Οι γενιές των ερειπίων και ο Άλεκ Σχινάς

Οι γενιές των ερειπίων και ο Άλεκ Σχινάς
Κώδικες της αφήγησης στην πρώιμη ελληνική μεταπολεμική πεζογραφία, 1945-1955

Το μελέτημα ή το ιστοριογράφημα που ακολουθεί έχει ως αρχικό έναυσμά του την περίπτωση του Άλεκ Σχινά (1924-2012), ενός ακτιβιστή δημοσιογράφου και ριζοσπάστη συγγραφέα που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του εκτός Ελλάδας, αλλά με στραμμένο συνεχώς το ενδιαφέρον του (μέσω της γλωσσοκεντρικής και λεξιθηρικής εμμονής του) στα εν Ελλάδι. Για τον Σχινά, άγνωστο στο ημεδαπό κοινό ως το 1967, και πασίγνωστο έπειτα λόγω των ραδιοφωνικών εκπομπών που είχε αναλάβει προσωπικά να απευθύνει εναντίον του πραξικοπήματος και του στρατιωτικού καθεστώτος, ας μη νομιστεί ότι έχει απομείνει πληθώρα αναφορών, ειδικά ως προς τη συγγραφική του ιδιότητα. Μεταξύ 1966 και 1991 έβγαλε δυο συγκεντρωτικές εκδόσεις πεζογραφημάτων του (η πρώτη ισχνή, το 1966, η δεύτερη αρκετά ογκωδέστερη, το 1989), μια εκτενή κοινωνιογλωσσική μελέτη, την Υπεράσπισι της ελληνικής εγκεφαλοκρηπίδας, 1971, και την Παρτίδα, 1991, μια νουβέλα που η μυθοπλασία της υποτίθεται ότι ακολουθεί τις κινήσεις και τους αναστοχασμούς που επιβάλλονται από μια παρτίδα ζατρικίου. Αυτές τις σχετικά αραιές εμφανίσεις του που τις ξεπερνούσαν κατά πολύ τα αλλεπάλληλα, πυκνά και επιθετικά σχόλιά του μέσω των ερτζιανών του ελληνικού τμήματος της DW, θα μπορούσα να πω ότι τις υποδέχτηκε η αμηχανία του ελλαδικού αναγνωστικού κοινού και των κατά καιρούς βιβλιοκριτικών,[1] για τους οποίους ήταν περίπου ακατανόητες ή το πολύ φιλοπαίγμονες οι γραμματικές-ορθογραφικές του αποκλίσεις και οι συντακτικές του συνάψεις.

Προκειμένου να κάνω κάποιες παρατηρήσεις, εξετάζοντας συνδυαστικά ή συναπτικά τα κείμενα του Άλεκ Σχινά με άλλα λογοτεχνικά και μη κείμενα των συνομηλίκων αλλά και αρκετών της εποχής του, βρήκα προτιμότερο να μην ασχοληθώ εξαντλητικά με το σύνολο των ποικίλου είδους, συνήθως αιχμηρών και εκ προθέσεως αιρετικών γραπτών του.[2] Όσων τέλος πάντων κειμένων κατάφερε να ολοκληρώσει αυτός ο ιδιοσυγκρασιακά έως άκρων ιδιότυπος συγγραφέας, γράφοντάς τα συνήθως υπό πίεση, στα διαλείμματα των πολλών άλλων-συνήθως πολιτικόστροφων, εν θερμώ αντιδράσεών του. Άλλωστε, είναι και μια καλή ευκαιρία αυτό το αφιέρωμα στον Χάρτη του Δημήτρη Καλοκύρη προκειμένου να σταχυολογηθούν και να ειπωθούν μερικά πράγματα για το σχεδόν λησμονημένο ξεκίνημά του. Εκεί όπου θεμελιώνονται και αρχίζουν όλα, για όλους μας. Να αναφερθώ λοιπόν σε ορισμένα από τα πρώτα του γραπτά που, όντως, έδειχναν ότι ο Σχινάς διακατεχόταν από πολύ νωρίς από μια διάθεση ρηξικέλευθη, διαβολεμένα ανίερη και (γιατί όχι; ) ευρέως ανατρεπτική, μα όχι κυριευμένος από ηθικά διακυβεύματα σαν κι αυτά που παίδεψαν αρκετούς άλλους της γενιάς του, πολιτικά ή κομματικά κατευθυνόμενους. Η στάση του, όπως αναδεικνύεται από την ανάγνωση του μεγαλύτερου μέρους των γραπτών του, είναι η στάση του μαχόμενου απελπισμένα που διεξάγει έναν bellum contra omnes. Μια διάθεση η οποία έδειχνε να μη σέβεται και να υπολογίζει τα όρια και τους κανόνες, όχι μόνο στο πεδίο της πρώιμα μεταπολεμικής λογοτεχνίας, στα προτιμώμενα θέματα και στις αφηγηματικές τεχνικές της, αλλά και σ΄ αυτό ακόμα το (επικίνδυνο για τους όρους της εποχής) πεδίο των ιδεολογικών συνάψεων. Ο Σχινάς προβάλλει ως πνεύμα αρνήσεων, ριζοσπαστισμού και (εσωτερικά) συνεπούς αναρχίας, στο άνοιγμα μιας χρονικής περιόδου που γενικότερα επιζητούσε να μαζέψει τις όποιες συσπειρώσεις είχαν αναπτυχθεί μέσα στον πόλεμο και στην Κατοχή και να βρει ένα νέο αν και αβέβαιο modus vivendi. Ο ίδιος ήταν και παρέμεινε ως το τέλος ένας μοναχικός ιδαλγός, δύσκολος, ενθουσιώδης, εριστικός και επίμονος, αλλά την ίδια στιγμή αποφεύγοντας τις «εξασφαλίσεις» που υποτίθεται ότι θα του πρόσφεραν στέγη στις πολλές στιγμές διακινδύνευσης, από τις οποίες πέρασε ως νέος.[3]

