Ανθολόγιο

«Συσκευή σκέψης». Κολάζ του Δημήτρη Καλοκύρη για το εξώφυλλο της β΄έκδοσης του βιβλίου «Αναφορά περιπτώσεων», Εστία 1989
«Συσκευή σκέψης». Κολάζ του Δημήτρη Καλοκύρη για το εξώφυλλο της β΄έκδοσης του βιβλίου «Αναφορά περιπτώσεων», Εστία 1989



Η απόγνωσι της μονάδας

Μια μονάδα, προφανώς μια από τις παρατηρητικότερες, παρατηρούσε τις δραστηριότητες άλλων αριθμών, και επειδή ήταν προφανώς και μια από τις πιο ευφάνταστες φαντάζονταν ότι οι εν λόγω δραστηριότητες τους χαροποιούσαν, και επειδή ήταν προφανώς και μια από τις πιο παραπονιάρικες παραπονιόνταν πως δεν ήταν σε θέσι να δραστηριοποιηθεί και εκείνη έτσι. Διαπίστωνε προπάντων ότι ο κοντινότερός της αριθμός κατάφερνε να διπλασιάζεται με δύο διαφορετικούς τρόπους: Προστιθέμενος στον εαυτό του και πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του. Η πρώτη διαπίστωσι δεν της προξενούσε παράπονο επειδή και η ίδια ένιωθε τη χαρά που φαντάζονταν ότι ένιωθε κι εκείνος όταν προστιθέμενος στον εαυτό του διπλασιάζονταν. Πώς ήταν δυνατόν όμως να της ήταν αδύνατο να διπλασιασθεί όταν προσπαθούσε και να πολλαπλασιασθεί με τον εαυτό της; Και κανείς δεν θα μπορούσε να της προσάψει ότι δεν το δοκίμαζε με ανεξάντλητη υπομονή και φανατική επιμονή. Είχε παρατηρήσει όλες τις αυτοπολλαπλασιαστικές διαδικασίες του κοντινότερού της αριθμού. Τον έβλεπε να τοποθετεί στη σειρά, σε διαδοχικά μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους, μικρά x ως δήθεν εμπόδια και να τα πηδάει το ένα μετά το άλλο με άνεσι, κάνοντας πως δεν την κοιτάει, και να μεγαλώνει όλο και περισσότερο μετά από κάθε πήδημα, μέχρι που φθάνοντας στο τέρμα να έχει φουσκώσει τόσο πολύ που να ανησυχεί και η ίδια, παρόλο που κατά βάθος το εύχονταν, ότι θα έσκαγε. Σε στιγμές που ήταν απασχολημένος σε άλλες επιδόσεις ή που ναρκώνονταν ακίνητος απολαμβάνοντας απλώς την ύπαρξί του και ήταν βέβαιη πως δεν θα την έβλεπε, η μονάδα έστηνε με τον ίδιο τρόπο μερικά τέτοια δήθεν εμπόδια και δοκίμαζε να κάνει το ίδιο. Με τα πρώτα κιόλας πηδήματα διαπίστωνε πως οι διαδοχικά μεγαλύτερες αποστάσεις τής ήταν εντελώς άχρηστες. Παρέμενε αναλλοίωτη και αναγκάζονταν μάλιστα να τρέχει συνεχώς γρηγορότερα από το ένα δήθεν εμπόδιο στο άλλο. Και φθάνοντας στο τέρμα ήταν ίδια και απαράλλαχτη όπως είχε ξεκινήσει. Ό,τι δεν πάθαινε σ’ αυτή την τελική φάσι ο κοντινότερός της αριθμός, όσο φουσκωμένος κι αν ήταν, παραλίγο να συνέβαινε κάθε φορά στην τελείως ξεφούσκωτη μονάδα: Πήγαινε να σκάσει. Όχι βέβαια από υπερηφάνεια όπως εκείνος, αλλά από το κακό της. Έτσι άρχισε να νιώθει με τον καιρό μια ανάγκη που δεν είχε υποψιασθεί ποτέ πως κρύβονταν μέσα της ή και που δεν είχε προβλεφθεί καν γι’ αυτήν αρχικά: Την ανάγκη να εκδικηθεί. Ώσπου κάποτε διαπίστωσε πως θα μπορούσε πράγματι να την ικανοποιήσει, συνδυάζοντάς την μάλιστα με κακεντρέχεια, που κι αυτή θα συνδυάζονταν με παρηγοριά. Και αυτό έγινε ως εξής: Παρατηρώντας και άλλους γειτονικούς της αριθμούς να κάνουν τα ίδια με τα δήθεν εμπόδια, διαπίστωσε ότι με το πρώτο κιόλας πήδημα πετύχαιναν κάτι πολύ περισσότερο από διπλασιασμό. Ένας απ' αυτούς τριπλασιάζονταν, ένας άλλος τετραπλασιάζονταν, και, ευφάνταστη όπως ήταν, μπορούσε κάλλιστα να φαντασθεί ότι και πολλοί από τους πιο μακρινούς θα γίνονταν εξίσου απότομα πολύ πιο μεγάλοι από τους εαυτούς τους. Να λοιπόν που και ο κοντινότερός της θα είχε κάθε λόγο να παραπονιέται, σκέφτονταν παρηγορούμενη και δη κακεντρεχώς. Αν όμως έκανε κι αυτός τις ίδιες σκέψεις για τους επομένους του και παρηγοριόνταν επίσης εξίσου κακεντρεχώς; Κι αν έκαναν και οι άλλοι τις ίδιες σκέψεις με ανάλογα συναισθήματα για τους επομένους τους; Πώς θα μπορούσε λοιπόν να τους εκδικηθεί; Άρχισε να αναζητεί άλλες αδυναμίες τους παρατηρώντας όσο γίνονταν πιο πολλές από τις ποικίλες δραστηριότητές τους. Τους έβλεπε να τοποθετούν πλάι στο κεφάλι τους μικρογραμμένους τους εαυτούς τους ή άλλους αριθμούς και τους άκουγε να διατείνονται ότι πολλαπλασιάζονταν και έτσι υψωνόμενοι, λέει, σε δυνάμεις. Άλλοτε τοποθετούνταν οι ίδιοι κάτω από λεγόμενα ριζικά και ποζάρανε ακίνητοι χωρίς να ξέρουν γιατί. Και κάθε τόσο μαζεύονταν μερικοί τους, οι μεν κάτω από μια σκαλωσιά, οι δε σκαρφαλωμένοι από πάνω, και παίζανε ένα ακατανόητο παιχνίδι που το ονομάζανε: τα κλάσματα. Όλα αυτά όμως της φαίνονταν τόσο γελοία ώστε δεν καταδέχονταν να τους εκδικηθεί δοκιμάζοντας να κάνει κι εκείνη τέτοια. Όχι, δεν υπήρχε άλλος τρόπος εκδικήσεως για τον πολλαπλασιασμό από τον ίδιο τον πολλαπλασιασμό. Συγκεντρώθηκε με πείσμα στην αναζήτησι μιας τέτοιας δυνατότητας ώσπου κάποτε παρατήρησε πως οι άλλοι αριθμοί δεν μεγάλωναν κάθε τόσο πολλαπλασιαζόμενοι μόνο με τον εαυτό τους, αλλά και μεταξύ τους. Αυτό ήταν! Τί θα γίνονταν αν συμμετείχε και η ίδια στις πολλαπλασιαστικές τους δραστηριότητες; Δεν αποκλείονταν να τους απόδειχνε ότι θα μπορούσε να τους μεγαλώσει πολύ περισσότερο από όσο κατάφερναν εκείνοι με τον εαυτό τους ή με όποιους άλλους. Θέλεις να σε πολ­λαπλασιάσω; ρώτησε τον κοντινότερό της. Αν νομίζεις, της απάντησε εκείνος αδιάφορα. Όρμησε με ενθουσιασμό καταπάνω του, τον άρπαξε σφιχτά απ’ το χέρι και άρχισε να πηδάει μαζί του το ένα μετά το άλλο τα δήθεν εμπό­δια. Πολύ σύντομα όμως διαπίστωσε πως χρειάζονταν να τον σέρνει τρέχοντας όλο και περισσότερο στις διαδοχι­κές αποστάσεις. Ο κοντινότερός της αριθμός παρέμενε ίδιος και απαράλλαχτος. Δεν με παρατάς στην ησυχία μου, της είπε και ξαναπήγε στη θέσι του. Η μονάδα παραλίγο να σκάσει απ’ το κακό της. Παρηγορήθηκε όμως αμέσως με τη σκέψι πως αυτός ήταν ο χειρότερος στον πολλαπλα­σιασμό. Όρμησε αδίσταχτα στον επόμενο και, χωρίς να ρωτήσει καν, τον άρπαξε σφιχτά με τα δυο της χέρια κι άρχισε να τον περνάει, σηκωτό σχεδόν, επάνω από τα δήθεν εμπόδια. Τότε άκουσε κάτι που την ξάφνιασε: Και αυτός και πολλοί άλλοι κοντινοί αριθμοί είχαν ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια. Η μονάδα έγινε κατάχλωμη και απο­σύρθηκε καταντροπιασμένη στη θέσι της. Ήταν αδύνατο λοιπόν να τους εκδικηθεί με πολλαπλασιασμό. Συγκεντρώ­θηκε έτσι στην αναζήτησι τουλάχιστον μιας δυνατότητας παρηγοριάς. Και πολύ σύντομα τη βρήκε με τη σκέψι να παρηγορηθεί, και μάλιστα αυτή τη φορά χωρίς καμια κακεντρέχεια, διαπιστώνοντας τί έκαναν και οι άλλες μονά­δες. Τί ήθελε να την κάνει αυτή τη σκέψι; Το παράπονό της μετατράπηκε σε ξάφνιασμα, το ξάφνιασμά της κορυφώθηκε σε τρέλα. Οι μονάδες που έβλεπε γύρω της ήταν άλλοι αριθμοί που παίρνανε τη μορφή της διαιρούμενοι με τον εαυτό τους. Δεν έφτανε δηλαδή που αρνούνταν να πολλαπλασιασθούν μαζί της, αλλά με την ύποπτη αυτή δραστηριότητα τη μιμούντανε κιόλας για να την κοροϊδέψουν, γιατί, όπως κατάλαβε τώρα, αυτή και μόνο ήτανε η μοναδική μονάδα. Δεν ένιωθε πιά ούτε παράπονο ούτε την ανάγκη για εκδίκησι ή για οποιοδήποτε άλλο είδος παρηγοριάς. Περιέπεσε σε βαθύτατη απόγνωσι, συγκεν­τρώθηκε στον εαυτό της και σκέφθηκε με κακεντρέχεια μια άλλου είδους ύποπτη δραστηριότητα: την αφαίρεσι. Με κακεντρέχεια για τον ίδιο τον εαυτό της. Και αφαιρέθηκε από τον εαυτό της και εξαφανίσθηκε. Χωρίς να προ­λάβει να σκεφθεί ότι και κάθε άλλος αριθμός ήταν μόνο αυτός. Χωρίς να προλάβει να φαντασθεί τί σήμαινε η εξαφάνισί της για όλους τους άλλους αριθμούς. Χωρίς να μάθει ποτέ πιά πως έτσι τους εκδικήθηκε μια για πάντα, με τον καταστρεπτικότερο δυνατό τρόπο.



Ο σχοινοβάτης

Το τσίρκο βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλεώς μας. Στο πρόγραμμά του δεσπόζει από καταβολής ο σχοινοβάτης. Οι γεροντότεροι θυμούνται όλη την ιεροτελεστία όταν ήταν παιδιά. Οι γονείς τους τούς χτένιζαν, τους στόλιζαν, και τους πήγαιναν στο τσίρκο κάθε Κυριακή. Για να παρακολουθήσουν με κατάνυξι τα διάφορα, τα ίδια πάντα, νούμερα, για να φρονηματιστούν, για να εμπνευσθούν, να μεταρσιωθούν από το ίδιο πάντα εκείνο καταπληκτικό νούμερο του φινάλε, που ήταν η εμφάνισι αυτού του ασύγκριτου σχοινοβάτη. Μεγαλοπρεπείς συνέκλιναν οι δέσμες των προβολέων στην οροφή του τσίρκου. Ρίγος σκόρπιζε στις κερκίδες η πολύφθογγη συνήχησι των σαλπίγγων. 0 παρατεταμένος βορβορυγμός των τυμπάνων τέντωνε τα νεύρα ως το έπακρο της αντοχής τους. Ο σχοινοβάτης πρέπει να εμφανίζονταν κάπου εκεί ψηλά. Τόσο ψηλά που ήταν αδύνατο να τον δει κανείς. Τα παιδιά τότε κι οι γονείς τους έκρυβαν τα πρόσωπα μες στα χέρια, κι οραματίζονταν τα παράτολμά του πηδήματα, κι η τυμπανοκρουσία και το σάλπισμα ενώνονταν με τους χτύπους της καρδιάς τους σ' έναν άβυθο απολυτρωτικόν ίλιγγο. Και τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα, οι γονείς διηγόνταν στα παιδιά πως στον καιρό τους το καταπληκτικό αυτό νούμερο ήταν ακόμα πιο καταπληκτικό. Πως ο σχοινοβάτης εμφανίζονταν ακόμα ψηλότερα, ακόμα πιο αθέατος, ακόμα πιο ασύγκριτος. Αυτά θυμούνται κι αυτά διηγούνται σήμερα σ' εμάς οι γεροντότεροι.

II

Το τσίρκο βρίσκεται, φυσικά, πάντα κοντά στο κέντρο της πόλεώς μας. Οι διαφημίσεις του προγράμματός του πληθαίνουν μέρα με τη μέρα στους τοίχους, γίνονται όλο και μεγαλύτερες, όλο και πιο συναρπαστικές. Τα νούμερα, τα ίδια πάντα, έχουν λιγοστέψει κάπως. Το κυριότερο, κορωνίς του όλου προγράμματος, παραμένει η εμφάνισι του σχοινοβάτη στο φινάλε. Το καταπληκτικό αυτό νούμερο δεν έχει χάσει τίποτα από την καταπληκτικότητά του. Ο σχοινοβάτης εξακολουθεί να είναι το ίδιο μοναδικός, το ίδιο ασύγκριτος. Οι παλιές φήμες δεν σταμάτησαν ποτέ να κυκλοφορούν στην πόλι μας, να κυριαρχούν στις συζητήσεις μας, να συγκλονίζουν τα όνειρά μας: Πως ο σχοινοβάτης είναι ο ίδιος ο διευθυντής του τσίρκου, πως η διεύθυνσι του τσίρκου είναι η μυστική υπερδιεύθυνσι της πόλεώς μας. Μια μικρή αλλαγή σημειώθηκε μόνο στο νούμερο. Πολλοί υποψιάζονται πως αποφασίσθηκε επειδή ο σχοινοβάτης έχει γεράσει, ίσως, λίγο. Άλλοι επιμένουν πως η αλλαγή αυτή έγινε αναπόφευκτη στις μέρες μας, ύστερα από τα πρώτα κρούσματα αμφιβολίας που άρχισαν να επισημαίνονται σ' ένα ελάχιστο, ευτυχώς, μέρος του κοινού. Ο σχοινοβάτης πάντως δεν εμφανίζεται πιά τόσο ψηλά όσο άλλοτε. Βρίσκεται τώρα πολύ κοντά μας.
Τα τύμπανα και οι σάλπιγγες ηχούν μεγαλειωδώς στο φινάλε. Σκορπίζουν το ίδιο ρίγος μέσα μας, τεντώνουν τα νεύρα μας ως το έπακρο της αντοχής τους. Εκτυφλωτικοί, στρέφονται τότε οι προβολείς καταπάνω στο κοινό. Σκεπάζομε τα ερεθισμένα μάτια μας με τα χέρια. Και οραματιζόμαστε τα παράτολμά του πηδήματα. Ο σχοινοβάτης μπορεί να βρίσκεται τώρα μια πιθαμή επάνω απ’ το κεφάλι μας. Μπορεί να βρίσκεται μια πιθαμή επάνω από το έδαφος του στίβου και να πηγαινοέρχεται άνετα σε μια ευρύχωρη σανίδα. Ο σχοινοβάτης μπορεί να μην εμφανίζεται πιά και καθόλου. Είμαστε όμως μια ώριμη γενεά. Όλοι γνωρίζουμε τώρα πως η αίσθησι του απολυτρωτικού αυτού ιλίγγου είναι αυστηρώς προσωπική υποχρέωσι του καθενός από μας.

III

Στο κέντρο ακριβώς της πόλεως, ψηλότερο, επιβλητικότερο απ’ όλα τ’ άλλα, το κτήριο του τσίρκου. Τεράστιες διαφημίσεις του προγράμματός του σε κάθε δρόμο, σε κάθε γωνία. Απ’ όσο μπορούν να θυμηθούν κι οι γεροντότεροι ακόμα, το πρόγραμμα του τσίρκου παραμένει πάντα το ίδιο, απολύτως αναλλοίωτο. Και αποτελείται από ένα μόνο νούμερο: Την εμφάνισι του σχοινοβάτη. Οι κάτοικοι σχηματίζουν ατέλειωτες ουρές εμπρός στα ταμεία για να εξασφαλίσουν τα πανάκριβα εισιτήρια. Και κάθε βράδι, την ίδια πάντα ώρα, συντελείται η θαυμάσια, η υπέροχη, η περίλαμπρη εμφάνισί του. Με τη σύντομη υποβλητική υπόκρουσι σαλπίγγων και τυμπάνων, ανοίγει η αυλαία της εισόδου στον στίβο. Κι αμέσως μετά νεκρική ησυχία. Υπόκωφα, δυσοίωνα, τρομακτικά αντηχούν τότε από το βάθος τα βήματα. Ένας πελώριος ελέφας εμφανίζεται, πλησιάζει, στέκει στο κέντρο ακριβώς του στίβου. Στον καλοστερεωμένο μαλθακό θρόνο της ράχης του, ανακλαδίζεται ράθυμα ο ασύγκριτος σχοινοβάτης. Τα μάτια του είναι κλεισμένα σχεδόν από το πάχος. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος αν το βλέμμα του σχοινοβάτη δεν είναι καρφωμένο ειδικά σ' αυτόν εκείνη τη στιγμή. Δεν ακούγεται παρά το σπασμωδικό κροτάλισμα των δοντιών τού κοινού. Με αργές κινήσεις αρχίζει ο σχοινοβάτης το νούμερό του. Βγάζει τη χρυσοποίκιλτη ταμπακέρα του, τραβάει με τα φορτωμένα πολύτιμους λίθους παχουλά του δάχτυλα ένα μακρύ χρωματιστό τσιγάρο, και το ανάβει προσεκτικά με τον αδαμαντοκόλλητο αναπτήρα του. Πυκνές τολύπες καπνού ανεβαίνουν και γεμίζουν σιγά-σιγά τη στήλη του προβολέως που τον φωτίζει καθέτως από την οροφή, μοναδική πηγή φωτός στη χαώδη αίθουσα του τσίρκου. Όταν το τσιγάρο φτάσει στη μέση, ο σχοινοβάτης το εκσφενδονίζει με μια ειδική κίνησι του δείκτη ίσια μπροστά του, μες στο κοινό. Αυτό είναι το σύνθημα. Το σύνθημα που περιμένει ο ελέφας. Σηκώνει απειλητικά την προβοσκίδα του κι εκβάλλοντας ένα απαίσιο ουρλιαχτό ορμάει προς το κοινό. Πανικός ξεσπάει παντού. Κραυγές φρίκης ακούγονται απ’ όλες τις μεριές. Πατείς με - πατώ σε εγκαταλείπουν οι θεατές το τσίρκο, ξεχύνονται, τρέχουν έξαλλοι στους δρόμους της πόλεως, και κλειδαμπαρώνονται και τρέμουν όλη τη νύχτα στα σπίτια τους.





Τέσσερα υπερλεξιστικά κείμενα

Το Μπούθι είναι ένα έκφυλο μεγαθήριο, που λυμαίνεται την περιοχή Μουδάγκα. Από σκαντζόχοιρο μέχρι ελέφαντα και ιθαγενή, δεν έχει αφήσει κανέναν που να μην έχει επανειλημμένως ασελγήσει μαζί του κατά τον αισχρότερο τρόπο. Μια μέρα συναντά τον μόλις αφιχθέντα ιεραπόστολο Ιερώνυμο Τεγ, τον καταδιώκει και τον αποκλείει σε μια σπηλιά. Παρά τις προσευχές του, αλλά και τις συνεχείς φλαμολύσεις του αχώριστού του πίγκι-πίγκι, ο Ιερώνυμος Τεγ δεν θα μπορέσει να γλιτώσει. Το Μπούθι θα τον μακλαθαρώσει τελικά και θα διαπράξει μαζί του γλουτοβλεννώσεις, οπισθοπεθουσίες και άλλα ακατονόμαστα όργια.



Ενας γεωπαταθιασμένος υπάλληλος εγκαταλείπει το πάρκο, ξαναγυρίζει στο γραφείο του και ζητάει να συνεχίσει τη δουλειά του. Ο προϊστάμενος και οι συνάδελφοί του γίνονται έξω φρενών. Του λένε ότι είναι γεωπαταθιασμένος και ότι δεν έχει καμιά δουλειά εκεί πιά. Αυτός επιμένει, γίνεται μεγάλος σαματάς και καταφθάνει η αστυνομία. Με τη βοήθεια της αστυνομίας, τον παίρνουν, τον ξαναπάνε στο πάρκο και τον γεωπαταθιάζουν πάλι, για καλά αυτή τη φορά.





Πλήθος πιστοί συνωστίζονται, λιμώττοντες και ετοιμοθάνατοι, κάτω από ένα μπαλκόνι, και περιμένουν να βγει ο Αβαγλαώρ να τους σκορπίσει το σωτήριο λάχθα. Πολλοί έχουν αρχίσει κιόλας ν’ αμφιβάλλουν αν θα βγει ποτέ ο Αβαγλαώρ και μερικοί προχωρούν ως την υποψία ότι ο Αβαγλαώρ δεν μένει καν εκεί. Δεν έχουν δίκιο. Εκεί μένει ο Αβαγλαώρ, και η μπαλκονόπορτα ανοίγει κάποτε πράγματι και ο Αβαγλαώρ βγαίνει. Τους λέει όμως κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να τους σκορπίσει λάχθα, γιατί δεν υπάρχει καθόλου, και να πάψουν να τον σκοτίζουν και να σηκωθούν να φύγουν με το καλό, να μην αναγκαστεί να τους ρίξει λίχθι, και αλίμονό τους. Και κλείνει πάλι την μπαλκονόπορτα και χάνεται.





Η θράπα είναι μια κατάστασι οξύτατης ομαδικής κρίσεως μακράς διαρκείας, με πολύπλοκες εκδηλώσεις και απρόβλεπτα συμπτώματα, που προέρχεται από έναν συνδυασμό σαδομαζοχιστικής βιαιοπάθειας, λιμπιντοκορυβαντικής αλλοφροσύνης, μανιοεκστασιακής ασυγκρατησίας και άλλων σκοτεινών ενορμήσεων που δεν έχουν διερευνηθεί ακόμα επαρκώς. Πέρα από διαφορές κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, ισχυρότερη από κάθε ψυχολογικό ή ηθικό φραγμό, και απ’ αυτό ακόμα το ένστικτο αυτοσυντηρήσεις, ξεσπάει αναπάντεχα και ορμητικά μόλις συναντηθούν υπό κατάλληλες συνθήκες περισσότεροι από έναν θραπικοί. Μια τέτοια συνεύρεσι έγινε στο μαγαζί του λαγναρμένιου Μπιθουλιάν, τη στιγμή που το επισκέπτονταν για πρώτη φορά ο ευυπόληπτος έμπορος Παστροκωλαράκης, ακολουθούμενος τυχαία από δύο ξυπόλητους αχθοφόρους της περιοχής, τον Γαβουνέ και τον Μαμουνέ. Κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκαν εκεί αμέσως μετά και οι δύο σιαμαίοι Βούζοι. Η πόρτα έκλεισε σαν από μόνη της κι όλοι τους κοιταχτήκανε με μια θραπική λάμψι στα μάτια. Η ομαδική κρίσι τους διάρκεσε ολόκληρα μερόνυχτα. Στην πρώτη φάσι είχαν πέσει μες στο βουρκί του μαγαζιού και χλιχλίβαν. Πολύ σύντομα όμως άρχισαν να τουμποκορδωμπαχλιάζονται, να τρεμουλοπεφτοθριάζουν και να ιαχογαυλιούν. Κι ύστερα ασταμάτητα πιά να λυσσοβουτοπαφτιάζουν, να εναλλασσοπθακίζονται και να αλληλοσφιχτομπλάφουν. Απερίγραπτο το τι κάνανε ο ένας τ’ αλλουνού: κοιλιοδοντοτσικδισμούς, φτερνοσβερκοτρίγγια και απανωτές λαχτάρ-καπουλοφρίξεις. Ο Γαβουνές βαυλάκισε εξουθενωτικά τον Παστροκωλαράκη, οι Βούζοι μακλατέψανε τραχύτατα τα οπίσθια του Γαβουνέ και ξαναβαυλακίσανε τον αναίσθητο πιά Παστροκωλαράκη, ο Μπιθουλιάν κατάφερε να γλιβδικώσει τρία αφτιά των Βούζων, παρά το ότι ο Μαμουνές τού τζιτζίφτιζε κάθε τόσο τα ούλα. Την πρώτη μέρα κιόλας ο Παστροκωλαράκης πλάνταξε. Τη δεύτερη ο Μπιθουλιάν θάσπιφε μες στο βουρκί που πηχτογλοιογλούσε ολόκληρο από κρεατοσίελο και ιδρωμυελόρροια. Οι κατά πολύ ανθεκτικότεροι άλλοι εξακολούθησαν να θραπακιάζουν ακόμα μια νύχτα. Και τα χαράματα ο Γαβουνές και ο Μαμουνές ήταν του θανατά και οι Βούζοι είχαν ξεκολλήσει.




Το κύμα

Ήμουν στο κέντρο ενός απέραντου, γαλήνιου ωκεανού.
Απόλυτα ήρεμος.
Δεν κολυμπούσα. Το νερό μού έφτανε ως τον λαιμό.
Δεν άκουγα τίποτα. Δεν κοίταζα τίποτα. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Δεν περίμενα τίποτα.
Ήμουν στο κέντρο αυτού του ωκεανού σαν να βρισκόμουν εκεί από την αρχή του Χρόνου.
Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο από τον ωκεανό και από μένα.
Τίποτ’ άλλο.
Και ξαφνικά: Η ηρεμία ράισε σαν κρύσταλλο.
Μια βαθιά καταστροφή συντελέστηκε. Μια καταστροφή τελεσίδικη.
Κάπου. Γύρω μου. Μέσα μου.
Πανικός με κυριεύει.
Κάτι είναι τώρα εδώ.
Κάτι άλλο. Κάτι επιπλέον. Κάτι εκτός από τον ωκεανό και από μένα.
Μια μακρινή, απροσδιόριστη απειλή.
Ένα βαρύ προαίσθημα.
Το προαίσθημα μιας Έλευσης.
Ρίγος διατρέχει την πλάτη μου.
Είναι κάτι που έρχεται.
Είναι κάτι που έρχεται από πίσω μου.
Το νιώθω. Είν’ ένα κύμα.
Το ξέρω· είν’ ένα κύμα που πρόβαλε απότομα στον ορίζοντα.
Και το κύμα αυτό έρχεται τώρα καταπάνω μου.




Το σκηνικό

Βάδιζα νύχτα σε μιαν άγνωστη πολιτεία.
Οι δρόμοι ήταν στενοί και περίπλοκοι, στρωμένοι με μικρές τετράγωνες πλάκες. Πολυόροφα μέγαρα πλαισίωναν την πορεία μου. Τα φανάρια του γκαζιού μόλις φώτιζαν τη βάσι των σιωπηλών τους προσόψεων, που χάνονταν ψηλά στο σκοτάδι. Ούτ’ ένα φωτισμένο παράθυρο.
Όλες οι πόρτες κλειστές.
Ήταν μια ακατοίκητη πολιτεία.
Χτύπησα, πολλές φορές, σε βαριά μπρούντζινα ρόπτρα.
Καμιά αντήχησι δεν απαντούσε.
Χτύπησα πολλές φορές απελπισμένα, με τα δυο μου χέρια. Ο ήχος ακούγονταν κούφιος από μέσα. Απλώνονταν κι αναρουφιόνταν σ’ ένα άμορφο κενό.
Πίσω απ’ τις προσόψεις αυτές δεν υπήρχαν ούτε σκάλες, ούτε διάδρομοι, ούτε δωμάτια. Η πολιτεία αυτή ήταν ένα απέραντο σκηνικό.
Σκέφθηκα να τρέξω, να προσπαθήσω να βγω όσο μπορούσα πιο γρήγορα από κει μέσα. Μα μόλις έκανα το πρώτο πήδημα, ένιωσα το πόδι μου να βυθίζεται. Η πλάκα που είχα πατήσει έσπασε σαν τζάμι. Τα κομμάτια έπεσαν προς τα μέσα και χάθηκαν αθόρυβα. Στη θέσι της έμεινε μια τετράγωνη οπή. Έκανα δυο βήματα πίσω, γονάτισα και έσκυψα από πάνω της.
Μια καυτή αναθυμίασι τύλιξε το πρόσωπό μου.
Ένιωσα έναν απροσδιόριστο όγκο ν’ αναδεύεται από κάτω και να πλησιάζει.
Στο μισόφωτο των φαναριών, ξεχώρισα ένα πρόσωπο. Ένα ανθρώπινο πρόσωπο, που ήρθε και σφηνώθηκε στο πλαίσιο της οπής, μια πιθαμή μπροστά από το δικό μου. Τ’ ανεστραμμένα μάτια του γυάλιζαν κατάλευκα. Τα σφιγμένα δόντια του σκεπάζονταν απ’ τους αφρούς μιας άφωνης λύσσας.
Σηκώθηκα με τρόπο και απομακρύνθηκα στα νύχια.
Τώρα ξέρω. Δεν είμαι μόνος εδώ.
Το υπέδαφος αυτής της πολιτείας είναι γεμάτο από τέτοια πρόσωπα. Κάτω απ’ τις εύθραυστες πλάκες των ατέλειωτων αυτών δρόμων, ένα πλήθος από τέτοια πρόσωπα γνωρίζει την παρουσία μου. Και περιμένει.



Το πλησίασμα

Καθόμουν στη μοναδική καρέκλα, που βρίσκονταν στη μέση ακριβώς της πλατείας.
Η πλατεία ήταν έρημη. Καθόμουν απόλυτα μόνος.
Ο άλλος με πλησίασε.
Δεν ξέρω από πού ήρθε. Δεν μπορώ να πω αν ήρθε επειδή με είδε τυχαία να κάθομαι εκεί ή αν γνώριζε την
παρουσία μου από πολύ πριν περιμένοντας να πλησιάσει όταν έπρεπε.
Με πλησίασε αθόρυβα χωρίς να βιάζεται. Στάθηκε μπροστά μου και περίμενε, σε στάσι παρατεταμένης υπόκλισης, έχοντας το δεξί του χέρι ακουμπισμένο στο στήθος και το αριστερό πίσω απ’ την πλάτη του.
Μια λευκή ετικέτα ήταν κολλημένη στο μέτωπό του. Κάτω απ’ αυτή, τα μάτια του με εξέταζαν προσεχτικά.
Τράβηξα τον στυλογράφο απ’ την τσέπη μου, τον ξεβίδωσα και έγραψα στην ετικέτα του μετώπου του. Έγραψα αργά, με πεποίθησι και επίγνωσι.
Έγραψα: «Ξένος».
Βίδωσα πάλι τον στυλογράφο μου, τον τοποθέτησα στην τσέπη μου και περίμενα.
Τότε ο άλλος παρουσίασε το αριστερό του χέρι. Κρατούσε ένα εγχειρίδιο.
Αργά, με πεποίθησι και επίγνωσι, μου το βύθισε ολόκληρο στην κοιλιά.





Ο πόλεμος
(απόσπασμα)

Ο τροχιόδρομος διαγράφει αργά ένα ημικύκλιο από την άλλη πλευρά της πλατείας κουδουνίζοντας συνεχώς. Αρχίζω να εγκαταλείπω την πόλι. Όρθιος, κρατημένος από μια λαβή, σκύβω κάθε τόσο και προσπαθώ να δω έξω ανάμεσα στους συνεπιβάτες μου που με πιέζουν από παντού. Ο τροχιόδρομος κυλάει λίγο πιο γρήγορα στη λεωφόρο απ' όπου είχε μπει ο άλλος πριν. Είναι πολύ πλατύτερη από τον δρόμο που με είχε οδηγήσει στην πλατεία, κατάφωτη, με πυκνή κυκλοφορία στην άσφαλτο και τα πεζοδρόμια. Σ’ ένα σημείο προλαβαίνω να δω μια νεκροφόρο σταματημένη αντίθετα προς το ρεύμα και πλήθος ανθρώπων που στέκονται και ακούν προφανώς κάποιο ανακοινωθέν. Ίσως στο επόμενο κιόλας θα αναφέρεται η δράσι της μονάδας μου. Και σε μια έκρηξι αισιοδοξίας: Ίσως θα ’χω συντελέσει κιόλας σημαντικά σε μια τέτοια τιμητική αναφορά της. Σ' ένα άλλο σημείο προσπερνάμε ένα άρμα μάχης μ’ έναν ευθυτενή αξιωματικό στον πυργίσκο που έχει κοκαλώσει σε στάσι χαιρετισμού προς το μέρος μας, συγκινημένος όπως μου φάνηκε. Είμαι βέβαιος πως ένας τόσο άψογος χαιρετισμός και μια τέτοια έκφρασι προβλέπονται μόνο για έναν τροχιόδρομο που κατευθύνεται προς τις παρυφές. Η εντύπωσι αυτή ενισχύεται με την πρώτη ματιά στους συνεπιβάτες μου: Οι μισοί σχεδόν φορούν στολή. Και οι πιο πολλοί απ’ όσους κατεβαίνουν στην πρώτη στάσι φορούν πολιτικά. Από την είσοδο πίσω μου εισβάλλουν μερικοί τραγουδώντας ένα ενθουσιαστικό εμβατήριο. Εκτός από δυο-τρεις είναι όλοι τους στρατιωτικοί. «Ησυχία!» φωνάζει ένας καθήμενος πολίτης. «Δεν ανήκουμε όλοι στην ίδια οργάνωσι.» Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι: «Εσείς δεν ανήκετε σ' εμάς!» του φωνάζω. «Σίγουρα θα εγκαταλείψετε το όχημα πολύ πριν από τις παρυφές.» Το εμβατήριο σταματάει πάντως, κάποιος από πίσω μου ανακράζει: «Εύγε!» Ένας πολίτης που κάθεται πλάι μου με κοιτάζει από πάνω ως κάτω. Εγώ όμως αισθάνομαι τώρα ενισχυμένος ανάμεσα σε δικούς μου που υπερτερούν: «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» του λέω. «Δεν φτάνει που κάθεσαι και αφήνεις όρθιους τους στρατιωτικούς;» «Εύγε!» ακούγεται πάλι η φωνή από πίσω. Και μια άλλη, πεντακάθαρα μες στην ησυχία: «Πότε θα θεσπισθεί επιτέλους ο σεβασμός κάποιας ιεραρχίας για μια αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του πολέμου;» 0 πολίτης κάνει έναν μορφασμό και γυρίζει προς το παράθυρο. Θέλω να ενισχύσω αυτόν που άκουσα από πίσω μου: «Αυτός ο σεβασμός θα επιβληθεί κάποτε σ' αυτή την πόλι μόνο από κει όπου πηγαίνουμε εμείς τώρα», λέω δυνατά και ευδιάκριτα στρίβοντας το κεφάλι προς τη διεύθυνσί του και κοιτάζοντας, επειδή δεν μπορώ να τον δω, την οροφή. Στην ησυχία που ακολουθεί ακούγονται πάλι από διάφορες μεριές χαμηλόφωνες συζητήσεις και στην επόμενη στάσι ξαναντηχεί σαν μ’ ένα σύνθημα το εμβατήριο. Οι τραγουδιστές κατεβαίνουν και το συνεχίζουν βαδίζοντας ο ένας πίσω από τον άλλο ανάμεσα στους διαβάτες.
Οι στάσεις απέχουν πολύ μεταξύ τους, η φωταψία και η κυκλοφορία στη λεωφόρο δεν ελαττώνονται καθόλου. Κάποιος σηκώνεται δεξιά μου για να κατέβει, παίρνω αμέσως τη θέσι του. Μπαίνουμε σε μια μεγαλύτερη πλατεία με ψηλότερα κτήρια που οι προσόψεις τους κατακλύζονται από επιγραφές και διαφημίσεις. Σε μερικές είναι τοποθετημένοι πεσόντες μ’ έναν διακοσμητικό τρόπο που δεν έχω ξαναδεί: Είναι στηριγμένοι με το πέλμα του ενός ποδιού στον τοίχο, με το σώμα γερμένο στο κενό, το άλλο πόδι κεκαμένο και τα χέρια ανοιχτά σαν να ετοιμάζονται να πετάξουν. Μερικοί τους κραδαίνουν τουφέκια, σπαθιά ή λόγχες. Αυτή τη φορά μπήκαν λιγότεροι επιβάτες απ' όσους κατέβηκαν, οι όρθιοι αραίωσαν λίγο και όπως διαπιστώνω με κάποια έκπληξι οι περισσότεροι είναι πολίτες. Ο τροχιόδρομος προχωρεί τώρα με αυξημένη ταχύτητα σε μια επίσης πολύκοσμη λεωφόρο. Είμαι βυθισμένος σε σκέψεις. Τόσες εντυπώσεις, τόσες συζητήσεις, τόσες μελέτες μια μέρα ολόκληρη κι ως τώρα αργά μες στη νύχτα, κι όμως μου διαφεύγουν ακόμα σημαντικές πληροφορίες. Δεν υφίσταται λοιπόν, ούτε σ' ένα όχημα που κατευθύνεται προς τις παρυφές ούτε και στις περιοχές απ’ όπου περνάει, καμιά ένδειξι του πλησιάσματος στη γραμμή του πυρός; Περνάμε πάλι από μια μεγάλη πλατεία. Αυτοί που μπήκαν ήταν πολύ λιγότεροι απ' όσους κατέβηκαν. Οι όρθιοι έχουν αραιώσει. Τα κινούμενα πολύχρωμα φώτα στις προσόψεις δεν είναι πιά παραζαλιστικά, όλες τους καλύπτονται κατά μέγα μέρος με στενές προεξοχές όπου στέκονται στη σειρά, ακουμπιστοί ο ένας πλάι στον άλλο, πεσόντες. Έτσι είναι τοποθετημένοι και κατά μήκος της λεωφόρου που ακολουθεί και στην επόμενη πλατεία, όπου μάλιστα καλύπτουν τη θέα της κινήσεως στα πεζοδρόμια επειδή έχουν στηθεί και επάνω σε χαμηλές μάντρες κατά μήκος των ρείθρων. Δεν μετράω πιά τις πλατείες και τις λεωφόρους που εναλλάσσονται, η φωταψία και η κίνησι μειώνονται και αυξάνονται συνεχώς οι πεσόντες, στημένοι κατά μήκος των τοίχων και σε προεξοχές των προσόψεων, όπως και σε μπαλκόνια και σε παράθυρα και σε στέγες. Μέσα στον τροχιόδρομο δεν στέκεται κανείς πιά όρθιος, οι καθήμενοι λιγοστεύουν. Στην πλατεία όπου μπαίνουμε οι πεσόντες παρεμποδίζουν την κίνησι των διαβατών. Είναι στημένοι σε πυκνούς ζυγούς στους τοίχους και τα ρείθρα καθώς και μεμονωμένοι στη μέση του πεζοδρόμιου. Τώρα που δεν υπάρχουν πιά όρθιοι επιβάτες μπορώ να δω και το μνημείο στο κέντρο της πλατείας. Είναι ένας πανύψηλος σωρός από ανάκατα στοιβαγμένα σώματα πεσόντων. Η συνεχής αραίωσι των επιβατών, η ασταμάτητη πύκνωσι των πεσόντων: Αυτή είναι λοιπόν η ένδειξι του πλησιάσματος Στην επόμενη στάσι, μόλις ανοίγει η πόρτα για να κατέβουν κάποιοι, εισβάλλει στο όχημα όσο ποτέ δυνατός ο βόμβος του πυροβολικού. Για πρώτη φορά αναπηδά μες στον ενθουσιασμό μου για τη μετάβασι στη ζώνη του πυρός ένας πρωτόγνωρος φόβος. Στη σχεδόν έρημη πλατεία που βλέπω τώρα οι πεσόντες δυσκολεύουν και την κίνησι των οχημάτων: Είναι στημένοι και σε διάφορα σημεία της ασφάλτου
Έχουμε αφήσει πίσω μας και τους τελευταίους οικισμούς, ο τροχιόδρομος αναπτύσσει όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα προσπερνώντας κάθε τόσο φορτηγά αυτοκίνητα σε μια λεωφόρο που πλαισιώνεται από κατάφωτα εργοστάσια. Όσο μπορώ να διακρίνω μες από τις σταγόνες του ψιλόβροχου στα τζάμια, οι πεσόντες είναι παραταγμένοι στα ρείθρα της λεωφόρου όπως και από τις δυο μεριές των ευθύγραμμων παρόδων. Πολύ λίγοι απ’ όσους κινούνται εκεί φορούν στρατιωτικά, οι περισσότεροι είναι ντυμένοι με φόρμες. Σε μια περιφραγμένη έκτασι ανάμεσα στα εργοστάσια στέκονται στη σειρά άρματα μάχης που γυαλίζουν μεταλλικά. Περνώντας εμπρός από μια άλλη αναπηδώ. Είναι γεμάτη από τεράστια αληθινά τηλεβόλα. Βρίσκομαι στη βιομηχανική περιοχή απ’ όπου ανεφοδιάζεται το μέτωπο. Αντηχεί η φωνή του οδηγού: «Προτελευταία στάσις!» Εκτός από μένα απομένουν ακόμα τρεις επιβάτες που κάθονται εμπρός. Κανείς τους δεν φοράει στολή και δεν είναι οπλισμένος. Σηκώνονται. Μόλις ανοίγει η πόρτα ο βόμβος του πυροβολικού εισβάλλει στο όχημα όσο ποτέ τρομακτικός. Η έντασί του δεν είναι σταθερή. Ένα μίγμα από ομοβροντίες κάνει τα τζάμια να τρέμουν. Ένας από τους τρεις που κατεβαίνουν σκεπάζει με τα χέρια τα αφτιά του. Η πόρτα κλείνει, ο θόρυβος του άδειου οχήματος που αναπτύσσει αμέσως μεγάλη ταχύτητα δεν καλύπτει πιά τις βροντές των τηλεβόλων. Βρίσκομαι στην εσχατιά των μετόπισθεν. Όσο παίρνει το μάτι μου μες στην ομίχλη που αρχίζει να σχηματίζεται, τα κτήρια γίνονται διαρκώς χαμηλότερα και αραιότερα και τα φώτα τους λιγοστεύουν. Ξεχωρίζω όλο και ψηλότερους σωρούς απορριμμάτων, ανάμεσά τους χαλασμένα άρματα μάχης κι άλλα οχήματα και σπασμένα τηλεβόλα. Στους στύλους φωτισμού, που εναλλάσσονται πολύ κοντά στις σιδηροτροχιές, στηρίζονται πεσόντες με κουρελιασμένα ρούχα, με σπασμένα δάχτυλα και φθαρμένα πρόσωπα, μερικοί χωρίς το ένα ή και τα δυο μάτια. Η λεωφόρος έχει μεταβληθεί σ' έναν χωματόδρομο με νερόλακκους. Η ταχύτητα ελαττώνεται, ο τροχιόδρομος κάνει μισή στροφή σε μια έρημη πλατεία με κάτι σκοτεινά κτίσματα που φαίνονται σαν αποθήκες και σταματάει. Τραντάζεται από τις κοντινές ομοβροντίες. «Τέρμα!» φωνάζει δυνατά ο οδηγός κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. Ένα εκκωφαντικό πανδαιμόνιο με υποδέχεται στο άνοιγμα της πόρτας. Είναι τόσο επικίνδυνο ώστε δεν νιώθω πιά κανέναν φόβο. Και κανέναν ενθουσιασμό. Προχωρώ αποφασιστικά προς τα εκεί που εντείνεται περισσότερο. Λίγα βήματα με χωρίζουν ακόμη από το μέτωπο. Γυρίζω για μια στιγμή το κεφάλι μου. Ο τροχιόδρομος απομακρύνεται. Πέρα από τα φώτα της βιομηχανικής περιοχής απλώνεται μια ανταύγεια. Κάπου εκεί με περιμένει ίσως ακόμα η μητέρα μου. Και η ξανθιά κοπέλα. Και μια νέα γυναίκα που με αγαπάει θα υπόσχεται τη θριαμβευτική επιστροφή μου στο παιδί μας. Η αραιή ομίχλη σπαθίζεται από στρεφόμενους προβολείς επάνω σε πύργους που οροθετούν την εσχατιά των μετόπισθεν. Όπως βαδίζω με το κεφάλι σκυφτό τα αφτιά μου πονάνε διαρκώς περισσότερο. Οι κεραυνικές ομοβροντίες φθάνουν στο κατακόρυφο, με δονούν ολόκληρο, από πολύ κοντά. Από πάνω μου. Σηκώνω το κεφάλι μου. Πίσω από τους πύργους υψώνονται πελώριοι πυλώνες. Στις κορυφές τους εξέχουν τεράστια πανίσχυρα μεγάφωνα. Κι αμέσως μετά η ομίχλη πυκνώνει απότομα, σχηματίζει έναν γκρίζο τοίχο. Η πόλι είναι όπως φαίνεται κυκλωμένη απ’ αυτό το φράγμα της ομίχλης και από μια απέραντη σειρά τέτοιων μεγαφώνων, που την κατακλύζουν με βόμβο πυροβολικού. Πού βρίσκεται λοιπόν το μέτωπο; Πώς θα φθάσω στη μονάδα μου; Ορμάω απεγνωσμένα προς τα εμπρός. Δεν βλέπω τίποτα πιά, προσκρούω σ’ ένα συρματόπλεγμα, το χέρι μου δέχεται μια τρομερή ηλεκτρική εκκένωσι, το σώμα μου συγκλονίζεται, η καρδιά μου σταματά, το μυαλό μου αρχίζει να θολώνει, σωριάζομαι στο λασπωμένο έδαφος. Πίπτω ηρωικώς, στον πρώτο και τελευταίο πόλεμο αυτής της μοναδικής πόλεως, που δεν μπορώ πιά να υπερασπίσω.



Η περίπτωσι μηδέν

Τώρα μέσα σ' αυτήν την απέραντη λευκότητα σ' αυτήν την απέραντη γη σ' αυτήν την απέραντη θάλασσα σ' αυτόν τον απέραντο ουρανό που συμπυκνώνονται σ’ έναν βράχο σ’ αυτόν τον απέραντο βράχο που υποδέχεται το σώμα μου το σώμα μου το σώμα μου το απέραντο σώμα μου που κλείνει μέσα του τη ζωή μου τη ζωή μου τη ζωή μου τη σκέψι μου τη σκέψι μου την ύπαρξί μου την ύπαρξι από την αρχή ώς το τέλος της από την άναρχη αρχή ως το ατελεύτητο τέλος αυτής της απέραντης λευκότητας, τώρα, τώρα στη γη της Ελλάδας, στη θάλασσα του Αιγαίου, στον αιμάτινο ουρανό των κλειστών μου ματιών, στον πυρωμένο βράχο που υποδέχεται το σώμα μου, τώρα που γύρισα στην πατρίδα μου, που ακούω τον φλοίσβο της θάλασσας, απέναντι στον απύθμενο ουρανό των ανοιχτών μου ματιών, επάνω στον σκληρό βράχο αυτού του νησιού, τώρα που πέρασαν από κάτω μου οι χιονισμένες κορυφές των Άλπεων, που χάθηκαν πίσω μου οι γοτθικές εκκλησίες μες στην ομίχλη, οι ιριδισμοί των διαφημίσεων στη βρεμένη άσφαλτο μες στην ερημιά των πολυθόρυβων νυχτερινών λεωφόρων της ξενιτιάς, και τη βλέπω πάλι, όπως κάθεται λίγο πιο κάτω σ’ έναν σκληρό πυρωμένο βράχο, όπως την κοιτάζει, και γυρίζω και την κοιτάζω κι εγώ, και την κοιτάζουμε πάλι μαζί, όπως στέκεται με το νερό ως τα γόνατα και μαζεύει πάλι κοχύλια

του μοιάζει τόσο πολύ μερικές στιγμές, όπως εξέταζε μόλις τόσο σοβαρά ένα κοχύλι μες στην παλάμη της, και σούφρωσε για λίγο τα χείλια της, αναποφάσιστη, κι ύστερα αποφάσισε απότομα πως δεν της άρεσε, κι έκανε εκείνη την τόσο δικιά του κίνησι, και το πέταξε, όπως είχε τραβήξει ένα συρτάρι γεμάτο χαρτιά από το γραφείο του, και κάθονταν στο χαλί και τα ξεδιάλεγε, και κάθε τόσο σούφρωνε για λίγο τα χείλια του, αναποφάσιστος, κι ύστερα αποφάσιζε απότομα πως αυτό δεν χρειάζονταν, ούτε κι εκείνο, και τα πέταγε στη φωτιά, κάνει πολλή ζέστη σήμερα

κάνει πολλή ζέστη, πίσω απ' αυτά τα θολά τζάμια, εμπρός σ’ αυτό το γραφείο, γεμάτο ξενόγλωσσα χαρτιά, όπως πέφτουν έξω ασταμάτητα μεγάλες άηχες νιφάδες, όπως ακούγεται στο ακουστικό η φωνή, από μια άλλη πόλι, πρόσεχε στον αυτοκινητόδρομο, γίνονται τόσα δυστυχήματα μ' αυτόν τον καιρό

και τα πέταγε στη φωτιά, κι ύστερα έφερε έν’ άλλο συρτάρι, κι έν’ άλλο, και στο τέλος δεν σούφρωνε καθόλου τα χείλια του, έπινε όλο και περισσότερο κονιάκ, άναβε το ’να τσιγάρο με τ’ άλλο, και τα μάτια του γυάλιζαν, κι έσκιζε και πέταγε στη φωτιά, μπορεί να σου χρειαστούν κάποτε, γιατί κάθεσαι νύχτες ολόκληρες και γράφεις; κι είπε τότε πως αυτό που ψάχνει βρίσκεται πίσω απ’ αυτά τα χαρτιά, πέρα απ’ όλα τα χαρτιά, και για μια στιγμή τρόμαξα γιατί μου φάνηκε πως το ’λεγε στ’ αλήθεια, κι είναι τόσα χρόνια που λείπει, κι έρχεται, και ξαναφεύγει, μόνος, με το ίδιο χαμόγελο αισιοδοξίας, γιατί ξέρει ίσως πως αυτό που ψάχνει δεν υπάρχει πουθενά, πρόσεχε είναι πολύ βαθιά από κει

κοίταξε ένα ωραίο κοχύλι που βρήκα
φύλαξε το, να το δείξεις του πατέρα σου

ω μα τί ωραίο κοχύλι, θα μου πει, αλλά εγώ ξέρω πως δεν τον νοιάζουν και πάρα πολύ τα κοχύλια, κι αν τού ’δειχνα κι αυτό ή κι αυτό ακόμα, πάλι τι ωραίο θα μου 'λεγε, για να μου κάνει ευχαρίστησι, γιατί εγώ ξέρω πως μ’ αγαπάει μ’ αγαπάει πάρα πολύ

όπως θα 'ρχεται σε λίγο τρέχοντας, όπως θα στέκεται λαχανιασμένη μπροστά μου, και τα μάτια της θα λάμπουν χαρούμενα, με απλωμένο το χέρι προς το μέρος μου, ένα κοχύλι μες στην υγρή της παλάμη, ω μα τι ωραίο κοχύλι, αγάπη μου, τι ωραία θάλασσα, τι ωραίος ουρανός, τι ωραίος, τι μοναδικός κόσμος, αγάπη μου, γύρω απ’ αυτό το κοχύλι, τι θάλασσα, τι ουρανός, τι κόσμος μες στην παλάμη σου, αγάπη μου, μες στα μάτια σου, τι αγάπη, αγάπη μου, μες στην αγάπη μου για σένα

κι άμα τον ρωτήσω πώς γίνονται τα κοχύλια, θα φυσήξει και θα ξεφυσήξει δήθεν σαν στενοχωρημένα, και θα πάρει ένα ύφος πολύ σοβαρό, για να με κάνει να γελάσω, και θα μου πει πως ασφαλώς κάποτε θα το έμαθε κι αυτό στο σχολείο κι από τότε πού να το θυμάται πιά, κι ότι δεν πειράζει όμως μια και μπορούμε να το μάθουμε αμέσως κι οι δυο μας μόλις ανοίξουμε το λεξικό, αλλά ότι εκείνον πιο πολύ τον ενδιαφέρουν διάφορα πράματα που δεν τα εξηγεί κανένα λεξικό, και θα μου πει τότε κάτι σαν κι εκείνα τα περίεργα που μου λέει καμιά φορά, θα μου πει τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ’ ένα κοχύλι κι ένα αεροπλάνο να πούμε, κι εγώ θα γελάω και θα γελάει κι εκείνος με τις διαφορές που θα σοφιζόμαστε οι δυο μας, αλλά εγώ ξέρω πως κάτι τέτοια δεν τα λέει μόνο για να με κάνει να γελάω, αχ τί ωραίο που είναι αυτό, κοίταξε, κοίταξε τί ωραίο που είν’ αυτό που βρήκα

φύλαξέ το κι αυτό να το δείξεις του πατέρα σου

γιατί δεν μου το δείχνει τώρα; που πέφτουν ασταμάτητα μεγάλες άηχες νιφάδες, έξω απ’ τα πολύχρωμα τζάμια του καθεδρικού ναού, που με χτυπάν κατά πρόσωπο οι εκρήξεις της χορωδίας, που τα κύματα του όργανου με παίρνουν στη δίνη τους, που είμαι ανατριχιασμένος σύγκορμος και δάκρυα ξένων ανθρώπων τινάζονται στα μάτια μου, όπως βρίσκομαι μόνος απέναντι σ’ έναν ανύπαρκτο θεό, όπως ο καπνός του Άουσβιτς ανεβαίνει στον θόλο, όπως με μαγνητίζουν και με καρφώνουν στη θέσι μου τα διάπυρα βλέμματα των ψυχρών πράσινων ματιών αυτού του λαού του Βορρά, τώρα, μακριά από τη γη όπου γεννήθηκα, τώρα, μακριά από μένα πάνω στον σκληρό βράχο αυτού του νησιού

ω μα τί ωραίο κοχύλι, θα της πει, κι ούτε θα τό ’χει δει καλά-καλά, τον ξέρω, κι εκείνη θα του δείξει μετά το άλλο, κι εκείνος θα της πει πάλι ω μα τί ωραίο που είναι κι αυτό, κι εκείνη θα τον ρωτάει τότε και θα επιμένει επίτηδες, την ξέρω, ποιο του αρέσει περισσότερο, και θα με κοιτάξει με πολύ πονηρή συνεννόησι, κι εκείνος θα φυσάει και θα ξεφυσάει και θα κάνει πως τα μελετάει πολύ σοβαρά, είναι δύσκολο, αγάπη μου, θα της λέει, είναι πολύ δύσκολο να διαλέξω, είναι τόσο ωραία και τα δυο,

και ποιος ξέρει τί θα σοφιστούν και τί θα σκαρώσουν πάλι οι δυο τους, έλα πάμε τώρα

έρχεται τώρα, βγαίνει προσεχτικά από τις ξέρες, και τρέχει στη στενή λουρίδα της αμμουδιάς, και πηδάει στον βράχο και της δείχνει όλα τα κοχύλια που μάζεψε, και της τα βάζει όλα στην τσάντα, κι ένα, το πιο ωραίο σίγουρα, το κρατάει σφιχτά στη φούχτα της, για να μου το δείξει, και πιάνονται χέρι με χέρι, κι ανεβαίνουν, κι έρχονται προς το μέρος μου, κι έρχεται προς το μέρος μου, και τα μάτια της λάμπουν χαρούμενα, κι είναι δυο βήματα μπροστά μου, και θ' απλώσει το χέρι της προς το μέρος μου, τώρα, και δεν απλώνει το χέρι της, κι είναι πλάι μου, και τα μάτια της με κοιτάζουν αδιάφορα, κοιτάζουν σ’ εμένα, μέσα από μένα, πέρα από μένα, τον βράχο, και προσπερνάει, και προχωρεί, και χάνεται, και χάνεται στον παραλιακό δρόμο, μ' ένα κοχύλι στην υγρή της παλάμη, τώρα, τώρα που οι χιονισμένες μυτερές κορυφές των Άλπεων ανεβαίνουν καταπάνω μου, που οι κραυγές αγωνίας γεμίζουν τον στενό χώρο της τελευταίας καθόδου, κι ένα άγνωστο ξανθό κοριτσάκι απλώνει τα χέρια του προς το μέρος μου, και τυλίγει τα χέρια του γύρω στον λαιμό μου φωνάζοντας Hilfe, τώρα που η ύπαρξι η ύπαρξί μου η σκέψι μου η σκέψι μου η ζωή μου η ζωή μου η ζωή μου συμπυκνώνονται στο απέραντο σώμα μου στο απέραντο σώμα αυτού του βράχου που κλείνει μέσα του αυτόν τον απέραντο ουρανό αυτήν την απέραντη θάλασσα αυτήν την απέραντη γη τώρα που χάνομαι σ’ αυτήν την άναρχη την ατελεύτητη την απέραντη λευκότ―

[Από το βιβλίο Αναφορά περιπτώσεων, 1989 ]


Περί Εκατόγχειρος (απόσπασμα)

Ο Εκατόγχειρ ανήκει σ’ εκείνους των οποίων τα χέρια είναι πολύ λιγότερα από τα εξευρήματα που διαδίδονται γι’ αυτούς. Αλλ’ ας μη λησμονούμε: Ο θρυλικός αυτός τιτανομάχος παραμένει πάντοτε ανθηρότατος ανάμεσα μας, αναντικατάστατο διαχρονικό σύμβολο τιμής και δόξας της υπερτριοχιλιετούς ιστορίας μας, ζωντανή απόδειξι της αδιάλειπτης συνέχειας της φυλής μας. Οι ανθέλληνες το γνωρίζουν καλώς. Και μην αποτολμώντας μια μετωπική επίθεσι, μετέρχονται τον έμμεσο τρόπο των σατανικώς χαλκευμένων διαδόσεων, που μας διοχετεύονται υπό μορφήν κακόβουλων ανεκδότων, ύποπτων φαιδρολογημάτων, μοχθηρών λογοπαιγνίων, και πόσης φύσεως δολίων επινοήσεων, για την διαμφισβήτησι της νοημοσύνης, τη σπίλωσι του ήθους και την υποσκαφή του κύρους της ανεπίληπτης αυτής μορφής.
Και εμείς πώς αντιδρούμε; Απορούμε και εξιστάμεθα μήπως; Καταλαμβανόμεθα από αγανάκτησι; Τρέμουμε από οργή; Αφρίζουμε από εξαγρίωσι; Κάθε άλλο. Επειδή τα παμμίαρα αυτά αποκυήματα μας παρέχονται με το επίχρισμα του παιγνιώδους, του ανεξίκακου, του ανώδυνου, τα αποδεχόμαστε ανυποψίαστοι και τα μεταφέρουμε μάλιστα περαιτέρω, μετατρεπόμενοι έτσι και οι ίδιοι σε διαδοσίες των ανθελλήνων.
Το ανά χείρας πόνημα συνιστά μια πρώτη αμυντική προσπάθεια έναντι των παραβύστων πανουργιών τους. Πλην όμως των φρονίμων ολίγα. Από τα πλείστα όσα που κυκλοφορούν στον τόπο μας περί Εκατόγχειρος σταχυολογήθηκαν τα κατά τη γνώμη μας ενδεικτικότερα και παρατίθενται απλώς εδώ, χωρίς σχόλια, με τη βεβαιότητα ότι οι επιστρεφείς αναγνώστες θα ασκηθούν από μόνοι τους στη διάκρισι των γνήσιων από τα υποβολιμαία, των αβλαβών από τα επιζήμια, των ακραιφνώς δικών μας από τα καταχθόνια ανθελληνικά, ώστε να αρχίσει η οργάνωσι της άμυνάς μας στους πονηρούς αυτούς καιρούς.
Ο Εκατόγχειρ κατέχεται ενίοτε από παραισθήσεις διχειρίας και εκλαμβάνει «το χέρι» ως όλα τα χέρια της μιας του πλευράς. Τότε δεν ξέρει κανείς ποιό χέρι να διαλέξει όταν ο Εκατόγχειρ του δίνει το χέρι. Το ίδιο και με τας χείρας του όταν τείνει χείρα φιλίας. Άλλες σχετικές περιπτώσεις: Ακούγοντας πως είναι «κάλλιο ένα και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι», ο Εκατόγχειρ ομοφώνησε: «Πολύ σωστά, τα πενήντα είναι προτιμότερα από τά δέκα.» «Βάζεις το χέρι σου στη φωτιά γι’ αυτό;» τον ρώτησαν προκλητικά. Και ο Εκατόγχειρ με αυτοπεποίθηση «Ανάψτε πλάι μου πενήντα φωτιές και θα δείτε.» «Το τελευταίο στο χέρι και τυχερό», φώναζε ο Εκατόγχειρ και πουλούσε τα λαχεία κατά πενηντάδας. Ο Εκατόγχειρ αδικείται κατά τις ανταλλαγές χέρι με χέρι. Ο Εκατόγχειρ εξανίσταται: «Έβαλα ένα άτοκο δάνειο στο χέρι και μου το χρέωσαν πεντηκονταπλάσιο.» «Δεν θα με ξαναδείτε με τσιγάρο στο χέρι», ομνύει κάθε τόσο ο Εκατόγχειρ και σβύνει πενήντα γόπες. «Τι περίεργο!» είπε ο Εκατόγχειρ. «Γράφοντας με το χέρι, απέκτησα και σαρανταεννέα αντίγραφα.» Ο Εκατόγχειρ πέταξε διακόσιους άσσους στο τραπέζι και ανεφώνησε: «Καρέ από χέρι.» Παίζοντας από αρχαιοτάτων χρόνων κορώνα-γράμματα, ο Εκατόγχειρ δεν κατάφερε να φέρει μόνο κορώνα ή μόνο γράμματα.
Ως επί το πλείστον όμως ο Εκατόγχειρ έχει σαφέστατη επίγνωσι της εκατογχειρίας του. «Ξέρετε γιατί ονομάζομαι Εκατόγχειρ;» ρώτησε κάποτε χαμογελώντας τόσο αινιγματικά ώστε η αυτονόητη απάντησι να παγώσει στα χείλη των συνομιλητών του. Την έδωσε ο ίδιος: «Απλούστατα, επειδή έχω εκατό χέρια.» Εντελώς αγέλαστα ακολούθησε η επόμενη ερώτηση «Και ξέρετε γιατί έχω εκατό χέρια;» Οι γλώσσες λύθηκαν τότε και ο Εκατόγχειρ απολάμβανε αρκετή ώρα τις ποικίλες απαντήσεις. «Όχι, όχι», είπε εντέλει, «τίποτα απ’ όλα αυτά. Απλούστατα, επειδή είμαι Εκατόγχειρ.»
Πού και πού μάλιστα ο Εκατόγχειρ νιώθει τόσο φυσική την εκατογχειρία ώστε να την προϋποθέτει υποσυνείδητα και στους άλλους. Κάποτε αίφνης κατήχησε ως εξής έναν γνωστό του: «Αι αριστεραί σου να μη γνωρίζουν τι ποιούν αι δεξιαί σου!» Ενώ μια άλλη φορά αποτεινόμενος σ’ έναν άγνωστό του στον δρόμο φώναξε: «Εεε, εσύ με τα δύο χέρια!»
Ο Εκατόγχειρ καταλαμβάνεται από αμηχανία εκλογής χειρός όποτε θέλει να βάλει χέρι ή όταν του λένε: «Βάλε κι εσύ ένα χέρι.»
Αγανακτισμένος φίλος: «Τέτοια ατιμία που σού ’κανε, πρέπει να του δίνεις ένα χέρι ξύλο κάθε μέρα.» Εκατόγχειρ: «Κι ύστερα από τρεις μήνες και κάτι θα μένει άδαρτος;»
«Αυτό είναι στο χέρι σου», είπαν στον Εκατόγχειρα, κι εκείνος ρώτησε: «Σε ποιό απ’ όλα;»
Όταν ο Εκατόγχειρ είπε κάποτε «Αυτόν τον έχω στο χέρι», οι συνομιλητές του έψαχναν για να δουν πού τον είχε.
«Δεν είναι του χεριού σου», του τόνισε κάποιος προκλητικά. «Αυτού ασφαλώς όχι», ομολόγησε ο Εκατόγχειρ δείχνοντας επάνω του κάτι αόρατο. «Τί είναι αυτό;» απόρησε ο άλλος. «Το εκατοστό πρώτο μου.»
Του συνέστησαν κάποιον ως συνεργάτη: «Θα τον έχεις δεξί σου χέρι.» Και ο Εκατόγχειρ: «Μα έχω ήδη πενήντα σαν κι αυτόν.» 
«Αυτό το ξέρω από πρώτο χέρι», τόνισε ο Εκατόγχειρ. «Και από πού αρχίζεις τη μέχρησι;» ρώτησε καχύποπτα ο συνομιλητής του.
«Στα κακά του χάλια είναι το αυτοκίνητο.» «Μα το πήρα από δεύτερο χέρι.» «Μόνο δεύτερο; Ποιος σου το πούλησε;» «Ο Εκατόγχειρ.»
«Αυτή η προκήρυξι πρέπει να πάει από χέρι σε χέρι», ειπώθηκε σε μια συνωμοτική ουνεδρίασι. «Δώστε τη σ’ εμένα!» πρότεινε ο Εκατόγχειρ.
Δεχόμενη ένα δώρο από τον Εκατόγχειρα, η πνευματώδης κυρία χαριτολόγησε: «Θα λέω ότι είναι από χέρι και δεν θα γνωρίζω από ποιο.»
Όταν του απαγγείλανε τον στίχο «Ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά», ο Εκατόγχειρ παρετήρησε: «Αν εκδηλώνεται έτσι η απελπισία, τότε η δική μου θα προξενούσε πολλές περιπλοκές.»
«Το ’να χέρι πλένει τ’ άλλο.» Πώς θα όφειλε να το ερμηνεύσει στη δική του περίπτωσι; Ως «κάθε χέρι πλένει κάποιο άλλο» ή ως «κάθε χέρι πλένει κάθε άλλο»; Για σιγουριά ο Εκατόγχειρ προτίμησε τη δεύτερη εκδοχή, και αρχίζοντας κάθε μέρα από τα χαράματα παρέμενε ως τα μεσάνυχτα εμπρός στον νιπτήρα του. Αλλά ο κίνδυνος να μετατραπεί ο νιπτήρας του σε πίθον Δαναϊδων απεφεύχθη δια της παροιμίας «Χέρια καθαρά, χέρια άδεια». Ο Εκατόγχειρ άφηνε όλα τα χέρια του άπλυτα και τα άπλωνε γύρω του, περίεργος να δει με τί θα γέμιζαν. Αυτή η μάταιη αναμονή τερματίστηκε εντούτοις από μια άλλη παροιμία: «Το χέρι που δίνει δεν κόβεται.» Ο Εκατόγχειρ φρόντισε για τη σωματική του ακεραιότητα, και άρχισε να δίνει γενικώς.
«Μου κόβεις τα χέρια!» διαμαρτυρήθηκε ο Εκατόγχειρ. Ο άλλος όμως τον ηρέμησε ειρωνικά: «Έλα τώρα, μην υπερβάλλεις!» Ο Εκατόγχειρ άλλωστε περιγελούσε, ως γνωστόν, τους βυζαντινούς αυτοκράτορες κάθε φορά που τον απειλούσαν με την ποινή της χειροτομίας.
Ελάχιστες πιθανότητες νίκης διαγράφονται για όσους παίζουν με τον Εκατόγχειρα «Κάτω χέρι, πάνω χέρι, τίνος είν’ το πάνω-πάνω;».
Ο Εκατόγχειρ είναι περιζήτητος σε ψηφοφορίες δι’ ανατάσεως της χειρός. Καθώς και σε πληκτικές διαλέξεις ή πρωτοποριακές θεατρικές παραστάσεις ως χειροκροτητής. Όπως επίσης και ως προσκεκλημένος σε γάμους για να πετάει άφθονο ρύζι στους νεονύμφους. Πληρώνεται όμως αδρά από όλες τις πολιτικές παρατάξεις για να εκσφενδονίζει αυγά και ντομάτες σε αντίδοξους ρήτορες.
Ο θαυμαστής ενός πολιτικού παρότρυνε τους εκλογείς: «Πρέπει να τον ψηφίσετε με τα δυο σας χέρια!» «Και εγώ;» ρώτησε ο Εκατόγχειρ, «Ναι και εσύ.» «Και με τ’ άλλα ποιους να ψηφίσω;»
Ο Εκατόγχειρ εξηγεί γιατί ρίχνει την ψήφο του με όλα του τα χέρια: «Είμαι υπέρ του πλειοψηφικού.»
«Πλειοδοτώ», φώναξε ο Εκατόγχειρ προσφέροντας ένα μικρότερο ποσό με όλα του τα χέρια.
Επειδή οι μάρτυρες ήταν πολύ λιγότεροι από εκατό, δεν απεδείχθη ότι ο Εκατόγχειρ ήρξατο χειρών αδίκων.
Ο κομιστής βραχυκυκλώθηκε επειδή όφειλε να επιδώσει στον Εκατόγχειρα μια επιστολή «Ιδίαις Αυτού Χεροίν».
«Αυτά να μην τα στέλνεις με το ταχυδρομείο», τον συμβούλεψαν, «να τα δίνεις ιδιοχείρως.» Ο Εκατόγχειρ θέλησε να βεβαιωθεί: «Είναι απαραίτητο να τα δίνω πάντα με το ίδιο χέρι;»
Όταν του διευκρίνισαν ότι δεν επρόκειτο για γενική απεργία, ο Εκατόγχειρ ρώτησε: «Με πόσα χέρια να απεργήσω;»
«Έχω έλλειψι εργατικών χειρών», του παραπονέθηκε ένας διευθυντής εργοστασίου. «Εγώ όχι», κόμπασε ο Εκατόγχειρ.
Ο Εκατόγχειρ πράττει πολλά για να παραμείνει άπρακτος με σταυρωμένα χέρια.
Ο Εκατόγχειρ παρεξήγησε τη μέθοδο θεραπείας δι’ επιθέσεως των χειρών και αυτό είχε τραγικές συνέπειες για τους ασθενείς.
«Ψηλά τα χέρια!» τον διέταξε ο προσωπιδοφόρος, τα μεσάνυχτα, σ’ έναν έρημο δρόμο. «Όλα;» ρώτησε ο Εκατόγχειρ. «Κάτω τα χέρια!» τον διέταξε ο προσωπιδοφόρος, τα μεσάνυχτα, σ’ έναν χορό μεταμφιεσμένων. «Κάτω τα χέρια από τη γυναίκα μου!» «Όλα;» ρώτησε ο Εκατόγχειρ.
«Πρέπει να αγωνιστείς γι’ αυτό με χέρια και με πόδια!» τον παρότρυναν. Και ο Εκατόγχειρ: «Μα τότε ο αγών θα ήταν άνισος.»
Ο Εκατόγχειρ διηγείται στον βραδινό επισκέπτη του πόσο κοπιάζει από το πρωί αλλάζοντας τις θέσεις των επίπλων του. «Ε, σταμάτα πιά», του λέει εκείνος, «θα σου πιαστούν τα χέρια.» «Πώς θα γίνει αυτό;» απορεί ο Εκατόγχειρ. «Υπάρχει κι άλλος Εκατόγχειρ εδώ;»
Ο Εκατόγχειρ ρωτήθηκε από το Κέντρο Μεταμοσχεύσεων αν θα ήθελε να προσφέρει μερικά χέρια.
Ο Εκατόγχειρ εκτιμούσε ιδιαιτέρως έναν βραδύγλωσσο επειδή του έλεγε: «Ασπάζομαι τας χειρ-χειρ-χειρ-χείρας σας.»
Μες στη χάβρα της ορθόδοξης λειτουργίας ο Εκατόγχειρ παρενόησε το «Τας θύρας, τας θύρας» ως «Τας χείρας, τας χείρας», και ρώτησε φωναχτά τον παπά: «Τί να τις κάνω;»
Ο Εκατόγχειρ βγαίνει με μεγάλη καθυστέρησι από την εκκλησία επειδή σταυροκοπιέται αλληλοδιαδόχως τρεις φορές με το κάθε δεξί του χέρι.
Όταν έγινε παπάς ο Εκατόγχειρ, ο όρθρος παρατείνονταν ως τη νύχτα λόγω των ατελεύτητων χειροφιλημάτων. Και οι εκκλησιαζόμενοι μεθοκοπούσαν μεταλαμβάνοντες από πενήντα δισκοπότηρα. Επηρεασμένος από την ανάγνωσι εκκλησιαστικών συγγραμμάτων, ο Εκατόγχειρ είπε στο ταμείο ενός θεάτρου: «Τρεις θέσεις, παρακαλώ, μία για κοίμησι και δύο στα πλάγια για χειροθεσία.»
Όταν είδε σε ένα κείμενο που είχε υπαγορεύσει ότι έλειπαν οι τόνοι, ο Εκατόγχειρ είπε στη δακτυλογράφο: «Δεν πειράζει, θα το χειροτονίσω.»

[ Περ. Συντέλεια, 7 -8, άνοιξη/καλοκαίρι 1995, σ. 44-5 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: