Σε αγωνία πάντοτε τον εαυτό του εώρα
σε μία μεταξύ ζωής και θάνατου αιώρα
Δεν θα ΄ταν σε εγρήγορση, δεν θ’ άκουσε, δεν θα ΄δε
έτσι εξηγείται μάλλον γιατί κείται ενθάδε
Προς τι το μαυσωλείον, προς τι οι τόσοι λίθοι
δεν θα αποτρέψει μ’ όλα αυτά την επαξίαν του λήθη
Γιατί είναι μαρμάρινος και έτσι μας θωρεί;
Γιατί στραβοκατάπιε και πέθανε αυθωρεί
Πάντοτε διέπραττε πλεονασμούς και επομένως
δεν είναι πλέον εν ζωή κι είναι και πεθαμένος
Τελεία εις τον βίον του και όχι πλέον κόμμα
όταν περιέπεσε βαθιά στο τελευταίο κώμα
Πολύ αργά κατάλαβε πως κι από την Ανάβυσσο
θα έπεφτε εν τέλει στην αιωνία άβυσσο
Για να γλιτώσει τη ζωή πήγε στο Αμαρούσιο
αλλά και εκεί ο θάνατος τον έκανε ομοούσιο
Για να κρυφτεί απ’ τον θάνατο κατέφυγε στην Αίγινα
και μόλις έγινε ημιθανής φώναξε: «Έγινα!»
Ο φίλος του προτίμησε να πάει στην Αιδηψό
μα ο θάνατος τον άκουσε που φώναζε: «Ε, διψώ!»
Πρόσφερε πάντα πρόθυμα τη δόλια του πυγή
κι αυτό υπήρξε εν τέλει του θάνατου η πηγή
Σπανιότατη η νόσος του και ουδόλως εύκολλος
κι ο θάνατός του ήταν ταχύς και εύκολος
Ωραίο το χρώμα του φερέτρου του και δη λαδί.
Ήταν αυτό όμως λόγος να πεθάνει δηλαδή;
Υπήρξε κραιπαλώδης και ουδέποτε λιτός
δεν νοιάζονταν που ο θάνατος τριγύριζε λυτός
Έκλυτος και ηδονιστής, η ζωή του ήταν μέλι
κάτι του ΄παν για θάνατο κι είπε πως δεν τον μέλει
Υπήρξε λάτρις του χρυσού, του χρήματος, της λίρας
δεν άκουε τους ήχους της ουρανίου λύρας
Του ήταν ακατάληπτα ως έπη ξενοφώνων
όσα του μεταδίδονταν περί θανάτου, φόνων
Ήτανε μόνος αφ’ ενός, άνευ γνωστού και εταίρου,
και ξεψύχησε ελεεινώς και αθλίως αφ’ ετέρου
Για την υπόγεια διαδρομή δεν θέλω το μετρό,
έλεγε, εγώ αλλέως πως τον βίον εκμετρώ
Μέσα στη σούπα της ζωής εκολυμπούσε ο τάλας
αγνοώντας το πλησίασμα της τρομερής κουτάλας
Τον θάψαν όσο πρόλαβαν επιμελώς και όμως
εξείχε απ’ τον λάκκο του ο αριστερός του ώμος
Ύμνει τον θάνατον λατινιστί. Γνωρίζεις μήπως ποίος;
Τον πάπα επαγγέλλονταν κι αυτοκαλούνταν Πίος
Ήδη προ δεκαετιών βγήκε από τη μήτρα
για ν’ αντικρίσει εν τέλει από φερέτρου μίτρα
Δεν εγνώρισε ευφραδέστερον ομιλητή η Πνυξ
κι εν μέσω αγορεύσεως να του θανάτου η πνιξ
Σωριάστηκε όπως του Διός του Ολυμπίου ο κίων
μόλις τον δάγκωσε ύπουλα ο θάνατος σαν κύων
Υπήρξε νέα, βυζαρού και εύμηρος
ο πρόωρος θάνατος δηλοί ότι δεν ήταν και εύμοιρος
Κατά τον μήνα μέλιτος έγινε αιφνίδια χήρα
δεν ήταν ξένος δάκτυλος, μα του θανάτου η χείρα
Κατ’ άλλον μήνα μέλιτος έγινε αιφνίδια χήρος
ήταν και πάλι ο θάνατος που απεδείχθη χοίρος
Λάτρις αυγών και μήλων, τον έφαγε η άμιλλα
επέμενε ότι η μάχη διεξήχθη στα Αυγάμηλα
Μεγάλη ήταν η ταραχή, ο φόβος και το τάφος
όταν τον ξανανοίξανε κι ήταν κενός ο τάφος
Για να μην είναι απρόσωπος των στίχων μας ο οίμος
ας αναφέρουμε εδώ και κάποιους επωνύμως
Αρτεμισία, η τύχη σου από αδικία ζέχνει
σε σκότωσαν εικάζοντας ότι μισείς την τέχνη
Εκάηκε ως μάγισσα η Κασσάνδρα
της βρήκαν στο υπόγειό της μέσα σε κάσσα άνδρα
Στον δρόμο την καθάρισαν μεσάνυχτα τη Λίνα
κι ας φώναζε η μάνα της συνέχεια: «Μέσα, Λίνα!»
Την έλεγαν Μαρία κι ήταν κι αυτή χωλή
της πήρε όλο το σόι της, την πότισε χολή
Κανείς δεν ελυπήθη που πέθανε ο Γεράσιμος
«Ωχ, δεν βαριέσαι», είπαν, ήταν γέρος και άσημος
Κρεμάστηκε εκ παραδρομής και κάποιος Λασκαράτος
όταν όλοι κατέθεσαν πως είπε: «Λάσκα, κράτος»
Ας μνημονεύσουμε τον Λια, τον Μήτρο, τον Σάββα, τον
Χαράλαμπο, τον Κίτσο το Ψυχοσάββατον
Στου παραδείσου τη μεγάλη σάλα
θα βρεις παραπονούμενον κυρίως τον Μαθουσάλα
Μα πιο πολύ ο αθάνατος σκυλιάζει για το άδικο
που ήρθε με το ζόρι στο ουράνιο σκυλάδικο
Ο Αναστάσιος ήγειρε πεισμόνως την αξίωσι
τρεις μέρες μετά θάνατο για άμεση αναβίωσι
Σαν Άτλας ο Κυναίγειρος με βράχο επί των ώμων
γιατί, ως είπαν, ήγειρε κύνας κατά των νόμων
Για κάθε ενδεχόμενο σφάχτηκε ο Maximinus
κανείς δεν ήξερε ακριβώς αν Maximus ή Minus
Αυγό μπαγιάτικο η Ρώμη πια και ο Αυγουστύλος
εξετελέσθη άδικα ως δήθεν αυγού στύλος
Δεν τον εξεπαστρέψανε γιατί ήταν κοιλαράς
αλλά λόγω βιλάρας, εφ’ ώ και Βηλαράς
Έκανε φόνο η Σίβυλλα ακούγοντας Σιβύλλα
καθώς κι άμα της λέγανε: «Γιατί να ΄χεις, συ, βίλα;»
Θυμήθηκε τα νιάτα της η κολυμβήτρια Έλλη
όταν βυθίζονταν γριά στου επέκεινα τα έλη
Ποιος ξέρει τι επεχείρησε εκείνος ο Αισχίνης
μόλις είδε τον θάνατο κοκκίνισε εξ αισχύνης
Ερωτηθείς αν κάσα ή καύση ο Μαλακάσης
ετέθη αυθορμήτως υπέρ τα μάλα κάσης
Πολύ παρηνοχλείτο ο Ζευς υπό του Διοσκόρου
κι εκτόξευσε ολύμπιο φλιτ κατά παντός Διός σκώρου
Του κόστισε που πέθανε πολύ του Διοσκούρου
κι έβλεπε έτσι τον Θεό σαν είδος Διός σκούρου
Εκάη ως σατανιστής αθώος Λακεδαίμων
δείχνων τον λάκκο μιας ταφής και λέγων: «Λάκκε, δαίμων!»
Αέναα δείχνει προς τα κει με φρίκη ο Ακομινάτος
απ’ όπου του ΄ρθε ο θάνατος και λέει ακόμη: «Νάτος!»
Ήταν καρύδι τραγικό για κάποιον Καρυωτάκη
πέθανε διερωτώμενος: «Δικό μου ή κάρυο Τάκη;»
Φοβόντουσαν την Άρτα. Κλάψτε τον Αρταφέρνη
τον μαχαιρώσαν λέγοντας ότι την Άρτα φέρνει
Σκληρή ήταν η εκδίκηση και για τον Μαζαράκη
κατέσχε όλα τα ρούχα της δίδων στη μάζα ράκη
Η λώπη είναι ιμάτιον, είπε στην Πηνελόπη,
και την καθάρισε επειδή του ΄λεγε: «Πίνε λώπη»
Ντόμπρα ξηγήθηκε στον θάνατο ο Αντίνοος
Χειρίζεσαι, του είπε, τη βία αντί νοός
Η τελευτή εστέρησε τα πάντα του Θεοτόκη
δεν του καταβληθήκαν καν απ’ τον Ματθαίο τόκοι
και επιπλέον τον πρόδωσαν όλες οι Θεοτόκοι
Λόγω τερατολογίας πάει και ο Βιζυηνός
επέμενε ότι είχε δει κάποιο βυζί ινός
Εδώ είναι η τέφρα τους, κι οι δυο λεγόνταν Λάκης
και επί χρόνια συναπτά μαστούρωσαν πολλάκις.
Έλεγε ο ένας τ’ αλλουνού: «Άλλη μια κόκα, Λάκη»
δεν απομένει απ’ αυτούς ούτε ένα κοκαλάκι
Ετιμωρήθηκε σκληρά που τα ΄σπασε ο Κρυστάλλης
μόλις τοποθετήθηκε ως φύλαξ εν κρυστάλλοις
Κλεισμένον εις το Γυναικών εσκότωσαν τον Μένανδρον
Δεν είχε δει στο πλάι που ΄γραφε Men – Ανδρών
Λόγω φωνής ξεψύχησε ο Αντώνης Αντωνιάδης
Οι πάντες διαμαρτύρονταν: «Πάλι Αντώνη άδεις;»
Κατεδικάσθη ο πράκτωρ που ΄ψαχνε τον Κορνάρο
Κι ας έλεγε: «Τι φταίω γω, φωνάζω και κορνάρω!»
Εισέπραττε πολλές δραχμές ως πουσταριό ο Παιώνιος
Κι η μάνα όπως τον σκότωνε: «Ώστε είσαι, ω παι, ώνιος;»
Τον αφανίσαν επειδή εμφάνιζε ο Περδίκκας
ωμές αυθαιρεσίες του περίπου ώσπερ δίκας
Δεν πήγε εις τον Άδη τουρίστα δίκην ο Ορφεύς
ούτε για να εύρει δίκην
αλλ’ ως ερωτευμένος ζητών την Ευρυδίκην
Λόγω γαλλοελληνικής κρέμασαν τον Λουκιανό
Νόμισαν πως συνέπραττε μ’ έναν loup κυανό
Κακήν κακώς επήγε πράγματι ο Προκοπίου
Για την αποκεφάλιση τον φέραν προ κωπίου
Το ρω το πρόφερε ως λω εν ταραχή ο Πλωτίνος
Και ρώτησε οδηγούμενος προ του δημίου: «Ε, Πππ πλο τίνος;»
Πουτάνες μεσ’ στο σπίτι του έφερνε ο Ολοφέρνης
Τον έπνιξε η γυναίκα του κράζοντας: «Όλο φέρνεις!»
Μια και τους τρομοκράτησε, ξεκάναν τον Λεωνίδα
Που είναι ο Κλέων, τον ρώτησαν. Και είπε: «Λέων; Οίδα.»
Σε μια στραβή στη δίκη κατεδικάσθη ο Ραγκαβής
Σε θεωρούμε, του ΄παν, ψευδομάρτυρα γκαβής.
Κανείς δεν εξακρίβωσε πώς πέθανε η Μήδεια
Ίσως γιατί έφαγε πολλά και χαλασμένα μύδια
Αμφότεροι οι γενναίοι Παλαμήδες
δεν πήγαν από βόλι αλλά από παλαμίδες
Κάποια ναζάκια φαίνεται θα ΄κανε ο Αντύπας
κι ο θάνατος εθύμωσε: «Σου ΄πα να ρθεις κι αντείπας;»
Θανάσιμο το δίλημμα για τον Καραϊσκάκη
Σπαθιά, μπαστούνια, κούπες και καρά ή σκάκι
Λυντσάρανε οι πεινώντες τον Καντακουζηνόν
που ήταν υπέρ νηστείας και κατά κουζινών
Στην Ισπανία ποιήθηκε εκποδών ο Ποσειδών
πλην Δον Ζουάν και Δον Κιχώτη δεν ενθυμούνταν πόσοι δον
Λόγω οινοφλυγίας χάσαμε τον Μιαούλη
Άρπαξε την κανάτα κι είπε: «Θα πιω μια ούλη.»
Προκλητικά παρέτεινε τον βίο ο χαροκόπος
καυχώμενος πως θα δοθεί πολύς στον Χάρο κόπος
Τούτ’ αυτόν επιθυμούμε και δι’ ημάς.
Εγκαίρως, πριν τελειώσουμε με το μεγάλο πέρασμα,
εξάγουμε προσωρινά το γενικό συμπέρασμα.
Ο βίος πάντα ευρίσκεται επί ακμής ξυρού,
σοφός καρπός διαλογισμού χρησίμου και ξηρού.
Εκείνο που αναμένει δεν είναι ο,τιδήποτε
είναι εγγυημένα ανόθευτο το τίποτε.