρωτος για ό,τι επίκειται, η «αυτού μεγαλειότης ο βασιλεύς των λευκών». Ο αναγνώστης καθίσταται θεατής του παιχνιδιού και ακροατής των εξαντλητικά αναλυτικών και εύσχημα μύχιων σκέψεων του μέχρι πρότινος ανυποψίαστου βασιλιά. Καταλαβαίνει γρήγορα ότι εδώ δεν πρόκειται για μία νουβέλα που πλέκεται γύρω απ’ το σκάκι, αλλά μάλλον για το ίδιο το σκάκι ως νουβέλα. Εδώ δεν υπάρχουν ο μονομανής Μίρκο Τσέντοβιτς του Τσβάιχ, ο αινιγματικός αναχωρητής Δον Σανδάλιο του Ουναμούνο, ο τραγικός Λούζιν του Ναμπόκοφ· κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχει καν η Ιστορία του σκακιού. Απλώς (αν και όχι τυχαία) ένα υπάρχον παιχνίδι (ή άθλημα; ή διανοητική άσκηση;) επιστρατεύεται από τον Σχινά ως φόρμα της κοσμογονίας του. Άλλη μια «περίπτωση κατασκευής κόσμων» εν ολίγοις, για να θυμηθούμε την πρώτη ενότητα της περιβόητης Αναφοράς περιπτώσεων (επαυξημένη έκδοση, Εστία, 1989). Από το πρώτο κιόλας κείμενο αυτού του αλλοπαρμένου βιβλίου, ο Σχινάς συνοψίζει με αφοριστικό στυλ την άποψή του επί του θέματος, παραδίδοντάς μας το προθεσιακό κλειδί (και) της Παρτίδας — γράφει: «Από πού προέρχονται τα εκάστοτε απαιτούμενα κοσμοκατασκευαστικά συστατικά; […] Οι σώφρονες κατασκευαστές κόσμων γνωρίζουν ότι είναι υποχρεωμένοι να τα προμηθεύονται από μία και μόνη πηγή: τον ήδη προκατασκευασμένο κόσμο.»
Πολύ συχνά ο ειρωνικός τόνος του Σχινά είναι παραπλανητικός, αν όχι σκόπιμα αποπροσανατολιστικός: οι «κατασκευαστές κόσμων» (κατά το «κατασκευαστές πλυντηρίων») και η «σωφροσύνη» τους (ενδεχομένως όχι και το πυρηνικότερο χαρακτηριστικό ενός κοσμοκατασκευαστή) μοιάζουν να θέλουν να μας πείσουν να πάρουμε τις παραπάνω δηλώσεις, τις, κατά τ’ άλλα, κεντρικές για την κατανόηση της νοοτροπίας και της στρατηγικής του συγγραφέα τους, κάπως στην πλάκα· αυτό το αυτοσαμποτάζ (άλλοτε ανεπαίσθητο και άλλοτε κραυγαλέο) είναι διαρκώς παρόν στην πρόζα του, μεριμνά αδιαλείπτως για την συγκάλυψη της βαθύτητάς του. Θα πέφταμε, λοιπόν, στην παγίδα του συγγραφέα ακριβώς αν τον υποβαθμίζαμε στην κατηγορία του πνευματώδους «φαρσέρ» — προσθέτω και αυτήν την ομοιότητα του Άλεκ Σχινά με τον ιδιοφυή καλλιτέχνη και σκακιστή Μαρσέλ Ντισάν (παρά την εμμονική εμπλοκή μου με το έργο του τελευταίου, ήταν ο αδερφός μου Κώστας Δημολίτσας που πρώτος μου επεσήμανε τον παραλληλισμό…).
Σε αντίθεση με την Αναφορά περιπτώσεων, ένα βιβλίο με διάσπαση προσοχής (όπως ενημερώνει και ο τίτλος του), η Παρτίδα (τίτλος εξίσου δηλωτικός για το ποιόν του βιβλίου) είναι απολύτως προσηλωμένη και συνεπής ως προς την ανάπτυξή της. Όταν ο βασιλιάς αρχίζει να ψυλλιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά, πως προβλέπεται σύρραξη και πως δε θα μπορέσει έτσι απλά να παραδοθεί στη μακαριότητα του πόθου του για τη βασίλισσα, περιτριγυρισμένος μόνον από τους πειθήνιους υπηκόους του, στρέφεται στον «υπασπιστή» του για εξηγήσεις. Πράγματι, ο αξιωματικός αποδεικνύεται πολύ πιο ενημερωμένος από τον άρχοντά του — πονηρεμένα παντογνώστης, πατρικά συμβουλευτικός και κρυπτικός με μια υπόνοια πειράγματος. Βασιλικότερος του βασιλέως· από «τρελό» μαθαίνεις την αλήθεια… «Τα πάντα είναι από ξύλο», αποφαίνεται αφοπλιστικά και «οι σκέψεις μας προέρχονται από το ξύλο της σκακιέρας και είναι αδύνατο να συλλάβουμε ο,τιδήποτε πέρα απ’ αυτό», συνεχίζει, προκαλώντας μας την υποψία πως μάλλον έχει καταληφθεί από το πνεύμα του Αλέξανδρου Σχινά… Η περιχαράκωση, συνεπώς, είναι δεδομένη: όλα προκύπτουν αποκλειστικά από το ίδιο το υλικό, οι καθαυτές σκέψεις των πεσσών δεν είναι παρά απόρροιες του περιβάλλοντός τους, το οποίο είναι και το μόνο που υπάρχει. Δεν πρόκειται για μία παρτίδα σκάκι, αλλά για την παρτίδα· καμία άλλη δεν μοιάζει να έχει προηγηθεί, τίποτα δεν φαίνεται να συνηγορεί στο ότι κάποια άλλη, παρόμοια, θα λάβει χώρα μετά το τέλος αυτής. Στο «ξύλινο» σύμπαν της Παρτίδας, οι παρτίδες δεν διαδέχονται η μία την άλλη, υπερτερεί κατά κράτος το αίσθημα του πρωτόγνωρου· υπό αυτήν την έννοια, μια ερμηνευτική γραμμή που θα επιχειρούσε την αναλογία με την ίδια τη ζωή, θα ήταν μεν κάπως χονδροειδής, αλλά πάντως δόκιμη.
Περί αυτού πρόκειται, επομένως; Περί μιας μεγαλεπήβολης και ταυτόχρονα τετριμμένης αλληγορίας; Για κάτι που θα μπορούσε να συνοψιστεί σε ενοχλητικά σλόγκαν του τύπου «Η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι»; Όχι ακριβώς. Η αξία της Παρτίδας έγκειται στο ότι δεν συνοψίζεται σε ένα εύρημα που επινοείται για να εξυπηρετήσει ένα ιδεολόγημα ή ένα αφήγημα. Το εύρημα είναι αύταρκες και αυτεξούσιο, αποκτά υπόσταση και φτάνει στα άκρα του, με μια παιδική και αβίαστη επιμονή, που το κάνει να ρέει, να ζωντανεύει και να λάμπει. Μετά την Αναφορά περιπτώσεων, ο Σχινάς παραδίδει κάτι κρυστάλλινα υπαινικτικό και αφηρημένα σαφές, ένα παραμύθι σχεδόν ex nihilo. Αν στην «Αναφορά» ο παιγνιώδης τόνος είναι δαιμόνιος και ταραχοποιός, στην Παρτίδα είναι ονειρικός και γαλήνιος. Τόσο η πολεμική συνθήκη όσο και το παράλογο παρουσιάζονται «ξύλινα», όπως όλα (εκτός της γλώσσας). Δεν υπάρχουν υπερλεξιστικά παράσιτα, ανορθολογικοί πολυβολισμοί, κοσμολογικές εξάρσεις. Η χειμαρρώδης ορμή της Αναφοράς μεταποιείται στην Παρτίδα σε μία βία σχεδόν ανάλαφρη.
Γενικά μιλώντας, η πεζογραφία του Σχινά είναι μια πεζογραφία πολυποίκιλη, που, πλειοδοτώντας στη φαντασία, ποντάρει στην ασοβαροφάνεια για να πείσει — και πείθει, δηλαδή μάς παίρνει και μάς σηκώνει. Έχω την αίσθηση πως η επιστροφή (ή καλύτερα η εισαγωγή) σε αυτήν την παράδοξη, ενίοτε στριφνή, και σταθερά παρασιωπημένη γραφή (όπως και σ’ εκείνη του Ρένου Αποστολίδη, του Γιώργου Μανιάτη ή του Φαίδρου Μπαρλά) θα ωφελούσε, σήμερα, υπέρμετρα αναγνώστες και συγγραφείς. Αναγνώστες πεπεισμένους πως η λογοτεχνία είναι αυτό που έχουν μάθει να διαβάζουν και συγγραφείς, ως επί το πλείστον εθισμένους σε μια προσχηματική σχέση με την (ελληνική) γλώσσα, που τα ξενικά ονόματα των χαρακτήρων τους εγγυώνται για τον κοσμοπολιτισμό τους ή που μια απολιθωμένη ηθογραφία συντεθειμένη από ντοπιολαλιές (με δόσεις μαγικού ρεαλισμού) κρίνεται επαρκής για να τους πλασάρει αρχικά στη λίστα των «ευπώλητων», και από εκεί ενδεχομένως να τους καταστήσει και όντως «ευπώλητους». Είναι κρίμα που ο ανανεωτικός και δυνάμει σαρωτικός άνεμος που κρύβεται στις (προς το παρόν δυσεύρετες) σελίδες του Σχινά παραμένει εν πολλοίς, δεκαετίες μετά, δροσιστικό αλλά υπόκωφο αεράκι.
Για να επανέλθω στην επίμαχη Παρτίδα, η δύναμή της σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που κανονικοποιεί και επιβάλλει το παράδοξο. Από τη στιγμή που η σκακιέρα παίρνει το σχήμα που είναι πάνω-κάτω γνωστό σε όλους, συνοδευόμενο από τον αριθμογραμματικό κώδικα προσδιορισμού των τετραγώνων της, η αναπότρεπτη παρτίδα που ακολουθεί δεν είναι παρά η φυσική κατάσταση των πιονιών. Ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να έχει εντρυφήσει στη θεωρία των ανοιγμάτων, δεν χρειάζεται καν να φρεσκάρει τα βασικά περί κανονισμών και κινήσεων· τα μαθαίνει εξ αρχής, χέρι-χέρι με τον βασιλιά, που αναγκάζεται να τα υποστεί στο ξύλινο πετσί του. Αφού οι αρχικές του αντιστάσεις κάμπτονται χάρη στις πιέσεις, τις διασαφηνίσεις και την καλολογία του υπασπιστή, που μεταχειρίζεται ειρωνικά τις φαντασιοκοπίες του κυρίου του αναφορικά με την απειρία των ορίων και των δυνατοτήτων του σύμπαντός τους, ο βασιλιάς αρχίζει να αφουγκράζεται στο έπακρο όσα του συμβαίνουν. Γνωρίζει τη συνωμοτική αύρα των δύο αντίπαλων στρατοπέδων και τη φρίκη της αιματοχυσίας, αλλά και το νόημα της αγαπητικής και ερωτικής αφοσίωσης· αρχίζει, έτσι, σταδιακά, μεταξύ αλλεπάλληλων ψυχοσυναισθηματικών διακυμάνσεων, να πεισμώνει, να υποδέχεται τη σαγήνη του παιχνιδιού, να βαθαίνει τους στοχασμούς του, να παίρνει, ενίοτε, θαρραλέες πρωτοβουλίες… Ακόμη και τα υψιπετή οράματά του σιγά σιγά σαρκώνονται και διανοητικοποιούνται: ο βασιλιάς συνειδητοποιεί ότι δυνατότητες δεν υπάρχουν μόνο εκτός ορίων, αλλά κυρίως εντός. Αφήνεται σε μια υπολογιστική καταβύθιση και, στη μέση του βιβλίου, συμπυκνώνει χωρίς τρόμο την καινούρια του ιδιοσυστασία: «Δεν μ’ ενδιαφέρει πιά η έκβασι αυτής της παρτίδας. Το μόνο που θέλω είναι να την παρατείνω και να διατηρηθώ έτσι όσο γίνεται περισσότερο στη σκακιέρα.»
Πράγματι, ο βασιλιάς δοκίμασε εξίσου, κατά την εξέλιξη της Παρτίδας, την αταραξία και τον πανικό. Σε μία κορύφωση, τον ακούμε να εκλιπαρεί τον υπασπιστή του να τον διαφωτίσει σχετικά με το «βαθύτερο νόημα» και την «απώτερη σκοπιμότητα» του σκακιού, ενώ το σπαρακτικό endgame τού επιφυλάσσει τον θάνατο της αγαπημένης του. Όταν ο βασιλιάς αναρωτιέται ή οργίζεται, όταν υπόσχεται εκδίκηση ή όταν ατενίζει το επικείμενο κενό, ερχόμαστε αντιμέτωποι με λόγια, αισθήματα και καταστάσεις που κάτι μας θυμίζουν, όμως όλως περιέργως αυτό το κάτι έχει πάψει, εδώ, να είναι παράφωνα μελό. Έχοντας εκτεθεί σε έναν νέο κόσμο που πλάστηκε για να εκτεθούμε σ’ αυτόν, έχοντας διανύσει τη διαδρομή μιας παρτίδας σκακιού από κοινού με τα ξύλινα όντα που πρωταγωνίζονται σε αυτή, η κραυγή αγωνίας που αρθρώνει ο βασιλιάς είναι δικαιωμένη, αφού δεν κουβαλάει πια όλη τη φθορά της κοινοτοπίας. Ο Σχινάς θεματοποιεί πολυφορεμένες έννοιες: πόλεμος, αυτοθυσία, μοιρολατρία, έρωτας, θάνατος, απώλεια, πένθος, μνήμη, και πάει λέγοντας… Αν είναι τόσο πρωτότυπος, είναι επειδή φροντίζει να μεταγγίσει όλο αυτό το υλικό που αντλεί από τον «προκατασκευασμένο» μας κόσμο σε μία επίσης «προκατασκευασμένη» φαντασιακή σκακιέρα. Αν είναι να μιλήσουμε για τα ίδια και τα ίδια (όπως είμαστε καταδικασμένοι), δεν έχουμε παρά να τα ανασυστήσουμε, να τα «ρίξουμε» σε ένα περιβάλλον φαινομενικά ασύμβατό τους και να τα αφήσουμε να αναγεννηθούν και ν’ ανθίσουν. Αν, εκ των υστέρων, κατασπαράξουμε αυτά τα νέα άνθη, τότε πιθανότατα δεν θα ’τανε για εμάς…
Όταν, στη μετεφηβεία μου, οι φιλοντανταϊστικές μου τάσεις και αναζητήσεις με είχαν οδηγήσει στη μυστηριώδη περσόνα του Ελευθέριου Δούγια, στην προσπάθεια να ξεδιαλύνω το νήμα των προσώπων και των αναφορών, είχα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα συνώνυμο λήμμα στη Βικιπαίδεια: «Ο Αλέξανδρος Σχινάς (1870-6 Μαΐου 1913) ήταν Έλληνας από τα Κανάλια του Βόλου που στις 5 Μαρτίου 1913 δολοφόνησε τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ στη Θεσσαλονίκη.» Δεν καταλάβαινα, τα νούμερα δεν έβγαιναν. Μετά την ανάγνωση της Παρτίδας, δεν υπάρχει αντίφαση: ο Αλέξανδρος Σχινάς σκοτώνει τον βασιλιά του, που μεταφέρεται στο τετράγωνο «ιώτα-τρία», χαρίζοντάς του μία ολόδική του ανυπαρξία και προσφέροντας σ’ εμάς έναν τρόπο να επανακατοικούμε ό,τι μας περιβάλλει, ό,τι έχει προηγηθεί και ό,τι έπεται.