Είμαστε μαζεμένοι σε μια κάμαρη στην ταράτσα του φίλου που έμενε στο διπλανό σπίτι. Δύο μέρες μετά την 17η Νοεμβρίου 1973. Είχα συμμετοχή στα πολυτεχνειακά αλλά η πρόσδεσή μου σε μια οργάνωση δεν μου επέτρεπε την απόλυτη σύνδεσή μου με τα οργανωτικά της Σχολής. Το βράδυ της κατάληψης κοιμήθηκα διωκόμενος σε παρακείμενη πολυκατοικία του Πολυτεχνείου. Με τον φίλο μου που μας φιλοξενούσε τώρα, θυμόμαστε (και δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ) την λίμνη αίματος μπροστά από την είσοδο του τρένου στη Βικτώρια. Ήταν πρωί της επομένης και όλα ήσαν ήσυχα. Δεν είχε αρχίσει ακόμα η κίνηση. Σταθήκαμε για λίγο μπροστά στην εικόνα: δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Αμήχανοι και εμβρόντητοι. Τελικά «βραχήκαμε» στο αίμα για να ανέβουμε το σκαλοπάτι. Πρώτη φορά αναφέρω αυτό το περιστατικό.
Ένα από τα βράδια που καθόμαστε τρία ή τέσσερα άτομα στο δωμάτιο της ταράτσας, ακούσαμε το σχόλιο του Αλέξανδρου Σχινά από την Ντόιτσε Βέλε. Αυτό που μου καρφώθηκε στο μυαλό για καιρό (δεν την έχω ξανακούσει αυτή την εκπομπή) ήταν η λέξη «μπουραντάδες». Καυτά λόγια που δεν χαρίζονταν, ζωντάνευαν τον σκαιό καιρό και την γύρω αθλιότητα. Ήξερα τον συγγραφέα και την δράση του. Γι’ αυτό όλοι περιμέναμε τι θα έλεγε για την κατάσταση. Ήταν καταιγιστικός: λεπτά μεγάλης ξεκούρασης και παρηγορίας, που έρχονταν από μακριά. Ήταν ένα διάλειμμα ευχάριστο, που κλείνοντας τα μάτια μάς μετέφερε αλλού.
Την εκπομπή πρέπει να την άκουσαν πολλοί συμπατριώτες μας. Κυρίως νέοι. Οι μεγαλύτεροι ίσως έστησαν αυτί αλλά αυτό δεν σήμαινε και πολλά πράγματα: είχαν αποδείξει τον πατριωτισμό τους από τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας. Κλεισμένοι στο καβούκι τους, άκουγαν τις εκκλήσεις μας για συμμετοχή τους τις βραδιές του Πολυτεχνείου όταν φωνάζαμε, μάταια, κάτω από τις πολυκατοικίες τους. Βέβαια, στην πρώτη επέτειο της γιορτής του Πολυτεχνείου στην μεταπολίτευση, εκατομμύρια από αυτούς γέμισαν τους ασφαλείς πλέον δρόμους…
Τον Αλέξανδρο Σχινά γνώρισα στα μέσα του ΄80. Ήταν ένας ευκίνητος, πρόσχαρος άντρας, με ένα τσιγάρο μόνιμα στο χέρι. Είχε μια θεωρία για την ωφελιμότητα του καπνίσματος: σε κάνει, έλεγε, πιο ενεργητικό, πιο δραστικό. Ήλθε στο γραφείο του Δέντρου, χωρίς ραντεβού, το 1989. Είχε παρευρεθεί στην παρουσίαση του βιβλίου του Θανάση Βαλτινού Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (Εστία) από τον Παύλο Ζάννα, στο Γαλλικό Ινστιτούτο. (Δυο ημέρες αργότερα μου άφησε μήνυμα ο Παύλος Ζάννας στον τηλεφωνητή: ήθελε να μας παραδώσει το χειρόγραφο της ομιλίας του για τον Βαλτινό. Δυστυχώς, πήρα το μήνυμα την Δευτέρα καθυστερημένα, γιατί ο εξαιρετικός μεταφραστής είχε πεθάνει εν τω μεταξύ). Καθίσαμε με τον Σχινά και συζητήσαμε, καπνίζοντας. Δεν είχα μαζί μου μαγνητόφωνο. Άξιζε η συνομιλία, η οποία κράτησε επί ώρες. Μου μίλησε για τον εαυτό του, με ένα χειμαρρώδη λόγο. Δεν συγκράτησα πολλά, ήταν οι συνθήκες περίεργες και χρειάζονταν καταγραφή. Έχουν περάσει χρόνια και αδυνατίζει η μνήμη. Για το έργο του Θανάση Βαλτινού, μεταξύ άλλων, μου είπε ότι έκανε παρέμβαση, λέγοντας ότι τα γεγονότα που αναφέρονταν στο βιβλίο, αφορούσαν και την προηγούμενη δεκαετία, οπότε έκρινε τον τίτλο μάλλον ατυχή. Αυτό θυμάμαι. Ανέλυσε τον εαυτό του ως καπνιστή, δηλαδή ως ζωντανό άνθρωπο, που κάνει παιδιά στα 65 του χρόνια. Μου είπε για την γυναίκα του τα καλύτερα, ανάμεσα σε καπνούς του τσιγάρου του, και για το κέρδος ενός παιδιού πρόσφατα. Όλα αυτά οφείλονταν και στο κάπνισμα. Επισκέφθηκε την Ελλάδα γιατί επρόκειτο να κυκλοφορήσει το εξαιρετικό Αναφορά περιπτώσεων (του 1966), ανανεωμένο, από την Εστία. Συζητήσαμε για την σχέση του και με την ελληνική λογοτεχνία: εξήγησε τους φόβους του για την καθυστέρηση στη γλώσσα. Για το νέο του βιβλίο Η παρτίδα, το οποίο θα κυκλοφορούσε μετά το αναδιατυπωμένο γνωστό του βιβλίο. Ανέφερε την Αλίκη του Λιούις Κάρολ, η οποία επανέρχεται σε έναν κόσμο παραμυθένιο στον οποίο, όμως, κυριαρχούν οι άτεγκτοι νόμοι του σκακιού. Σχολίασε την πνευματική κατάσταση της χώρας, όχι και με τα καλύτερα λόγια.