Όνειρα (β΄)

_______
Συνέχεια από Χάρτης #67
__________


Το δεύτερο όνειρο


Στις 5 Νοεμβρίου 1949 η πενηντάχρονη κόρη του εμπόρου ρυζιού Λι Βεν-Τσου στο Τιάντζίν είδε ένα όνειρο που, χωρίς αμφιβολία, θα έβγαινε σε κακό στη μεγαλοκοπέλα ετούτη. Οι γονείς και τα αδέρφια της τη διαβεβαιώνουν ωστόσο, ότι είναι ένα καλοκάγαθο και ακίνδυνο άτομο. Κατά πάσα πιθανότητα, τα καλά όνειρα αυτού του κόσμου τα ονειρεύονται κακοποιοί.

Στο δρόμο

ΓΥΝΑΙΚΑ: Νούμερο 57β. Εδώ είναι το σπίτι.

ΑΝΔΡΑΣ: Έπρεπε να είχες χτενίσει καλύτερα τον Τσανγκ-Ντου. Δε δείχνει και πολύ φροντισμένος. Σκούπισέ του τη μύτη!

Φύσημα μύτης.

ΠΑΙΔΙ: Πρέπει να πάμε σε αυτό το σπίτι, μητέρα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, Τσανγκ-Ντου.

ΠΑΙΔΙ: Τι να κάνουμε εκεί;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Α, τίποτα το ιδιαίτερο.

ΑΝΔΡΑΣ: Έτοιμος ο μικρός τώρα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.

ΑΝΔΡΑΣ: Χτυπάω τότε.

Κουδούνι πόρτας.

ΠΑΙΔΙ: Πολύ δυνατό κουδούνι.

ΑΝΔΡΑΣ: Καλά, μια χτένα δεν πήρες μαζί σου; Τα μαλλιά του είναι ανάκατα.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ορίστε, τώρα είναι ίσια.

ΑΝΔΡΑΣ: Ούτε κατά διάνοια.

ΠΑΙΔΙ: Εγώ μπορώ να κάτσω έξω, πατέρα.

ΑΝΔΡΑΣ: Αυτό μας έλειπε τώρα.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Κανείς δεν ανοίγει.

ΠΑΙΔΙ: Όχι, σε παρακαλώ μην ξαναχτυπήσεις!

ΑΝΔΡΑΣ: Γιατί όχι;

ΠΑΙΔΙ: Το κουδούνι είναι δυνατό. Φοβάμαι.

ΑΝΔΡΑΣ: Ανοησίες.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ακούω κάποιον.

Η πόρτα ανοίγει.

ΑΝΔΡΑΣ: Ήρθαμε για την αγγελία στην εφημερίδα.

ΚΥΡΙΑ: Για την αγγελία, μάλιστα. Αυτό είναι το παιδί;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο αέρας του ανακάτωσε τα μαλλιά.

ΚΥΡΙΑ: Χμ.

ΑΝΔΡΑΣ: Ελπίζουμε ακόμα να ισχύει. Ή μήπως ήρθαμε πολύ αργά;

ΚΥΡΙΑ: Φαίνεται χλωμός. Αναιμία έχει;

ΠΑΙΔΙ: Πάμε να φύγουμε, μητέρα!

ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι χλωμός, γιατί φοβάται.

ΚΥΡΙΑ: Φοβάται; Πώς κι έτσι; Ξέρει τίποτα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι.

ΚΥΡΙΑ: Λοιπόν, περάστε μέσα.

Όλοι μπαίνουν μέσα. Η πόρτα κλείνει.

ΚΥΡΙΑ: Αυτός είναι ο άνδρας μου. Είναι άρρωστος. Καλημέρα Πι-Γκου!

ΚΥΡΙΟΣ αδύναμα: Ναι;

ΚΥΡΙΑ: Ήρθαν κάποιοι με ένα παιδί.

ΚΥΡΙΟΣ: Ναι.

ΚΥΡΙΑ: Υπολογίζω στα έξι να είναι.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ακριβώς.

ΚΥΡΙΑ: Δες τον Πι-Γκου!

ΚΥΡΙΟΣ: Να έρθει πιο κοντά.

ΑΝΔΡΑΣ: Τον λένε Τσανγκ-Ντου.

ΚΥΡΙΑ: Δεν έχει και πολλή σημασία το όνομά του.

ΠΑΙΔΙ ξεσπάει σε κλάματα.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι είναι, Τσανγκ-Ντου;

ΠΑΙΔΙ: Ο κύριος έχει πολύ κρύα δάχτυλα.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μην κάνεις έτσι. Είναι η αρρώστια.

ΠΑΙΔΙ: Θέλω να φύγω.

ΑΝΔΡΑ: Ήσυχα τώρα!

ΠΑΙΔΙ κλαίει σιγανά με λυγμούς.

ΚΥΡΙΟΣ: Είναι χλωμός.

ΚΥΡΙΑ: Αυτό λέω κι εγώ.

ΑΝΔΡΑΣ: Δεν έχει αναιμία.

ΚΥΡΙΟΣ: Αν είναι αναιμικός, δεν τον χρειάζομαι.

ΑΝΔΡΑΣ: Σας το εγγυώμαι, αναιμία δεν έχει.

ΚΥΡΙΑ: Όλα εξαρτώνται από το αίμα.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Φυσικά, το γνωρίζουμε αυτό. Το έγγραφε στην αγγελία.

ΚΥΡΙΑ: Είναι, βλέπετε, η νέα θεραπεία.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Σπουδαία ιατρική πράξη και ευλογία για την ανθρωπότητα.

ΚΥΡΙΑ: Δεν είμαι σίγουρη όμως, αν ο μικρός Τσανγκ-Ντου είναι κατάλληλος.

ΑΝΔΡΑΣ: Η σύζυγός μου κάνει ένα παιδί το χρόνο, μερικές φορές και δίδυμα. Όλα τα έχουν χρησιμοποιήσει για τη νέα θεραπεία.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Έξι χρονών είναι η καλύτερη ηλικία.

ΑΝΔΡΑΣ: Προμηθεύουμε αποκλειστικά υγιή παιδιά από αναπαραγωγή πρώτης τάξεως. Ορίστε, έχω και συστάσεις.

ΚΥΡΙΑ: Δείξτε μου! Μάλιστα.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Δείξε στον κύριο το λαιμό σου Τσανγκ-Ντου!

ΠΑΙΔΙ κλαίγοντας με λυγμούς: Ναι.

ΚΥΡΙΟΣ: Εδώ είναι αρτηρία, Αν-Λινγκ.

ΚΥΡΙΑ: Ναι. Αλλά αυτή τη φορά μπορεί να το κάνει η υπηρέτρια.

ΚΥΡΙΟΣ: Θα το καταφέρει;

ΚΥΡΙΑ: Φυσικά.

ΚΥΡΙΟΣ: Δεν έχω και μεγάλη ιδέα για τις υπηρέτριες. Αλλά αν το πιστεύεις εσύ.

ΚΥΡΙΑ: Οι συστάσεις παρεμπιπτόντως είναι εξαιρετικές.

ΚΥΡΙΟΣ: Καμία αντίρρηση.

ΚΥΡΙΑ: Να συζητήσουμε τότε για την τιμή.

ΑΝΔΡΑΣ: Τρεις χιλιάδες.

ΚΥΡΙΑ: Συγνώμη, αλλά μάλλον δεν θα ‘στε με τα καλά σας.

ΑΝΔΡΑΣ: Τόσα συνήθως δίνουν για τετράχρονα και πεντάχρονα. Επιβαρυνθήκαμε με τα έξοδά του επιπλέον έναν ολόκληρο χρόνο.

ΚΥΡΙΑ: Δυόμισι. Δεν μπορούμε να πληρώσουμε παραπάνω.

ΑΝΔΡΑΣ: Όχι κάτω από τρεις χιλιάδες. Η τιμή είναι φιξ. Εξάλλου πρέπει να συνυπολογίσετε και τις άυλες αξίες.

ΚΥΡΙΑ: Μην το γελοιοποιείτε.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Έλα, Τσανγκ-Ντου, φεύγουμε.

ΠΑΙΔΙ: Ναι, μητέρα.

ΚΥΡΙΟΣ: Σταματήστε!

ΚΥΡΙΑ: Τι συμβαίνει, Πι-Γκου;

ΚΥΡΙΟΣ: Συμπλήρωσέ τους την επιταγή.

ΚΥΡΙΑ: Αν αυτό θέλεις πραγματικά.

ΠΑΙΔΙ: Πάμε να φύγουμε από δω, μητέρα!

ΓΥΝΑΙΚΑ: Περίμενε!

ΚΥΡΙΑ: Ορίστε η επιταγή.

ΑΝΔΡΑΣ: Σας ευχαριστούμε, θα μείνετε ευχαριστημένοι.

ΠΑΙΔΙ: Πάμε τώρα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο μπαμπάς κι εγώ φεύγουμε τώρα. Εσύ θα μείνεις λίγο εδώ.

ΠΑΙΔΙ: Δεν θέλω να μείνω εδώ.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μην κάνεις έτσι. Εδώ είναι πιο ωραία απ’ ότι στο σπίτι μας.

ΚΥΡΙΑ: Θα πάρετε και τα ρούχα μαζί τώρα;

ΑΝΔΡΑΣ: Θα τα πάρουμε αύριο το πρωί. Θα σας παρακαλούσαμε να μας γράφατε και μια σύσταση.

ΚΥΡΙΑ: Εντάξει λοιπόν. Στο επανιδείν.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Στο επανιδείν.

ΑΝΔΡΑΣ: Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα επιστρέψουμε σύντομα, Τσανγκ-Ντου, πάμε για κάτι ψώνια μόνο.

ΠΑΙΔΙ κλαίγοντας με λυγμούς: Ναι, μητέρα.

ΑΝΔΡΑΣ: Έλα επιτέλους!

Ο άνδρας και η γυναίκα βγαίνουν έξω.

ΚΥΡΙΑ: Θα ενημερώσω την υπηρέτρια να τα ετοιμάσει όλα.

ΚΥΡΙΟΣ: Ναι, να το κάνεις Αν-Λινγκ, πεινάω τρομερά.

ΚΥΡΙΑ καθώς απομακρύνεται: Λι-Μπάι!

ΚΥΡΙΟΣ: Γιατί με κοιτάς έτσι, Τσανγκ-Ντου;

ΠΑΙΔΙ: Επειδή το πρόσωπό σου είναι πολύ άσπρο.

ΚΥΡΙΟΣ: Ας ελπίσουμε αυτό να αλλάξει σύντομα. Άκου, έχουμε στην κουζίνα έναν σιδηρόδρομο, να παίξεις, ηλεκτρικό.

ΠΑΙΔΙ: Αλήθεια;

ΚΥΡΙΟΣ: Σου αρέσει να παίζεις σιδηρόδρομο;

ΠΑΙΔΙ: Ναι, πάρα πολύ.

ΚΥΡΙΟΣ: Τότε πήγαινε με την Λι-Μπάι στην κουζίνα να παίξεις εκεί.

ΠΑΙΔΙ: Ναι, αμέ.

Τα βήματα της κυρίας πλησιάζουν.

ΚΥΡΙΑ: Όλα έτοιμα.

ΚΥΡΙΟΣ: Δόξα σοι ο Θεός. Είμαι ήδη πολύ αδύναμος. Ο μικρός Τσανγκ-Ντου θέλει να παίξει με τον σιδηρόδρομο.

ΚΥΡΙΑ: Με τον σιδηρόδρομο;

ΚΥΡΙΟΣ: Ναι, στην κουζίνα.

Και οι δυο ξεσπούν στα γέλια.

ΠΑΙΔΙ αρχίζει κι εκείνο να γελάει.

ΚΥΡΙΑ: Πήγαινε τώρα μέσα. Εκεί είναι η κουζίνα.

ΠΑΙΔΙ: Ναι, θεία.

Πηγαίνει.

ΠΑΙΔΙ από μακριά: Εδώ δεν έχει σιδηρόδρομο.

ΚΥΡΙΑ: Πήγαινε εκεί μέσα τώρα. Λι-Μπάι, κλείστε την πόρτα.

Η πόρτα κλείνει.

ΚΥΡΙΟΣ: Πιστεύεις ότι η Λι-Μπάι θα το κάνει σωστά;

ΚΥΡΙΑ: Και στο προηγούμενο πόστο της την ίδια δουλειά έκανε.

ΚΥΡΙΟΣ: Θα προτιμούσα να το έκανες εσύ μόνη σου.

ΚΥΡΙΑ: Τί την έχουμε τότε την υπηρέτρια, αν πρέπει να κάνουμε μόνοι μας τη βρώμικη δουλειά;

ΚΥΡΙΟΣ: Απ’ αυτό τέλος πάντων εξαρτάται η υγεία μου.

ΚΥΡΙΑ: Συγγνώμη αγάπη μου, αλλά έχω γίνει πολύ ευαίσθητη τελευταία. Όταν τις προάλλες έπρεπε να σφάξω το περιστέρι, λιποθύμησα.

ΚΥΡΙΟΣ: Έπρεπε τουλάχιστον να ήσουν κοντά, να δεις ότι όλα γίνονται σωστά.

ΚΥΡΙΑ: Μόλις πιείς το αίμα, η Λι-Μπάι θα σου τηγανίσει την καρδιά και το συκώτι.

ΚΥΡΙΟΣ: Παίρνει πολύ χρόνο ανάθεμά το.

Τα ουρλιαχτά του Τσανγκ-Ντου ακούγονται στην κουζίνα και στη συνέχεια παύουν.

ΚΥΡΙΟΣ οργισμένος: Ορίστε! Άκου το! Δεν τον νάρκωσε σωστά. Και τώρα πρέπει εγώ να το ακούω.

ΚΥΡΙΑ: Ηρέμησε εσύ τώρα. Δεν ακούγεται πια.

Η πόρτα ανοίγει. Βήματα πλησιάζουν.

ΚΥΡΙΑ: Κοίτα, να το μπολ με το αίμα, ακόμα αχνίζει. Θα σου κάνει καλό.


Την ώρα του αναπόφευκτου θα πιστεύω ακόμα πως η γη ήταν όμορφη.
Θα σκέφτομαι τους φίλους μου, την καλοσύνη, που κάνει
το άσχημο πρόσωπο να μοιάζει όμορφο,
την αγάπη, που γοητεύει τα μάτια.
Θα θυμάμαι τον σκύλο, τον σύντροφό μου στα παιχνίδια, τότε
που ήμουν παιδί,
τα μπλε λούπινα στην ακτή των Σαμπιανών στη διάρκεια κάποιων διακοπών,
θα δω για άλλη μια φορά τις μακρές σκιές των ελάτων
στο Μπάουερσμιτ-Αλμ
και θα ανέβω το Γκέντερερ με την Έμι Γκρούμπερ,
θα θυμάμαι τα πουλιά να αποδημούν πάνω από το
αεροδρόμιο του Μέρκις-Φρίντλαντ,
τη μυρωδιά από το κελάρι με τις μπύρες στο Πανδοχείο των Ελαφιών,
που είχε ο παππούς μου,
την κουφοξυλιά, την ελαιοκράμβη και τις παπαρούνες, ατενίζοντας φευγαλέα
από ένα παράθυρο τρένου,
τη συστολή της δεκατετράχρονης Γκαμπριέλε Ντεμπίτζα,
τa κόκκινa και πράσινa φώτa ενός αεροπλάνου, που
πετούσε κάτω από τον αστερισμό της Κασσιόπης,
τo χορό κάτω από τα φαναράκια την Ημέρα της Βαστίλης,
τη μυρωδιά των φρούτων το πρωί στους πάγκους
έξω από τα ανάκτορα του Τσέλε,
θα αναλογιστώ το χτυποκάρδι μιας σαύρας,
που με αντίκρισε,
και ένα ποίημα από το «Δυτικό-Ανατολικό Ντιβάν»
που με παρηγόρησε.

Όνειρα (β΄)
Το τρίτο όνειρο


Μια τέτοια ώρα του αναπόφευκτου, από τις πολλές διαφορετικές που ως γνωστόν μπορεί να υπάρχουν, ονειρεύτηκε στις 27 Απριλίου 1950 και ο μηχανικός αυτοκινήτων Λούις Στόουν από το Φρίταουν, στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Προς εφησυχασμό ας σημειωθεί ότι ο Στόουν στην παρούσα φάση χαίρει άκρας υγείας και έχει προ πολλού ξεχάσει το όνειρό του.

Ανδρικές, γυναικείες και παιδικές φωνές που τραγουδούν και γελούν. Όταν κάποια στιγμή καταλαγιάζει ο σαματάς, ακούγεται η γειτόνισσα που πλησιάζει.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Καλημέρα! Γειά! Εσείς εκεί!

Σωπαίνουν όλοι.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι νέα, γειτόνισσα;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ από κοντά: Γελάτε!

ΜΗΤΕΡΑ: Και γιατί να μην γελάμε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Είμαστε ευτυχισμένοι.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Μα πώς μπορείτε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Έχουμε πέντε παιδιά και το φαγητό μας κάθε μέρα. Ανησυχείτε, γειτόνισσα;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Δεν ξέρετε ότι ο εχθρός πλησιάζει;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο εχθρός;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τον είδαν στη διαδρομή από το Σίδνεϊ προς τα εδώ.

ΜΗΤΕΡΑ: Δεν είναι απαραίτητο ότι έρχεται κι εδώ.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Και πού αλλού οδηγεί ο δρόμος;

ΜΗΤΕΡΑ: Δε σημαίνει ότι έρχεται και στο σπίτι μας.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Όχι, αλλά μπορεί να έρχεται στο δικό μου, ― γι’ αυτό και τα γέλια σας με εξοργίζουν. Καθώς απομακρύνεται. Αντίο σας και να κλειδώνετε τις πόρτες. Καληνύχτα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Η πύλη είναι κλειδωμένη.

ΜΗΤΕΡΑ: Κοίτα έξω. Όλες οι λάμπες σβηστές.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Να σβήσουμε και τις δικές μας.

ΜΗΤΕΡΑ: Ναι.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Καλύτερα έτσι.

ΜΗΤΕΡΑ: Πού είσαι, Μπομπ; Έλση, πού είσαι;

ΜΠΟΜΠ: Εδώ.

ΕΛΣΗ: Εδώ.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ίσως να μην είναι αλήθεια. Έπρεπε να ρωτάγαμε, ποιος τον είδε. Ο εχθρός … ποιος τον αναγνωρίζει κιόλας!

ΜΠΟΜ: Έχουμε πόλεμο τώρα, μαμά;

ΜΑΜΑ: Πάντα έχουμε πόλεμο.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα ανοίξουμε τα παράθυρα, αλλά θα τραβήξουμε τις κουρτίνες.

Πάει εκείνη.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ας κάνουμε τώρα λίγο στην άκρη τις κουρτίνες, να μπορούμε να βλέπουμε έξω.

ΜΗΤΕΡΑ: Σκοτάδι έξω, δεν βλέπουμε τίποτα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Είναι η νέα σελήνη.

ΜΗΤΕΡΑ: Κι έχει απόλυτη ησυχία.

ΕΛΣΗ: Όχι απόλυτη ησυχία, μαμά. Κάτι ακούω.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τί ακούς;

ΕΛΣΗ: Δεν ξέρω τι είναι, αλλά κάτι ακούω.

Από μακριά ακούγεται ένας θόρυβος, σαν να πλησιάζει με ψηλαφιστά βήματα ένα άμορφο πλάσμα.

ΜΗΤΕΡΑ: Τι είναι αυτό;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Βήματα.

ΜΗΤΕΡΑ: Κανείς δεν περπατά με αυτόν τον τρόπο.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Σώπα!

Τα ψηλαφιστά βήματα πλησιάζουν.

ΕΛΣΗ: Βήματα είναι, μαμά.

ΜΠΟΜΠ: Έρχεται προς τα εδώ.

Τα βήματα πλησιάζουν απειλητικά και σταματούν.

Στη συνέχεια μιλούν ψιθυριστά.

ΜΗΤΕΡΑ: Τώρα σταμάτησε.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ακριβώς δίπλα στο σπίτι μας.

ΜΗΤΕΡΑ: Μπορεί να είναι και αλλού. Ο ήχος μπερδεύει. Δες έξω!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν βλέπω τίποτα.

Παύση.

Όχι, δεν βλέπω τίποτα, αλλά μοιάζει με μια πράσινη σκιά σε παλιό ξύλο, όπως η σκιά τη νύχτα πάνω στο ρολόι.

ΜΗΤΕΡΑ: Σταμάτα!

ΜΠΟΜΠ: Κινείται.

Ακούγονται τρία διαδοχικά χτυπήματα στην εξώπορτα της αυλής.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μας χτυπάει την πόρτα.

ΜΗΤΕΡΑ: Όχι, όχι σε μας.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Σε μας.

ΜΗΤΕΡΑ αφήνοντας έναν λυγμό: Όχι.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ησυχία! Μη κλαις! Δεν πρέπει να μας ακούσει.

ΜΗΤΕΡΑ: Να κάνουμε ότι κοιμόμαστε.

Τρία χτυπήματα όπως πριν.

ΜΠΟΜΠ: Σε μας έρχεται, μαμά;

ΜΗΤΕΡΑ: Ναι, θέλει να μπει στο σπίτι.

ΜΠΟΜΠ: Μπορεί να νομίζει ότι λείπουμε και να πάει αλλού.

ΜΗΤΕΡΑ: Πουθενά αλλού δεν πάει, σε μας έρχεται. Εμάς διάλεξε.

ΕΛΣΗ: Γιατί εμάς;

ΜΗΤΕΡΑ: Αχ, παιδί μου, ίσως επειδή είμασταν ευτυχισμένοι.

ΕΛΣΗ: Δεν του αρέσει αυτό;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μη μιλάς τόσο δυνατά!

ΜΗΤΕΡΑ: Τι θα κάνουμε;

Τρία χτυπήματα όπως πριν.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Πάμε να βγούμε από την πίσω πόρτα. Γρήγορα!

ΜΗΤΕΡΑ: Να πάρουμε κάτι μαζί μας, ρούχα, φαγητό.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τίποτα! Αφού το ξέρεις, δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτα μαζί μας. Θα το καταλάβει.

Βαράει την πόρτα με υπόκωφα χτυπήματα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα σπάσει την πόρτα! Πάμε γρήγορα!

ΜΗΤΕΡΑ: Ελάτε, παιδιά!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Από δω!

ΜΗΤΕΡΑ: Είστε όλοι εδώ; Μπομπ, Έλση, Κάθυ, Φρεντ!

ΠΑΙΔΙΑ: Εδώ, εδώ!

Οι φωνές στο εν τω μεταξύ απομακρύνονται.

Αφού η πόρτα γκρεμίστηκε, τα τεράστια βαριά βήματα πλησιάζουν και σταματούν. Σιγή.
Το ακόλουθο είναι σε εξωτερικό χώρο.

ΜΠΟΜΠ: Που πάμε, μαμά;

ΜΗΤΕΡΑ: Δεν ξέρω.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα μας δεχθεί η γειτόνισσα. Τη φωνάζει ψιθυριστά.

Γειτόνισσα, καλημέρα!

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Ελάτε τώρα μέσα. Το είχα καταλάβει, ότι θα έρθετε.

Στη συνέχεια οι ήχοι διαδραματίζονται σε εσωτερικό χώρο, οι φυγάδες μπαίνουν στο σπίτι.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Δεν έχω όμως τόσα πολλά κρεββάτια. Θα πρέπει να κοιμηθείτε στο πάτωμα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν είναι πρόβλημα.

ΜΗΤΕΡΑ: Φαίνεται από εσάς, τι κάνει αυτός απέναντι;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Έχει ανάψει όλα τα φώτα και σαν να ψάχνει κάτι.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν πήραμε τίποτα μαζί.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Φυσικά και δεν πήρατε.

ΕΛΣΗ χαμηλόφωνα: Ε, Μπομπ!

ΜΠΟΜΠ ομοίως: Τι;

ΕΛΣΗ: Πήρα κάτι μαζί. Την κούκλα μου.

ΜΠΟΜΠ: Κάτσε ήσυχα, μην λες τίποτα.

ΜΗΤΕΡΑ: Μα να επιλέξει εμάς συγκεκριμένα!

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τούτες είναι οι διακρίσεις που δεν επιθυμεί κανείς.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Άραγε κοιμάται κανείς απόψε;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Κανείς.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ή όλοι εκείνοι, που δεν τους χτύπησε την πόρτα.

ΜΗΤΕΡΑ: Ξημερώνει σιγά-σιγά.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Αύριο θα είναι όλα όπως τα ξέρουμε.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Εκτός από μας.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Αλήθεια δεν πήρατε τίποτα μαζί σας;

ΜΗΤΕΡΑ: Τίποτα. Ήταν και σκοτεινά, δεν θα μπορούσαμε να βρούμε τίποτα.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Ακόμα ψάχνει.

ΜΗΤΕΡΑ: Πώς μοιάζει στην όψη;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, τίποτα ιδιαίτερο.

ΜΗΤΕΡΑ: Το πρόσωπό του;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Δεν το έχω δει ακόμα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Άσε με να ρίξω κι εγώ μια ματιά απέναντι.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Πήγε στο παράθυρο. Κοιτάει έξω.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Βλέπω το πρόσωπό του. Τα μάτια του μοιάζουν με τυφλού.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Κοιτάζει προς τα εδώ. Απομακρύνσου από το παράθυρο!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Το βλέπω ότι είναι τυφλός, όμως τα μάτια του μου φέρνουν τρόμο.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Κοιτάζει ακόμα προς τα εδώ. Με είδε. Ίσως πρέπει να τον χαιρετήσω. Φωνάζει απέναντι.

Καλημέρα σας, κύριε γείτονα!

Σιωπή.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Δεν απαντά. Μου φέρνει παγωμάρα. Έχει καρφωθεί να κοιτάει εδώ.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Είναι τυφλός.

ΜΗΤΕΡΑ: Κύριε γείτονα του είπατε.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Αλλάξατε θέση γρήγορα.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Κοιτάζει επίμονα προς τα εδώ.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μας έχετε ξεγράψει ήδη, έτσι δεν είναι;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ φωνάζει: Καλημέρα σας, κύριε γείτονα.

Σιωπή.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν απαντά. Ίσως να είναι και κωφάλαλος.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Συνεχώς κοιτά προς τα εδώ. Πρέπει να φύγετε.

ΜΗΤΕΡΑ: Να φύγουμε; Γιατί;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Πού να πάμε;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Πρέπει να φύγετε. Δεν θέλει να βρίσκεστε εδώ.

ΜΗΤΕΡΑ: Μην είστε σκληρόκαρδη, γειτόνισσα. Κοιτάξτε, το μικρό μόλις το πήρε ο ύπνος.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Φύγετε, φύγετε γρήγορα!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ελάτε, πάμε σε άλλο σπίτι.

ΜΗΤΕΡΑ: Ελάτε, παιδιά!

Οι φωνές τους απομακρύνονται.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μπομπ, Έλση, Μπιλ, Κάθυ, Φρεντ!

ΠΑΙΔΙΑ: Εδώ. Κουράστηκα. Εδώ.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ μόνη της: Τώρα δεν κοιτάει πια προς τα εδώ. Μα, είμαι σίγουρη ότι δεν είναι τυφλός. Αυτός βλέπει καλύτερα από όλους μας.

Παύση.

Η συνέχεια σε εξωτερικό χώρο.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ελάτε, θα χτυπήσουμε εδώ. Ο δήμαρχος ήταν πάντα φίλος μας. Πρέπει να μας δώσει ένα άλλο διαμέρισμα.

Κουδούνι.

Ανοίγει ένα παράθυρο.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι θέλετε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Το γνωρίζετε αυτό, δήμαρχε. Αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Να πάτε αλλού, δεν ανήκετε πια σε μας.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μα…

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Όχι μα. Δεν υπάρχει για σας πια σπίτι στο Φριτάουν. Και θεωρείστε κλέφτες.

ΜΗΤΕΡΑ: Κλέφτες;

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Η Έλση δεν κρατάει στην αγκαλιά την κούκλα της;

ΜΗΤΕΡΑ: Την κούκλα; Θεέ μου, Έλση, πήρες μαζί σου την κούκλα; Γιατί το έκανες αυτό;

ΕΛΣΗ: Επειδή την αγαπώ.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Πρέπει να την επιστρέψουμε.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Πολύ αργά. Αποδειχθήκατε λάθος και χαιρόμαστε όλοι γι’ αυτό. Σαν φίλος σας, σας συμβουλεύω να φύγετε, ειδάλλως θα σας συλλάβουν. Τέλος τα λόγια!

Βροντάει κλείνοντας τα παράθυρα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ελάτε, πρέπει να προχωρήσουμε.

ΕΛΣΗ: Να πάρω μαζί μου την κούκλα;

ΜΗΤΕΡΑ: Να την πάρεις, παιδί μου.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν επιτρέπεται αυτό.

ΜΗΤΕΡΑ: Αφού την αγαπάει.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τελοσπάντων, αφού την αγαπάει.

ΜΗΤΕΡΑΣ: Πού να πάμε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ίσως να μας δεχτεί κάποιος άλλος.

ΜΗΤΕΡΑ: Κανένας δεν μας θέλει.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Γείτονα, γεια χαρά!

ΦΩΝΗ: Στο διάολο να πας, δεν είμαι γείτονάς σου. Στα τσακίδια, αλλοδαποί αλήτες!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μήπως εδώ δεν γεννηθήκαμε όλοι;

ΦΩΝΗ: Φύγετε, φύγετε! Νομίζετε ότι θα κάτσουμε να βρούμε το μπελά μας για χάρη σας;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ελάτε!

ΜΗΤΕΡΑ: Δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε κανέναν άλλον πια. Στέκονται όλοι πίσω από τις κουρτίνες και μας κοιτάνε. Κανείς δεν μας καλεί στο σπίτι του. Χαίρονται όλοι που φεύγουμε.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Φοβούνται όλοι τους. Μην τους παρεξηγείς.

ΜΗΤΕΡΑ: Όχι, το ίδιο αξιολύπητοι είναι κι εκείνοι, όσο κι εμείς.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Εμείς έχουμε τα παιδιά μας.

ΜΗΤΕΡΑ: Και η Έλση την κούκλα της.

ΕΛΣΗ: Ναι, την κούκλα μου.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Να, εδώ τελειώνουν τα σπίτια. Επιτέλους, βγαίνουμε στο ύπαιθρο. Είναι ολοφώτεινα.

ΜΗΤΕΡΑ: Και προς τα που να πάμε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, προς τα που;



Υπάρχουν πινακίδες στους δρόμους,
ροές ποταμών εύκολα αναγνωρίσιμες,
πλατφόρμες παρατήρησης τοπίων από τα πιο ψηλά σημεία,
χάρτες, που πάνω τους η θάλασσα αποτυπώνεται με μπλε
και τα δάση με πράσινο,
― είναι εύκολο να προσανατολιστεί κανείς πάνω στη γη.

Όμως εσύ, που περπατάς δίπλα μου, πόσο απόκρυφο
μου είναι το τοπίο της καρδιάς σου!
Βαδίζοντας διστακτικά μεσ’ την ομίχλη συχνά με κυριεύει ο φόβος
του πυκνού δάσους και της κρυφής αβύσσου.
Ξέρω, δεν θέλεις να περιδιαβαίνει ο οποιοσδήποτε
τις σκέψεις σου,

να παραπλανεί ο απόηχος των λόγων σου,
― δρόμοι, που δεν οδηγούν πουθενά,
ένα μέρος δίχως διέξοδο, σήμανση ξεθωριασμένη.

Κληροδότημα του κάθε αιώνα να αποκρύπτουμε ολοένα και κάτι,
πεδίο οργιάζουσας βλάστησης από το αδιάκριτο Mάτι του Έρωτα,
σκεπασμένο από μοναξιά, ένα φύλλωμα ακόμα πυκνότερο.