Έτσι, συνήθως τον βρίσκουμε, κάπως λαθραία ή σαν υποσημείωση, σε μερικές από τις σύγχρονες ελληνικές γραμματολογίες, ως αναφομοίωτη ή ανατρεπτική ή γενικά αποκλίνουσα παρουσία, με αφορμή κυρίως την πρώτη και λίγο θρυλική συναγωγή της Αναφοράς περιπτώσεων (1966), των πέντε κειμένων του. Απροσδιόριστα ως είδος, αφηγηματικά στη μορφολογία τους αν και δεν απείχαν πολύ από το είδος του ελεύθερου, αυτοαναφορικού δοκιμίου, ή σε πολλές περιπτώσεις από την ποιητική πρόζα. Αν και χρονικά καθυστερημένο, καθώς το βιβλίο αυτό υπό άλλες συνθήκες- ενός συγγραφέα που υποτίθεται πως νοιαζόταν για τη σταδιοδρομία του- θα έπρεπε να είχε βγει κάμποσα χρόνια προηγουμένως, η Αναφορά αποτελεί ένα πρώτης τάξεως επιχείρημα για να πείσει ορισμένους σύγχρονους πολιτικά εμμονικούς ιστοριογράφους και κοινωνιολόγους, οι οποίοι εξακολουθούν να μη μπορούν να διανοηθούν κάτι άλλο από την υπαγωγή της τέχνης (ως εποικοδομήματος) στο πεδίο ευθείας παραγωγής της κοινωνίας,[4] ότι η καθ΄ ημάς «Μεταπολίτευση» σ΄ ό,τι αφορά την τέχνη και τη λογοτεχνία (σχήμα λόγου, εννοείται) δεν σημειώθηκε στα 1974 αλλά πολύ πιο πριν. Δηλαδή οι ρήξεις στο πεδίο της λογοτεχνίας δεν περίμεναν για να φανούν την πτώση της χούντας, γιατί πολλές φορές η πολιτισμική ηθική προμηνύει την πολιτική, καθώς οι θεματικές και γλωσσικές αλλαγές στην ελληνική ποίηση και εν μέρει στην πεζογραφία είχαν ήδη λάβει χώρα και ήταν αισθητές, τουλάχιστον δέκα χρόνια πιο πριν. Τηρουμένων των αναλογιών, θα έλεγα ότι το ίδιο περίπου συνέβη στα τέλη του 1944 με αρχές του 1945, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γράμματα του Πειραιά (πρώην Πειραϊκά Γράμματα) το ιδιαίτερης σημασίας γραμματολογικό μελέτημα του Αιμίλιου Χουρμούζιου, «Αίτημα γενεάς. Η ποίηση παλαιά και νέα», όπου προμηνύονται με αρκετή καθαρότητα οι τάσεις και διαγράφονται οι νέοι ορίζοντες της ποιητικής δημιουργίας του μεταπολέμου.[5] Η Αναφορά περιπτώσεων, αν και βγαλμένη σε λίγα αντίτυπα,[6] δημιούργησε στην κοινότητα των γραμμάτων μας ένα μικρό ξάφνιασμα. Ακόμα και για τους πιο ενημερωμένους ήταν μια απόκλιση, όχι τόσο από ένα μέρος της θεματογραφίας της πεζογραφίας του ΄50 και του ΄60 που εστίαζε στο μονήρες και γεμάτο πανικούς και φοβίες μεταπολεμικό άτομο, και μάλιστα εν καιρώ ψυχρού πολέμου, όσο από την πλευρά της αφηγηματικής τεχνικής. Η καινοτόμος και σε μεγάλο βαθμό ριζοσπαστική σύνταξη σε αρκετά από τα πρώιμα πεζά του Σχινά, την οποία και πρέπει να δούμε σε συνάφεια με τα γλωσσοκεντρικά ενδιαφέροντά του,[7] δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επιχειρήθηκε σε σχέση με τις πειραματικές τάσεις που έβρισκαν έκφραση κυρίως στη γερμανική και κατά δεύτερο λόγο στη γαλλική μεταπολεμική πεζογραφία. Άλλωστε, οι ρηξικέλευθες λογοτεχνικές τάσεις κατά την περίοδο του πρώιμου ευρωπαϊκού μεταπολέμου, συνοδοιπορούσαν ή και συμπλέκονταν με τον επίσης αντισυμβατικό μεταπολεμικό κινηματογράφο και το θέατρο. Τη γαλλική Nouvelle Vague, το θέατρο του Ιονέσκο και του Μίλερ και την όχι τυχαία συσπείρωση της Gruppe 47 στον γερμανόφωνο κόσμο.

Για την Αναφορά περιπτώσεων γράφτηκαν δυο-τρία βιβλιοκριτικά,[8] με μεγαλύτερο ειδικό εκτόπισμα να έχει εκείνο του Βάσου Βαρίκα,[9] που τότε γενικά εθεωρείτο ως ο πλέον ευνοϊκά διακείμενος της παλιάς φρουράς απέναντι στη νεότροπη πεζογραφία. Ο Βαρίκας, στο εκτενές άρθρο του που δημοσιεύτηκε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, είδε την «πεζογραφία» του Άλεκ Σχινά ως χαρακτηριστικά αντιπροσωπευτική απάντηση των μεταπολεμικών πεζογράφων σ΄ εκείνη του ΄30.[10] Περιέργως όμως την συνέδεσε δευτερευόντως (ενώ μερικά τουλάχιστον από τα πεζά του βιβλίου ήταν πρόσφορα για κάτι τέτοιο) με την σαρωτική ανάγνωση και αναγνώριση του ψυχρού, ανατομικού λόγου του Φραντς Κάφκα στον ευρωπαϊκό μεταπόλεμο,[11] αλλά την κατέταξε στις περιπτώσεις συνέχειας του ελλαδικού μεσοπολεμικού μοντερνισμού που συνδέθηκε με τον Edouard Dujardin (1861-1949). Γι΄ αυτό και θεώρησε ως προς την Αναφορά ότι στα πεζά του υπάρχουν αναλογίες με τους αφηγηματικούς τρόπους του Ν.Γ. Πεντζίκη, ερμηνεύοντας ίσως τη χρήση των πολλών μονολογικών μερών του Σχινά ως εφαπτόμενη με τον monologue interieur της παρέας του περιοδικού της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές Ημέρες. Η αφηγηματική τακτική όμως στην Αναφορά περιπτώσεων δεν κοχλιώνεται μόνο εσωστρεφώς, με τον τρόπο των πρώτων ποιημάτων και πεζών του Πεντζίκη. Ο Σχινάς, επιπλέον, δεν βλέπει το άτομο ως μέρος ενός εμπράγματου και υπερβατικού, συμπαντικού όλου. Αντίθετα, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, το ηθικό πεδίο των πεζογραφημάτων του είναι βαθιά μοιρασμένο. Ο άλλος θα μπορούσε αλλά δεν είναι ο άλλος εαυτός, αυτό τον έχει μάθει η ζωή, κι έτσι χτίζει το άξενο σύμπαν των ιστοριών του. Δεν είναι μόνο η αθέατη, απειλητική θεσμική εξουσία που τον κατατρύχει, αλλά και η συνέργεια των προδοτικών άλλων που, υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν συμπάσχοντές του. Ο διπλανός (ή και «συντροφικός» του) άλλος, ακόμα και το ομοίωμά του στον καθρέφτη, είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να τον «δώσει» προκειμένου να νιώσει ασφαλής! Η λογοτεχνία με αυτή την έννοια, των αλλεπάλληλων ετεροτήτων. δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση της μονήρους μνήμης, αλλά διευρυνόμενη αναπαριστά μια μνήμη όπου το εχθρικό και το συμπάσχον συνυπάρχουν.

Ο άνθρωπος του Κάφκα, είναι κατάμονος, δεν του ανήκει ούτε καν η σκιά του. Αλλά ο άνθρωπος του Σχινά δεν αρκείται σ΄ αυτό. Διαπιστώνει τον παραλογισμό ως εκδήλωση της οντολογικής και κοινωνικής κατάστασης, στην οποία συμπεριλαμβάνει εμφανώς και τα φερόμενα (από τις κάθε μορφής βασιλεύουσες θεωρίες του 20ού αιώνα) ως θύματα, ενώ στην πράξη πολλές φορές τα θύματα αυτά είναι ετεροπροσωπίες των θυτών. Για να εντείνει μάλιστα ο συγγραφέας το ηθικό νόημα αυτού του εξοντωτικού αλλά και αδιέξοδου παραλογισμού, σε αρκετά από τα πεζογραφήματά του, όπως στον «Πόλεμο», στο «Ενώπιον πολυβολητού», στην «Επιστολή», στο «Ναυάγιο» ή στο «Mε το κόκκινο φως», εφαρμόζει ένα είδος αντίστιξης που βασίζεται στην αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενη επαναφορά των ίδιων θεμάτων αλλά και των παρεμφερών γραφών. Η διαρκής επιστροφή του ανθρώπου στο σημείο από όπου ξεκίνησε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάνει εμφανέστερη στον αναγνώστη την τραγικότητα της σύγχρονης ζωής. Τον σισύφειο μύθο. Την αδυναμία (που ως φαινόμενο συνεχίζεται ως σήμερα) λόγω των συνεχών ανακυκλήσεων, ανασυνθέσεων και σχετικοποιήσεων να γίνει κατανοητό το απλούστερο των πραγμάτων.[12] `Ετσι, ο Βαρίκας στην βιβλιοκριτική του έδωσε μια διασταλτική ερμηνεία, καθώς,

Τα χρονικά και τα τοπικά πλαίσια, το πραγματικό και το φανταστικό εδώ συμφύρονται και συναιρούνται για να απομείνει ως μόνο κατάλοιπο η αίσθηση του άλογου, του μάταιου, του κενού της ύπαρξης.[13]

Νομίζω όμως ότι παρέκαμψε το εμφανές σε πολλά από τα πεζά της Αναφοράς, μείζον ζήτημα, όπου ο συγγραφέας ως αφηγητής ειρωνεύεται ή σατιρίζει μεν τον θεατό ή αθέατο ενορχηστρωτή, που κατευθύνει την επιχείρηση της μαζικής εξαπάτησης του ανθρώπινου πλήθους, μα την ίδια στιγμή σατιρίζει και ειρωνεύεται ακόμα πιο αιχμηρά το ίδιο το εξαπατημένο πλήθος, την ευπιστία και την ευκολία του να παραδοθεί στην ψευδαισθητική φαντασίωση. Να φτάσει στο σημείο να κλείσει τα μάτια του, όπως οι Γερμανοί πολίτες στα χρόνια του ναζισμού, αρνούμενο να δεχτεί το εμφανές. Στο εξαιρετικό τρίπτυχο του «Σχοινοβάτη»,[14] ο αφηγητής που ταυτοχρόνως είναι μέρος του πλήθους αλλά προικισμένος και με την ικανότητα να βλέπει και να καταγράφει πέραν του πλήθους, έχοντας έτσι μια διπλή υπόσταση, εξιστορεί με διαβρωτικό χιούμορ πώς η φαντασμαγορική επί χρόνια παράσταση ενός σχοινοβάτη στο τσίρκο μιας πόλης και των όσων καταστροφικών ακολουθούν, μπορεί να συμβαίνει ή και να έχει πάψει να συμβαίνει. Διότι το κοινό, συμμετέχοντας με την άρνηση ή την παθητική παραδοχή του στην κατασκευή και διατήρηση ενός γεγονότος, συντηρεί έναν κυκλικό μύθο που μπορεί να είναι απλώς μια αενάως παρατεινόμενη ψευδαίσθηση. Ανακυκλώνοντας όμως αυτή την ψευδαίσθηση το ανώνυμο πλήθος συμμετέχει σ΄ ένα είδος επιβολής των ιθυνόντων. Γιατί συγκατατίθεται, υποβοηθώντας έτσι στην κατασκευή των αλυσίδων που το κρατούν δέσμιο!

Ο σχοινοβάτης εξακολουθεί να είναι το ίδιο μοναδικός, το ίδιο ασύγκριτος.[…]Οι παλιές φήμες δεν σταμάτησαν ποτέ να κυκλοφορούν στην πόλι μας, να κυριαρχούν στις συζητήσεις μας, να συγκλονίζουν τα όνειρά μας: πως ο σχοινοβάτης είναι ο ίδιος ο διευθυντής του τσίρκου, πως η διεύθυνσι του τσίρκου είναι η μυστική υπερδιεύθυνση της πόλεώς μας. Μια μικρή αλλαγή σημειώθηκε μόνο στο νούμερο.[…] Ο σχοινοβάτης πάντως δεν εμφανίζεται πια τόσο ψηλά όσο άλλοτε. Βρίσκεται τώρα πολύ κοντά μας. Τα τύμπανα και οι σάλπιγγες ηχούν μεγαλειωδώς στο φινάλε[…]Σκεπάζομε τα ερεθισμένα μάτια μας με τα χέρια. Και οραματιζόμαστε τα παράτολμά του πηδήματα. Ο σχοινοβάτης μπορεί να βρίσκεται τώρα μια πιθαμή επάνω από το κεφάλι μας. Μπορεί να βρίσκεται μια πιθαμή επάνω από το έδαφος του στίβου […] μπορεί να μην εμφανίζεται πια και καθόλου. Είμαστε όμως μια ώριμη γενιά. Όλοι γνωρίζουμε τώρα ότι η αίσθησι του απολυτρωτικού αυτού ιλίγγου είναι αυστηρώς προσωπική υποχρέωσι του καθενός από μας.[15]

Απολύτως ανάλογη με την αφηγηματική συνθήκη του «Σχοινοβάτη», ειδικά ως προς το σκέλος της αναγωγής του πληθυντικού προσώπου, του εμείς δηλαδή, σε δυναστευόμενο δυνάστη ο οποίος συμπράττει με το σύστημα και περιφρουρεί τη συστημική λογική, είναι η ευφυής αφηγηματική συνθήκη των τριών σύντομων πεζοποιημάτων που ο Σχινάς δημοσίευσε στο περιοδικό Στάχυς,[16] καθώς και του κατοπινού αφηγήματος «Η επιστολή». Και ως προς μεν τα πεζοποιήματα, «Το κύμα», «Το σκηνικό» και «Το πλησίασμα» που αργότερα ενσωματώθηκαν στην επανέκδοση της Αναφοράς του 1989, νομίζω ότι προειδοποιούσαν ήδη τους λίγους επαρκείς αναγνώστες της εποχής για ένα είδος μπεκετικών, καφκικής γενεαλογίας, πυκνών μικροαφηγημάτων, ενός κόσμου ανώνυμων και ψευδεπίγραφων φασμάτων:

Με πλησίασε χωρίς να βιάζεται. Στάθηκε μπροστά μου και περίμενε, σε στάσι παρατεταμένης υπόκλισης, έχοντας το δεξί του χέρι ακουμπισμένο στο στήθος και το αριστερό πίσω απ΄ την πλάτη του.
Μια λευκή ετικέτα ήταν κολλημένη στο μέτωπό του. Κάτω απ΄ αυτή τα μάτια του με εξέταζαν προσεχτικά.
Τράβηξα το στυλογράφο απ’ την τσέπη μου, τον ξεβίδωσα και έγραψα στην ετικέτα του μετώπου του. Έγραψα αργά, με πεποίθησι και επίγνωσι.
Έγραψα: «Ξένος».
Βίδωσα πάλι τον στυλογράφο μου, τον τοποθέτησα στην τσέπη μου και περίμενα.
Τότε ο άλλος παρουσίασε το αριστερό του χέρι. Κρατούσε ένα εγχειρίδιο.
Αργά, με πεποίθησι και επίγνωσι, μου το βύθισε ολόκληρο στην κοιλιά.[17]

Είναι μια παραπλήσια εικόνα με αυτή της καφκικής Δίκης και την χωρίς νόημα εκτέλεση του Κ. Αλλά συνολικά, η αφήγηση του Σχινά, μια αφήγηση ανοιχτών ερωτηματικών η οποία ερωτοτροπεί συνεχώς με αυτό που άφησε πίσω του ο πόλεμος, την καταστροφή της λογικής, βρίσκεται (μαζί και οι αφηγήσεις των πλέον αντισυμβατικών της γενιάς του) σε ρήξη με ό,τι προηγήθηκε. Με το συμπαγές και τακτικό των συγγραφέων του ΄30. Σκέπτομαι ότι αν ορισμένοι ρηξικέλευθοι πεζογράφοι του πρώιμου μεταπολέμου, όπως η Μαργαρίτα Λυμπεράκη (1919-2001) με τον Άλλο Αλέξανδρο (1950), ο Επαμεινώντας Γονατάς (1924-2006) με τον Ταξιδιώτη (1945), η Μιμίκα Κρανάκη (1920-2008) με Το τσίρκο (1950), δανείστηκαν αφηγηματικές τεχνικές που αναπτύχθηκαν αλλού-π.χ. το γαλλικό νέο μυθιστόρημα- θεωρώντας πως τα διφυή και διφορούμενα θέματά τους συλλαμβάνουν κάτι το υπερτοπικά καινούργιο και το εγκαθιστούν ως νέα καταστασιακή συνθήκη του άκρως τρομοκρατημένου ανθρώπου, η όλη αυτή στάση τους δεν οφειλόταν μόνο στη στράτευσή τους στον ριζοσπαστικό μοντερνισμό. Οι γλωσσικά και συντακτικά πιο προωθημένες αλλά και θεματικά πρωτότυπες περιπτώσεις αυτής της πρώιμης μεταπολεμικής πεζογραφίας, αποτελούσαν την ίδια στιγμή τη ζωντανή πρόταση που τις διαφοροποιούσε αποφασιστικά από την γεμάτη σιγουριά, συμπάγεια, ηρωική αυταρέσκεια και έλλειψη σχετικισμού, μεσοπολεμική πεζογραφική παράδοση![18] Ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της.

Οι συγκρίσεις όμως έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουν. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι από τους πεζογράφους που ήδη αναφέραμε προηγουμένως, γυναίκες και άντρες που ήταν συνομήλικοι και ως ένα βαθμό «ομοϊδεάτες» του Άλεκ Σχινά στο λογοτεχνικό πεδίο, οι περισσότεροι στο κρίσιμο χρονικό σημείο του τέλους της Κατοχής, με επερχόμενο ή σε πλήρη εξάρτυση τον Εμφύλιο, επιλέγουν την αμφίστομη σχέση της διπλής ταυτότητας. Ανεβαίνοντας στο «Ματαρόα» το 1945 ή χαράζοντας τις προσωπικές τους διαδρομές στην ερειπωμένη Ευρώπη. Έτσι η Μιμίκα Κρανάκη και ο Ανδρέας Καμπάς (1919-1965) που είχε πάντως προλάβει προτού φύγει να καταθέσει τις εμπειρίες του από τη Μάχη της Κρήτης, έτσι και η Μαργαρίτα Λυμπεράκη που φεύγει κι αυτή το 1946 και που η σχέση της με την Ελλάδα ως τόπο φαντασιακό νομίζω ότι έχει αρκετά κοινά σημεία με τη σχέση που ανέπτυξε ο Σχινάς:

Ο εξόριστος δεν έχει πατρίδα, ούτε σπίτι. Εγώ είχα δυο πατρίδες και δυο σπίτια. Αυτό το δίπορτο έχει όλα τα καλά και όλα τα κακά της ελευθερίας… Εξαφανίζεται στο στοιχείο της καθημερινότητας, της τριβής με τα πράγματα και βρίσκεσαι ενώπιος ενωπίω με την ουσία, μ΄ αυτό που κυνηγάς μέσα στο έργο σου. Φυσικά, έτσι κινδυνεύεις να μη σ΄ αναγνωρίσει κανείς. Έτσι, με την διπλή υπόσταση, καταλήγεις και πάλι σε κρίση ταυτότητας.[19]

Στην πολυσυζητημένη μελέτη του Η Γερμανική Καταστροφή, δημοσιευμένη ακριβώς στη λήξη του πολέμου (1946),[20] ο ιστορικός κα διεθνολόγος Φρίντριχ Μάινεκε έγραφε ότι η πεζογραφία που εμφανίστηκε, κυρίως από τη γενιά που λίγο αργότερα έγινε γνωστή ως Gruppe 47, μέσα στα ερείπια των βομβαρδισμένων πόλεων, το πρώτο πράγμα που θέλησε να κάνει ήταν να κόψει τους δεσμούς της με τις επιβιώσεις των μεσοπολεμικών μυθιστοριογράφων.[21] Με την αντίληψή τους για έναν κόσμο που κρατάει τη συνοχή του και προσβλέπει σ΄ ένα σταθερό αξιακό σύστημα. Ακόμα και «ιερές περιπτώσεις» όπως ο Τόμας Μαν. Θεμελιώδες, κοινό θέμα των μεταπολεμικών είναι η κρίση ταυτότητας μιας κοινωνίας που πρέπει πάση θυσία να αντιμετωπίσει το παρελθόν της. `Όχι όμως με τις αναδρομές της ατομικής αλλά της συλλογικής μνήμης. Είναι τυχαίο άραγε που ο Άλεκ Σχινάς καταλήγει κάποια στιγμή, κατά τα τέλη του ΄50 με αρχές του ΄60, στη Γερμανία, στη χώρα όπου η ενοχή για την ηθελημένη τυφλότητα αυτών που επέζησαν του ναζισμού, έχει φτάσει, όπως μπορεί να δει εκείνος που ανατρέχει στην ποίηση και στην πεζογραφία της, σε σημείο ομαδικής ψύχωσης; Όταν προτείνω ως συνομιλία τού Σχινά με το πνεύμα της εποχής, τα δάνεια που πήρε και ενσωμάτωσε στα δικά του πεζά, εννοώ ότι υπάρχουν κατά τη γνώμη μου μια σειρά στοιχείων που τα βρίσκουμε τόσο στην πεζογραφία της Gruppe 47 όσο και στη δική του: το απογυμνωμένα σαρκαστικό χιούμορ, οι εσκεμμένες αντιστροφές, οι ασυνταξίες και οι γκροτέσκες τερατολογίες που υποσκάπτουν τη λογοτεχνική αναπαράσταση, την εμφάνιση δυστοπιών, όπου το εύλογο μεταμφιέζεται σε παράλογο, στο βαθμό που η άρχουσα, δυσδιάκριτη λογική τάξη το ενσωματώνει και επομένως το ακυρώνει, στην διαστροφική της ηθική κλίμακα.

Ως προς την «Επιστολή» όμως τα πράγματα ήταν πιο ολοκληρωμένα. Το πεζογράφημα αυτό, γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα στην ίδια χρονική περίοδο με τα προηγούμενα πεζοποιήματα, δείχνει πρώτ’ απ’ όλα ότι είναι ένα αφήγημα δομημένο προσεκτικά. Ο ανώνυμος αφηγητής ζητά από τους υπεύθυνους του ταχυδρομείου την επιστολή που ο ίδιος έριξε στο κουτί. Κάτι που προκαλεί υποψίες. Ακολουθούν ατέλειωτες ερωτήσεις και ανακρίσεις του αφηγητή, από τα χαμηλότερα ως τα υψηλότερα διοικητικά γραφεία, και πάντοτε χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αισθάνεται χωρίς εμφανή λόγο παγιδευμένος, καθώς και τα πιο επουσιώδη λεγόμενά του χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματά εναντίον του, ενώ αυξάνεται κατακορύφως η ενοχή του, η απελπισία του ότι δεν πρόσεξε, κάτι δεν είπε σωστά και αντί να ξεκαθαρίσει την υπόθεση, εκείνη μπερδεύτηκε ακόμα χειρότερα. Τέλος, σ΄ αυτό το άλυτο γαϊτανάκι των υποψιών και των μηχανεύσεων εκ μέρους της Αρχής, απέναντι στον ουσιαστικά αβοήθητο και κατάμονο αφηγητή, προστίθεται η παρουσία του διαρκώς μεταλλασσόμενου περιδεούς πλήθους, η πιεστική δύναμη της μάζας που προσεταιρίζεται την εξουσία, αποτελώντας στον ουσία το δεκανίκι της καθώς για λογαριασμό της αναλαμβάνει εκείνη να κατασκευάζει και να εξοντώνει τους υποτιθέμενους ενόχους!

Η έντεχνη μορφολογική ρευστότητα που δημιουργεί στα πεζά του ο Σχινάς, εντείνεται από τις ηθελημένες επαναφορές και τις επαναλήψεις της συντακτικής υφής του κειμένου, προκαλώντας ηθελημένα στον αναγνώστη αβεβαιότητα, αδημονία, ανασφάλεια και φόβο, τραβώντας τον μέσα στο αγχώδες περιβάλλον ενός κόσμου ριζικά απρόσωπου. Αλλά αν μπορούμε να διαβάσουμε το αφήγημα αυτό, όπως και αρκετά άλλα από την Αναφορά περιπτώσεων, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, τότε θα αναγνωρίσουμε μερικά από τα ηθικά ζητούμενα που ο συγγραφέας θέλησε να αναπτύξει την απουσία τους μέσα από ιστορίες που έχουν ένα ή περισσότερα παραδειγματικά νοήματα, σαν ένα είδος βιβλικών μύθων. Εν ολίγοις, τα πεζογραφήματά του μιλούν για τον κόσμο μας, αλλά αναποδογυρίζοντάς τον! Και πρώτα-πρώτα, αυτό που μάλλον είναι φανερό ως προς τις καταβολάδες της γραφής και της τεχνικής του, μάς δηλώνει ανοιχτά ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ΄40 ως τις αρχές αυτής του ΄50, μα και στη συνέχεια, ο Σχινάς αναζητούσε αλλού τα συντακτικά πρότυπά του. Μ΄ έναν τρόπο, είναι ένας συγγραφέας του «διφυούς και διφορούμενου»,[22] όπως άλλωστε και ο Νίκος Καχτίτσης (1926-1970) που η εμμονή τους για την ελληνική γλώσσα χωρίς παρωπίδες, τους έκανε και τους δυο να «δανειστούν» άλλες πεζογραφικές παραδόσεις, για να δείξουν ότι το φαντασιακό δεν έχει ως προς την πρόσληψή του γεωγραφικά όρια. Ότι η βελγική Γάνδη του ενός ή τα στερημένα ταυτότητας, άγρια βιομηχανοποιημένα τοπία του άλλου, μπορούν να είναι στον ίδιο βαθμό αισθητά ως θέατρα τραγικών ανθρώπινων καταστάσεων.

Οπότε θα έλεγα ότι είναι ανώφελη η προσπάθεια να αναζητηθεί σώνει και καλά για τον Σχινά μια εξάρτηση από τον «αυτόχθονα» μοντερνισμό, όπως επιχείρησε η κριτική του καιρού εκείνου. Από την πλευρά αυτή, της παραβολικής ανάπτυξης ενός μύθου, νομίζω ότι η «Επιστολή» πέρα από έναυσμα μιας αφηγηματικής μεθόδου, υπήρξε και ένα είδος μήτρας. Ένα είδος γειωμένης ιλαροτραγικής ανάγνωσης του θεολογικού καφκικού αποκλεισμού, από την οποία προήλθαν αρκετές παραλλαγές του πυρήνα της λογοτεχνικής συνθήκης του Σχινά, στην οποία επανέρχονται τα εξής τρία βασικά σημεία: α) Το μονήρες άτομο που ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι η λογική του είναι ανεπαρκής, πράγμα που του δημιουργεί ενοχή και αυτολύπηση· β) η σύγκρουσή του με έναν υπερκείμενο μηχανισμό που ελέγχει τα πάντα και που το καταδικάζει έως εξοντώσεως σε συνεχείς, μάταιες και αδιέξοδες επανακυκλήσεις· γ) η επιθετικότητα, το ακατανόητο μίσος, η παθητικότητα, η εχθρική παρουσία των άλλων ως απειλή θανάτου ― ενώ απέναντι σε όλα αυτά τα μόνα όπλα που διαθέτει το μοναχικό μέσα στην μπεκετική ερημιά του άτομο είναι η φαρμακερή σάτιρα και η διακωμώδηση.

Η «Επιστολή» πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο αιώνας μας το 1951, δηλαδή μετά τη λήξη της στρατιωτικής θητείας του Σχινά (και τυπικά μετά τον Εμφύλιο), ανθολογήθηκε έπειτα στον τρίτο τόμο του Διηγήματος των Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη, αλλά για κάποιον λόγο δεν συγκεντρώθηκε στην Αναφορά του 1966. Ενδιαφέρει σήμερα αν τα αντικειμενικά δεδομένα της προέρχονταν από προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα; Αν ο άνθρωπος που θέλει να ταχυδρομήσει την επιστολή του και δεν τα καταφέρνει είναι ο ίδιος ο Σχινάς ή κάποια φανταστική περσόνα του; Δεν νομίζω. Αρκετά αργότερα, στο περιοδικό Νέα Ελληνικά,[23] ο Ρένος Αποστολίδης, αφού χαρακτηρίζει την «Επιστολή» «λαμπρή και καφκική», αναφερόμενος αναδρομικά στα ως τότε πεζά τού Σχινά, και ιδιαίτερα στο «Ενώπιον πολυβολητού», προβάλλει την αρκετά παράδοξη και όχι πολύ ξεκαθαρισμένη άποψη ότι το διήγημα «μοιάζει ελάχιστα ‘βιωματικό’ κ΄ είναι απόλυτα αυτοβιογραφικό. Καμιά ‘τέχνη’ πράγματι δεν κάνει ο Α.Σ.-κ΄ είναι τούτο, για την περίπτωσή του (όπου πρώτη αξία έχει η γνησιότητα ως περιστατικού) ‘προς τιμήν του’.[24] Ο ‘λόγος’ μοιάζει τρομερά ‘λογικός’, κ΄ είναι αγχώδης δραπέτης του εγγενούς μέσα του irrationnel!»[25] Ασφαλώς ο Αποστολίδης ανήκε στον στενό κύκλο των φίλων του συγγραφέα και χωρίς άλλο γνώριζε τα πραγματολογικά ―ενδεχομένως της διετίας κατά την οποία στρατεύθηκε o Σχινάς, εν καιρώ εμφυλίου― αλλά με τα όσα πια γνωρίζουμε για τις έννοιες «βιωματικό» και «αυτοβιογραφικό» στο πεδίο της λογοτεχνικής αναπαράστασης, νομίζω ότι είναι ματαιοπονία να επιδιώκουμε να διακρίνουμε με βεβαιότητα το ένα από το άλλο, κυνηγώντας το φάντασμα της «αληθινής αλήθειας» και θεωρώντας ότι στην περίπτωση της αυτοβιογραφίας δεν υπεισέρχεται στην αφήγηση η δημιουργική επινόηση![26]

[Ιουν.-Αυγ. 2024]



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: