Φωτογραφίες από το λεύκωμα της Ζουζάνας Τρίτση Μούλχαουζερ
Μεσολόγγι ― Ο τόπος & οι άνθρωποι, εκδ. Ολκός 2002
__________
Η Ευδοξία ήταν υπαρκτό πρόσωπο και έζησε σε Αθήνα και Αιτωλοακαρνανία μια άσχημη ζωή.
Μ Ο Ν Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Στην εναρκτήρια σκηνή ακούγεται μοιρολόγι από την Αιτωλοακαρνανία ενώ κατά τη διάρκεια της παράστασης βλέπουμε φωτογραφίες από εργατικές πολυκατοικίες, από την πόλη του Μεσολογγίου και την κωμόπολη του Αιτωλικού. Στα σημεία όπου ακούγεται η φωνή της αδελφής, μπορεί να έχουμε ηχογραφημένα αποσπάσματα. Το δραματικό πρόσωπο, η ηθοποιός, μπορεί είτε να ερμηνεύει μέσα από ένα κλουβί σαν κελί είτε σε μια καρέκλα και δίπλα της να βρίσκεται ένα στολισμένο φέρετρο.
6181 ― Μονόλογος
Με λένε Ευδοξία. Και είμαι πεθαμένη εδώ και χρόνια. Έζησα λίγο περισσότερο από έξι δεκαετίες. Δυστυχισμένη. Πέθανα στο νοσοκομείο του Μεσολογγίου… Όχι, όχι! Δεν είμαι από κει. Δεν είμαι Μεσολογγίτισσα… Δεν έγινα ποτέ. Κι ας πέρασα στη μικρή αυτή, υγρή πόλη πολλά χρόνια. Εκεί πήγα τριανταοχτώ χρονών και πάντα μιλούσα καθαρά και όχι βλάχικα. Δεν άλλαξε ποτέ η φωνή μου να γίνει σαν των ντόπιων. Και πάντα τους κορόιδευα για το πώς μιλούσαν και πάντα καμάρωνα που εγώ ήμουν Αθηναία.
Παρόλα αυτά, στη ζωή μου δεν είχα ποτέ γνώμη. Δεν την ζήτησε και κανείς, δεν την έβγαλα ούτε κι εγώ ποτέ από το στόμα μου. Στα τελευταία μου, δεν είχα επαφή με το περιβάλλον. Δεν αναγνώριζα καν τα παιδιά μου. Ούτε κι αυτά με αναγνώριζαν, έτσι όπως είχα καταντήσει. Μαζεμένη, διπλωμένη στα δύο, χωρίς μαλλιά, χωρίς δόντια και κυρίως χωρίς νεφρά… το δέρμα μου μαύρο, όλη είχα γίνει μια μπάλα χωρίς μορφή…
Είμαι θαμμένη σε ένα άσχημο, ορεινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, δυτικά… μακριά… κανείς δεν το ξέρει. Την ημέρα της κηδείας μου έκαναν τον κόπο και ήρθαν να με κλάψουν οι τελευταίοι κοντινοί μου συγγενείς από την Αθήνα. Μιλάω για την αδερφή μου με τον άντρα της και τα ανίψια μου… Η αδερφή μου λίγα χρόνια πιο μεγάλη… και τα ανίψια μου τρία τον αριθμό, όσα και τα παιδιά μου. Δύο αγόρια και ένα κορίτσι εκείνη, δύο αγόρια και ένα κορίτσι κι εγώ. Ταιριάξαμε σ’ αυτό. Σαν να έκανα ό,τι έκανε και η μεγάλη. Και ήταν το μόνο στο οποίο μοιάζαμε εμείς οι δύο.
Αυτός, και όταν θα ακούτε «αυτός» θα είναι αυτός που με παντρέψανε, γιατί άντρας μου δεν ήταν ποτέ, δεν τον ένιωσα έτσι στιγμή, φρόντισε για όλα τα απαραίτητα και τα τυπικά. Τη μεταφορά μου από το νοσοκομείο του Μεσολογγίου στο κατσικοχώρι του, την κηδεία μου, το θάψιμό μου στο χώμα, στον τάφο που είχε εκεί η οικογένειά του… μετά από αυτό για τους καφέδες και το κονιάκ και τα παξιμάδια για να πούνε όλοι μαζί το «Θεός σχωρέσ'τη!» Και ακόμα νοιάστηκε για το πιο σπουδαίο έθιμο πριν από όλα αυτά: για τη μοιρολογίστρα. Μέσα στα έξοδα, έχωσε κι αυτή… πριν παραχωθώ εγώ στη γη. Και αυτή στεκόταν δίπλα μου και έκλαιγε και φώναζε γοερά «Αχ, Ευδοξία μου!» και διάφορα άλλα κλάματα που λένε εκεί άμα κάποιος πεθάνει… Και την άκουγε η γειτονιά όλη… και όσοι δεν ξέρανε νομίζανε πως ήταν συγγένισσά μου… τόσο τους έπειθε… ούτε ηθοποιός να 'τανε! Κι εγώ παγωμένη μέσα στο φέρετρό μου, από το ψυγείο… το σώμα μου πιο μικρό και από παιδιού. Κι όσοι με φίλησαν για τελευταία φορά, το νεκροφίλημα που λέμε, κρύωσαν τα χείλη τους. Αίμα, βλέπεις, δεν κουνιέται μέσα στους νεκρούς. Και φώναζε, σπάραζε η μοιρολογίστρα… για να βγάλει το «νεκρο-κάματο».
Κι από τότε που με θάψανε, άνθρωπος κανείς δεν ήρθε στον τάφο μου. Πού να ρθει η αδερφή μου; Πολύ μακριά, πολύ δύσκολα. Μα κι αυτός, που ερχόταν εδώ με το κορίτσι μας, δεν έκανε τον κόπο. Ο τάφος βλάστησε, αγρίεψε, τον παράτησαν, κανείς δεν ασχολήθηκε. Παρά μόνο μια μέρα μια γυναίκα πιο κει, ρωτούσε «Γιατί έτσι;»… Γιατί δεν με καθάριζαν από πάνω. Όχι το καντήλι και τέτοια… Αλλά να, τα χόρτα πιο πολύ. Μέχρι να 'ρθει κι αυτός να με βρει, να με ανησυχήσει ακόμα και εδώ μέσα… εκτός αν ερχόταν πρώτα κανα παιδί μας να βρει… Η κόρη μας ας πούμε που ήταν και το πιο πιθανό.
Την γέννησα γερή… μελαχρινή σαν τον πατέρα της και όμορφη… την φωνάζαμε Ζουζού! Σαν κούκλα, σαν παιχνίδι έμοιαζε… Κι όλο γελούσε! Ένα μωρό με μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια και λευκό δέρμα. Ήταν το δεύτερο παιδί μου, μετά τον πρώτο μου γιο. Όταν έμεινα έγκυος σ’ αυτήν, η αδερφή μου έτρεξε να μου φωνάξει. Περνούσα ήδη άσχημα. Είχαμε νοικιάσει ένα εργατικό διαμέρισμα στην Αθήνα. Κοντά στη μάνα μου και αρκετά κοντά και στην αδερφή μου. «Έχει αλλάξει…» της απάντησα… «αυτός…» μα δεν το εννοούσα. Έπρεπε όμως κάτι να της πω για να μην μου κάνει τη δασκάλα. Η αδερφή μου ήξερε γράμματα. Έκανε μάθημα στο γυμνάσιο. Εγώ όμως είχα μείνει στον τόπο, που λέγαμε, στην πρώτη γυμνασίου. Δεν είχα μάθει να κάνω τίποτα. Είχα μυωπία, μεγάλη, δεν έβλεπα καλά. Ήμουν κοντή, με παχιά χείλη σαν Αφρικάνα. Και χοντρή. Κι ας ήμουν κοκαλιάρικο όταν ήμουν μικρό και ήμουν όμορφο με ξανθά μαλλιά. Γερμανάκι με λέγανε και μένα και τον αδερφό μου. Είχαμε πάρει από τη μεριά του πατέρα μας. Η μεγάλη ήταν σταρένια σαν τη μάνα μας. Με στείλαν για κομμώτρια, μα με πείραζαν οι βαφές… να σκάσω μου ερχότανε… με βάλανε να γίνω μοδίστρα… δεν με βοηθάγανε τα μάτια μου… Και μετά πήγα στο εργοστάσιο… εκεί ήταν καλά… εκεί συνήθισα, τα κατάφερνα… έβγαζα λεφτά… και δώρο καλό πήρα στην αδερφή μου σαν παντρεύτηκε… το ψυγείο της πήρα… κάτι έκανα κι εγώ… κάτι μπορούσα… εργάτρια σε σόμπες… είχε πολλά τότε εργοστάσια στην εθνική οδό… αποκούμπια, καταφύγια για φτωχές κοπέλες από τις εργατικές πολυκατοικίες που τέχνη δεν ήξεραν, ούτε σχολείο είχαν πάει… σαν εμένα… που ούτε γράμμα δεν ήξερα να στείλω… δεν είχα ιδέα πού γράφουνε αυτόν που γράφει το γράμμα και πού αυτόν που θα το πάρει… Μια φορά πήγα να στείλω κάτι, λάθος το κανα, το είδε η αδερφή μου η γραμματιζούμενη και με έκανε ρεζίλι.
Έξι μηνών ήταν το κοριτσάκι μου όταν έπεσε στο πάτωμα… κι έσκασε κάτω σαν καρπούζι χωρίς όμως να τρέξει αίμα. Εσωτερική αιμορραγία, είπαν οι γιατροί στο Παίδων. Ποτέ δεν είπα όλη την αλήθεια πουθενά… Η αδερφή μου φώναζε: «Είχες το μυαλό σου σ’ ΑΥΤΟΝ! ΖΩΟΝ!» Έκανε πολλά χειρουργεία… μου πεσε από την αγκαλιά μου… και ήταν σαν να έχασα τα πάντα. Όχι πως δεν τα χα χάσει ήδη. Τότε όμως έπεσε η πραγματική ταφόπλακα πάνω μου και με σκέπασε. Έμεινε ανάπηρη. Στο σώμα και στο μυαλό. Με φάρμακα. Με άσχημη εικόνα. Όμως έτρωγε και πήγαινε τουαλέτα μόνη της. Και παρέμεινε μια γλυκιά, μελαχρινή κοπέλα. Την άφησα όταν πέθανα. Στα χέρια αυτού…
Αυτός… Αυτός ξεκίνησε να πίνει όλο και πιο πολύ. Και πριν βέβαια έπινε. Μα μετά το ατύχημα του κοριτσιού χειροτέρεψε. Και μόνο που την έβλεπε έτσι… είχε λίγη τσίπα βλέπεις. Έστω αυτή. Να νιώθει έστω και κομματάκι ένοχος για το κορίτσι, το καταδικασμένο. Και καταδικασμένη μαζί της κι εγώ, μάνα της και ισόβια νοσοκόμα της. Να της δίνω τα φάρμακά της στην ώρα τους καθημερινά, να την πηγαίνω στις επιτροπές για να παίρνει το αναπηρικό επίδομα, καμιά φορά να κόβεται και να γυρίζουμε σπίτι πικραμένες που μας έδιωξαν μέχρι την επόμενη επιτροπή… Αλλά και να την φυλάω… μην την πειράξουν, μην την βιάσουν… ειδικά αφού πήγαμε στην επαρχία. Εκεί που τα στόματα σφίγγουν, σφηνώνουν και σιωπούν σαν τύχει κάποια τέτοια ασχήμια. Εκεί που όλοι ξέρουν και δεν ξέρουν μαζί. Και την λιγουρεύονταν κάποιοι, την θέλανε στα σοβαρά. Εκεί στο Μεσολόγγι στην αρχή, δεν είχε μαθευτεί το πρόβλημα. Δεν της φαινότανε και από μακριά η αναπηρία της. Έπρεπε να 'ρθεις κοντά για να δεις. Και ήταν πάντα ήσυχη και χαμογελαστή. Όλοι την αγαπούσαν… Μα σαν θύμωνε, φώναζε, γρύλλιζε, έσκουζε… και ούτε λόγος να μην πάρει τα φάρμακά της για τον εγκέφαλό της. «Καλύτερα να 'χε πεθάνει», είπε και ξαναείπε η αδερφή μου όλα αυτά τα χρόνια. Μα εγώ, όσο μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε, την αγαπούσα όλο και πιο πολύ. Κι ας με είχε σκλαβώσει. Εγώ δεν ήθελα να την χάσω!
Με παντρέψανε στα εικοσιοχτώ μου. Το 1981. Με είπαν «μεγάλη». Έπρεπε να 'μουν παντρεμένη κιόλας. Η αδερφή μου η γραμματιζούμενη που είχε πάει δηλαδή και στο πανεπιστήμιο, στα εικοσιπέντε είχε βάλει την κουλούρα. Τον γαμπρό, όπως θα καταλαβαίνετε, τον γνώριζα πολύ λίγο. Ήταν προξενιό. Αυτός ξανά παντρεμένος. Κακό σημάδι. Μα κανείς δεν με έπαιρνε εμένα έτσι όπως ήμουν. Η μάνα μου είχε σκυλιάσει να με δώσει. Ήξερε το μεγάλο μυστικό, πως αυτός ήταν παντρεμένος και παλιά, για έξι μόνο μήνες. Όλα τα ήξερε. Και που δούλευε στα τρένα στο κυλικείο και που είχε σπάσει στο ξύλο τη γυναίκα του και εκείνη το έβαλε στα πόδια. Και ήταν και μια σταλιά άνθρωπος. Και όμως, σ’ αυτόν με έδωσε. Δεν είπα τη γνώμη μου. Θεώρησα υποχρέωσή μου να πω το «ναι». Δεν τον ήθελα, ούτε κι αυτός με ήθελε. Αλλά τον χώσανε σε δουλειά. Τον βάλανε με μέσον νοσοκόμο σε δημόσιο νοσοκομείο αντί να βάλουν εμένα να χω κάτι κι εγώ στα χέρια μου. Και σαν να μην έφτανε που τον βόλεψαν σε σίγουρο μεροκάματο, αυτός ήθελε και το εργατικό σπιτάκι των γονιών μου προίκα να μην έχουμε ενοίκιο.
Ο πατέρας μου δεν ήξερε για το διπλοπάντρεμα. Δεν θα το σήκωνε κάτι τέτοιο. Ήταν της παλιάς σχολής. Η μάνα μου πέθανε και το πήρε μαζί της μυστικό στον τάφο, που λέμε. Η αδερφή μου το ξερε. Μα δεν μίλησε. Ζώον με έλεγε, εμπόδιο δεν θα φερνε στο προξενιό. Σαν παντρευόμουν εγώ, εκείνη είχε τρία παιδιά και σχολείο, πρωί – απόγευμα τότε. Και είχαμε χάσει και τον αδερφό μας το ’79 από λευχαιμία. Τι θα λεγε; Κανείς δεν μίλησε, αρκεί να με δώσουν να φύγω μην με πουν γεροντοκόρη.
Παντρεύτηκα. Στη μοναδική φωτογραφία του γάμου μου, ασπρόμαυρη ήταν, δεν χαμογελούσα. Απλά κοίταξα από υποχρέωση για μια στιγμή τον φωτογράφο. Δουλειά δεν είχα. Μείναμε στο εργατικό. Εκείνος στο νοσοκομείο με βάρδιες. Ήταν, λέγανε όλοι, προκομμένος και ας μην ήξερε τη δουλειά. Μάθαινε γρήγορα, ήταν σβέλτος, τον εκτίμαγαν εκεί. Μετά από χρόνια κι αφού συνήθισε, πήγαινε και στα σπίτια για κλύσματα, ενέσεις και καθετήρες, είχε και τυχερά στο νοσοκομείο… Έβγαζε λεφτά. Μου 'δινε και καταλάβαινα στο κρεβάτι, δεν με είχε ξανακουμπήσει άντρας, αν δεν ήμουν παρθένα δεν θα με έπαιρνε, δεν είχα βγει ποτέ με άντρα ούτε ραντεβού ούτε τίποτα, ιδέα δεν είχα, τον σιχαινόμουνα, δεν ένιωθα τίποτα. Ήμασταν μήνες παντρεμένοι μα παιδί δεν είχα πιάσει. «Στέρφα» και «στείρα» με είπαν στην Αιτωλοακαρνανία, το σόι του, η μάνα του, οι αδερφές του που μένανε στο Περιστέρι, παντού οι δικοί του…
Έπιασα παιδί μετά από έξι μήνες. Το σόι του με είπε στείρα που δεν το πιασα αμέσως. Υπέφερα, στην εγκυμοσύνη έκανα ζάχαρο γιατί δεν έδινε λεφτά για φαΐ. Πλήρωνε το νοίκι μόνο για να μην έχουμε μπελάδες αλλά στο σπίτι φράγκο δεν έφερνε. Με τάιζε η μάνα μου. Γέννησα και άρχισε το ξύλο. Το βλέπανε όλοι, οι γονείς μου πρώτοι και καλύτεροι. Μα είχανε και το πένθος, βλέπεις, από τον αδερφό μου. Ο πατέρας μου στραβώθηκε από το κλάμα. Η μάνα μου, ζάχαρο και αυτή και έτρωγε συνέχεια και πάχαινε, δεν έκανε κράτη. Πέντε χρόνια αφότου πέθανε ο γιος τους, κάθε μέρα, χωρίς διάλειμμα, τρέχανε στο νεκροταφείο ενώ η αδερφή μου γεννούσε παιδιά και έκανε μάθημα στα παιδιά στο σχολείο, πού χρόνος για άλλα πράγματα; Και να που έκανα κι εγώ το πρώτο μου, τον έναν μου γιο. Πήγα στη μάνα μου και ζήτησα βοήθεια. Αλλά με έδιωξε. «Δεν χωρίζω ζευγάρια εγώ», είπε. Ήταν χριστιανή και μάλλον η εκκλησία δεν τα σήκωνε αυτά. Πλάι της έμαθα κι εγώ να πιστεύω σε θεούς και δαίμονες. Και πιο πολύ έμαθα να πιστεύω ή έτσι με βόλευε να λέω πως για τις συμφορές μου, το ξύλο, την πείνα, την κόρη μου, την αναπηρία, το Μεσολόγγι, έφταιγα εγώ και με τιμωρούσε η Παναγία. Στο δικό μου το μυαλό η Παναγία δεν ήταν η τρυφερή μάνα του Χριστού αλλά μια παντοδύναμη γυναίκα που μοίραζε τιμωρίες στις άλλες γυναίκες που κάνανε αμαρτίες, που δηλαδή κάνανε και δεν κάνανε.
Στο διπλανό εργατικό διαμέρισμα έμενε μια κοπέλα, όλο χαμόγελο και καλοσύνη. Ήταν η παρηγοριά μου. Ήταν καλή μαθήτρια στη ζωή της, άκου να δεις, ήξερε μέχρι και αρμόνιο να παίζει… έπιασε δουλειά σε σούπερ μάρκετ. Παντρεύτηκε με έναν Αιγύπτιο. Ξύλο κι αυτή αλλά δεν κράτησε πολύ. Χώρισε. Την βοήθησαν οι γονείς της. Ήταν καλοί άνθρωποι. Η γειτόνισσα αυτή ήταν η παρηγοριά μου. Μου γελούσε, πίναμε μαζί καφέ, έφτιαχνε γλυκά για τα παιδιά. Με αγαπούσε σαν αδελφή μου. Μα όταν ξαναπαντρεύτηκε με καλό άντρα τη δεύτερη φορά, εγώ την έχασα γιατί πήγε σε καλύτερο σπίτι να μείνει. Πάψανε τα κουδούνια να χτυπάνε. Και κάθε φορά που μου χτυπούσε, πώς γέμιζε η καρδιά μου!
Με το κορίτσι μου άρρωστο, έπιασα κι άλλο παιδί. Το τρίτο μου – αγόρι και αυτό. Στην αρχή, έλεγαν όλοι να πάω να το ρίξω, «αμαρτία» έλεγε η μάνα μου… Το κράτησα. Η τρίτη μου καισαρική. Η φτώχεια μεγάλωσε. Όπως και το ξύλο. Αυτά τα δύο πηγαίνανε μαζί. Τρώγαμε σκέτα μακαρόνια και ψωμί όταν δεν μας έδινε η μάνα μου. Ο πατέρας μου πιο άρρωστος ακόμα, έβριζε αλλά μέχρις εκεί. Το δεύτερό μου αγόρι βγήκε πιο ζωηρό. Το μεγάλο ήταν νωθρό. Το μικρό χτύπαγε εύκολα, μια μέρα στο σπίτι των γονιών μου, το τρέχανε, με επισκέπτες κιόλας εκείνη την ώρα, στο νοσοκομείο, έσκισε το μέτωπό του, του μεινε η ουλή αμανάτι μέχρι που μεγάλωσε… Είχα τρία παιδιά, στο τριαράκι το εργατικό στον πρώτο όροφο, με ψωμί, μακαρόνια και ζάχαρο… και για πλυντήριο κάτι σαν ηλεκτρική σκάφη που πιο πολύ τα γύριζε, τα πήγαινε βόλτα τα ρούχα παρά τα καθάριζε… κι η μάνα μου να προσεύχεται τα βράδια με τις ώρες και να μην παραλείπει ποτέ την εκκλησία, να βάζει πεντακοσάρικα μέσα στα πρόσφορα κι ας ζούσε με μια σύνταξη… και ο άλλος να λείπει όλη μέρα από το σπίτι, πότε στο νοσοκομείο, πότε στα καφενεία τύφλα απ’ το κρασί, να με χτυπάει, να με πηδάει χωρίς να θέλω, να το ακούει το μεγάλο μου αγόρι και να γράφει κάτω από το τραπέζι της μάνας μου στο σαλόνι της: «Ο μπαμπάς γαμάει τη μαμά…»
Έμεινα τέταρτη φορά έγκυος. Η μάνα μου δαγκώθηκε. «Αμαρτία» είπε πάλι αλλά ήρθε μαζί μου να το ρίξω. Μετά πήγε και εξομολογήθηκε. Τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Ένα βράδυ, σ’ ένα γάμο, ο κουμπάρος μας μού ζήτησε να με χορέψει. Δεν είπα όχι, δεν το ήξερα το όχι. Αυτός ήταν πάλι τύφλα. Σαν με είδε να με χορεύει ο κουμπάρος, έπαθε κρίση άρχισε να ουρλιάζει μέσα στον κόσμο σαν σκύλος «Πουτάνααα!» Γίναμε ρεζίλι οικογενειακώς και φύγαμε άρον άρον. Γυρίσαμε σπίτι και τις έφαγα πάλι. Πήγα στη μάνα μου μπας και με λυπηθεί: «Να πας στον άντρα σου», είπε ξερά. «Εγώ ζευγάρια δεν χωρίζω. Κι έπειτα, αν σε μαζέψω εδώ, τι θα πει ο κόσμος…;»
Μια μέρα η ανιψιά μου, η κόρη δηλαδή της αδερφής μου, ήρθε στο σπίτι μου. Βγήκαμε έξω να πάρουμε ψωμί από τον φούρνο που βρισκόταν κάπως πίσω από την πολυκατοικία, λοξά. Εκεί είδε κάτι πράσινες καραμέλες, στρογγυλές, που ;χανε ζάχαρη απέξω. Τις πεθύμησε. Ζήτησε να τις της πάρω. Κάνανε πενήντα δραχμές. Ντράπηκα που ακόμα και αυτό το ποσό ήταν δύσκολο για μένα. Δεν μίλησα. Τις πλήρωσα.
Μια άλλη μέρα να σου πάλι η μικρή στο σπίτι. Αυτός θα έβγαινε το βράδυ και έκανε κούρα. Έτσι συνήθιζε όταν η βόλτα του το βράδυ δεν θα ήταν απλά στο καφενείο αλλά κάπου αλλού, πιο μακριά, ίσως και με γυναίκα. Ακουγόντουσαν πολλά… ότι πήγαινε με νοσοκόμες από τη δουλειά, ίσως όμως και με πουτάνες απλά. Το σπίτι μας πεινούσε. Μπροστά στην ανιψιά μου, μού έριξε ένα χαστούκι ελαφρύ για να παίξει και πήγε να ντυθεί. Μετά εγώ, χωρίς να νοιάζομαι για κανέναν ήπια, μέθυσα εύκολα, μαθημένη δεν ήμουν και άρχισα να χορεύω και να κλαίω μαζί. Σηκωνόμουν, έριχνα μια γυροβολιά, ξανακαθόμουν και έκλαιγα. Κοιτούσα την κόρη μου την ανάπηρη και η ανιψιά μου κοιτούσε εμένα.
Την ώρα της κηδείας πάνω από το φέρετρό μου το ανοιχτό γεμάτο γαρύφαλλα μέσα στην εκκλησία την άκουγα να κλαίει και ο γαμπρός μου να απορεί μαζί της. Έκλαιγε πολύ, η ανιψιά μου. Πιο πολύ από τους γιους μου. Η κόρη μου ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Να θρηνήσει για έναν νεκρό ακόμα κι αν αυτή ήταν η μάνα της που την κουβάλησε κάτι λιγότερο από τρεις δεκαετίες. Η ανιψιά μου έκλαιγε πολύ και έδειχνε να το νιώθει στ’ αλήθεια. Πιο πολύ και από τη μάνα της χτυπιότανε που ήταν αδερφή μου και όσο να ναι με νοιαζότανε. Μα αυτή, πώς κι έτσι; Αυτή δεν ήθελε να με ξέρει, να με βλέπει. Όποτε πήγαινα σπίτι τους στην Αθήνα κρεμούσε κάτι μούτρα να… Αφιλόξενη, ξινή… όλο αγένεια. Δεν έσκαγε το χειλάκι της. Οι δυο-τρεις μέρες στο σπίτι της αδερφής μου στην Αθήνα ήταν πώς να το πω; Το διάλειμμά μου, η χαρά μου, μια σύντομη σωτηρία από την κόλαση της Αιτωλοακαρνανίας… της άγριας εκείνης δύσης! Ταξίδευα με ένα μικρό σακουβαγιάζ και το κορίτσι μου. Και μια νάιλον τσάντα με μπισκότα και χυμούς για τον δρόμο κι ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερό. Δεν ήμουν όμως καλοδεχούμενη στης αδερφής μου. Κι έτσι μόλις φεύγανε εκείνες οι λίγες μέρες στης αδερφής μου με τα μούτρα κάτω… Εντάξει δεν μπορώ να πω με πηγαίνανε και καμιά βόλτα για κανα καφέ, στο βουνό, στη Βαρυμπόμπη ή στην Κηφισιά… τον αέρα μου μια φορά τον έπαιρνα… δεν είχα και απαιτήσεις βλέπεις… απαιτήσεις δεν είχα ποτέ μου, πώς να 'χω τώρα…; Μόλις τελειώνανε λοιπόν αυτές οι λίγες στιγμές ξεκούρασης, επέστρεφα πίσω. Εκεί, μακριά, δυτικά. Στα πέρα – πέρα που δεν τα 'χα φανταστεί ποτέ.
«Ζήτησα μετάθεση στο νοσοκομείο του Μεσολογγίου», μού ανακοίνωσε αυτός μια ημέρα των ημερών. Το μικρό μου το παιδί ήταν δεν ήταν πέντε χρονών. «Μετακομίζουμε!», είπε χωρίς να μας ρωτήσει και μόνο που δεν κατουρήθηκα πάνω μου. Έμοιαζα ήδη με γριά, τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Το δέρμα μου είχε μαυρίσει κι άλλο, είχα κοντύνει περισσότερο, δεν υπήρχα πια παρά μόνο ως αποκλειστική της κόρης μου. «Μην μου πάρεις τα παιδιά! Θέλω να τα βλέπω… μην μου τα στερήσεις!» παρακάλεσε η μάνα μου τον γαμπρό της. Φύγαμε πριν καλά-καλά το καταλάβω. Νοικιάσαμε ένα μικρό αλλά ήσυχο σπίτι πίσω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Καλή γειτονιά, δεν λέω. Αλλά ξένη, άγνωστη σε μένα. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Ούτε η γέφυρα Ρίο – Αντίρριο δεν είχε φτιαχτεί τότε. Με τα φεριμπότ πηγαίναμε. Και πώς άρεσαν τα πλοία στον μεγάλο μου! Το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα των αυτοκινήτων, έτσι που να χωρέσουν όσο πιο πολλά χωρίς να χτυπήσουν μεταξύ τους. Αυτό τον τρέλαινε πιο πολύ. Το «έλα, έλα, έλα!»
― Εκεί που είσαι εσύ, έλεγε η αδερφή μου, αργεί να ξημερώσει λίγο...
― Γιατί έλεγα, εγώ; Αμερική είναι εδώ;
― Σας τρώει το βουνό, η Βαράσοβα, απαντούσε εκείνη, που μπαίνει μπροστά...
Βολευτήκαμε όπως-όπως. Ένα μέρος υγρό, όλο έβρεχε και φύσαγε. Δεν άργησα να πάθω πνευμονία, δεν ήξερα να φυλαχτώ. Μπήκα στο νοσοκομείο, εκεί που δούλευε αυτός. Έτσι, με κείνη δηλαδή την αφορμή να σου και η μάνα μου να 'ρχεται να με γιατροπορεύσει με το ΚΤΕΛ η φουκαριάρα. Με βοήθησε, τότε που την είχα ανάγκη. Δεν μιλούσε πολύ μ’ αυτόν. Αυτός δεν είπε τίποτα που ήρθε. Και όταν συνήλθα, έφυγε. Δεν με ξαναεπισκέφτηκε από τότε. Από την αδερφή μου έμαθα πως στενοχωριόταν για μένα και έκλαιγε κρυφά, όπως έκλαιγε και για το παιδί μια ζωή. «Παιδί» εγώ έλεγα τον αδερφό μας που πέθανε από λευχαιμία, εικοσιοχτώ χρονών παλικάρι. Κανείς μας δεν τον ξέχασε ποτέ. Πώς θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε άλλωστε; Τον θυμόμουν πάντα και ας με έβριζε όλη την ώρα… το «μωρή χοντρή» ήταν το πιο ευγενικό που άκουγα από το στόμα του, και τι μ’ αυτό; Δεν ήθελα να πάθει κακό. Θυμόμουν τις βόλτες με το μηχανάκι του… Εκείνο το φοβερό του δίτροχο με το οποίο είχε πάει χωρίς κράνος, χωρίς τίποτα με κείνη την εθνική οδό Αθήνα – Ναύπακτο και πίσω… τότε πριν πεθάνει, θα τανε το ’77, το ’78… Κι αυτός λοιπόν είχε κάνει ένα ταξίδι στην Αιτωλοακαρνανία… Το πρώτο του και το τελευταίο του.
Ήμουν πάντοτε κοκέτα. Ξέρω, ούτε που σας πάει το μυαλό σε κάτι τέτοιο... Μου άρεσε να βάφω μόνη μου κόκκινα τα ταλαίπωρα και κιτρινισμένα νύχια μου. Αυτά ήταν οι μάρτυρες της κακής μου υγείας μέσα-έξω. Όπως και τα δόντια μου τα σάπια. Μου άρεσαν τα κραγιόν, μα πιο πολύ τα αρώματα. Μμμμ οι κολόνιες! Ήταν το πιο όμορφο δώρο που μπορούσε να μου κάνει κανείς! Έστω και αυτές από τη λαϊκή, οι χύμα, κάθε μπουκαλάκι καλό ήταν, το ήθελα, το άδειαζα πάνω μου. Και είχα και κάτι σκιές ματιών και καμιά φορά πασαλειβόμουν με αυτές για να κρύψω ένα μεγάλο σημάδι σαν λεκέ που είχα στο ένα μου μάτι ούτε θυμάμαι από πότε και γιατί.
Αυτός δεν με ξανα-άγγιξε. Με έλεγε «γριά». Καλύτερα. Από το να μου φέρει καμιά αρρώστια. Καλύτερα έτσι. Αυτός, σαν μεγάλωσε, με πέρναγε και λίγα χρονάκια αλλά φυσικά δεν του φαινόταν, έβαφε και το μαλλί μαύρο και το μουστάκι μαύρο, να δείχνει νέος, να αρέσει και να βγαίνει «όμορφος» έξω στις βόλτες του…
Η γειτονιά στο Μεσολόγγι με συμπάθησε αμέσως. Πάντα με συμπαθούσαν όλοι όσοι με γνώριζαν. Ιδίως άμα βλέπανε το κορίτσι δίπλα μου. Κακό σε άνθρωπο δεν έκανα ποτέ, «’Βδοξούλα, αρνί» με έλεγε η αδερφή μου, όπως και έλεγε συχνά «είσαι χαζή και θα ζήσεις πολλά χρόνια». Τα παιδιά μου δεν τα είχα βαρέσει ποτέ… Μόνο με μια μυγοσκοτώστρα τα κυνηγούσα και όταν δεν τρώγανε θύμωνα και φώναζα «Κατάπινε!». Δεν ήμουν ικανή να χτυπήσω, ήμουν και αδύναμη εξάλλου, χωρίς κουράγιο. Μόνο να τρώω ξύλο ήμουν ικανή. Παλιά, κάποτε, ακόμα όλοι στα εργατικά στην Αθήνα ζούσαμε, η ανιψιά μου, αυτή που την πήραν τα ζουμιά στην κηδεία, κυνηγούσε τον μεγάλο μου γιο, πρόβατο κι αυτός σαν εμένα κι εγώ της φώναζα: «Μην τον εβαρέσεις…»
«Πώς βγήκε αυτή τόσο χαζή; Πού έμοιασε; Τα γράμματα γιατί δεν τα παίρνει;» Όλοι ρωτούσαν για μένα. Έμοιασα, λέγανε οι δικοί μου, σε μια θεία μου, τη μικρή αδερφή της μάνας μου, κοντή και χαζή κι αυτή, όρνιο και θύμα. Και αυτήν, ο άντρας της την έστειλε στον άλλο κόσμο.
«Βγες, βγες κάτω από το κρεβάτι έσκουζε η αδερφή μου, να πας αγγλικά... να μάθεις κάτι...». Εγώ δεν έβγαινα, εκεί κολλημένη. Η αδερφή μου έκλαιγε για τα χάλια μου. Εγώ όχι.
Έκανα τρεις με τέσσερις ενέσεις για το ζάχαρο τη μέρα. Ζαλιζόμουνα πολλές φορές κι άμα είχα ζαλάδες, δεν μιλούσα, κιχ δεν έβγαζα. Φορούσα φακούς επαφής δεν ξέρω κι εγώ από πότε τους είχα, τα μάτια μου είχαν πάθει μόλυνση. Στους γιατρούς δεν πήγαινα εύκολα και όχι από μόνη μου. Η αδερφή μου, που τυχαία είχε πάρει κι αυτή προκομμένο άντρα από τα ίδια μέρη, ερχόταν να με δει, να πάμε βόλτα στην Τουρλίδα να δούμε το μαγικό ηλιοβασίλεμα στη λιμνοθάλασσα και να μου αφήσει κανένα κουρέλι της για μένα και τα παιδιά μου. Μια φορά φορούσα κίτρινο με μοβ. «Δεν πάνε αυτά τα δύο χρώματα μαζί», είπε η αδερφή μου. «Θα τα κάνω εγώ να πάνε», της έκανα. Η αδερφή μου… Είχε κι αυτή τα δικά της προβλήματα. Σαν εμένα βέβαια δεν ήταν. Αλλά είχε βάσανα. Δεν την είχε γλιτώσει απ’ τη ζωή. Όταν πέθανα εγώ, αυτή είχε ήδη περάσει καρκίνο στο παχύ έντερο και πολλές άλλες αρρώστιες, ατυχήματα και χειρουργεία. Έφτασα να δίνω εγώ κουράγιο σε κείνη, σε μια δόση. Εγώ σ’ αυτήν! Ποιος να μου το λεγε;
Βρομούσα. Μπάνιο δεν έκανα συχνά, το ρεύμα κόστιζε, αυτός φώναζε. Γρήγορα βρήκε φίλους, τον μάθανε στα καφενεία, πήγαινε στα κλαρίνα μέχρι το πρωί τα καλοκαίρια, έπινε όλη την ώρα, είχαμε και σπίτι κρασιά και μπίρες πάντα. Μια μέρα, ήπιε ο γιος μου ο μικρός ποτά που βρήκε πρόχειρα μπροστά του και μέθυσε. Τρέξαμε στο νοσοκομείο, ο γιατρός τον ρωτούσε τι έπαθε και αυτός έλεγε: «Είμαι μεθυμένος…» Δεν ήταν καλά, πώς δεν έγινε τίποτα πιο κακό! Ήταν ζωηρός, μια άλλη μέρα έβγαλε έξω την αδερφή του, εγώ είχα πεταχτεί σε μια γειτόνισσα, άνοιξε όλες τις βρύσες και φώναζε: «ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΑΜΕ!». Μαζεύτηκε η γειτονιά να καμαρώσει την πλάκα του. Πήρα μεγάλη τρομάρα μα δεν τον μάλωσα.
Τα καλοκαίρια έκανε αφόρητη ζέστη. Κολλούσαμε, βαριανασαίναμε. Τα βράδια οι πόρτες ανοιχτές. Αν είχαμε κουράγιο και δεν ήμασταν άρρωστοι, παίρναμε το αστικό μαζί με τους φοιτητές των Τ.Ε.Ι. και τραβούσαμε κατά το Κρυονέρι, ο ένας πάνω στον άλλο για μια βουτιά στη θάλασσα. Όταν φυσούσε λιβόρι τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Πονοκέφαλος μας έπιανε.
12 Αυγούστου 1992: πέθανε η μάνα μου. Από ζάχαρο. Της έπεσε πολύ, δεν έτρωγε, είχε γίνει σκελετός, την είχαν φάει οι στενοχώριες, τα λάθη, οι μεγάλοι σταυροί. Ήθελε να πεθάνει, το 'χε βάλει στόχο. Ήρθα στην Αθήνα για την κηδεία. Ένιωθα ένοχη. Έφταιγα. Ήρθε κι αυτός και έπαιζε θέατρο με το μαύρο πανί γύρω από το μπράτσο. Τον πήρε ο πόνος. «Εσύ, ζώον, την έσκασες τη μάνα μας!», είπε η αδερφή μου. Έξι μήνες μετά, πάει και ο πατέρας. «Αν ζούσε το παλικάρι μου, εγώ δεν θα χα στραβωθεί και θα σε πλακώναμε στο ξύλο», είχε πει κάποτε σ’ αυτόν ο πατέρας.
Ήμουν πιο μόνη μου από ποτέ. Η αδερφή μου νοίκιασε το σπίτι των γονιών μας. Ο πατέρας μου από πείσμα δεν το άφησε σε μένα. «Θα παίρνεις εσύ όλο το νοίκι. Θα κρατάω λίγα μόνο για τα έξοδά του», με λυπήθηκε η αδερφή μου για την κατάντια μου και έτσι είχα κι εγώ πρώτη φορά λεφτά στην τσέπη μου, εκτός από τα αναπηρικά, όποτε και αν μας τα δίνανε. Και πάλι όμως πεινούσαμε.
«Τι με κοιτάς; μου λεγε η αδερφή μου... πάρε την κόρη σου και βγείτε στον δρόμο να παρακαλέσετε, έτσι όπως κατάντησες...!»
Δεν έκανα για μάνα. Δεν έκανα για τίποτα. Δεν μπορούσα να κοιτάξω τρία παιδιά. Δεν μπορούσα να κοιτάξω ούτε εμένα. Μια μέρα που έβρεχε πολύ, στα εργατικά στην Αθήνα μέναμε ακόμα, δεν άφησα τον μεγάλο να πάει σχολείο. Δεν ήταν και κοντά το σχολείο και φοβήθηκα. Το 'πα στην αδερφή μου που δεν τον έστειλα, μου φώναξε που το 'κανα αυτό. Αν ήταν έτσι λέει, κάθε φορά που βρέχει να μην πηγαίνουν τα παιδιά σχολείο…
Με μάλωνε η αδερφή μου. Πολλές φορές, από τότε που τη θυμάμαι. Κι εγώ θύμωνα και μετά δεν της μιλούσα και ούτε τηλέφωνο δεν την έπαιρνα. Είχα μούτρα, τι να 'κανα; Όσο μου 'κοβε, έκανα. Τι ήθελε κι αυτή να κάνω; Τι ήξερα;
Μια μέρα αυτός μας είπε πως τέρμα το νοίκι στο Μεσολόγγι, πουλάνε έξω από το Αιτωλικό μια μονοκατοικία, έχει καλούς όρους το δάνειο μιας που το κορίτσι είναι ανάπηρο. Δημόσιος υπάλληλος αυτός, το πήρε άνετα. Μπήκαμε σε δικό μας σπίτι, πιο άσχημο και πιο απόμακρο ακόμα. Ερημιά, ήθελες αμάξι να πας στη μικρή αγορά. Το Αιτωλικό μια κωμόπολη με ποντίκια μεγάλα, πιο πολλά και πιο μεγαλόσωμα από το Μεσολόγγι. Κι ο κόσμος άσχημος, θαμπός, το μέρος έβγαζε μια πίκρα. Έπεσε και με πλάκωσε. Καθόμουν στο μπαλκονάκι με φραπέ τα καλοκαίρια, τον χειμώνα μέσα με σαπουνόπερες. Τα αγόρια μου μεγάλωσαν, μαζί κι εγώ. Το κορίτσι μεγάλωνε μόνο στο σώμα, πέταξε άσπρες τρίχες στα μαλλιά. Σχολείο δεν είδε ποτέ, μόνο κάτι πισίνες για φυσικοθεραπεία στην αρχή, τότε στην Αθήνα ακόμα. Ο μεγάλος πήγε στον ΟΑΕΔ μετά το γυμνάσιο κάτι με διοίκηση λέει, τρίχες, σε τέχνη έπρεπε να πάει να ξέρει κάτι χρήσιμο… Ο μικρός πήγε νυχτερινό γυμνάσιο μπας και το βγάλει καμιά ώρα. Τόσα γράμματα μάθανε μόνο… Λίγα περισσότερα από μένα.
Μετά την κηδεία μου, μπήκανε όλοι στα αυτοκίνητά τους και φύγανε. Αυτό ήταν. Η αδερφή μου με την οικογένειά της κάνανε κατά το Μεσολόγγι και φάγανε ψάρια, όπως θέλει το έθιμο. Μα η ανιψιά μου, όχι. Αυτή πήρε όσπρια. Δεν τα θελε τα ψάρια. Έτσι με συγχώρεσαν… Από ποιο πράγμα όμως συγχωρέθηκα ακριβώς; Δεν διάλεξα καν να γεννηθώ.
Δεν είχα μαλλιά από χρόνια, κάτι λίγες τρίχες μού είχαν απομείνει. Έμοιαζα σαν μια τραγουδίστρια από τη Γαλλία στα τελευταία της κι αυτή, πώς να δεις τη λέγανε; Απ’ την τηλεόραση την ήξερα. Ταλαίπωρη κι αυτή, κακογερασμένη. Εντίθ, Εντίτ Πιαφ, Πιαθ. Κάτι τέτοιο. Πολύ διάσημη, λέει. Σ’ όλον τον κόσμο την ξέρανε. Ίδιες ήμασταν, πανάθεμά μας. Τα αγόρια ήταν πια μεγάλα. Δουλειά βέβαια δεν είχαν, πιο πολύ ο μεγάλος που ήταν αθώος και χαζός. Έπιασε δουλειά σερβιτόρος, ένα φεγγάρι, σε σουβλατζίδικο. Έτσι του 'πε το αφεντικό πως θα πηγαίνει να δίνει τα πιάτα και τα ποτά και μετά θα μαζεύει τραπέζια. Και μόλις τελειώνει η δουλειά, θα πληρώνεται. Μόνο που στο τέλος, πριν του δώσει τα λεφτά, τον ανάγκαζε να καθαρίζει και την τουαλέτα κι ας μην το 'χανε συμφωνήσει από την αρχή. Μια εποχή, στον μεγάλο, σαν ήταν είκοσι χρονών, πρότειναν κάτι καλόπαιδα της πόλης να πάει ζιγκολό σε πλούσιες γριές. Να πάει να τις πηδάει δηλαδή για λεφτά. Γέλασε μια, δυο, δεν το κανε ποτέ. Κι ας είχε λεφτά αυτό. Ο μικρός πάλι όλο και κάπου δούλευε πιο καλά απ’ τον μεγάλο. Είχε πάει και για μαραγκός και μετά για φούρναρης. Του 'κοβε πιο καλά. Ήταν διαόλου κάλτσα. Αυτός οδηγούσε αυτοκίνητο και μας πήγαινε από 'δω και από κει. Κανείς μας δεν ήξερε αυτοκίνητο. Και το θέλαμε, μακριά μέναμε. Από όλα. Όμως κι εκεί η αδερφή μου με έφτανε και ερχόταν για να με δει δυο-τρεις φορές τον χρόνο. Είχαμε κότες και μια σκύλα. Η σκύλα ήταν αυτουνού, λυκόσκυλο δεμένο στην αυλή. Αυτός είχε πάντα μηχανάκι, μετά έμαθε σε αυτόματο αυτοκίνητο που λέει δεν θέλει να είσαι το ίδιο καλός οδηγός. Για τον εαυτό του το είχε μάθει φυσικά – όχι για μας.
Μαθεύτηκε πως τα 'χε με μια Αλβανίδα κάπου λέει την είχε σπιτωμένη. Μυστικό δεν ήταν. Το χνώτο του πάντα βρόμαγε κρασί, στάζανε τα μουστάκια του, έβριζε τον μεγάλο, του λεγε: «Εσύ γαμάς; Γαμάς, ρε;», για να τον κάνει να μοιάζει άχρηστος σε σχέση με τον εαυτό του. Το παιδί κοκκίνιζε. Μετά είπε να τον παντρέψει. Πάλι με γυναίκα από κείνα τα μέρη. Τα πήγαινε καλά με τους Αλβανούς, τού δίνανε και ουίσκι δικό τους. «Αγροτικό» το λέγανε κάποιοι πιο λογικοί, να κοροϊδέψουν. Γάμος, βέβαια, δεν έγινε με καμιά. Αυτό μας έλειπε!
Είχε παράξενες, σιχαμένες συνήθειες αυτός. Εκτός από το να με βαράει, να μην μας δίνει φράγκο και να πίνει, έδινε και στα άλογα που είχαν οι φίλοι του να πιουν. Όλοι μαζί το κάνανε αυτό. Γελούσανε. Τα άλογα μεθούσαν, σηκώνονταν στα δυο πόδια, κουνιόντουσαν τα απαυτά τους και σκάγανε όλοι μαζί παρέα στα γέλια. Οι σκατάδες!
Το ξύλο είχε σχεδόν κοπεί, είχε γίνει όμως κάτι άλλο. Είχε φέρει σπίτι καραμπίνα. Κυνηγούσε 'κανα λαγό; Ποιος κατάλαβε ποτέ; Ήταν επικίνδυνο πράμα μέσα στο σπίτι τέτοιος σατανάς. Τα αγόρια τον φοβόντουσαν, κυρίως ο μεγάλος. Παλιά, είχα πει στην ανιψιά μου πως αν πεθάνει αυτός, θα πάμε στα μπουζούκια. Τα μπουζούκια μου αρέσανε πολύ. Έβαζα το τρανζιστοράκι μου και άκουγα τραγούδια λαϊκά και έφτιαχνε το κέφι και καμιά φορά χόρευα κιόλας. Είχα κολλήσει και τα παιδιά μου μ’ αυτό. Ήταν από τις λίγες μας χαρές. Όπως και το τσιγάρο. Όλοι καπνίζαμε. Γι’ αυτό βρίσκαμε λεφτά. Μόνο το κορίτσι δεν κάπνιζε μα κάπνιζε από μας. Το σπίτι είχε ποτίσει απ’ τον καπνό αλλά οι πόρτες ήταν ανοιχτές εκτός κι αν έβρεχε. Κι αυτό γινόταν συχνά. Με ναρκωτικά όμως δεν έμπλεξαν ποτέ. Δεν πήραν. Και ήταν εύκολο να γίνει αυτό εκεί πέρα. Όσο γι’ αυτό, μέχρις εκεί, τούς έκοβε.
Οι γιοι μου δεν τον φώναζαν «πατέρα», ούτε βέβαια «μπαμπά». Τον έλεγαν με το μικρό του όνομα. Κι αυτό σφίγγοντας τα δόντια. Αυτός ανέλαβε και το κορίτσι, πήγαν μαζί στο χωριό εκεί που θάφτηκα, αφότου πήρε τη σύνταξή του. Πάλι καλά, ξεχρέωσε το σπίτι στο Αιτωλικό, κάτι άφησε στα παιδιά του. Για τους άλλους, για κεράσματα στο καφενείο και παρέες και πλούσιες κουμπαριές με χαμένα κορμιά, είχε λεφτά. Για ακριβούς χρυσούς σταυρούς χοντρούς και καλά ρούχα με τα παιδιά του ρακένδυτα. Για μας δεν είχε ποτέ.
Η ανιψιά μου γέννησε ένα αγοράκι το ‘14. Αγορομάνα μας βγήκε κι αυτή. Πρόλαβα και το ασήμωσα με ένα εικοσάευρω στο χωριό τού πατέρα της που ήταν λίγο έξω από το Μεσολόγγι. Δόντια δεν είχα, είχα διπλώσει στα δυο, με το ζόρι έβγαλα δυο λέξεις. Ήμουν στα τελευταία μου. Κι όμως ένιωσα χαρά που η αδερφή μου έγινε γιαγιά. Κι ας μην χαιρόταν εκείνη. Εμένα μ’ αρέσανε πιο καλύτερα τα κορίτσια· μόλις έπαιρνα κορίτσι μωρό στην αγκαλιά μου... «Πεπέλα μου, έλεγα... πεπέλα μου εσύ...» και την ανιψιά μου την φώναζα «Τρυγόνα μου!»
Μια μέρα αυτός, απόγευμα ήταν, άρπαξε την καραμπίνα και μας είπε να βγούμε έξω από το σπίτι του και να πάμε στο διάολο. Δεν φοβηθήκαμε. Μπήκαμε στο αμάξι το μεταχειρισμένο που οδηγούσε ο μικρός γιος. Ήταν η ώρα να πάρει το κορίτσι τα φάρμακά του. Δεν τα χα μαζί μου. Δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτα κοντά μας. Πήγαμε στην αστυνομία. Λεπτό δεν δειλιάσαμε. Είπαμε για την καραμπίνα και τις φοβέρες και το διώξιμο. Γυρίσαμε με το περιπολικό. Ο φάρος ξεσήκωσε το Αιτωλικό όλο και το χωριό που μέναμε. Του φωνάζανε με κείνο κει το πράγμα που έμοιαζε με γουόκι τόκι και με μικρόφωνο που 'χει μέσα στο περιπολικό να βγει έξω ήρεμα και να μην κάνει καμιά μαλακία με το όπλο. Ήταν χέστης. Όλα τελείωσαν γρήγορα. Στο νοσοκομείο ο πρόεδρος έμαθε τα χαμπέρια του, τον ξευτύλισε ο ίδιος κατάμουτρα, μπήκε σε διαθεσιμότητα για ένα μήνα. Τον έφτυσε όλος ο περίγυρος που έκανε σ' εμάς τον νταή.
Όπως ήταν ήρθε στην κηδεία μου. Χωρίς πολλά μαζί της. Αχτένιστη, με αθλητικά παπούτσια, ένα χακί μπουφάν… τα χάλια της είχε. Άφησε το παιδί στον άντρα της. Είχε πάρει καλό άντρα. Άλλη γενιά, άλλη ζωή. Δεν δούλευε εκείνο τον καιρό, της είχαν δώσει άδεια πολλούς μήνες. Είχε δουλειά, καλή δουλειά, σίγουρη. Δεν είχε καλή σχέση με την οικογένειά της, με τη μάνα της δεν το τρώγανε μα και με τον πατέρα της και τους αδερφούς της τα ίδια. Τους άντεξε τόσα χιλιόμετρα για να μου πει «αντίο» και ας μην με ήθελε ποτέ της.
Ήταν Απόκριες. Η αδερφή μου με τον άντρα της είχαν φτιάξει ωραίο σπίτι στο χωριό του. Όλα καινούργια, λάμπανε. Ρίξανε πολλά λεφτά. Είχε ο γαμπρός μου ξαφνικά, δεν κατάλαβα ποτέ ακριβώς από πού τα βρήκε. Ήρθε η ανιψιά με τον άντρα της, φρεσκοπαντρεμένη, χωρίς το μωρό ακόμα, να περάσουν το τριήμερο. Δεν πρόκαμαν. Έσπασα το χέρι μου, το 'μαθε από το τηλέφωνο από τη μάνα της που πήρε την ξαδέρφη μας και κουβαλήθηκαν σαν τις τρελές να με κοιτάξουν. Πονούσα πολύ στο νοσοκομείο μα δεν ήταν αυτό το βασικό μου πρόβλημα, αυτό ήταν η αφορμή να βρω τη σαπίλα μου την αληθινή που θα με έστελνε στον τάφο. Με πήγε ο μεγάλος γιος. Αυτός έκανε τον λυπημένο. Η ανιψιά μου άφησε ογδόντα ευρώ στον μεγάλο μου. Ο άντρας της, τής είπε θα τα βρείτε με τη μάνα σου για τα λεφτά. Δεν τα βρήκαν ποτέ. Δεν τα ζήτησε. Είχε αρχίσει το τέλος της ζωής μου και μαζί το τέλος της κακίας της.
«Έναν καλό άνθρωπο, ήθελε η Ευδοξία», έλεγε η αδερφή μου. «Να ζουν ήσυχα, να βγαίνουν καμιά βόλτα, καμιά ταβερνούλα να πηγαίνουν… όχι αυτόν που πήρε… Α, ΡΕ ΜΑΝΑ! ΠΟΥ ΤΗΣ ΤΟΝ ΕΚΑΝΕΣ ΠΡΟΞΕΝΙΟ! Και που δεν την έβαζες τη δόλια τραπεζοκόμα να χει μεροκάματο παρά έλεγες ο άντρας να πάρει τη δουλειά, να ταΐζει την οικογένειά του. Νόμιζες πως ήταν όλοι σαν τον δικό σου άντρα…».
«Μάνα, τι μου το άφησες το ζώον;;; Δεν ξέρω… δεν ξέρω…», φώναζε και χτυπιόταν στο νοσοκομείο και την κράταγε η ξαδέρφη από τον Βόλο. Ένα «ευχαριστώ» δεν είπε ο άλλος που ήρθανε άρον- άρον. Η ανιψιά αναγκάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα πίσω. Θα 'χε κι άλλα τριήμερα στο μέλλον, πολλά. Εγώ κανένα πια. Ξεκίνησα αιμοκαθάρσεις Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Δεν είχα πια νεφρά από το ζάχαρο, δεν είχα ζωή… Τρεις ώρες η κάθε φορά, στο περίμενε, στην υπομονή. Στο τίποτα, στο μηδέν. Δεν είχα μέλλον έτσι κι αλλιώς. Ήθελε δίαιτα, δεν έκανα. Πάντα ήθελε να προσέχω τι τρώω. Δεν έγινε ποτέ αυτό.
«Πού θα αφήσεις το κορίτσι;;; Δεν σε νοιάζει;;;», έλεγε και ξανάλεγε η αδερφή μου. Την κοιτούσα σαν βόδι, όπως πάντα. Παλιά μου έλεγε να ξεσηκωθώ, να φύγω, να πάω πού; «Θέλουν λεφτά αυτά που λες», της έλεγα.
«Γιατί δεν πάει για δουλειά, ας πούμε μαγείρισσα;», ρωτούσε κάποτε η ανιψιά μου. «Θέλει γρηγοράδα αυτό», της έκανε η μάνα της. Δεν μπορούσα να βγάλω φράγκο, με τρία παιδιά, το ένα άρρωστο, άρρωστη κι εγώ μαζί.
Πέθανα το 2015. Με θάψανε με τη βέρα μου. Κι αυτός φορούσε βέρα πάντα. Ήθελε να λέει ότι είναι παντρεμένος και να φαίνεται έξω. Στην κηδεία, ο μεγάλος μου γιος κουνούσε το κεφάλι του. Τόσο άντεξα και πολύ ήταν. Το τσιγάρο δεν το 'κοψα ποτέ. Δεν μετάνιωσα. Καλά έκανα! Και τις λίγες μου τρίχες στο κεφάλι μέχρι το τέλος τις έβαφα πότε ξανθιές και πότε κόκκινες. Ήμουν θηλυκό μέχρι που ξεψύχησα.
Μέχρι να πεθάνω έπρεπε να πηγαίνω πέρα δώθε στην Πάτρα στον γιατρό. Η γέφυρα κόστιζε όπως κι η βενζίνη. Καμιά φορά μου δίνανε η οικογένεια της αδερφής μου. Και μου φωνάζανε γιατί έπαιρνα το νοίκι όλο από το εργατικό και κουμάντο δεν έκανα ποτέ και ξέμενα από λεφτά και με χαϊδεύανε όταν πονούσα κι είχα ανάγκη. Μα γιατί να κάνω κουμάντο; Τα χρόνια που είχα ακόμα ήταν λίγα, τα προβλήματα μόνο ήταν πολλά. Όμως έλεγα πάντα «ευχαριστώ» κι αχάριστη δεν ήμουν. Και κοιτούσα πάντα κάτω. Ήξερα πως κανείς δεν με ήθελε. Ήμουν αδύναμη σαν κλαράκι και υποχρεωμένη στους άλλους όλη την ώρα.
Ο μεγάλος μου ο ανιψιός δεν ντρεπόταν καθόλου για μένα. Με καμάρωνε, με δεχόταν όπως ήμουν, έτσι άρρωστη, ζαβή και άπλυτη πολλές φορές με το κορίτσι μου αγκαζέ. «Έχω ψηλά το ζάχαρο…» του έλεγα με παράπονο και φόβο… «Είσαι γλυκούλα, γι’ αυτό…» μου απαντούσε για να με κάνει έστω και λίγο να χαμογελάσω. Μέχρι και την κοπέλα του είχε φέρει να μου γνωρίσει εκεί στην ερημιά, στο χωριό του Αιτωλικού. Πέσανε τα μούτρα μου όταν την είδα να την φέρνει επίσκεψη. «Δεν κρύβομαι από κανέναν», μου είπε. «Άμα της αρέσει!» Η κοπέλα κοιτούσε, δεν σάλευε, δεν μιλούσε. Μιλούσε από μέσα της.
«Η ζωή της πρέπει να γίνει βιβλίο», είχε πει ο μικρός μου στην ανιψιά. Μ’ αγαπούσε ο μικρός μου, όλα μου τα παιδιά με αγαπούσαν. Ο μικρός ερχόταν στην αγκαλιά μου με τρυφερότητα. Πήρα κι εγώ αγάπη στη ζωή. Πήρα από αυτά τα τρία πλάσματα, έτσι όπως ήταν, όπως τα φτιάξαμε με αυτόν.
Με λένε Ευδοξία. Έτσι λέγανε τη μάνα της μάνας μου. Καλή δόξα σου λέει θα πει το όνομα. Δηλαδή καλή φήμη, σε ξέρουν για καλή δηλαδή οι πολλοί, μου χε εξηγήσει κάποτε η αδερφή μου. Και έτσι ήταν… έτσι το πήγα στη ζωή μου. Το τίμησα το όνομά μου. Χάθηκε όμως, βρε παιδί μου να με έχουνε βγάλει Ευτυχία;
[ Βλέπουμε εικόνες από το ηλιοβασίλεμα στην Τουρλίδα (Λιμνοθάλασσα) Μεσολογγίου…]