Βλ. και Χάρτης#67
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
Ο Φ και Χ στο ίδιο δωμάτιο.
Τους συνοδεύει ένας άντρας, λίγο μεγαλύτερός τους. Γύρω στα 55.
Ο Φ και ο Χ ακούν τον άντρα που μιλάει μελαγχολικά, με όμορφη φωνή.
Η: Μια φορά… θα ήμουν 18 ή 19 χρονών, περπατούσα στον δρόμο και έπεσα στο πάτωμα. Κατέρρευσα. Προσχεδιασμένα. Δεν είχα τίποτα. Απλώς έκανα πως έπεφτα, με όλο μου το βάρος. Και έμεινα ακίνητος. (Παύση.) Πλησίασε κόσμος. (Παύση.) Ο κόσμος τρόμαξε, θυμάμαι. (Παύση.) Μου πήραν τον σφυγμό… ήθελαν να καλέσουν ένα ασθενοφόρο. (Παύση.) Κανείς δεν έκλαιγε γι’ αυτό. Δεν με γνώριζαν.
Παύση.
Η: Ήταν ο μόνος τρόπος που σκέφτηκα για να μπορέσω να συμμετάσχω στον ίδιο μου τον θάνατο. Να δω πώς θα ήταν. (Παύση.) Δεν θα είμαι εκεί όταν πεθάνω, δεν θα ξέρω πώς είναι. Μιλάμε για τον θάνατο των άλλων, αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε για τον δικό μας θάνατο. (Παύση.) Ήταν μάλλον θλιβερό. Θλιβερό και αργό. (Παύση.) Κανείς δεν έκλαψε. (Παύση.) Όπως είπα ήδη, υποθέτω επειδή δεν με γνώριζαν.
Παύση.
Η: …Νομίζω ότι η φύση είναι κάτι που δεν αλλάζει, ότι είναι όλα διαίσθηση. Και έχω την εντύπωση, παράλληλα, ότι το κάθε τι έχει επηρεάσει τη φύση μου, την έχει καταστρέψει λιγάκι. Ο ταχυδρόμος, με τα λόγια του την ώρα που μου αφήνει τα γράμματα, έχει καταστρέψει τη φύση μου. Το βιβλίο που δεν διάλεξα σωστά… έχει καταστρέψει τη φύση μου. Εκείνη, ή κάποια από εκείνες, έχουν καταστρέψει τη… τη φύση μου. (Παύση.) Και τα δυο είναι αλήθεια. Η φύση είναι διαισθητική. Η φύση οφείλει να φυλάγεται… ή προσέχουμε την πορεία της ή θα πεθάνει.
Παύση.
Η: Κάνω ασκήσεις συγγραφέα στο κεφάλι μου… για παράδειγμα, φαντάζομαι αυτό το σπίτι, χωρίς να έχω μπει ποτέ μέσα σ’ αυτό. Βλέπω τη διαρρύθμιση των επίπλων, το φως, τον λιγοστό χώρο… Μόλις τα φέρω πια όλα μπροστά μου, λέω όχι, η φαντασία μου δεν μπορεί να είναι τόσο ακριβής∙ το σπίτι δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Τότε αρχίζω να φαντάζομαι ότι μπαίνω πραγματικά στο σπίτι, και επαληθεύω όλες τις διαφορές που παρουσιάζονται στο πραγματικό σπίτι σε σχέση με εκείνο που φαντάστηκα εγώ. (Παύση.) Μέχρι που αντιλαμβάνομαι ότι και αυτό είναι επίσης φαντασία… Και πάλι απ’ την αρχή. Είναι σαν μια εικασία που διορθώνεται από άλλη εικασία. Τελειώνει, δεν ξέρω γιατί, αφού διασκεδάζω με αυτό το παιχνίδι και θα μπορούσα να συνεχίσω να παίζω μέχρι να τελειώσω κι εγώ ακόμα… (Παύση.) Αλλά κάνει το ίδιο. Κι αυτό επίσης κάνει το ίδιο.
Παύση.
Φ: Τι περίεργος που είστε.
Χ: Μας ενδιαφέρει περισσότερο το επάγγελμά σας. Το… αυτό που κάνετε.
Η: Έχω ένα αγρόκτημα.
Φ: Αυτό.
Χ: Πείτε μας.
Η: Φροντίζω τα ζώα μου. Μαζεύω τη σοδειά μου.
Φ: Αχά. Τα σκοτώνετε κιόλας;
Η: Μερικά τα πουλάω ζωντανά. Άλλα τα σφάζω εγώ. Τίποτα το εξωπραγματικό.
Φ: Μα πώς και εσείς δεν…; Πώς έγινε και εσείς είστε κτηνοτρόφος;
Η: Καλά, εγώ ήθελα να γίνω ποιητής.
Φ: (Χαμηλόφωνα.) Κάτι είχα καταλάβει…
Η: Αλλά ο πατέρας μου πέθανε, όταν εγώ ήμουν ακόμη νέος. Έπρεπε να δουλέψω για να συντηρήσω την οικογένειά μου. (Παύση.) Αλλά εκτός απ’ αυτό, πώς θα γινόμουν ποιητής εγώ…;
Ο Φ και ο Χ κοιτάζονται. Παύση.
Χ: Δεν έχετε ταλέντο…;
Η: Προτιμώ τα ζώα μου. Τα χωράφια μου. Εκεί νιώθω καλύτερα.
Φ: (Επίσημα.) Δεν έχει όλος ο κόσμος ταλέντο για την ποίηση.
Η: Έχετε δίκιο.
Παύση.
Χ: Μήπως μπορείτε να μας πουλήσετε κάτι από αυτά που παράγετε;
Η: Εγώ; Σας τα κερνάω…
Φ: Όχι, όχι. Είναι ανάγκη να αγοράζουμε… κανονικά. Να αγοράζουμε φαγητό κάπου.
Χ: Έχουμε προβλήματα… ανεφοδιασμού.
Η: Δεν συνηθίζω να πουλάω λιανική.
Παύση.
Φ: Για να δω τα χέρια σας.
Ο Φ πλησιάζει τον Η. Κοιτάζει τα χέρια του Η, ενώ εκείνος του τα δείχνει.
Φ: Τι χέρια… (Στον Χ.) Χέρια εργαζόμενου.
Παύση. Ο Η κοιτάζει αμήχανα γύρω του. Είναι ένας καλός άνθρωπος.
Η: Ίσως θα μπορούσα να κάνω μια εξαίρεση. Εξαρτάται από το τι χρειάζεστε…
Χ: Εγώ νομίζω ότι ναι θα μπορούσατε. Από καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη… αυτός είναι συγγραφέας. Εγώ ζωγραφίζω.
Η: Α, όχι. Εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης. (Παύση.) Ο κύριος έχει δίκιο. Μέχρι και τα χέρια μου είναι χέρια χειρώνακτα.
Παύση. Ο Φ επαναλαμβάνει τα ίδια.
Φ: Για να δω τα χέρια σας;
Ο Φ πλησιάζει τον Η. Κοιτάζει τα χέρια του Η, ενώ εκείνος του τα δείχνει.
Φ: Τι χέρια… (Στον Χ.) Χέρια εργαζόμενου.
Γενική αμηχανία.
Παύση.
Χ: Πεινάμε.
Η: (Βγάζει το ρολόι του.) Είναι ώρα φαγητού πια.
Φ: Όχι. Πεινάμε. Εδώ και μέρες δεν έχουμε τίποτα για να φάμε.
Η: Μάλιστα…
Χ: Και δεν έχουμε λεφτά.
Παύση. Ο Η τον κοιτάζει.
Χ: Δεν έχουμε λεφτά.
Παύση.
Η: Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε μιαν ανταλλαγή… μια κι εσείς είστε καλλιτέχνες, ίσως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να ξαναπιάσω την ποίηση. Σαν ένα χόμπι. Να με διορθώνετε, να με ενθαρρύνετε… (Παύση.) δεν ζητάω τίποτα παραπάνω. (Παύση.) Είμαι μαθημένος στην ασημαντότητα.
Φ: Αυτό είναι μια μεγαλειώδης ιδέα!
Χ: (Δύσπιστος.) Σαν ένα χόμπι… μόνο σαν ένα χόμπι.
Φ: Το να ζεις στην ασημαντότητα είναι μια μεγαλειώδης ιδέα!
Παύση. Σιωπή αμηχανίας.
Η: (Στον Χ.) Δεν έχω φιλοδοξίες για κάτι άλλο.
Παύση. Ο Χ με το βλέμμα του παροτρύνει τον Φ.
Φ: (Παύση.) Κοιτάξτε, το γεγονός ότι εγώ είμαι συγγραφέας, δεν σημαίνει ότι είμαι και ειδικός στην ποίηση.
Η: Σίγουρα ξέρετε περισσότερα από εμένα.
Παύση.
Φ: Είναι, είναι δυνατόν, ναι.
Η: Μιλήστε μου.
Χ: Μίλησέ του.
Φ: Δεν καταλαβαίνω… του μιλάω.
Η: Όχι. Θέλω να πω: πείτε μου κάτι.
Ο Χ τον ενθαρρύνει με μια χειρονομία για να πει κάτι.
Ο Φ σκέφτεται. Ξεροβήχει για να καθαρίσει τη φωνή του, ορθώνεται στην καρέκλα του και έπειτα αρχίζει, σχεδόν σαν από μνήμης.
Φ: …Θέλουμε να εκτιμήσουμε το παρόν και θέλουμε, στην πραγματικότητα, να ερωτευτούμε αυτό το παρόν, θα ‘λεγε κανείς, αλλά είμαστε υπερβολικά κουρασμένοι για να εκτιμήσουμε αυτό το παρόν, είμαστε πτώματα από την κούραση. Στη δική μας φυσική κατάσταση εγκαθίσταται με περισσότερη άνεση η νοσταλγία, η ανάμνηση. Είμαστε συγκινησιακά αργοί, φτάνουμε αργά για τα πάντα. Μόνον τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε κάτι, όταν πια το έχουμε χάσει.
Ο Φ καταρρέει και πάλι στην καρέκλα του. Σιωπή. Ο Η τον κοιτάζει σκεφτικός. Ο Χ είναι εντυπωσιασμένος.
Παύση. Ο Η με μεγάλη προθυμία.
Η: Τι να σας φέρω;
Φ: Μμμμ… αυγά. Πεθαίνω για να φάω αβγά.
Χ: Και γάλα.
Φ: Και γάλα. Φέρτε μας και κανένα αλλαντικό. (Παύση. Χαμηλόφωνα.) Σιγουρευτείτε ότι κανείς δεν σας βλέπει όταν έρχεστε, διαφορετικά θα σας κλέψουν τα λάφυρα…
Η: Θα τα φέρω σ’ ένα καλάθι.
Φ: Θα τα μυρίσουν!
Χ: Κάνετε λουκάνικα στο αγρόκτημά σας;
Η: Πολύ καλά.
Χ: Λουκάνικα, σας παρακαλώ. Δύο το λιγότερο.
Η: Τέλεια. Αύριο σας βολεύει;
Φ: Όχι! (Μετριάζοντας τον ενθουσιασμό του.) Σήμερα δεν γίνεται;
Η: Απόψε.
Χ: Απόψε θα ήταν τέλεια.
Η: Φεύγω, έτσι θα φτάσω έγκαιρα για όλα.
Χ: Ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε πολύ.
Η: Θα φέρω τα τετράδιά μου με τα ποιήματα. Αν δεν σας πειράζει θα μου άρεσε να αρχίσουμε αμέσως…
Φ: Ναι, ναι, ναι. Φέρτε τα όλα. Θα τα δούμε αφού φάμε.
Η: Τέλεια. Τα λέμε αργότερα.
Φ και Χ: Χαίρετε.
Παύση. Ο Φ και ο Χ μένουν μόνοι για μερικές στιγμές, σιωπηλοί, ανυπόμονοι αλλά και σε κατάσταση ευφορίας.
Ξαφνικά, ο Φ πετιέται απ’ την καρέκλα του.
Φ: Τι καλά που βρήκαμε τροφή!
Χ: (Γελάει μαζί του.) Φαγητό. Όχι τροφή. Φαγητό.
Ο Φ δείχνει λίγο σαστισμένος από την απάντηση, αλλά παραμένει πασίχαρος.
Ο Χ προσπαθεί να διατηρήσει το κλίμα ευφορίας.
Χ: Μου άρεσε αυτό με την κούραση…
Φ: (Χωρίς να δώσει σημασία.) Το διάβασα πριν από πολύ καιρό. Το αποστήθισα.
Χ: Μου άρεσε…
Φ: Το διάβασα σ’ ένα ιατρικό φυλλάδιο.
Χ: …πολύ.
Φ: (Παύση.) Διάβασα πολλά άλλα πράγματα επίσης.
Χ: Σ’ αυτό το φυλλάδιο;
Φ: Όχι, σε άλλα. Σε βιβλία, επίσης. Έχω καλή μνήμη για τα ιατρικά, για τα… τα φαρμακευτικά. Θυμάμαι όλες τις συνταγές που μου έδωσαν στη ζωή μου.
Ο Χ συγκατανεύει εντυπωσιασμένος.
Ο Φ, με ένα κακόβουλο χαμόγελο στα χείλη, παίρνει τη λίστα καθώς κοιτάζει τον Χ. Ο Χ ακολουθεί τα νερά του και παίρνει το χαρτί του, σαν συνένοχος.
Ο Φ αρχίζει δυνατά και γρήγορα.
Φ: Ντομάτες!
Ο Χ γελάει. Ο Φ επιμένει.
Φ: Ντομάτες!!
Χ: Οι ντομάτες τελείωσαν… Αλλά σύντομα θα έχουμε πέντε κιλά!!
Φ: Πατάτες!
Χ: Δυο τσάντες! Τέσσερις τσάντες! Ποιος ξέρει όλα όσα θα φέρει!;
Φ: Ραπανάκια!
Χ: Θα έχουμε και ραπανάκια! Ραπανάκια! Που δεν είχαμε ποτέ!!
Φ: Καρότα!!
Χ: Και επιτέλους θα έχουμε καρότα!
Φ: Κι εγώ που τα είχα σβήσει…
Χ: Μη σβήνεις τα καρότα, γιατί θα έχουμε καρότα!
Φ: (Παύση.) Ψωμί;!
Χ: (Γελώντας.) Πόσο ψωμί θέλει ο κύριος;!
Φ: Καρπούζια!
Χ: Έφτασε! Τρία καρπούζια!
Και οι δυο τους γελούν πολύ ζωηρά.
Φ: Τόνος!
Παύση. Αλλάζει η διάθεση στο λεπτό.
Χ: Τόνο… τόνο δεν έχει σε ένα αγρόκτημα.
Φ: Ναι, πράγματι.
Χ: Ο τόνος είναι ένα ψάρι.
Φ: Πράγματι, πράγματι…
Παύση.
Φ: (Ανεβάζει τη φωνή και πάλι σε κατάσταση ευφορίας.) Αλλά θα έχει λουκάνικα…!!
Ο Χ, χωρίς να πάψει να είναι σοβαρός, χαλάει εντελώς το κλίμα.
Χ: Λουκάνικα θα έχει. Ναι.
Και οι δύο ηρεμούν. Επανακτούν την ψυχραιμία τους.
Παύση. Οι δυο τους
Φ: Θα έπρεπε να ξέρουμε πώς να ψυχαγωγούμαστε. Αλλά δεν ξέρουμε. (Παύση.) Βαριόμαστε.
Χ: Βαριόμαστε, ναι. (Παύση.) Δεν γίνεται παιχνίδι.
Φ: Συγγνώμη;
Χ: Δεν γίνεται παιχνίδι. Μας έμειναν μόνο οι κανόνες. Όμως παιχνίδι δεν υπάρχει πια. (Παύση.) Γι’ αυτό υποτίθεται πως θα έπρεπε να διασκεδάζουμε, αλλά δεν διασκεδάζουμε. Έμειναν μόνο οι κανόνες: πώς να ξύνουμε τη μύτη των μολυβιών, πώς να ντυνόμαστε, πώς να μιλάμε… (Παύση.) Οι κανόνες, όχι το παιχνίδι.
Φ: Αυτά είναι μανίες.
Χ: (Χωρίς να ακούει.) Ο άνθρωπος καλλιτέχνης πάντα… πάντα και παντού. (Παύση.) Ναι, είναι και μανίες. Αλλά κατά βάθος οι κανόνες είναι μανίες από κοινού, τίποτα παραπάνω.
Παύση. Ο Φ αρχίζει να τραγουδάει σχεδόν για τον εαυτό του.
Φ: Τι χαρά όταν μου είπαν
…Πάμε στο σπίτι του κυρίου…
…Έφτασαν… (Δεν θυμάται.)…τα πόδια μας…
…Το κατώφλι σου Ιερουσαλήμ…
Σταματάει ανήσυχος.
Φ: Μου έρχονται μόνο καθολικά τραγούδια στο κεφάλι. Σου το είπα… μόνο το… μόνο το καθολικό μπορώ να σκεφτώ.
Χ: Όλα τα ίδια είναι.
Φ: (Παύση.) Αν προσπαθήσω μπορώ να σκεφτώ… άλλα πράγματα. Αλλά αν χαλαρώσω… αν χαλαρώσω αυτά είναι όλα κι όλα που μου έρχονται στο μυαλό.
Παύση.
Ο Φ κοιτάζει πάλι τους πίνακες για τους οποίους μιλούσαν στην πρώτη πράξη.
Φ: Αυτούς τους πίνακες… Πότε τους ζωγράφισες…;
Χ: Πάει κάποιος καιρός. (Παύση.)
Φ: Ποτέ δεν σε είδα να ζωγραφίζεις. Τώρα που το σκέφτομαι…
Χ: Ούτε κι εγώ σε έχω δει να γράφεις.
Παύση. Ο Φ συνειδητοποιεί την αλήθεια. Παραιτείται.
Φ: Τι δύσκολο που είναι να συνεχίζεις, ε; Σαν δραστηριότητα. Τι δύσκολο που είναι να το κάνεις ασταμάτητα.
Χ: Γίνεται σε κύκλους.
Παύση. Και οι δυο σιωπηλοί.
Χ: (Ξαφνικά, σαν για να δώσει αξία στον εαυτό του, χαμηλόφωνα.) Δεν έχουν απομείνει πια καλοί ζωγράφοι…
Φ: Ούτε και ποιητές υπάρχουν!
Χ: Και η μουσική;
Φ: Κατεστραμμένη… Εξαφανισμένη. Η μουσική;; Ξε-χα-σμέ-νη.
ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Υπάρχουν υπολείμματα φαγητού πάνω στο τραπέζι. Κρασί… πιάτα γεμάτα με αγροτικά προϊόντα. Ο Φ και ο Χ είναι σχεδόν βυθισμένοι στις καρέκλες τους, αφού έφαγαν μέχρι κορεσμού.
Εντούτοις, δεν έχουν χαλαρώσει εντελώς. Είναι σφιγμένοι, καθώς προσέχουν τον Η, που είναι μαζί τους με ένα τετράδιο.
Ο Η κλείνει το τετράδιό του. Έχει τελειώσει το διάβασμα.
Η: Αυτά είναι όλα… Αυτά… αυτά είναι τα ποιήματά μου.
Ο Φ και ο Χ κοιτάζονται ανήσυχοι.
Ο Η είναι βυθισμένος στις σελίδες του.
Ο Φ σηκώνεται, κάθεται δίπλα στον Χ, ώστε να μην τους ακούει ο Η.
Φ: Αυτά τα ποιήματα είναι πολύ καλά.
Χ: Δεν σκοπεύεις να τον ενθαρρύνεις, έτσι;
Παύση.
Φ: Αυτά τα ποιήματα είναι πολύ καλά.
Χ: Το φαγητό είναι καλό. (Παύση.) Μμμ; Και το μόνο που υπάρχει, παρεμπιπτόντως. (Παύση.) Σκέψου το φαγητό.
Παύση.
Σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζοντας τον Η, κάνει μεγάλη προσπάθεια… αλλά καταφέρνει να προσποιηθεί ανία.
Φ: Στη… στη δουλειά σας υπάρχει κάτι. (Παύση.) Ίσως στο μέλλον…
Η: Δεν έχω τελειώσει. Έχω προβλήματα για να τα τελειώσω, όλα.
Φ: Ίσως στο μέλλον, με πολλή δουλειά, μπορέσετε να καταφέρετε… (Προδομένος από το ίδιο του το γούστο.) Από πού βγάλατε αυτή την τόσο καλή εικόνα με το φίδι και το απόγευμα;
Η: Και τα δυο με φοβίζουν.
Ο Χ αμέσως του δίνει μια αγκωνιά.
Φ: …Ε, λοιπόν δεν είναι και τόσο καλή… (Παύση.) Είναι προφανής.
Ο Η αλλάζει θέμα αμήχανα.
Η: Σας άρεσε το…;
Χ: Το φαγητό; Έκτακτο!
Φ: Το φαγητό, το φαγητό… ας σκεφτούμε το φαγητό…
Η: Είναι σημαντικό να τρώμε καλά.
Φ: Ναι, και κάτι που έγραφα τις προάλλες σε ένα από τα τετράδιά μου, ε;: ‘‘Το φαγητό είναι ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ.’’
Χ: Πολύ σωστό.
Η: …Αλήθεια.
Φ: ‘‘Αν δεν είναι αλήθεια να μην το γράφετε.’’ Πρώτος κανόνας του μαθήματος ποιητικής.
Η: Συγγνώμη;
Φ: Πρώτος κανόνας. Του μαθήματος ποιητικής. Έχουμε αρχίσει. Σας δέχομαι ως μαθητή, τρόπος του λέγειν. ‘‘Αν δεν είναι αλήθεια να μην το γράφετε.’’
Η: Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Πράγματι. (Παύση.) Μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα αμέσως;
Φ: Εεεεε… Τώρα αμέσως…;
Παύση.
Χ: Ναι, ναι, βέβαια. Αρχίστε τώρα αμέσως. Είναι δίκαιο. Εσείς φέρατε το φαγητό, κι αυτός θα σας βοηθήσει τώρα αμέσως.
Φ: Δεν είμαι έτοιμος ακόμα…
Η: Ας κουβεντιάσουμε.
Χ: Ο κύριος θέλει μόνο να κουβεντιάσετε. Σας αφήνω μόνους.
Ο Χ βγαίνει από τη σκηνή σπρώχνοντας ο ίδιος την αναπηρική καρέκλα του. Μένουν μόνοι ο Φ και ο Η.
Ύστερα από μερικές στιγμές αμηχανίας.
Η: Γνωρίζεστε εδώ και πολύ καιρό…;
Φ: Χρόνια. Χρόνια πια.
Παύση.
Η: (Δείχνοντας την αναπηρική καρέκλα στην οποία κάθεται ο Φ.) Γνωριστήκατε εξ αιτίας του… του προβλήματός σας;
Φ: Συγγνώμη…; Το… Α, όχι. Οι καρέκλες. Είναι… είναι για να εξοικονομούμε δυνάμεις. Ένα… ένα καλλιτεχνικό τρικ. Εξοικονομούμε δυνάμεις για αργότερα… για να βάλουμε αργότερα όλες μας τις δυνάμεις σε έναν μόνο στόχο.
Η: (Βγάζει ένα μολύβι.) Θα το σημειώσω.
Ο Φ σηκώνεται από την καρέκλα του. Τεντώνει τα πόδια του. Ο Η τον κοιτάζει έκπληκτος.
Φ: Αλλά μπορώ να σηκωθώ. Βλέπετε; Μπορώ να σηκωθώ. Δεν χρειάζεται να σημειώνετε. Και εκείνος επίσης μπορεί, φυσικά.
Η: Εγώ ξοδεύω πάρα πολλές δυνάμεις, όταν δουλεύω στο χωράφι…
Φ: Όμως αυτό είναι διαφορετικό…
Η: Ίσως γι’ αυτό δεν μπορώ να τελειώσω τίποτα.
Φ: Αυτό είναι διαφορετικό. Αυτό είναι… αυτό δυναμώνει τον άνθρωπο. Είναι μια άσκηση. Μία άσκηση… εξευγενιστική.
Παύση.
Η: Το περπάτημα δεν είναι εξευγενιστικό;
Φ: Το περπάτημα είναι… περπάτημα. Κάτι χρήσιμο.
Παύση.
Η: Η δουλειά δεν είναι χρήσιμη…;
Φ: Η δουλειά… εντάξει. Ναι. Είναι χρήσιμη. Αλλά επίσης είναι… η δουλειά προσδίδει αξιοπρέπεια. Ή μήπως όχι;
Η: Έτσι λένε.
Φ: Έχει πει ποτέ κανείς ότι το περπάτημα προσδίδει αξιοπρέπεια;
Παύση.
Η: Όχι.
Φ: (Ικανοποιημένος.) Ε, τότε…
Ο Η στρέφεται πάλι στο χαρτί του και κρατάει σημειώσεις, φρενήρης. Ο Φ νιώθει άβολα με την προσοχή που του δίνει ο Η.
Η αμηχανία του Φ αυξάνεται όσο ο Η δεν παύει να γράφει.
Φ: Τι γράφετε…;
Η: Τα πάντα. Όλα όσα λέτε.
Ο Φ κουνάει το κεφάλι του ακόμα πιο αμήχανος.
Φ: Δεν χρειάζεται να τα γράφετε όλα. Μην γράφετε τα πάντα. (Παύση.) Όχι, όλα. Όχι όλα! (Παύση. Ο Φ συμμορφώνεται στον ρόλο του καθηγητή.) Πρέπει να γράφετε μόνον τα σημαντικά.
Η: Εμένα με ενδιαφέρουν όλα όσα λέτε εσείς.
Φ: Εγώ θα σας λέω τι είναι σημαντικό και τι όχι.
Η: Σας ακούω.
Φ: Δεν είναι όλα σημαντικά. Υπάρχουν πράγματα που είναι σημαντικά και πράγματα που δεν είναι. Εγώ θα σας το λέω. (Παύση.) Εντάξει;
Η: Λέω: σας ακούω.
Φ: Α. Τέλεια. Λοιπόν… κάτι σημαντικό, για να δούμε, κάτι σημαντικό… Α! Το βρήκα! Γράψτε το αυτό.
Η: Είμαι έτοιμος.
Φ: Γράψτε. –Για να δω αν θυμάμαι καλά.– Ναι… ‘‘Δεν γίνεται παιχνίδι. Μας έμειναν μόνο οι κανόνες. Αλλά παιχνίδι δεν υπάρχει πια. (Παύση.) Γι’ αυτό υποτίθεται πως θα έπρεπε να διασκεδάζουμε, αλλά δεν διασκεδάζουμε. Έμειναν μόνον οι κανόνες: πώς να ξύνουμε τη μύτη των μολυβιών, πώς να ντυνόμαστε, πώς να μιλάμε… (Παύση.) Οι κανόνες… όχι το παιχνίδι.’’
Η: (Γράφει σκυμμένος.) …οι κανόνες, όχι το παιχνίδι…
Φ: (Χωρίς να ακούει.) Ο άνθρωπος καλλιτέχνης πάντα… πάντα και παντού. (Παύση.) Αυτούς τους κανόνες θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε επίσης μανίες… Αλλά κατά βάθος οι κανόνες είναι μανίες από κοινού, τίποτα παραπάνω.
Ο Η γράφει.
Ο Φ τον παρατηρεί.
Τον κοιτάζει με τρυφερότητα.
Ξαφνικά, ο Φ δεν αντέχει άλλο.
Φ: Αμάν! Σταματήστε να γράφετε…
Ο Η διακόπτεται.
Η: …Συγγνώμη;
Φ: Σταματήστε να γράφετε αυτή τη βλακεία… Θα καταστραφείτε. Εσείς δεν το χρειάζεστε αυτό…
Η: Αυτό δεν είναι βλακεία.
Φ: Θέλετε να καταστραφείτε;
Η: Δεν σας καταλαβαίνω.
Παύση. Ο Η τον κοιτάζει ανυπόμονα. Ο Φ εξομολογείται.
Φ: Τα ποιήματά σας είναι πολύ καλά.
Η: Μα εσείς είπατε…
Φ: Καταπληκτικά. Με έκαναν να νιώσω πράγματα!
Η: Δεν ξέρω τι να πω… Ευχαριστώ. (Παύση.)
Φ: Εσείς είστε πολύ καλύτερος από εμάς.
Η: Ω, όχι…
Φ: Πιστέψτε με: εσείς είστε πολύ καλύτερος από εμάς… Εσείς… Εσείς… υπάρχετε. Το ένιωσα μόλις μπήκατε σε ετούτο το σπίτι, μόλις αρχίσατε να διαβάζετε.
Η: Ο φίλος σας δεν έχει την ίδια γνώμη…
Φ: Είναι ένας χολωμένος. Δεν μπορεί να γράψει. Γιατί νομίζετε ότι ασχολείται με τη ζωγραφική;
Η: Όμως εσείς τον σέβεστε.
Φ: Νομίζετε; Λοιπόν εγώ νομίζω ότι τον χάνω… (Σχεδόν στον εαυτό του.) Το ξέρω, γιατί κάθε φορά που μου λέει κάτι, τη στιγμή που μου το λέει, έχω την αίσθηση ότι μου το είπε και την προηγουμένη. Όταν μου μιλάει, μοιάζει να το έκανε χτες. Όταν κάνει κάτι, μοιάζει να το έκανε χτες… (Παύση. Στον Η πάλι.) Εσείς είστε ένας ποιητής. Παρ’ όλο που περνάτε τη μέρα σας σε ένα αγρόκτημα, αυτό είστε εσείς.
Η: Νομίζετε; Υπάρχουν τόσοι ποιητές…
Φ: Αλλά δεν υπάρχει κανένας καλός. Εσείς πράγματι είστε.
Η: (Παύση.) Στην πραγματικότητα, ονειρεύομαι να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Φ: (Παύση.) Εεεε… ναι. Η αλήθεια είναι ότι έχετε το ταλέντο για να το κάνετε. Όμως η κατάσταση…
Η: Ναι. Δεν θα έχω λεφτά όπως εσείς. Αλλά, τι μ’ αυτό; Εσείς κάνετε αυτό που θέλετε, ασχολείστε με την κλίση σας.
Φ: Δεν είναι τόσο εύκολο…
Η: Διασκεδάζετε.
Φ: …αυτό δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η: Πεινάτε λιγάκι…
Φ: …ακούστε με…
Η: …αλλά εγώ αρκούμαι με λίγα.
Παύση.
Φ: (Αποφθεγματικά.) Το να είναι κανείς κτηνοτρόφος είναι μια δραστηριότητα πολύ αξιοπρεπής.
Η: Το ξέρω. Δεν το αρνούμαι αυτό.
Παύση.
Η: Όμως η ζωή μου είναι η ποίηση.
Παύση. Κοιτάζονται.
Η: Γιατί είσαστε πάντα τόσο ήρεμος; (Παύση. Ο Φ ξαφνιάζεται.) Εσείς, για μένα, είστε όπως οι έφηβοι που κάθονται στο πάτωμα στην είσοδο του σχολείου.
Φ: (Πολύ κολακευμένος.) Καλά… μην νομίζετε. Μπορώ επίσης να είμαι αρκετά ασταθής.
Η: Δεν φαίνεστε.
Παύση.
Φ: (Δεν μπορεί να συγκρατηθεί, γλυκαμένος από τη φιλοφρόνηση.) Τα ποιήματά σας. Είναι πολύ καλά.
Η: Μην το λέτε σαν να επρόκειτο για μια βεβαιότητα. Μπορούμε να επιβιώνουμε με τις αμφιβολίες. Αλλά τις βεβαιότητες δεν μπορούμε να τις καλύπτουμε. (Παύση.) Αλήθεια σας φαίνονται τόσο καλά;
Φ: Εδώ και πολύ καιρό δεν με εξέπληττε τίποτα. Με εξέπληξαν. Ένιωσα πράγματα.
Η: (Παύση.) Η ζωή τώρα είναι εδώ. Στο νερό. Σε αυτό το τραπέζι. (Παύση.) Γι’ αυτό που μόλις μου είπατε. Δεν θα με πείραζε να πεθάνω τώρα.
Παύση. Ο Φ θυμάται το πρόβλημα του φαγητού.
Φ: Μιλώντας για τον θάνατο… θα ήθελα να σας μιλήσω πάνω σ’ αυτό. (Παύση.) Εσείς είστε ο μοναδικός κτηνοτρόφος που έχει απομείνει. Τι θα τρώμε αν και εσείς επίσης αφιερωθείτε στην ποίηση; (Παύση.) Γι’ αυτό είμαστε… είμαστε φειδωλοί με τα εγκώμια.
Η: Μπορώ να φέρω όλα τα τρόφιμα που μου απομένουν και… θα τα μοιραστούμε. Θα έφταναν για πολύ καιρό.
Φ: Αλλά στο τέλος θα τελείωναν.
Ο Η τον κοιτάζει έντονα στα μάτια. Ο Φ, για μια στιγμή, μοιάζει σαν υπνωτισμένος.
Ο Η πλησιάζει προς τα χείλη του… για να τον φιλήσει. Ακριβώς τη στιγμή που τα χείλη του Η κοντεύουν να αγγίξουν τα χείλη του Φ, ο Φ μοιάζει σαν να ξυπνάει από ένα όνειρο και τραβιέται προς τα πίσω.
Φ: Όχι, όχι… Όχι. Εσείς… εσείς κάνετε λάθος.
Η: Δεν ζητάω τίποτα.
Φ: Δεν ζητ… Εσείς… Τι σφάλμα, για τον θεό!
Η: Ήταν μόνο κάτι που ένιωθα. Είναι κάτι φυσικό. Η αγάπη, το μίσος, να τρως… να σκοτώνεις.
Φ: Δεν είναι φυσικό, όχι! Όλα αυτά, όχι… Να σκοτώνεις;… δεν είναι όλα αυτά το ίδιο.
Η: Μου μιλάτε με την ηθική ενός κτηνοτρόφου. Όταν εσείς ο ίδιος είπατε ότι είμαι ένας ποιητής.
Φ: Ναι, αλλά μπορεί η ηθική μου να μην είναι ηθική καλλιτέχνη. Δεν το έχετε σκεφτεί αυτό;
Παύση.
Η: Εσείς είστε συγγραφέας. Ένας πραγματικός καλλιτέχνης…
Φ: Όχι… εγώ νόμιζα ότι ήμουν ένας καλλιτέχνης κάποια στιγμή… ότι είχα κατασκευάσει μια συλλογιστική, κάτι που ήταν το… το έργο μου. (Παύση.) Μέχρι που μια φορά ερωτεύτηκα πραγματικά, και τότε άρχισα πάλι να σκέφτομαι τα πράγματα που σκεφτόμουν μικρός… όταν ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλα όσα είχα πιστέψει και είχα γίνει ήταν ψεύτικα! Ψεύτικα!... Έφτασα στο συμπέρασμα ότι εγώ δεν είχα γίνει ποτέ τίποτα, πέρα απ’ αυτό, θέλω να πω. Πέρα απ’ το να είμαι παιδί. (Παύση.) Ή για να το πω καλύτερα, έφτασα στο συμπέρασμα ότι εγώ θα ήμουν πάντα και μονάχα έτσι. Αυτή είναι η αλήθεια… αυτός είμαι εγώ. Κανείς που πρόκειται να γράψει, κανείς που πρόκειται να εφεύρει. Μόνο κάποιος που χρησιμεύει για να νιώθει σκόρπια πράγματα, για να θυμάται.
Η: …Εσείς υποτιμάτε τον…
Φ: (Χωρίς να ακούει.)…Είναι αλήθεια ότι πέρασα μια κρίση μόλις τα συνειδητοποίησα όλα αυτά. Κάποια στιγμή, όταν ήμουν στη Βαρκελώνη, ήθελα να είμαι στο Παρίσι. Και όταν ήμουν στο Παρίσι, ήθελα να είμαι στη Ρώμη και όταν ήμουν στη Ρώμη ήθελα να είμαι στη Βενετία. Καλά, στη Βενετία ήθελα να είμαι κι όταν ήμουν οπουδήποτε αλλού. (Παύση.) Αν έβλεπα ένα μέρος με το φως του ήλιου, είχα μια τρομερή περιέργεια να δω πώς θα φαινόταν τη νύχτα. Και αν το έβλεπα τη νύχτα, αναρωτιόμουν πώς θα ήταν εκείνο το μέρος κάτω απ’ το φως του ήλιου… Ένας καλλιτέχνης, για μένα, δεν είναι έτσι. Ένας καλλιτέχνης είναι σαν κάποιος θρησκευόμενος. Μόνο μια ιδέα. Μόνο μια κατάσταση… Τα υπόλοιπα είναι τουρισμός… ακόμα και επιστήμη.
Παύση.
Κοιτάζονται.
Η: (Γλυκά.) Όλα αυτά εμένα μου φαίνονται πολύ ποιητικά.
Φ: Εσάς σας φαίνονται ποιητικά; Εμένα μου φαίνονται υπερβολικά αληθινά… για μένα είναι παλιόρουχα που πρέπει να πεταχτούν, γιατί δεν χρησιμεύουν πια. Αλλά εσείς ίσως θα μπορούσατε να τα μετατρέψετε σε κάτι… Σας τα χαρίζω!
Η: Δεν θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω. Είναι κάτι δικό σας.
Φ: Τι αχάριστος… Όταν μάλιστα σας προτείνω να γλιτώσετε τη θλίψη που δημιουργεί το να γεμίζεις σελίδες γύρω απ’ τον εαυτό σου… Το μοναδικό που είναι πραγματικά δικό μου ακριβώς τώρα είναι η πείνα, για να είμαι ειλικρινής. Η ανάγκη να βρω τροφή. Κατά κάποιον τρόπο, η ανάγκη με έσωσε. Εσείς είστε ποιητής. Εγώ όχι. Εγώ είμαι απασχολημένος με τα προβλήματα που πρέπει να μας απασχολούν. Στις ειδήσεις.
Η: Μα οι θεωρίες σας για τη συγγραφή… τα βιβλία σας…
Φ: Ελάτε τώρα. Όλος ο κόσμος είναι συγγραφέας σήμερα σ’ αυτή την πόλη. (Παύση.) Δεν έχετε καταλάβει αυτό που συμβαίνει εκεί έξω…; Πεθαίνουμε της πείνας! Χρειαζόμαστε να επιλύσουμε πρακτικά ζητήματα. Πρακτικά. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Κανείς δεν γνωρίζει τον τρόπο για να καταφέρνει να βρίσκει τροφή. Αυτοί που ήξεραν, έχουν ξεχάσει. Οι υπόλοιποι, δεν μάθαμε ποτέ. (Παύση.) Πάνω στην προσπάθεια για να κατακλυστούμε από συγγραφή, θέατρο, ταινίες και ζωγραφική που να είναι χρήσιμες, εγκαταλείψαμε αυτό που είναι πραγματικά χρήσιμο… το βασικό. (Παύση.) Πάνε τέσσερις μήνες που σε αυτό το σπίτι δεν υπάρχει τίποτα για να φάμε. (Παύση.) Μην περιμένετε πολλά από εμάς, για τον θεό. Εμείς δεν είμαστε όπως εσείς. Εμείς είμαστε μια μεσαία τάξη καλλιτεχνών. Κατά συνέπεια, ηθικά επίσης είμαστε όλοι μεσαίας τάξης, όπως θα καταλάβετε. (Παύση.) Α, και επειδή ξέρω πως θα με ρωτήσετε για εκείνη την πραγματική αγάπη για την οποία σας μίλησα, σας απαντώ: Χώρισα. Μου έλειπε ο δόλος. Ήμουνα στη μέση ενός τέλειου ειδυλλίου, και καθόμουν να ατενίσω από το παράθυρο και έκλαιγα∙ νοσταλγούσα να είμαι μια επινόηση. Όταν κάποιος είναι μια απατηλή υπόσταση, δεν αρρωσταίνει, είναι πολύ πιο υγιής. Γύρισα στα δικά μου. Αλλά με τη βεβαιότητα πια πως ό,τι έκανα ήταν ψεύτικο… Μια αδιέξοδη κατάσταση! (Παύση, κυνικός.) Αλλά τέλος πάντων, το να είσαι ποιητής σε μια χώρα γεμάτη νταλίκες, ποιον ενδιαφέρει;
Παύση. Ο Η σκυθρωπός από θλίψη.
Η: Γι’ αυτό με καλέσατε; Μονάχα γι’ αυτό…; Χρειάζεστε τροφή…
Φ: (Μετανιωμένος.) Όχι… εεεε, λοιπόν. Μονάχα γι’ αυτό όχι…
Η: Χρειάζεστε φαγητό και γι’ αυτό με στείλατε να φέρω. (Παύση.)
Φ: …Μονάχα γι’ αυτό, όχι…
Η: Πώς να πιστέψω τώρα τα κομπλιμέντα σας πάνω στην ποίησή μου…;
Παύση.
Σιωπή. Κοιτάζονται. Ο Η απερίγραπτα θλιμμένος επιβάλλει τη θλίψη του στον Φ.
Ξαφνικά, μπαίνει ο Χ. Κεφάτος, γεμάτος ζωντάνια, φανταχτερός.
Χ: Γεια. Προχωρήσατε…; Είναι ώρα πια να ετοιμάσουμε κάτι να φάμε.
Παύση. Όλοι κοιτάζονται. Ο Χ βλέπει ότι συμβαίνει κάτι περίεργο, αλλά λέει με αφέλεια.
Χ: Πεθαίνω της πείνας…
ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