Μοναχικός και πρωτοπόρος

Μοναχικός και πρωτοπόρος



Θυμά­μαι τον Άλεκ, κα­λο­καί­ρια, στο κέ­ντρο της Αθή­νας, μό­λις να έχει έρ­θει από τη Γερ­μα­νία, και να πί­νου­με κα­φέ στου Ζω­να­ρά, όπως έλε­γε το γνω­στό κα­φέ ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης. Συ­ζη­τού­σα­με για πολ­λά ― για πο­λι­τι­κή, για γλώσ­σα, για δη­μο­σιο­γρα­φία και, φυ­σι­κά, για λο­γο­τε­χνία και για το λο­γο­τε­χνι­κό σι­νά­φι. Αυ­τό γι­νό­ταν για με­γά­λο διά­στη­μα κα­τά τη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του 1990, και δεν θα ξε­χά­σω το δι­πλό πρό­σω­πο που έβλε­πα απέ­να­ντί μου σε κά­θε συ­νά­ντη­σή μας: από τη μια πλευ­ρά έναν στα­θε­ρά ανά­λα­φρο και ευ­χά­ρι­στο συ­νο­μι­λη­τή, που δεν έχα­νε πο­τέ τους εξαι­ρε­τι­κά ευ­γε­νι­κούς του τρό­πους και την κα­λή του διά­θε­ση, και από την άλ­λη με­ριά έναν οξύ πα­ρα­τη­ρη­τή των δη­μό­σιων ζη­τη­μά­των και έναν διο­ρα­τι­κό και σε καυ­στι­κούς τό­νους σχο­λια­στή της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας ― κυ­ρί­ως της πε­ζο­γρα­φί­ας της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ζο­γρα­φι­κής γε­νιάς, που ήταν η γε­νιά του. Ξέ­ρω πως αρ­κε­τά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο Άλεκ απο­σύρ­θη­κε στο Έσεν με κά­πως χα­μέ­νο το κου­ρά­γιο του. Εί­χε επι­κρα­τή­σει, προ­φα­νώς, η με­λαγ­χο­λι­κή του όψη και η απο­γο­ή­τευ­σή του τό­σο από τον ελ­λη­νι­κό δη­μό­σιο βίο όσο και από τη νε­ό­τε­ρη ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία.

Ο Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς βά­δι­ζε στο έδα­φος της καλ­λι­τε­χνι­κής πρω­το­πο­ρί­ας, κά­νο­ντας την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση προ­δι­κτα­το­ρι­κά, με τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων (1966). Το βι­βλίο, όμως, επέ­πρω­το να ζή­σει μια δεύ­τε­ρη ζωή κα­τά τη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πε­ρί­ο­δο ύστε­ρα από τη συ­μπλη­ρω­μέ­νη και επαυ­ξη­μέ­νη έκ­δο­σή του το 1989. Η πρώ­τη έκ­δο­ση θα φι­λο­ξε­νή­σει δύο εκτε­τα­μέ­να δι­η­γή­μα­τα που θα απο­τί­σουν φό­ρο τι­μής στον υπερ­λε­ξι­σμό και στους θια­σώ­τες της δυ­νη­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας του Ρεϊ­μόν Κε­νό. Στο πρώ­το δι­ή­γη­μα Με κόκ­κι­νο φως όπου η συ­νειρ­μι­κή αφή­γη­ση και η ροή της συ­νεί­δη­σης παί­ζουν με νε­ο­πλα­σί­ες, με ανύ­παρ­κτες λέ­ξεις και με αυ­θαί­ρε­τα ηχο­ποί­η­τα, ένας άν­θρω­πος πα­γι­δεύ­ε­ται εν μέ­σω κε­ντρι­κής αρ­τη­ρί­ας και θα μεί­νει έτσι, κυ­ριαρ­χη­μέ­νος από την πα­ρά­λυ­ση και την ανα­γκα­στι­κή απά­θεια, διά πα­ντός, χω­ρίς να μπο­ρέ­σει να κά­νει πο­τέ κα­νέ­να βή­μα ― ού­τε πί­σω ού­τε μπρο­στά. Στο δεύ­τε­ρο δι­ή­γη­μα, το Ενώ­πιον πο­λυ­βο­λη­τού, τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο υπο­δύ­ε­ται μια κα­ρι­κα­τού­ρα της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής πρό­θυ­μη να χλευά­σει τους πά­ντες και τα πά­ντα. Στην επαυ­ξη­μέ­νη έκ­δο­ση του 1989, ο Σχι­νάς θα βά­λει στο παι­χνί­δι το οποίο ανα­λαμ­βά­νουν τα και­νούρ­για του κεί­με­να τον Κάφ­κα και το μελ­λο­ντο­λο­γι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Οι ήρω­ές του θα συν­θλι­βούν από μια πα­ντο­δύ­να­μη διοι­κη­τι­κή εξου­σία χω­ρίς κα­λά-κα­λά να το πά­ρουν εί­δη­ση ενώ χά­νουν και το τε­λευ­ταίο υπό­λειμ­μα βού­λη­σης την ώρα ακρι­βώς που εί­ναι πε­πει­σμέ­νοι πως εξυ­πη­ρε­τούν κα­τά τον πλέ­ον λυ­σι­τε­λή τρό­πο τα προ­σω­πι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα. Και στις δύο εκ­δο­χές της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων ο Σχι­νάς θα κρα­τή­σει τα μά­τια ανοι­χτά απέ­να­ντι στις αλ­λοιώ­σεις και τις στρε­βλώ­σεις του συλ­λο­γι­κού. Μέ­σω της συμ­βο­λι­κής γλώσ­σας των λο­γο­τε­χνι­κών ει­δών με τα οποία συν­δια­λέ­γε­ται* θα μι­λή­σει σαρ­κα­στι­κά για τις αυ­ταρ­χι­κές δια­θέ­σεις (αν όχι και τον ολο­κλη­ρω­τι­σμό) της εξου­σί­ας, κα­θώς και για τις εκ­μη­δε­νι­στι­κές συ­νέ­πειες που έχει η ίδια στη ζωή του κα­θη­με­ρι­νού αν­θρώ­που.

Δυο χρό­νια με­τά τη δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων, ο Σχι­νάς θα επα­να­κάμ­ψει με τη σκα­κι­στι­κή νου­βέ­λα Η παρ­τί­δα (1991), φτά­νο­ντας και πά­λι δια της πλα­γί­ας οδού στο συλ­λο­γι­κό. Στην παρ­τί­δα η οποία πε­ρι­γρά­φε­ται στο βι­βλίο τη μά­χη θα χά­σουν τα Λευ­κά από ασυγ­χώ­ρη­τη αδε­ξιό­τη­τα του βα­σι­λιά τους, που θα τολ­μή­σει μιαν απέλ­πι­δα κί­νη­ση ελευ­θε­ρί­ας, μα­κριά από το ασπρό­μαυ­ρο σκα­κι­στι­κό τα­μπλό. Το νό­η­μα αυ­τής της σα­τι­ρι­κής αλ­λη­γο­ρί­ας εί­ναι πι­κρό. Για­τί αν έξω από τη σκα­κιέ­ρα δεν υφί­στα­ται κα­νέ­νας κό­σμος (όπως κα­νέ­νας κό­σμος δεν υφί­στα­ται και έξω από τη λο­γο­τε­χνία), στο εσω­τε­ρι­κό του τα­μπλό η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πα­ρα­μέ­νει πο­δη­γε­τη­μέ­νη από αδή­ρι­τους νό­μους. Κι όποιος δεν παί­ξει σύμ­φω­να με αυ­τούς, όπως ο λευ­κός βα­σι­λιάς, εί­ναι σί­γου­ρο πως θα χά­σει αυ­το­στιγ­μεί το κε­φά­λι του. Εδώ, όμως, θα επι­στρέ­ψου­με στο μή­νυ­μα της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων. Η ορ­θή, στρα­τη­γι­κά σχε­δια­σμέ­νη εφαρ­μο­γή των κα­νό­νων δεν εί­ναι πα­ρά η άλ­λη όψη ενός εφιαλ­τι­κά ανε­λεύ­θε­ρου υπερ­συ­στή­μα­τος. Προ­σπα­θώ­ντας να κερ­δί­σει την αυ­το­νο­μία του, ο λευ­κός βα­σι­λιάς θα απο­λέ­σει όλο το έχειν του επει­δή αρ­νεί­ται το ου­σιω­δέ­στε­ρο για τη συ­νέ­χι­ση της λει­τουρ­γί­ας του υπερ­συ­στή­μα­τος: να υπα­κού­σει στους κα­τό­χους του λό­γου και της εξου­σί­ας.**

Υπερ­ρε­α­λι­σμός, εξ­πρε­σιο­νι­σμός και πα­ρά­λο­γο, συ­νειρ­μι­κός λό­γος, γλωσ­σο­κε­ντρι­σμός, δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, σύ­μπη­ξη και σύμ­πτυ­ξη λο­γο­τε­χνι­κών ει­δών, δια­πλο­κή της φα­ντα­σί­ας με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μελ­λο­ντο­λο­γί­ες, αλ­λη­γο­ρί­ες και σά­τι­ρες: αυ­τό εί­ναι το λο­γο­τε­χνι­κό σύ­μπαν του Αλέ­ξαν­δρου Σχι­νά, που έχει φτά­σει στον αιώ­να μας με ορα­τά τα ση­μά­δια του καλ­λι­τε­χνι­κού και του ιστο­ρι­κού του χρό­νου, αλ­λά με μια φρέ­σκια ακό­μη δύ­να­μη έκ­φρα­σης, που πι­στο­ποιεί πά­ραυ­τα τη μο­να­χι­κή πλην θε­με­λιώ­δη λο­γο­τε­χνι­κή του ση­μα­σία.


________________
* Γε­νι­κό­τε­ρα για τη σχέ­ση του Σχι­νά με τη γλώσ­σα, βλ. την κρι­τι­κή του Σπ. Τσα­κνιά για τη δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων, εφημ. Το Βή­μα της Κυ­ρια­κής, έν­θε­το «Βι­βλία», 18 Ιου­νί­ου 1989, τώ­ρα και στου ίδιου, Πρό­σω­πα και μά­σκες. Κρι­τι­κά κεί­με­να (1988-1999), Νε­φέ­λη 2000.
** Για μιαν ευ­ρύ­τε­ρη θε­ώ­ρη­ση της πε­ζο­γρα­φί­ας του Σχι­νά, βλ. το σχε­τι­κό λήμ­μα του Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου στην αν­θο­λο­γία Η με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ζο­γρα­φία. Από τον πό­λε­μο του ’40 ως τη δι­κτα­το­ρία του ’67, τόμ. Ζ’, εκδ. Σο­κό­λη 1988.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: