Η αυθεντική αδημονία του Αλέξανδρου Σχινά

Ο Άλεκ με τον εγγονό του Jean. Σχέδιο της κόρης του Αμαλίας Richter-Σχινά, 2010
Ο Άλεκ με τον εγγονό του Jean. Σχέδιο της κόρης του Αμαλίας Richter-Σχινά, 2010



Το 1994, αργά κάποιο θερινό βράδυ δέχτηκα ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από τη Γερμανία. Στην άλλη άκρη της γραμμής μού συστηνόταν ο Άλεκ Σχινάς. Είχε μάθει από τον Νάνο Βαλαωρίτη ότι εργάζομαι πάνω στο έργο του στα πλαίσια της διατριβής μου* και ήθελε να με γνωρίσει έστω και τηλεφωνικά και να μου δώσει όσες πληροφορίες χρειαζόμουν. Εντυπωσιάστηκα από την γενναιόδωρη προθυμία του. Αφού μου μίλησε αρκετή ώρα για τις προθέσεις του σχετικά με την Αναφορά περιπτώσεων, τη φροντίδα του για τη σωστή ελληνική έκφραση και την αγωνία του για την ελληνική γραφή, ανανεώσαμε το τηλεφωνικό μας ραντεβού. Ακολούθησαν λίγες ακόμη τηλεφωνικές συναντήσεις, κατά τις οποίες μιλούσε κυρίως εκείνος για όλα: για πολιτική και για ιστορία, για τα παιδικά του βιώματα και τις φάρσες του, για το Πάλι και τις παρέες του ’60, για το τι έπρεπε να ειπωθεί και τι θα ήταν αναγκαίο να τονιστεί σε μία μελέτη για το έργο του. Με ένταση και πάθος διέκρινε τον εαυτό του από άλλους, δομούσε και αποδομούσε την αφήγηση του βίου του, και προσδιόριζε την απόσταση που τον χώριζε από την Ελλάδα ως προνόμιο μα και μικρό βάσανο. Ένας από τους πιο σοβαρά αστειευόμενους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, ούτε ελάχιστα αποκλίνοντας από τον συνήθη επίσημο και ενίοτε δραματικό τόνο του όταν σχολίαζε με ακραίο χιούμορ τη λογοτεχνική παραγωγή, τη διεθνή πολιτική σκηνή, πρόσωπα και πράγματα, ο Σχινάς παρέμενε επίμονα αναλυτικός αναφορικά με τη γλώσσα και τη γραφή του. Γνώριζε ότι δεν ήταν ένας απλός πεζογράφος, ούτε ένας αστέρας του μοναδικού βιβλίου. Ήταν (και) δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, sui generis ουλιπιστής και φιλολογικός φαρσέρ, αλλά και βιρτουόζος σολίστας των ελληνικών που, ως αυθεντικός νοσταλγός τους, σχεδίαζε από μακριά ―όπως και τόσοι άλλοι συμμετέχοντες στο ιστορικό γλωσσικό ζήτημα― την ουτοπική τους επέκταση.

Τα τηλεφωνήματα αυτά με τον Άλεκ Σχινά έγιναν αφού ήδη είχε γραφεί και σχεδόν ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου που αναφερόταν στο έργο του. Δεν επικοινωνήσαμε ξανά. Δεν γνωρίζω εάν απογοητεύτηκε από όσα διάβασε. Από την πλευρά μου, κινούμενη από την απαίτηση για αντικειμενική αποστασιοποίηση, που λόγω της νεότητας γινόταν αδιαπραγμάτευτη και απολύτως επιτακτική, απέφυγα να ενσωματώσω τις προθέσεις και τους προβληματισμούς του με τον τρόπο που αυτές διατυπώθηκαν. Τριάντα χρόνια μετά, μπορώ να πω (σε πείσμα της κειμενοκεντρικής εμμονής της δικής μου και της γενιάς μου) ότι η γνωριμία με τον άνθρωπο προσφέρει μία επιπλέον διάσταση στη μελέτη του έργου. Για τον λόγο αυτό επανέρχομαι στη μνήμη του Σχινά και των κειμένων του. Σε ένα παρόν που η μαχητικότητα, η αντίσταση και η αγωνία για τις δυνατότητες της γραφής και της τέχνης να συντρέξουν την κοινωνία και να αποτρέψουν τους μεγάλους και εξουθενωτικούς σύγχρονους κινδύνους αποτελούν το κυρίαρχο αίτημα, ξαναθυμάμαι και επαναξιολογώ την αυθεντική αδημονία από την οποία εκπορεύτηκε η γραφή του. Μία λαχτάρα κατεξοχήν πολιτική.

Μεταβαίνοντας στο κεντρικό έργο του Άλεκ Σχινά, η Αναφορά περιπτώσεων εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1966, και επανακυκλοφόρησε το 1989 σε επαυξημένη έκδοση του βιβλιοπωλείου της Εστίας. Το ‘μυθιστόρημα’, που είναι συγχρόνως συλλογή διηγημάτων και μεταμυθοπλαστικό εγχειρίδιο, δημιουργεί δοκιμές και εφαρμογές στον χώρο της προωθημένης πεζογραφίας: επεξεργάζεται πειραματικά εκδοχές γραφής, κάνοντας αναφορά σε κατασκευασμένα από τον ίδιο τον συγγραφέα παραδείγματα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα θεωρητικό, ή και διδακτικό, εξαιρετικά σοβαρό, τόσο που δημιουργεί ―με τη συχνή πιθανότητα (αυτο)σαρκασμού του συγγραφέα του― ερωτήματα σχετικά με τους όρους και τους στόχους του. διαιρείται σε τρία μέρη, ενδεικτικά των πειραματισμών του Σχινά με διαφορετικές μυθοπλαστικές πρακτικές, κάθε μία των οποίων εκφράζει μια διαφορετική οντολογική διαμόρφωση του συγγραφικού της υποκειμένου, και αναλαμβάνει την οργανωμένη και συστηματική κατασκευή περιπτώσεων (παραδειγμάτων) γραφής, «δείξεων» και δειγμάτων, αιτίων και αποτελεσμάτων κοσμοκατασκευής.

Σε μια εισαγωγική περιγραφή των εν δυνάμει δημιουργημένων κόσμων ο Σχινάς προσδιορίζει την υπαρκτή παρά πλασματική υπόσταση του αναγκαίου για τη δημιουργία υλικού, διακρίνει τους δημιουργούς σε ρεαλιστές, ιδεαλιστές και νιχιλιστές, και ισχυρίζεται ότι οι δημιουργημένοι κόσμοι είναι άπειροι, έχουν ήδη μεταβάλει ριζικά τον κόσμο στο σύνολό του, και όλοι τους κατοικούνται. Για την (ακόμη και τυχαία, μέσω ονείρων, αφηρημάδας η διανοητικών κενών) κατασκευή κάθε κόσμου προϋποτίθεται ένας (Δ)δημιουργός, η εξομοίωση προηγούμενων κόσμων, και ο ανώτερος στόχος επίτευξης μιας νέας υπαρξιακής ποιότητας. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι θα εστιάσει στους οικειοθελείς κόσμους που δημιουργούνται για να αποκαταστήσουν το παρελθόν ή για να τροποποιήσουν το μέλλον, έχουν δημόσια παρά ιδιωτική χρήση και παράγονται από μία μόνο μικρή μειοψηφία κατασκευαστών ― τους προφήτες, τους οραματιστές, τους τρελούς, τους καλλιτέχνες, τους επιστήμονες, τους διανοούμενους και τους συγγραφείς.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου, οι «Περιπτώσεις κατασκευής κόσμων», αποτελείται από οκτώ διηγήματα υφολογικά ποικίλα (αλληγορικά, αφαιρετικά, επικά, επιστημονικής φαντασίας, νέου μυθιστορήματος, πολιτικής, πρωτοπορίας κλπ.), που αρθρώνονται με όρους επινόησης, κατασκευής, μίμησης, τυχαιότητας, δημοσιότητας, συνειδητής πρόθεσης ή αυτοσκοπού. Ο Σχινάς ξεκινά παρουσιάζοντας έξι διηγήματα ως δείγματα κοσμοκατασκευής. Το πρώτο, «Ο κατήφορος», αποτελεί μία αλληγορία της σπατάλης αλλά και της υπερβολής. Η δεύτερη ιστορία, «Η απόγνωση της μονάδας», συνιστά παράδειγμα προσωποποίησης αφηρημένων εννοιών. Η τρίτη επική ιστορία, «Ένας ήρωας της εποχής μας», είναι ένα κολάζ πολλαπλών και ποικίλων πλοκών που παράγουν ένα εν δυνάμει εκτεταμένο μυθιστόρημα βασισμένο στην διακειμενικότητα. Το διήγημα «Το αντίκρισμα της κυριαρχίας» κατασκευάζει από την αρχή ένα εντελώς νέο μελλοντικό κόσμο εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Τα επόμενα δύο κείμενα δηλώνουν την ευελιξία του συγγραφέα απέναντι σε καταστάσεις και συνθήκες όπως φανερώνονται στην ανοδική και καθοδική κίνηση της αφήγησης. Στα κείμενα που ακολουθούν αυτές οι κινήσεις οδηγούν στην ‘όξυνση’. Το πρώτο διήγημα «Η προμάμμη» παράγει μια ανοδική συσσώρευση γεγονότων. «Ο σχοινοβάτης», η δεύτερη ‘περίπτωση όξυνσης’, περιγράφει το τελικό νούμερο ενός τσίρκου σε τρεις χρονολογικά συνεχόμενες παραστάσεις. Η ‘όξυνση’ αυτής της ιστορίας αποτελεί κατά τον Σχινά μία αλληγορία της ελληνικής πολιτικής κατάστασης μετά το στρατιωτικό καθεστώς του 1967. Αντί για την αφηγηματική κλιμάκωση των προηγούμενων αποσπασμάτων μερικοί κοσμοκατασκευαστές χρησιμοποιούν δίσκους πάνω στους οποίους καταγράφονται λέξεις από διαφορετικές γραμματικές κατηγορίες (ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα, κλπ.). Στρέφοντας αυτούς τους δίσκους τυχαία οι συγγραφείς προμηθεύονται με πρωτογενές γλωσσικό υλικό το οποίο τελικά επεξεργάζονται χρησιμοποιώντας την λεξιλογική τους μνήμη. Ένα παράδειγμα αυτής της περίπτωσης είναι η «Επικίνδυνη επίσκεψη», μια ιστορία βασισμένη στον τυχαίο συνδυασμό των λέξεων ‘ακουστικό’ ‘καταιόνησι’, ‘τούρτα’, ‘επώδυνος’, ‘μαραμένος’, ‘προσφωνώ’, ‘αξιοποιώ’.

Το τελευταίο δείγμα με τίτλο «Η υπερδιεύρυνσι της εκφραστικότητας» παρουσιάζει τις αρχές του υπερλεξισμού, μιας πρωτότυπης μεθόδου κοσμοκατασκευής που εφηύρε το alter ego του Σχινά, ο Ελευθέριος Δούγιας. Πρόκειται για ένα κείμενο που διαμορφώνει με παιγνιώδη τρόπο και λογοτεχνική μορφή τις προϋποθέσεις λειτουργίας και μελλοντικής εξέλιξης του ‘υπερλεξισμού’, ενός επινοημένου από τον Σχινά πρωτοποριακού ρεύματος που εντάσσεται στην παράδοση της δυνητικής λογοτεχνίας. Η θεωρία, που αναπτύσσεται με ιλαρά και κάποτε εξωφρενικής επινοητικότητας παραδείγματα («Ο Λιλιός», «Τα Απραγάδια», «Φουτσαφοπληξία», και «Θράπα»), βασίζεται στη δυνατότητα ύπαρξης ενός απείρως εκτεταμένου λεξιλογίου και στην ανάγκη ‘ανάστασης’ των λέξεων, τουτέστιν ανακάλυψης των ξεχασμένων τους εννοιών. Ο Σχινάς αναλύει πέντε διαδοχικά στάδια της ‘υπερλεξιστικής’ παραγωγής. Το πρώτο εκμεταλλεύεται την υπάρχουσα φωνολογική, μορφολογική και σημασιολογική δυναμική της γλώσσας, δημιουργώντας καθαρά υπερλεξιστικές λέξεις. Το δεύτερο ενέχει την εκμετάλλευση της συνειρμικής δυναμικής των φωνημάτων, συλλαβών και λέξεων. Το τρίτο στάδιο ανιχνεύει υπεργλωσσικά γεγονότα και συμβάντα, το τέταρτο εξετάζει ποικίλους τρόπους συμβολικής έκφρασης, παράθεσης και σύνδεσης, και το τελευταίο συνίσταται στην εκμετάλλευση όλων των υπαρχουσών ή φανταστικών τεχνών. Σκοπός του υπερλεξισμού η αντίσταση στην ιστορική εξέλιξη της σχέσης γλώσσας και σκέψης και στην εξάρτηση της γλώσσας από τις ιδέες και τις αντιλήψεις. Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι οι λέξεις, οι φράσεις και ολόκληροι οι στίχοι που κατασκευάστηκαν με αυτή την τεχνική [όπως, για παράδειγμα, "ρειθραδιασμένα στα μουχτιά αμμωνόνερα" (Τα απραγάδια), "Γρασσοσιδεροζούπηχτα, σφιχτογραμμοφρικιούντα" (Φουτσαφοπληξία) κ.τ.λ.], βασίζονται στους ρυθμούς και στα μέτρα της δημοτικής και της ελληνικής ποίησης του κανόνα. Οι υπερλεξιστικές παρωδίες του Σχινά, εξάλλου, ανάγονται σε δημοφιλή κείμενα ποιητών όπως ο Καβάφης, ο Παπαντωνίου, ο Πορφύρας, ο Α. Βαλαωρίτης, ο Κάλβος, ο Παλαμάς, ο Πολέμης και ο Σολωμός.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, «Περιπτώσεις εμπλοκής του Εγώ μέσα στο Άλλο», που αποτελείται από έξι μικρής έκτασης διηγήματα, διερευνώνται οι μυθοπλαστικές εκδοχές της αλλοτρίωσης. Ο κεντρικός χαρακτήρας κάθε διηγήματος απειλείται από την έλευση του νέου, βιώνει την φριχτή αποκάλυψη της πτώσης ‘των σκηνικών’, δολοφονείται από την ξενοφοβία του, πνίγεται από την γραφειοκρατική συλλογικότητα, απομονώνεται από τη γλωσσική και πολιτιστική μειονοτική του ταυτότητα, αλλοτριώνεται από τις ψευδείς και τεχνητές αφηγήσεις που κρύβουν την αλήθεια, επίκαιρη και ιστορική. Τα πρώτα τρία περιγράφουν περιπτώσεις αλλοτρίωσης. Στο «Κύμα» το υποκείμενο βιώνει την τεράστια γαλήνη του να βρίσκεται στο κέντρο ενός άπειρου ωκεανού μέχρι να αποκτήσει την επίγνωση της τρομακτικής έλευσης ενός τεράστιου κύματος. Στην επόμενη ιστορία με τίτλο «Το σκηνικό» ο πρωταγωνιστής τοποθετείται σε μια άδεια πόλη που σύντομα αποκαλύπτεται ότι είναι μόνο μια πρόσοψη του απόλυτου κενού. Στο επόμενο κείμενο με τίτλο «Το πλησίασμα» το υποκείμενο αντιμετωπίζει στο μέσο μιας άδειας πλατείας την ιδιότητα του «ξένου» που τού αποδίδεται. Και στις τρεις ιστορίες ο Άλλος σταδιακά πλησιάζει το εγώ. Και ενώ στην πρώτη ιστορία η ποιητική παρουσία του Άλλου απλώς συνειδητοποιείται, στη δεύτερη είναι αναπόφευκτα ορατή ενώ στην τρίτη η ετερότητα πραγματοποιεί την απειλή της.

Η επόμενη ενότητα ιστοριών είναι πιο εκτεταμένη και περίπλοκη. «Η Επιστολή» προβάλλει την οικειότητα του Σχινά με τη λογοτεχνία του παραλόγου. Η ιστορία εισάγει τις αλλότριες, ποικίλες και περίπλοκες εκδηλώσεις της ετερότητας που δημιουργεί την ταυτότητα. Το επόμενο κείμενο «Το ναυάγιο» είναι η ιστορία ενός ναυαγού ο οποίος συνειδητοποιεί ότι η ακτή όπου έχει ναυαγήσει βρίσκεται σε απόσταση κολύμβησης από ένα δημοφιλές και πυκνοκατοικημένο θέρετρο. Η τελευταία ιστορία, «Ο πόλεμος», αφορά την εμπειρία μιας ημέρας στην διάρκεια ενός πολέμου που περικλείει τα πάντα. Η μέρα αυτή καλύπτει χρονολογικά τη γέννηση, την ωρίμανση και το θάνατο του κεντρικού χαρακτήρα.

Στην τρίτη ενότητα διηγημάτων, τις «Περιπτώσεις από το ελάχιστο ως το τίποτα», που αποτελείται από τρία διηγήματα, δοκιμάζεται η κατασκευαστική δυνατότητα της λογοτεχνίας. Στο διήγημα «Με κόκκινο φως» η αφήγηση εκτυλίσσεται με την παρουσίαση όλων των πιθανών τρόπων διέλευσης του δρόμου στο ελάχιστο διάστημα μεταξύ του κόκκινου για τους πεζούς και του πράσινου για τα οχήματα φωτεινού σηματοδότη, αλλά και την παράθεση εικόνων και ήχων που συλλαμβάνει ο πεζός κατά το συγκεκριμένο ελάχιστο διάστημα. Στο προφητικό «Ενώπιον πολυβολητού» ο συγγραφέας δίνει εντολές σε μία κάτοχο υφολογικής μνήμης ‘αφηγηματική συσκευή’, μία ‘εφαρμογή’ που ονοματίζεται από τα αρχικά στοιχεία του ονόματος του συγγραφέα (ΑΣ38φ), και φέρει σε πέρας τη ‘συγγραφή’ του κειμένου του παράγοντας, με τις παρανοημένες ως επί το πλείστον εντολές που λαμβάνει, δυνάμει λογοτεχνικά κείμενα που μπορούν να ακυρωθούν ή να αναβληθούν χωρίς τύψεις, καθώς αμέτρητα άλλα μπορούν να δημιουργηθούν ενεργοποιώντας μόνο ένα μέρος της τεράστιας δεξαμενής λογοτεχνικής παράδοσης που η συσκευή διαθέτει. Στο επόμενο διήγημα «Η περίπτωσι μηδέν», ο κεντρικός χαρακτήρας, απομονωμένος στον χωροχρόνο, έχοντας αφομοιώσει πληθωρικά όλους τους τόπους και τα πρόσωπα της ζωής του, αντιμετωπίζει την κενότητα του θανάτου και τον κίνδυνο του τέλους της γραφής.

Η Αναφορά περιπτώσεων εκτός από έργο μυθοπλασίας αποτελεί σχόλιο στην σύγχρονή της (και όπως φαίνεται μελλοντική) μυθιστοριογραφία, πειραματιζόμενη επίσης με ποικίλους τρόπους γραφής. Τα τρία της μέρη ανταποκρίνονται σε διαδοχικές εποχές της μυθιστοριογραφίας. Το πρώτο, «Περιπτώσεις κατασκευής κόσμων», αντιπροσωπεύει το μέρος της παγκόσμιας μυθοπλασίας που κυρίως επικεντρώθηκε στην αναπαράσταση της πραγματικότητας, προσφέροντας ποικίλα παραδείγματα της αναφορικής λειτουργίας της λογοτεχνίας, από τα πιο αλληγορικά και διδακτικά έως τα πλέον πρωτοποριακά. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, «Περιπτώσεις εμπλοκής του Εγώ μέσα στο Άλλο», συνεχίζει την κατασκευή κόσμων, παράγοντας αντιρεαλιστικά ‘οντολογικά συστήματα’ που ορίζουν το ‘Εγώ’ μέσω της ύπαρξης ενός ‘Άλλου’, εκλαμβανόμενου όχι μόνο ως σημείου εστίασης, αλλά και ως αφηγηματικού θεμελίου. Τα γλωσσικά συστήματα των τριών ιστοριών του τρίτου μέρους, «Περιπτώσεις από το ελάχιστο ως το τίποτα», αναφέρονται σε ελάχιστες στιγμές της πραγματικότητας κατά τη διάρκεια των οποίων το μυθοπλαστικό σύμπαν δημιουργείται σχεδόν εξολοκλήρου από τη γλώσσα.

Η Αναφορά περιπτώσεων μας επαναφέρει στους προβληματισμούς μας για τη διακειμενικότητα, το νεοκοσμικό, το στοχαστικό, το πολιτικό, το παιγνιώδες, και το μετααποικιοκρατικό. Ο Σχινάς θεωρητικοποιεί συγκεντρώνοντας τους τρόπους, φάσεις ή διαχρονικά μορφώματα ιστορικής εξέλιξης της μυθοπλασίας στην Ελλάδα μεταπολεμικά, την τεχνοκρατική (γλωσσολογική/ φορμαλιστική), την ψυχαναλυτική (υπερρεαλιστική/ πρωτοποριακή) και την αλληγορική (υπαρξιακή/ πολιτική), ― που σταδιακά δίνει την θέση της στην μεταμοντερνιστική (μετα-ιστορική). Με πολλές αντιφάσεις, αντιστάσεις και παραχωρήσεις στην απόδοση και απόλαυση της μυθοπλασίας, η Αναφορά Περιπτώσεων αντλεί το υλικό της κοσμοκατασκευής της όχι μόνο από τον υπαρκτό κόσμο αλλά και από όλους τους τεχνητούς κόσμους που δημιουργήθηκαν μετά τον αρχικό. Η διακειμενικότητα του Σχινά αναφέρεται στη διαρκή τροποποίηση του γενοκειμένου της κάθε κοσμοκατασκευής και συνεπώς είναι πλουραλιστική και διαρκώς εκτεινόμενη καθώς φιλοδοξεί να επεκτείνει και να πολλαπλασιάσει τη μυθοπλαστική χρήση της ελληνικής γλώσσας. Η ιδέα της γλώσσας εμφανίζεται βεβαίως ως ο κεντρικός άξονας των περισσότερων διηγημάτων του Σχινά, ειδικά εκείνων που αναφέρονται στην ετερότητα. Άλλωστε, η βασική σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στο Άλλο θεμελιώνει, κατά τον Λακάν, την σχέση του ανθρώπου με τη συμβολική αναπαράσταση.

Παρότι, ωστόσο, ο Σχινάς μιλάει για κοσμοκατασκευές, παραμένει πιστός στην καθημερινότητα και την εμπειρία, την οποία θεωρεί μέρος της μυθοπλασίας. Άλλωστε το καθημερινό βίωμα και ο υλικός πολιτισμός διαμορφώνονται από κοινωνικούς και πολιτιστικούς κώδικες πλησιάζοντας στην εποχή μας περισσότερο από όσο στο παρελθόν τη φιλοσοφία και τη μυθολογία. Η μυθοπλασία του Σχινά δημιουργεί έναν κόσμο που τελικά αποδεικνύεται απάνθρωπα δυστοπικός καθώς οι αφηγητές του δημιουργούν και διαγράφουν τον πραγματικό κόσμο με ένα τρόπο ανάλογο με τον έλεγχο επί των αφηγημάτων τους που διαθέτουν οι υπαρκτοί κατασκευαστές της παρούσας τάξης των πραγμάτων. Από την άλλη πλευρά, το ασυνήθιστο ιδίωμα των ‘νεοκοσμικών αφηγήσεων’, που εξαλείφουν την πραγματικότητα, την ειλικρίνεια και την τελεολογική σοβαρότητα, παράλληλο με τις συμβάσεις του παιχνιδιού, κυριαρχεί στον λόγο των διηγημάτων του Σχινά. Ακόμη και στα φαινομενικά ρεαλιστικά του κείμενα ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το υπερρεαλιστικό jeu de hasard με σκοπό να παίξει αφηγηματικά παιχνίδια αντίστοιχα με τράπουλα, σκάκι, ζάρια και λοταρίες, παιχνίδια που, όπως γράφει ο Μπόρχες, μπορούν όλοι οι άνθρωποι να παίζουν με λέξεις και σύμβολα μέχρι να κατασκευάσουν, με ένα απίθανο δώρο της τύχης, βιβλία τέτοια που θα δημιουργήσουν τον κανόνα.

Με το πολυεπίπεδο κείμενό του ο Άλεκ Σχινάς έρχεται κοντά μας άφοβος απέναντι στους δογματισμούς, την επιβολή και τους κανόνες, μαχητικός ενώπιον ακόμη και των μέγιστων αφηγήσεων, όπως του πολέμου, της συγγραφικής αυθεντίας, της ιστορίας ή της παράδοσης, τολμηρός με την κάθε είδους εκφραστικότητα, προκλητικός ενώπιον των θεωρητικών σχημάτων και των κατασκευαστικών μοντέλων, οργισμένος απέναντι σε κάθε σύστημα αποικιοκρατίας, αλλά και έξωθεν ελέγχου, κριτικός και σαρκαστικός στις στενόμυαλες δραματικές, διανοητικές και αισθητηριακές αποδόσεις των κοσμοκατασκευαστικών μας έργων, πρωτοποριακός και πνευματώδης απέναντι στις ελάσσονες πτυχές της μετανεοτερικότητας που προκύπτουν από την αλλαγή στάσης απέναντι στο εθνικό, το ιστορικό και τον υπό κρίση δυτικό πολιτισμό. Κυρίως όμως πολιτικός απέναντι στους παραδοσιακούς περιορισμούς των ειδών, μορφών και υφών, που κρύβουν άλλους περιορισμούς, πιο ύπουλους.




________________
* Η εργασία ολοκληρώθηκε και κατετέθη το 1995 (Between Modernism and the Avant-Garde: Greek Literary Experimentation in the early 1960s, a thesis submitted to the Faculty of Arts of the University of Birmingham for the degree of Doctor of Philosophy, July). Στο έργο του Σχινά αναφέρονται οι σς. 209-261.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: