«Με σφιγμένες τις γροθιές»

Deutsche Welle: 20.11.1973


«Ό,τι ο κόσμος παρακολουθεί πάλι με κρατημένη την ανάσα αυτές τις μέρες, μια λαομίσητη, ξενοκίνητη χούντα και πίσω από τα άρματα μάχης και τα κανόνια της ένας θρασύδειλος συρφετός νεοφασιστικών αποβρασμάτων, τραμπούκοι, χαφιέδες και βασανιστές που αιματοκυλάνε την αδάμαστη εργατιά, την προοδευτική διανόηση, τα περήφανα νιάτα ενός λαού, που γεμίζουν τις φυλακές και τα γήπεδα με τους αξιότερους εκπροσώπους του, που ποδοπατάν με ωμότητα και κυνισμό τη θέληση και την ελπίδα του.»

Αυτά τα λόγια απ’ εδώ πριν δυο μήνες, όταν οι εγκάθετοι υπερασπιστές των βρόμικων συμφερόντων ενός διεθνούς μηχανισμού υποταγής και εκμεταλλεύσεως χτύπησαν άνανδρα τον λαό της Χιλής. Και την άλλη εβδομάδα τότε:

«Η αμυντική αντίσταση του λαού της Χιλής στη νέα αυτή επίθεση του νεοβαρβαρισμού δεν πνίγηκε ακόμα στο αίμα. Εργάτες, υπάλληλοι, επαγγελματίες, φοιτητές, διανοούμενοι, συνεχίζουν να αμύνονται όπου και όπως μπορούν. Τα φανατισμένα καθάρματα μιας πουλημένης χούντας δεν σταμάτησαν ακόμα να σκοτώνουν, να τραυματίζουν, να φυλακίζουν, να βασανίζουν, να τρομοκρατούν. Η ενεργητική αντίσταση όμως του λαού της Χιλής, το βαθμιαίο πέρασμα στην αντεπίθεση και στην προετοιμασία για την οριστική εκκαθάριση του λογαριασμού με τους ντόπιους και ξένους τυράννους του θα αρχίσει σε λίγο.»

Και την παράλλη εβδομάδα, αρχές Οκτωβρίου:

«Εν αναμονή περαιτέρω εξελίξεων κλείνουμε απόψε προσωρινά μια σειρά τριών αλληλοδιάδοχων εκπομπών που αφιερώθηκαν και πάλι στο πάντοτε επίκαιρο θέμα των προϋποθέσεων και των τρόπων πραγματικής και αποτελεσματικής, δηλαδή δυναμικής αντιστάσεως από τις γενναίες πρωτοπορίες υπόδουλων λαών εναντίον ξένων και ντόπιων τυράννων. Εν αναμονή περαιτέρω εξελίξεων, στη Χιλή ας πούμε και όπου αλλού ακόμα σήμερα στον κόσμο τηλεκατευθυνόμενες αντιλαϊκές χούντες προσπαθούν να κρατήσουν εκβιαστικά πληθυσμούς ολόκληρους στην υπανάπτυξη και το σκοτάδι εν ονόματι των όποιων ιστορικά χρεωκοπημένων αφεντικών τους.»

Αυτά τα λόγια πριν από λίγο καιρό. Και αυτά τα ίδια λόγια πάλι και τώρα. Όταν οι εγκάθετοι υπερασπιστές των βρόμικων συμφερόντων ενός διεθνούς μηχανισμού υποταγής και εκμεταλλεύσεως ξαναχτυπάνε άνανδρα τον λαό της Ελλάδας. Όταν οι ταγματασφαλίτες και οι μπουραντάδες και οι αρτισύστατες εφεδρείες τους, οι δωσίλογοι συνεργάτες και τα μίσθαρνα όργανα των κάθε λογής κατακτητών της χώρας μας αιματοκυλάνε πάλι την αδάμαστη εργατιά, την προοδευτική διανόηση, τα περήφανα νιάτα του ελληνικού λαού και ξαναγεμίζουν τις φυλακές και τα γήπεδα με τους αξιότερους εκπροσώπους μας απέναντι του κόσμου και της ιστορίας. Όταν τα αφιονισμένα καθάρματα μιας ετοιμοθάνατης χούντας με τη δολοφονική υστερία των πανικόβλητων σκοτώνουν, τραυματίζουν, φυλακίζουν, βασανίζουν εκατοντάδες και χιλιάδες από τα ηρωικότερα παιδιά της μαχητικής πρωτοπορίας των Ελλήνων.
Οι εκπομπές εκείνες είχαν με τη σειρά τους τίτλους Ψηφοδέλτια και όπλα, που θα πει πως κάτω από συνθήκες συνταγματικά θεσμοθετημένης νεοφασιστικής τρομοκρατίας και αποικιοκρατικής απομυζήσεως τα ψηφοδέλτια δεν αποτελούν όπλα ή ακριβέστερα πως αποτελούν όπλα ραγιάδικης αυτοκτονίας. Αγώνας ή μαρασμός ήταν ο επόμενος τίτλος, που θα πει πως ορισμένοι λαοί τοποθετούνται κάθε τόσο εμπρός στην υποχρέωση εκλογής ανάμεσα σε δύο και μόνο δυνατότητες. Ή αγώνας, νίκη και επιβίωση ή συμβιβαστικότητα, υποχώρηση και μαρασμός. Και ο τίτλος της τελευταίας τότε σχετικής εκπομπής: Αντιπραξικοπήματα και αντιστασιακός αγώνας, που θα πει πως οι όποιες συμπεφωνημένες ή βίαιες αλλαγές προσωπικού μέσα στα πλαίσια του καταπιεστικού κατεστημένου δεν σημαίνουν καμιά ουσιαστική αλλαγή, όσο δεν παίρνει από μόνος του με την τεράστιά του δύναμη την πρωτοβουλία στα χέρια του ο ίδιος ο λαός.
Έστω κι αν πολλά απ’ όσα ειπώθηκαν τότε και άλλοτε και απ’ εδώ και απ’ αλλού, από τη συμπτωματική φωνή αυτής της στιγμής και από χίλιες άλλες αξιότερες φωνές εξόριστων συμπατριωτών μας, επαληθεύτηκαν κατά καιρούς, η φωνή της εξορίας δεν υπήρξε ποτέ αυτοδύναμα προφητική. Προσπάθησε απλώς να απηχήσει τους πιο γνήσιους τόνους της στεντόρειας, της ατρόμητης φωνής ενός προσωρινά φιμωμένου λαού. Κι ακόμα, η φωνή της εξορίας δεν ξέπεσε ποτέ στην παραφωνία μιας όποιας εκκλήσεως ή προτροπής προς την κατεύθυνση της πατρίδας. Η αυθεντική έκκληση, η νόμιμη προτροπή δεν μπορεί παρά να προέρχεται από κείνους και μόνο που ζουν νύχτα-μέρα τον κίνδυνο, που αγωνίζονται μέσ’ στην κατακτημένη πατρίδα.
Και η αγωνιστική έκκληση, η αντιστασιακή προτροπή ακούστηκαν με κάθε τρόπο στον τόπο μας αδιάκοπα από τις 22 Απριλίου του 1967, και ιδιαίτερα από τον αληθινά ελεύθερο ελληνικό τύπο του παράνομου πολύγραφου, από τις πραγματικά εθνικές εκπομπές του ηρωικού ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Η φωνή της εξορίας παραμένει πάντα χρήσιμη για τη διαφώτιση του εξωτερικού. Τι να πει όμως πια σε τέτοιες στιγμές μιλώντας ελληνικά προς τη διεύθυνση της πατρίδας; Έξω από συμπληρωματικές ειδήσεις και καθημερινά σχόλια, τι αληθινά ουσιαστικό ν’ αποκαλύψει πια σ’ έναν λαό που απέδειξε και πάλι στην υφήλιο πως ξέρει τα πάντα, που αποδεικνύει και πάλι με το αίμα του πως τολμά άμα χρειάζεται τα πάντα.

«Με σφιγμένες τις γροθιές»





Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Σχινάς υπήρξε κατά κόσμον δημοσιογράφος, ανταποκριτής του ΕΙΡ στη Γερμανία ήδη από το 1963 και αργότερα, μετά τη διακοπή της επταετίας, της ΕΡΤ. Ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα έγινε μέσω των σχολίων του στην ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle τον καιρό της δικτατορίας και συγκεκριμένα από το 1969, όταν ο νέος τότε διευθυντής της σύνταξης Κώστας Νικολάου με τη συναίνεση του Γενικού Διευθυντή του σταθμού, του Σοσιαλδημοκράτη Walter Steigner, μετέτρεψε την εκπομπή σε όργανο κατά της χούντας. Από τη Φρανκφούρτη κατ’ αρχήν, όπου ζούσε τότε, ο Σχινάς εντάχθηκε αμέσως στην ομάδα των προθύμων να στηλιτεύουν τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
Η ενημέρωση και οι ραδιοφωνικές ομοβροντίες από την Κολωνία, έδρα τότε του σταθμού, απέκτησαν ταχύτατα τεράστιο κοινό στην Ελλάδα. Η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle έγινε έτσι η πρώτη θετική παρακαταθήκη της Γερμανίας στην Ελλάδα μετά τον Πόλεμο και την Κατοχή. Οι δεκαπεντάλεπτες εκπομπές του Αλέξανδρου Σχινά κάθε Τρίτη με την ευθυβολία και πνευματική φινέτσα του ύφους του εξακολούθησαν να μεταδίδονται με νέα θεματικά κέντρα βάρους και αναζητήσεις για δεκαετίες μετά την πτώση της χούντας το 1974 αλλά και τη δική του συνταξιοδότηση το 1989. Ήταν το άλας του προγράμματος.
Η εκπομπή που παρουσιάζεται εδώ μεταδόθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1973, αμέσως μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η ραδιοφωνική εκδοχή της είναι η φόρμα, για την οποία γράφτηκε εξαρχής. Η επιβλητική και υποβλητική φωνή του Σχινά που διατρυπούσε βραχέα και παράσιτα ήταν συστατικό στοιχείο της. Αλλά και η γραπτή εκδοχή αναρριπίζεται από ένα πάθος που σήμερα μοιάζει άκαιρο, αλλά τότε ήταν απολύτως έγκαιρο. Ήταν ένα νεύμα ελευθερίας προς μια χώρα, στην οποία επικρατούσε αυστηρή λογοκρισία. Στη Γερμανία υπήρχε βέβαια και ο ισχύων νόμος περί Τύπου που δεν επέτρεπε τα πάντα από μικροφώνου. Αλλά ο Σχινάς ήταν ευφάνταστος. Για παράδειγμα όταν μια φορά διάβαζε την είδηση: «Ο Φράνκο ηγέρθη εκ της κλίνης του και έκαμε ολίγα βήματα εντός του νοσοκομείου» υποκρίθηκε πως έκανε σαρδάμ και εκφώνησε «εντός του νεκροταφείου» , σαν τα γέλια των ακροατών να μπορούσαν να αμβλύνουν τα σκυθρωπά πρόσωπα της δικτατορίας στην Ισπανία και την Ελλάδα. Αλησμόνητη έμεινε η ημέρα, κατά την οποία εξαγγέλθηκε στην αρχή της εκπομπής σχόλιό του με τίτλο «Ο Τάσκα διαψεύδει τη χούντα». Μέχρι να ξεκινήσει το σχόλιο είχαν ανάψει τα τηλέφωνα μεταξύ κυβερνητικών παραγόντων και αμερικανικής πρεσβείας. Εν Αθήναις πίστεψαν για λίγο ότι ο Σχινάς εννοούσε τον Αμερικανό πρέσβυ Χένρυ Τάσκα. Στην πραγματικότητα όμως εννοούσε τον Ιταλό κομμουνιστή και συνοδοιπόρο του Γκράμσι Άντζελο Τάσκα, αντιφασιστικά αποσπάσματα του οποίου διάβασε ύστερα από λίγο.
Ο Σχινάς στην εκπομπή που δημοσιεύεται εδώ παραλληλίζει τη δικτατορία στην Ελλάδα με την ομογάλακτη του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ που είχε εκδηλωθεί στη Χιλή τον Σεπτέμβριο του 1973. Εγκωμιάζει την εξέγερση του Πολυτεχνείου ως τη μόνη ουσιαστική αντίσταση, διαπομπεύει τη χούντα και τα όργανά της και απορρίπτει κατηγορηματικά τις υποτιθέμενες προσπάθειες του καθεστώτος να οδηγήσει την Ελλάδα σε ομαλές πολιτικές συνθήκες και εκλογές μέσω της κυβέρνησης του Σπύρου Μαρκεζίνη. Λίγες ημέρες μετά, στις 25 Νοεμβρίου, ακολούθησε η «βίαιη αλλαγή προσωπικού μέσα στα πλαίσια του καταπιεστικού κατεστημένου». Ο διοικητής της ΕΣΑ Ιωαννίδης ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Η αντίστροφη μέτρηση για τη χούντα είχε ξεκινήσει.

Σ.Μ.

(Μήνυμα σ’ έναν Πορτογάλο συγγραφέα, 30.4.1974)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: