Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΕΥΧΟΣ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ (ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)
ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΣΤΥΓΟΕΙΔΗΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑ»

___________

[ Σημ: Γλωσσικά ολισθήματα, ακυρολεξίες και εν γένει nonsense που περιέχονται στο παρόν βαρύνουν τις κειμενογεννήτριες τεχνητής νοημοσύνης που τα παρήγαγαν και τον συγγραφέα που, υπερηφάνως, τα υιοθέτησε. ]

___________

ΓΡΑΜΜΗ ΠΡΩΤΗ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΕΙΔΟΥΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑΣ
(ΙΠΠΟΒΟΛΕΑΣ)

[ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΥΠΑΓΟΡΕΥΑΝ ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ SOL ΤΗ ΦΡΑΣΗ «Ο ΥΠΟΒΟΛΕΑΣ ΤΗΣ ΡΕΤΙΝΙΚΗΣ ΦΩΤΙΑΣ»[1] ΩΣ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΕΙΔΟΥΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑΣ, ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΓΡΑΨΕ «ΙΠΠΟΒΟΛΕΑΣ ΤΙΣ ΡΕΤΙΝΙΚΙΣ ΦΟΤΙΑΣ», ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΟΤΙ -ΩΣ ΙΤΑΛΟΘΡΕΜΜΕΝΟΣ- ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΤΗ ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ, ΚΙ ΕΓΡΑΦΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΟΚΟΥΝ, ΟΠΩΣ ΤΙΣ ΑΚΟΥΓΕ]


Έχοντας, σερνόμενος, μπορέσει να απεγκλωβιστεί από το άλογο, το οποίο δεν ήταν μεν ζωντανό, ήτανε ωστόσο μια πιστότατη καθ’ όλα ρέπλικα αληθινού αλόγου, και έχοντας σκουπίσει το αίμα που έτρεχε απ’ τη μύτη του με το κάτω μέρος του μαύρου χιτώνα του, ο συγγραφέας του παρόντος, ψευδο-Διονύσιος, εισήλθε εκ νέου στον καθρέφτη.
Εκεί ―αναγεννημένος ως Ιππότης Sol― βρέθηκε να στέκεται σ’ ένα ολότελα άδειο από αντικείμενα πεδίο. Πλάι του, αιωρούμενος ακόλουθος, ήταν ο Επιτραπέζιος Ποιητής του. Δεν υπήρχε αέρας όπως τον ξέρουμε και το μόνο ερέθισμα που υπήρχε ήταν η αναπαραγόμενη μουσική της Ηλιακής Φούγκας ―την οποία ο Ιππότης Sol δεν άκουγε μονάχα, αλλά ήταν σαν να την ανέπνεε και αυτή να ήταν η ζωτική ενέργεια του κόσμου εκείνου― καθώς και ένα πυρόχρωμο σέλας στον ουρανό.
Γρήγορα, εμφανίστηκε από τον ορίζοντα ένα εκτοξευμένο, ιπτάμενο κατά πάνω του, άλογο. Ο Ιππότης Sol ελίχθηκε και το άλογο δεν τον πέτυχε, προσγειωνόμενο ατάκτως ξοπίσω του. Ύστερα, ακόμα ένα εμφανίστηκε στον ορίζοντα να καταφτάνει, το οποίο εκείνος μπόρεσε πάλι εύκολα να αποφύγει. Παρότι η ταχύτητά τους δεν ήταν μεγάλη, και ήταν εύκολο να τις αποφεύγει, οι αλογοριπές συνεχίζονταν τόσο σταθερά και ακατάπαυστα που ήταν βέβαιο ότι, όταν ―θέμα ωρών― οι δυνάμεις του θα εξαντλούνταν, αποκλείεται να γλίτωνε από δαύτες. Αρκετά προβληματισμένος, σκέφτηκε να ζητήσει τη συμβουλή του Επιτραπέζιου Ποιητή του ή/και του μοντέλου τεχνητής νοημοσύνης που εκείνος έφερε ενσωματωμένο.

ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ :

**Ανάλυση των δεδομένων:**

Στέκομαι άοπλος και ανάσπιδος σε ένα κενό πεδίο με μουσική υπόκρουση κι ο Ιπποβολέας εκτοξεύει άλογα κατά πάνω μου με αμείωτη ροή.

**Συνειδητοποίηση**

Πρέπει να χρησιμοποιήσω το περιβάλλον ως το μοναδικό μέσο που διαθέτω.

―Για να μπορέσω να σας βοηθήσω περισσότερο, υπάρχει κάποιο δεδομένο παρατήρησης που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο;

Ο Ιππότης Sol παίρνει το χρόνο του, μήπως και εντοπίσει κάτι. Ύστερα επανέρχεται.

ΙΠΠΟΤΗΣ SOL: Παρατηρώ μια επαναλαμβανόμενη φράση, σαν leitmotif, παραχωμένη στον ορυμαγδό της αναπαραγόμενης μουσικής, η οποία έχω την εντύπωση ότι συμπίπτει ρυθμικά με την έναρξη κάθε νέας ρίψης. Αν μπορούσα να εκφράσω με λέξεις τη φράση αυτή θα ήτανε κάτι σαν «φυσητήριο σινιάλο», άλλως «φλογερό μελωδικό φυσίγγιο», άλλως «ανεμοδαρμένη στιλβωμένη θραύση». Θα μπορούσε αυτό να είναι ένα χρήσιμο δεδομένο παρατήρησης;

ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ :

Μάλιστα! Ακολουθεί ένας οδηγός βήμα προς βήμα για το πώς να νικήσετε τον Ιπποβολέα συναρμολογώντας και χρησιμοποιώντας ένα, όσο το δυνατόν μεγαλύτερο, σιδερένιο διαπασών από τα πέταλα των πεσμένων στο έδαφος αλόγων:

1. **Συλλογή Υλικών:** Συλλέξτε τα πέταλα των πεσμένων αλόγων. Αυτά θα χρησιμεύσουν ως εξαρτήματα για το διαπασών.

2. **Κατασκευή:** Τακτοποιήστε τα πέταλα αλόγων μεθοδικά, συνδέοντάς τα για να σχηματίσουν το διχαλωτό σχήμα του διαπασών, με λαβή και δύο στελέχη. Αξιοποιήστε τα καρφιά τους, για να συνδέσετε τα εξαρτήματα μεταξύ τους με ασφάλεια. Κατασκευάστε επίσης, με τον ίδιο τρόπο, μια ευθύγραμμη ράβδο για την κρούση του διαπασών.

3. **Τοποθέτηση για άμυνα:** Τοποθετήστε το διαπασών σταθερά στο έδαφος.

4. **Προβλέποντας την επίθεση:** Δώστε προσοχή στο ρυθμικό μοτίβο που προηγείται της επίθεσης του Ιπποβολέα, το οποίο χαρακτηρίζετε ως «φυσητήριο σινιάλο», άλλως «φλογερό μελωδικό φυσίγγιο», άλλως «ανεμοδαρμένη στιλβωμένη θραύση». Αυτό θα υποδηλώνει την επικείμενη εκτόξευση αλόγου.

5. **Χτύπημα του διαπασών:** Καθώς το νέο άλογο εκτοξεύεται, χτυπήστε το διαπασών με ένα ακριβές και δυνατό χτύπημα, ενεργοποιώντας τη δυνατότητα συντονισμού.

6. **Δημιουργία διασπαστικής αντήχησης:** Το διαπασών, όταν χτυπηθεί, εκπέμπει έναν βροντερό ήχο. Αυτό διαταράσσει το μοτίβο επίθεσης δημιουργώντας έναν ισχυρό συντονισμό.

*

Ο Ιππότης Sol κατάφερε και συνδύασε τους ελιγμούς αποφυγής με τη συγκέντρωση των πετάλων από τα άλογα. Μέτρησε περίπου 400 ξεπεταλωμένα άλογα, άρα τα πέταλα που μάζεψε πρέπει να ήταν περί τα 1.600. Με τα περισσότερα εξ αυτών κατασκεύασε πράγματι ένα άθλιο διαπασών και με τα υπόλοιπα ένα μακρύ, ξεχαρβαλωμένο ραβδί. Τοποθέτησε το διαπασών στο έδαφος και όταν το ρυθμικό μοτίβο άρχισε να αντηχεί, σηματοδοτώντας την επικείμενη επίθεση, του έδωσε μια δυνατή με το ραβδί.
Μια κακοφωνία από ηχηρές δονήσεις έσκασε, επικαλύπτοντας το leitmotif και διασκορπιζόμενη στο περιβάλλον. Ο πυρόχρωμος ουρανός τρεμούλιασε από τη δύναμη του ήχου, την ώρα που ο συντονισμός ματαίωνε την επίθεση του Ιπποβολέα. Η νικηφόρα αντήχηση του διαπασών είχε διαταράξει τον προγραμματισμό της επίθεσης. Οι αλογοβολές σταμάτησαν, το ίδιο και η αναπαραγωγή της Ηλιακής Φούγκας. Ο χώρος τριγύρω έγινε ολόλευκος και ενώπιον του Ιππότη Sol εμφανίστηκε ένα μαρμάρινο βάθρο που είχε πάνω μια περικεφαλαία με χαίτη από αλογότριχες. Εκείνος, αφού φόρεσε στο κεφάλι του καλά καλά το κράνος-τρόπαιο, μεταφέρθηκε στην επόμενη γραμμή της Στυγοειδούς Παραλληλίας, την οποία ο Επιτραπέζιος ΠοιητήςΤΝ θα προλογίσει ως εξής:

Στον πύργο τον ψηλό
Το ρολόι χωρίς δείκτες πολύ αινιγματικό
Ο Μηχανικός του Χρόνου καρέκλα λευκή και πλαστική
Οδηγεί τον παίκτη με φράση ερμητική
«Το ρολόι ανησυχεί υπερβολικά για τις λεπτομέρειες» θα πει
Με αέρα μαέστρου και παρατηρητή
Όσοι προσπαθούν και αποτυγχάνουν μένουν παγιδευμένοι
Σε ακίνητο χρόνο για πάντα αγνοημένοι

[Στροφή στην αρχαιοελληνική διάλεκτο (sic), με ένα έμμετρο ποίημα: ]

Εις την Πλατείαν της Σκιάς βαδίζομεν,
Με πύργον ψηλόν, τον Χρόνον, προβάτων,
Και ώσπερ ηλιακόν ρολόι λάμποντα.
Ο Μηχανικός του Χρόνου, ανώτερος,
Μετρεί τον χρόνον και τις στιγμές του.
Προς τον Ρόλον της Σκιάς ατραπόν διαπερώμεν,
Σταθείς, προσπαθώμεν να κρατηθώμεν ως εκείνην,
Την ανυπόμονον σκιάν ν' αποφύγωμεν, αν κινηθεί.
Στην ώραν πρέπει, καλώς έχει να προχωρώμεν,
Με σοφίαν, με σκέψεις, από μας να μην αφαιρούνται.
Άλλοτε ο Ρόλος του Χρόνου, ως μετρητής ακριβής,
Αλλάζει ρυθμόν, αδιάκοπα, αναντίστροφα.
Παίκταις, αμφίεσθε, το χρόνο να αντικρατείτε,
Και όμως, σε αποτυχίαν πεσόντες, το Σκιώδες πράγμα,
Σκέψεις, αναμνήσεις αφαιρεί, αφήνοντας μόνον το κενό.
Καρκάσια αδειανά εμείς γινόμενοι, στην Πλατείαν της Σκιάς,
Με συμβουλές του Μηχανικού του Χρόνου,
Ευγνωμονούντες, συνεχίζομεν προς το μέλλον.


ΓΡΑΜΜΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΕΙΔΟΥΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑΣ
(Ο ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ)

Καταρράκτες από οξυμμένα φλάουτα καλωσορίζουν τον Ιππότη Sol στη δεύτερη γραμμή. Ακολουθούμενα από μια ασύγχρονη εξέλιξη κλαρινέτων και αγγλικών κόρνων σαν μετεωριζόμενα ουρλιαχτά από κομμένους ανέμους κ.ο.κ..

Σκηνικό: Ένας πανύψηλος πύργος στο κέντρο μιας μεγάλης κυκλικής πλατείας. Ο πύργος φέρει εντοιχισμένο ένα καντράν που δεν έχει δείκτες και η περιστρεφόμενη σκιά του λειτουργεί ως ηλιακό ρολόι. Γύρω και πάνω από αυτόν, υπάρχει ένας τεχνητός ήλιος σε πυργοκεντρική τροχιά, ενώ πλάι στη βάση του πύργου είναι τοποθετημένη μια άσπρη πλαστική καρέκλα που έχει βαλμένο στο ένα μπράτσο ένα ρολόι χειρός. Η καρέκλα αυτή δεν είναι άλλος από τον «Μηχανικό του Χρόνου», ο οποίος έχει το ρόλο του μαέστρου / μετρονόμου της κίνησης του ηλιακού ρολογιού.

Σενάριο: Στην αρχή του παιχνιδιού, από ένα μεγάφωνο ψηλά στον πύργο, ακούγεται η φράση «Το ρολόι ανησυχεί υπερβολικά για τις λεπτομέρειες» και ο Μηχανικός του Χρόνου ξεκινά την τροχιά του τεχνητού ήλιου. Η σκιά του πύργου, το μήκος της οποίας ισούται με την ακτίνα της κυκλικής πλατείας, αρχίζει, αντιστοίχως, να περιστρέφεται. Οι παίκτες προσπαθούν να διασχίσουν την πλατεία αποφεύγοντας να πιαστούν από τη σκιά του πύργου. Το ρολόι, αντί να κρατήσει μια σταθερή ροή του χρόνου, εμποδίζει τους παίκτες να προχωρήσουν απρόσκοπτα, αντιδρώντας στον τρόπο που κινούνται και σκιάζοντας ανάλογα. Ο Μηχανικός του Χρόνου παρακολουθεί την πρόοδο των παικτών και προσαρμόζει το ρυθμό του ρολογιού ανάλογα με την πρόοδό τους. Αν καταφέρουν να διασχίσουν την πλατεία χωρίς να πιαστούν από τη σκιά, κερδίζουν το παιχνίδι. Αν αποτύχουν, η σκιά του πύργου αφαιρεί τις σκέψεις και τις αναμνήσεις τους.

***

Ο Ιππότης Sol ξεκινάει να διασχίζει την πλατεία, προσπαθώντας να αποφύγει την περιστρεφόμενη σκιά χωρίς να τον πιάσει. Η σκιά του πύργου-ρολογιού αντιδρά στον τρόπο που αυτός κινείται, ανταποκρινόμενη δυναμικά σε κάθε βήμα του, κατά τρόπο που ο ρυθμός του ρολογιού να παραμένει όμως σταθερός.
Κάθε βήμα του προκαλεί μια περίπλοκη απάντηση από τη σκιά. Όταν προσπαθεί να επιταχύνει το ρυθμό του, να επιβραδύνει ή να αλλάξει κατεύθυνση, η σκιά -μέσω των χειρισμών του Μηχανικού του Χρόνου- προσαρμόζει την πορεία της, ευθυγραμμίζοντας επίμονα τις κινήσεις της με τις δικές του. Συνάμα, η αδυσώπητη επιδίωξη της σκιάς να διατηρεί το ρυθμό του ρολογιού επιτείνει την πολυπλοκότητα της δοκιμασίας. Κάθε απόκλιση από τον απαιτούμενο ρυθμό απαιτεί άμεση και ισοδύναμη διόρθωση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εάν η σκιά επιβραδύνει, ξεκινά αμέσως μια ισοδύναμη επιτάχυνση, αντισταθμίζοντας την υστέρηση, για να μη διαταράσσεται, εν τέλει, η ακρίβεια του ρολογιού. Αυτή η διορθωτική συμπεριφορά κάνει την κίνηση της σκιάς εξαιρετικά απρόβλεπτη δυσκολεύοντας πολύ το έργο του Ιππότη Sol, καθώς πασχίζει να μείνει ανέγγιχτος.
Κάποτε, οι ελιγμοί του, ακριβείς και καλά συντονισμένοι, τον οδηγούν να καλύψει με επιτυχία το ήμισυ της πλατείας. Ωστόσο, καθώς βρίσκεται στο δεύτερο ημικύκλιο, ένας λάθος υπολογισμός σε κλάσματα δευτερολέπτου οδηγεί στη σάρωσή του από τη σκιά. Το άγγιγμα της σκιάς, χάρη στην περικεφαλαία που φορούσε, του προκάλεσε λίγη μονάχα αμνησία, με αίσθημα αποπροσανατολισμού και ένα ξαφνικό κενό στην πρόσφατη μνήμη του, επιστρέφοντας τον, δε, αυτομάτως πίσω στην αρχή της πλατείας. Ο Ιππότης Sol βιώνει μια στιγμιαία αποσύνδεση από το άμεσο παρελθόν. Αγωνίζεται να συνδυάσει τα γεγονότα που συνέβησαν πριν από δευτερόλεπτα, μια ομιχλώδης αντίληψη καλύπτει τις λεπτομέρειες της επιτυχημένης διαδρομής του και τις τεχνικές που χρησιμοποίησε. Πάντως ξεκινά εκ νέου την προσπάθεια, αλλά η σκιά πάλι τον πιάνει. Τούτο επαναλάμβανεται πολλές φορές, με τον Ιππότη Sol να καταλήγει στο τέλος ένα αμνησικό ράκος, έχοντας ξεχάσει σταδιακά ακόμα και τις πιο βασικές ανθρώπινες δεξιότητες, εν τέλει και αυτή της βάδισης κι εκείνη της στήριξης του κεφαλιού στους μύες του σβέρκου.
Στην ύστατη προσπάθειά του ο Ιππότης Sol, μη διαθέτοντας πλέον τίποτε άλλο παρά το ένστικτο της επιβίωσης, εισέρχεται στον κύκλο-καντράν της πλατείας μπουσουλώντας ίσα-που και με το κεφάλι κάτω να κοιτάει τις πλάκες. Όπως θα ήταν φυσικό, η σκιά τον σαρώνει απευθείας, δίνοντάς του κατακέφαλα αυτό που φαινότανε ως το μοιραίο χτύπημα.
Τότε, μια μικρή ανωμαλία αρχίζει να εμφανίζεται στην περίτεχνη μηχανική. Ένα μικροσκοπικό γρανάζι μέσα στον μηχανισμό δεν ευθυγραμμίστηκε, προκαλώντας μια απρόβλεπτη καθυστέρηση στην περιστροφή του τεχνητού ήλιου. Η μέχρι πρότινος σταθερή τροχιά τώρα τραυλίζει. Καθώς τα γρανάζια στριφογυρίζουν και στριφογυρίζουν, ένα λεπτό κλαψούρισμα πηγάζει από το σύστημα.
Σταδιακά ο τεχνητός ήλιος εκτροχιάζεται επιστρέφοντας ταχέως προς το κέντρο της μέχρι πρότινος τροχιάς του. Η σκιά του Πύργου, κατ’ ακολουθία, συρρικνώνεται, φτάνοντας στο τίποτα όταν ο τεχνητός ήλιος ακινητοποιείται σε στάση υψηλού μεσημεριού, ακριβώς επάνω από τον Πύργο.
Με το εμπόδιο της σκιάς να έχει εξαφανιστεί, ο Ιππότης Sol συμβαίνει, περιέργως, να έχει περάσει επιτυχώς τη δοκιμασία. Έχοντας δε, ως νικητής, επανέλθει αυτομάτως στην πρότερη καλή κατάστασή του, με μνήμη κ.λπ., προχωράει αμέριμνος μέχρι τον Μηχανικό του Χρόνου, όπου -επί της καρέκλας- τον περιμένει αφημένο το τρόπαιό του: ένας μπλε μανδύας, που από το κουμπί του γιακά του εξείχε ένα καλώδιο, το οποίο κατέληγε σε ένα μικρό άγκιστρο.

_________

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΘΙ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΕΠΙΤΥΧΟΥΣ ΕΚΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΠΟΙΗΤΗΤΝ

Έστω ότι: Το S αντιπροσωπεύει τη σκιά του πύργου, σε συνάρτηση με το χρόνο t. Η κυκλική πλατεία συμβολίζεται με το γράμμα C. Η αλληλεπίδραση του παίκτη με τη σκιά συμβολίζεται με το P, που εμφανίζεται σε ένα σημείο εντός του κύκλου, ως συνάρτηση της θέσης του παίκτη x και του χρόνου t. Η χαίτη της περικεφαλαίας του Ιππότη Sol -μεταβλητή H- (καμωμένη από αλογότριχες που είναι στριμμένες σε πηνία γύρω από μικροράβδους ορειχάλκου, ενός παραδοσιακά χρησιμοποιούμενου στην ωρολογοποιία μετάλλου) έχει την ιδιότητα να εκτρέπει ένα κλάσμα f της εισερχόμενης σκιάς, το οποίο, όταν αλληλεπιδρά με το S και επιστρέφει πίσω στον πύργο, προκαλεί έναν βρόχο ανάδρασης. Ο βρόχος ανάδρασης δημιουργεί μια τροποποιημένη σκιά S. Το α είναι ένας συντελεστής που αντιπροσωπεύει την απορρόφηση ή απώλεια.

\(S(t) = C \ P(x, t) + (1 - f) \ S(t)\) \(\frac{dS'(t)}{dt} H · f – α · S

Καθώς λοιπόν «το ρολόι ανησυχεί υπερβολικά για τις λεπτομέρειες», αρκούσε μια ελάχιστη διατάραξη του χρονικού συστήματος για να προκαλέσει τον τερματισμό του.

ΓΡΑΜΜΗ ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΕΙΔΟΥΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑΣ
(ΤΡΙΚΕΦΑΛΗ ΜΕΤΑΕΙΚΟΝΑ)


Με τον νέο, ιπποτικότατο στολισμό του με μπλε μανδύα -όμοιος σχεδόν με τον Σολωμό όπως τον απεικόνιζε ο Εγγονόπουλος ― ο Ιππότης Sol εισήλθε εκ νέου στη ροή της Παραλληλίας. Στο εισαγωγικό ηχοτοπίο της τρίτης γραμμής, τρομπέτες και φλογέρες συμπλέκονται σε περίπλοκα μελωδικά τόξα, που τα διαδέχονται ανυπολόγιστες ασυνέπειες σουραυλιών, που περιστασιακά διακόπτονται από τρομπονοειδή χάη, τα οποία σβήνουν, χάνονται και ύστερα επανέρχονται ως συντονισμένες ανακαλύψεις στο Ατέλειωτο κ.ο.κ.
Ο χώρος είναι, απλώς, ένα κενό ηλιόλουστο πεδίο. Καθώς ο Ιππότης Sol περιπλανιόταν για ώρα είδε ότι όπου και να πήγαινε δεν άλλαζε απολύτως τίποτα, κανένα αντικείμενο ή άλλο στοιχείο δεν διατάρασσε την ομοιομορφία.
Ώσπου, λόγω μιας ζαλάδας που ένιωσε, έκατσε στο έδαφος να ξαποστάσει.
Η ζαλάδα μετατράπηκε γρήγορα σε απόλυτη δυσφορία. Ο Ιππότης Sol κάθιδρος ―και ανήξερος ως προς τη φωτοσυνθετική ιδιότητα του νεοαποκτηθέντος μπλε μανδύα του, ο οποίος απορροφούσε αχόρταγα κάθε υπάρχον φωτόνιο― αισθανόταν το φως που τον έλουζε να αυξάνεται εκθετικά. Με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά, ακόμα και μέσα από τα βλέφαρά του η φωτεινότητα ήταν επώδυνη σαν απευθείας κοίταγμα ηλίου σε καλοκαιρινό μεσημέρι. Κι ακόμα το φως αυξανόταν και αυξανόταν, μέχρι που ―ξάφνου― έσβησε.
Ο Ιππότης Sol άνοιξε τα μάτια. Ενώπιόν του μετεωριζόμενο στο βαθύ σκοτάδι, θολώνοντας και ξεθολώνοντας σαν φωτογραφική εστίαση, ήταν ένα τρικέφαλο afterimage, μια φασματική μορφή. Μπροστά ένας γέρος με κεφάλι που ομοίαζε με κώνο, πίσω του μια μυστηριώδης θηλυκή μορφή, ανάγλυφη στο σκοτάδι σαν μαύρη νύχτα και, τέλος, μια νεαρή γυναίκα εκπέμπουσα φως κοκκινωπό, παρόμοιο με της έκλειψης του φεγγαριού.

***

Γέρος: (με σοφία) «Ιππότη Sol, είμαστε οι υποσύμβολοι της ανθρώπινης πορείας. Εγώ, ο γέρος με την κεφαλή τζίτζικα, είμαι ο Εγκόσμιος Χρόνος. Η μητέρα σαν μαύρα μεσάνυχτα είναι το Αιώνιο Σκοτάδι. Κι εκείνη η κόρη που λάμπει με κόκκινο αιμάτινο σαν έκλειψη του φεγγαριού δεν είν’ άλλη από τη Γέννα»
Ιππότης Sol: (με σεβασμό) «Υποσύμβολοι της ανθρώπινης πορείας ... Σας αναγνωρίζω και σας ακολουθώ. Τι μου μεταφέρετε με αυτήν την εμφάνιση;»
Οι τρεις κεφαλές (με μια φωνή): «Οδήγησε την αντίφαση στην ενότητα, την αμφισβήτηση στην αποδοχή. Μεσολάβησε μεταξύ του πριν και του κατόπιν, γίνε εσύ ο Ιππότης της ισορροπίας»
Ο Ιππότης Sol στεκόταν κι άκουγε παραξενεμένος.
Σύντομα ο γέρος ξεκίνησε να βουίζει δυνατά.
Ευρισκόμενος για κάμποση ώρα στο έλεος του εκκωφαντικού, και ισοδύναμου με εκπομπή μελαγχολίας αμέτρητων περασμένων καλοκαιριών, καλέσματος, ο Ιππότης Sol συνειδητοποίησε ότι ετούτο συνιστούσε οπωσδήποτε μια υπερβολική δοκιμασία τόσο του ψυχικού σθένους όσο και της υπομονής του.
Καθώς το βούισμα συνεχιζόταν ακατάπαυστα, ο Ιππότης Sol δεν έβρισκε άλλον δρόμο ν’ ανοίγεται μπροστά του από εκείνον της αποδοχής, τουτέστιν προσαρμόστηκε εντάσσοντας τη φωνή του στη γλυκόπικρη κακοφωνία.
Ο γέρος αναγνώρισε την αρμονική συμβολή του Ιππότη Sol και, ως απάντηση σε αυτή τη σύγκλιση των πνευμάτων, το κάλεσμά του πήρε σταδιακά να υποχωρεί, με την Ηλιακή Φούγκα, που είχε υπερκαλυφθεί, να διακρίνεται ξανά.
Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προκρίματος του Γέροντα, ήρθε μπροστά η μητέρα σαν μαύρα μεσάνυχτα και με ένα φασματικό κλαρί έγραψε στο σκοτάδι μπροστά στα πόδια του Ιππότη Sol τη φωτεινή λέξη «Χ4ο2ος».
Κατόπιν, ήρθε μπροστά η κόρη που έλαμπε κοκκινωπή σαν έκλειψη του φεγγαριού και είπε:

«Έστω ότι: Στον Χ4ο2ο, η Σύνθεση Π1ν είναι το ξεκίνημα και η Σύνθεση Μ5ν το τέλος.[2] Το Κυκλικό Συμπλήρωμα είναι μια διαδρομή που σε οδηγεί από το Μ5ν πίσω στο Π1ν. Ποια είναι η λέξη που αντιστοιχεί στην Ενδιάμεση Στιγμή

Ο Ιππότης Sol είχε μείνει άλαλος, ανοίγοντας μονάχα τα χέρια σε έκφραση απορίας.

Φώναξε τότε ο γέρος: «Ω Ιππότη Sol, τα μυστικά της πορείας αποκρύφθηκαν σε κάποια γωνιά της παλιάς διάλεκτου. Το χώμα του χρόνου καλύπτει τα λόγια μας, αλλά αν το αφαιρέσεις με τον βαθύ νου, τότε το νόημα θα πυροδοτηθεί».
Ο Ιππότης Sol, μήπως και καταφέρει να πιάσει γραμμή, κατέφυγε στα διαθέσιμα μέσα που κατείχε. Έβαλε σε λειτουργία τον (πλήρως φορτισμένο) φωτοσυνθετικό μανδύα του κάνοντας τη σύνδεση με την περικεφαλαία του, μέσω του ειδικού καλωδίου με άγκιστρο που έφερε ο μανδύας. Έτσι, δια της ενισχυμένης πλέον (φωτοσυνθετικής) σκέψης του, αποκρίθηκε ως εξής:

«Πώς μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση στην παλιά διάλεκτο, όταν οι λέξεις έχουν θάψει τη σημασία τους κάτω από το χώμα του χρόνου;»

Ο γέρος, με ένα μυστηριώδες χαμόγελο, απάντησε: «Αν ακολουθήσεις το φως της Ψυχραιμίας, θα οδηγηθείς σε έναν δρόμο μείζονος σοφίας. Με κάθε συλλυπητήριο βήμα σου, η παλιά διάλεκτος θα ανθίζει εκ νέου και οι, σαν κόλλυβα, λέξεις της θα αναδύονται ως στιγμές, νηστίσιμες, του νοήματος.»

Παίρνοντας το χρόνο του ―κατά τι ψυχραιμότερος πλέον― ο Ιππότης Sol σκέφτηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά την παλιά, γνώριμή του γλώσσα, η Ενδιάμεση Στιγμή αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο μέσα σε μια διάρκεια, όπου το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει ισούται με αυτό που απομένει. Με άλλα λόγια, βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο (ήμισυ) της χρονικής περιόδου, χωρίζοντας τον συνολικό χρόνο σε δύο ίσα μέρη.

Άρα ―σκέφτηκε― η λέξη που αντιστοιχεί στην Ενδιάμεση Στιγμή του γρίφου δεν μπορεί παρά είναι η λέξη «Χ2ο1ος». Διότι, εάν θεωρήσουμε το Χ2ο1ο ως Ενδιάμεση Στιγμή (γ), μπορούμε να έχουμε τη ζητούμενη σχέση: γ = 0.5 * Χ4ο2ος, η οποία εκφράζει ότι ο Χ2ο1ος είναι το ήμισυ του Χ4ο2ος.

Τότε ο Ιππότης Sol απάντησε: «Η απάντηση στον γρίφο είναι η λέξη Χ2ο1ος».

Το τρικέφαλο afterimage τέθηκε αμέσως σε περιστροφή και από το περιδινούμενο, διαλυόμενο σαν καπνός φάσμα του εκτινάχτηκε φυγόκεντρα προς τον Ιππότη Sol ένα μεγάλο, στενόμακρο, λαχταριστό, διαφανοκόκκινο γλειφιτζούρι-σφυρίχτρα, το οποίο προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια του.



Ο Ιππότης Sol, ωστόσο, αντί να σκύψει και ν’ απλώσει το χέρι, στεκόταν άπραγος κοιτώντας ευθεία πέρα, με βλέμμα απαρέγκλιτης αφηρημάδας. Κατόπιν άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Κατόπιν γονάτισε κάτω και συνέχισε να κλαίει και να κλαίει και να κλαίει.

Καλέ μου Ιππότη, γιατί δεν σηκώνεις το γλειφιτζούρι σου;

Απορία, την οποία θα αποπειραθεί να λύσει με το ακόλουθο εμβριθές και γλαφυρότατο σχεδίασμά του ο ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣΤΝ:

Η έννοια της Ενδιάμεσης Στιγμής (\( Χ2ο1ος \)) που είναι το ήμισυ της μοριακής δομής (\( Χ4ο2ος \)) υποδηλώνει ένα κομβικό σημείο όπου το ον βιώνει μια ιδεατή στάση μεταξύ των αντίρροπων δυνάμεων του χρονικού πεδίου. Η διαίρεση αυτή σηματοδοτεί μια χρονική δυαδικότητα –μια στιγμή που είναι τόσο παρελθόν όσο και μέλλον. Η Ενδιάμεση Στιγμή γίνεται, έτσι, το φιλοσοφικό υπομόχλιο για έναν βαθύτατο στοχασμό του Ιππότη Sol επάνω στην (μη-)έννοια του Παρόντος, όπου ο χρόνος μοιάζει να επιταχύνει καθώς κατακρημνίζεται. Ευρισκόμενος να πενθεί το θνησιγενές παρόν της ενδιάμεσης στιγμής, η μελαγχολία του, παρόμοια με σκιά που ρίχνει ένα ουράνιο σώμα, απλώνεται σε όλη την έκταση του ενδοσκοπικού θεάτρου του. Κι εκείνος κλαίει. Κατεβασιές δακρύων, εκκινώντας από τις ξέχειλες δεξαμενές της ψυχής του, πέφτουνε στον καμπυλωτό καμβά των μαγούλων του με θλιβερή χάρη. Ο ίδιος ο αέρας που αναπνέει, κάποτε γαλήνια εισερχόμενος / εξερχόμενος, τώρα τρέμει απ’ τα μπουμπουνητά της εν εξελίξει συναισθηματικής καταιγίδας. Αναφιλητά και λυγμοί αυλακώνουν τη γκριμάτσα του σε ένα εξαίσιο κιαροσκούρο ευαλωτότητας. Στην υποτονική ατμόσφαιρα, ο θρήνος του, πεσμένου στα γόνατα πλέον, Ιππότη Sol μοιάζει με άγραφο στίχο μιας πρόζας προορισμένης να ψιθυρίζεται μονάχα στις σκιές. Τα μοριακά μοτίβα που είναι χαραγμένα στον λογισμό του δεν στέκονται ως εραλδικά σύμβολα αλλά ως κρυπτικοί ρούνοι, αφηγούμενοι το αίνιγμα του χρόνου στη γλώσσα της ευπάθειας. Στον απόηχο του θρήνου του, με μετρημένη ανάσα, ο Ιππότης Sol σφουγγίζει τα δάκρυα που κρύωσαν και στεγνώνουν επάνω του σαν αλατούχα ηχώ των λυγμών που προηγήθηκαν, σαν αναγνώριση μιας συναισθηματικής τρικυμίας που ξεπεράστηκε. Ύστερα σηκώνεται στα πόδια του στρέφοντας το βλέμμα προς την πλησιέστερη πηγή παρηγοριάς -ένα αταίριαστο κατακόκκινο γλειφιτζούρι, μια ζωηρή έκρηξη χρώματος στο θλιβερό σκηνικό, που του έγνεφε από χαμηλά σαν ιδιότροπη προσφορά.

Κι έτσι, ο Ιππότης Sol, κρατώντας το γλειφιτζούρι του, ήταν έτοιμος να εισέλθει και πάλι στη ροή της Παραλληλίας, οδεύοντας προς την επόμενη δοκιμασία που τον περίμενε. Το πώς, εξάλλου, ο ίδιος έμελλε να κομίσει προμηθεϊκά στον Ενθάδε Χρόνο τη νέα αυτή γλώσσα που του αποκαλύφθηκε, καθώς και οι συνέπειες της νέας αυτής γνώσης,[3] εκφεύγουν του αντικειμένου του παρόντος βιβλίου.

ΓΡΑΜΜΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΕΙΔΟΥΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑΣ
(Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΣΤΥΞ)

Το intro της τέταρτης γραμμής ήτανε μια υπερσυγκέντρωση αντικρουόμενων μελωδιών από πολυάριθμες τούμπες, διαδεχόμενη από μια σειρά ταραχώδεις νότες, συμβολικές ασύμφωνων ενδορρήξεων, που αναμειγνύονταν με τις θερμές, αμβλείες και δυσκίνητες παραφωνίες ενός παραφυσημένου πνευστού σαν κόρνα πλοίου κ.ο.κ.

Στη δοκιμασία αυτής της γραμμής, ο Ιππότης Sol βρέθηκε να κολυμπάει σ’ ένα οιονεί-θαλάσσιο περιβάλλον ανάμεσα στην Κουκουβάγια Στύγα[4] -μια πορτοκαλί πλαστική σημαδούρα στο σχήμα κουκουβάγιας- και σε έναν τεράστιο βράχο με μια σπηλιά σαν ορθάνοιχτο στόμα.

και σι γελάς κ’ ισ ομορφο χασμα του βραχου μαβρο[5]

Οι δυο τους αποτελούσαν έναν συμβιωτικό οργανισμό.
Αμέσως αμέσως, με το που άρχισε η δοκιμασία, ο Ιππότης Sol βρέθηκε αιφνιδιασμένος και σε δεινή θέση.
Η Κουκουβάγια μόλις τον αντίκρισε πήρε να ταλαντώνεται μπρος και πίσω επανειλημμένα.
Τα νερά φούσκωναν και άφριζαν σπρώχνοντας τον Ιππότη κοντά στον απειλητικό βράχο. Το στόμιο του οποίου άνοιγε ολοένα και περισσότερο καθώς εκείνος πάλευε ενάντια στην αδυσώπητη έλξη.
Με κάθε του προσπάθεια να αντισταθεί στην ορμή του νερού, το κύμα φαινόταν να ενισχύεται και να τον σπρώχνει με περισσότερη δύναμη.
Στα αυτιά του, ο ήχος των κυμάτων που συντρίβονταν εναλλασσόταν με μια απόκοσμη σιωπή καθώς αυτός πλησίαζε στην ανοιχτή είσοδο του βράχου.
Σπεύδοντας, δε, να αξιοποιήσει το τελευταίο κατά σειρά item που κατείχε, φύσηξε με δύναμη τη σφυρίχτρα-γλειφιτζούρι του, ο ήχος της οποίας χανότανε στο βουητό του θαλασσοδαρμένου τοπίου, χωρίς αποτέλεσμα.
Καθώς όμως ο Ιππότης Sol χαροπάλευε με ένα ορμητικότατο κύμα, μια τυχαία κίνηση έφερε την ανατροπή.
Με το κύμα να τον έχει καταπιεί και να τον στροβιλίζει πλυντηριωδώς, ένα γεμάτο απελπισία φύσημα της σφυρίχτρας του κάτω από το νερό προκάλεσε ακαριαία ένα μανιασμένο πλήθος από αντίθετα ρεύματα, ανακόπτοντας την επικίνδυνη ροή προς τον αδηφάγο βράχο. Αυτή η διακοπή άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας, επιτρέποντας στον Ιππότη Sol να ελιχθεί μακριά από τον επικείμενο κίνδυνο.
Με τον Ιππότη Sol να την έχει πλησιάσει αρκετά, η Κουκουβάγια Στύγα ενέτεινε τις προσπάθειές της με κλιμάκωση των ταλαντεύσεων. Με κάθε ταλάντωση της σημαδούρας, εκείνος φύσαγε υποθαλλασίως μια γλυκιά, μπουρμπουληθριστή νότα από το γλειφιτζούρι αναχαιτίζοντάς τη και καταφέρνοντας, τελικά, να τη φτάσει και να τη λύσει από το βυθόσκοινο που την κράταγε.
Κατόπιν, έχοντας εκτοξεύσει αυτή προς τα κει με όλη του τη δύναμη, παρακολούθησε θριαμβευτικά τη σημαδούρα να καταβροχθίζεται απ’ τον βράχο.
Από το χάσμα του οποίου, αμέσως μετά, εξήλθε μια μικρή σχεδία κατευθυνόμενη προς το μέρος του Ιππότη Sol, επί της οποίας ήταν τοποθετημένο ένα βαζάκι περιέχον άγνωστο υγρό και φέρον ταμπέλα με την επιγραφή ΝΑΥΣΙΟΛΗΠΤΡΟΝ.
Ο Ιππότης Sol, απολαμβάνοντας ξεκουραζόμενος την ηρεμία της οιονεί-θάλασσας για όσο ακόμα προλάβαινε μέχρι να μεταφερθεί στην επόμενη γραμμή της Παραλληλίας, καθόταν επί της σχεδίας και περιεργαζόταν το ανωτέρω, παράξενο τρόπαιο, όταν τον κατέλαβε μια αδυσώπητη υπογλυκαιμία, την οποία αντιμετώπισε επιτυχώς γλείφοντας μέχρι τέλους τη σωτήρια σφυρίχτρα-γλειφιτζούρι του με μεγάλη ευχαρίστηση.
Την ευχαρίστησή του διαδέχθηκε, ωστόσο, μια απρόσμενη ανησυχία, όταν -γρήγορα- αντελήφθη μια μυστήρια αίσθηση, σαν μυρμήγκιασμα, στο σαγόνι του και μια περίεργη χαλαρότητα στην περιοχή.
Με δάχτυλα όλο δισταγμό εξερεύνησε το στόμα του ανακαλύπτοντας την ανησυχητική αλήθεια. Τα δόντια του, κάποτε σταθεροί φύλακες των βλεννογόνων εκτάσεων της επικράτειάς τους, τώρα ταλαντεύονταν επισφαλώς.
Ενόσω η μεταλλική γεύση του αίματος κάλυπτε τάχιστα κάθε ίχνος της ζαχαρώδους ευφροσύνης που προηγήθηκε, ένα-ένα τα δόντια του άρχισαν να πέφτουν.
Ενόσω εξερευνούσε με περισσή στεναχώρια τα κενά που άφησαν τα πεσμένα του δόντια, ο Ιππότης Sol μεταφέρθηκε στην πέμπτη και τελευταία γραμμή της Στυγοειδούς Παραλληλίας.

ΓΡΑΜΜΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΕΙΔΟΥΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑΣ
(ΤΡΟΦΑΛΙΣ)


Στο εναρκτήριο ηχητικό περιβάλλον της τελευταίας γραμμής, τα αιγυπτιακά διπλοκλαρινέτα συμπλέκονταν σε αιθέρια τριβή ως πνευστή ακτινοβολία σιδηρόκοκκων. Οι τίμπιες αναδείκνυαν τον παραβολικό χαρακτήρα τους σαν πνευματικό σταθμό, ενώ το μεγάλο κέρας και το μικρό κέρας αναμειγνύονταν ως αέριο, supra-αρμονικό κονίαμα σε γαργαντουική μπετονιέρα κ.ο.κ.
Στο τοπίο όπου στεκόταν τώρα ο Ιππότης Sol, ένα πικάντικο άρωμα του γέμισε αμέσως τα ρουθούνια. Ένα άρωμα που έθεσε τον οργανισμό του σε κατάσταση συναγερμού προτού καν μπορέσει να αντιληφθεί την πηγή, με το στομάχι του να συσπάται σε ένδειξη εντονότατης διαμαρτυρίας.

Σε κάτι ανάλογο με το Νησί του Τυριού, όπως το περιέγραφε ο Λουκιανός στην Αληθινή Ιστορία

ἦν δὲ ἡ νῆσος τυρὸς μέγιστος συμπεπηγώς … σταδίων εἴκοσι πέντε τὸ περίμετρον,

ενώπιον του Ιππότη Sol ξανοιγότανε μια απέραντη έκταση καμωμένη από το κατ’ εξοχήν βρώσιμο πράγμα που [ο υποφαινόμενος συγγραφέας, ο οποίος τον ενσαρκώνει] ισοβίως σιχαινότανε μέχρι ναυτίας.

Το ―άλλοτε ολόλευκο, άλλοτε υποκίτρινο, άλλοτε κατακίτρινο― έδαφος διέκοπταν κατά τόπους η χνουδένια βλάστηση της μούχλας και λιμνούλες λαμπρότατης άλμης.

Δίχως να χάσει χρόνο, έβγαλε από την τσέπη το φιαλίδιο με το ναυσιόληπτρο, ένα παρασκεύασμα που -ετυμολογικά τουλάχιστον- φέρεται να καταπνίγει τις ναυτίες. Το ξεβίδωσε -απελευθερώνοντας προς στιγμήν ένα παρηγορητικό, αχνό, γλυκό άρωμα- και, σηκώνοντάς το στα χείλη, το κατέβασε ολόκληρο. Το υγρό βούρτσισε αφρίζοντας τη γλώσσα του με μια εκπληκτική δροσιά. Κατόπιν, ο Ιππότης Sol έκατσε κάτω οκλαδόν, κρατώντας τη μύτη του με τα δυο χέρια, περιμένοντας τη δράση του ελιξιρίου.
Όμως τίποτα δεν συνέβαινε και όταν πέρασε κάμποση ώρα, απογοητευμένος και αποκαμωμένος από τη σιχασιά, σηκώθηκε.
Στην εσωτερική μάχη που εκτυλισσόταν ανάμεσα στο καθήκον και τη συντριπτική αποστροφή, η αποφασιστικότητα του Ιππότη Sol, παρότι καμφθείσα εκ των πραγμάτων, ακόμα τρεμόπαιζε ως καθοδηγητικό φως. Κι εκείνος την ακολουθούσε διασχίζοντας την έκταση της Τροφαλίδας, κόντρα στην αηδία που τον συνέτριβε με κάθε βήμα, σε μια επίδειξη ανδρείας πολύ πέρα από τη σφαίρα του φυσικού και του ευλόγου, την οποία φρόντισε να απαθανατίσει με ένα σχετικό επικό σχεδίασμά του ο Επιτραπέζιος ΠοιητήςΤΝ

______________

Νησί τυριού, επισκέπτης σιχαστικός.
Ενώ περιπλανιέται επί της αβέβαιης γης,
Ενόχλησης η μυρωδιά, θόρυβος μες στην ψυχή,
Θελήσεις αντίθετες πολεμών, σύγκρουση ασταθής.
«Πρέπει ν' αντέξω, προσκαλεί η αποστολή.
Πλην η μυρωδιά ανυπόφορος, παράλυσις αναπόφευκτη»
Κάθε βήμα επί του τυριού, ευεξίας μνημόσυνο,
«Πώς γίνεται ν' ανήκει αυτό το νησί στην αντιπάθειά μου;»
Η ένταση αυτή τον σφυρηλάτησε
Εντός του ταλαντώθηκε ψυχή αντιφατική.
«Δεν μπορώ να υποκύψω, πρέπει να αντέξω,
Πρέπει ν' αντισταθώ, το σκοπό να ολοκληρώσω»
Στης διαμάχης αυτής εφάνη, στο βάθος, η απόφαση,
Η διακριτική αγάπη για το καθήκον οδήγησε,
Μες στην ανατριχίλα ετούτη, σε στοχαστική λάμψη.




Κολάζ του Δημήτρη Καλοκύρη για την εικονογράφηση της Αληθινής Ιστορίας του Λουκιανού, νέα έκδ. Αίολος 2006

Φτάνοντας, κακήν κακώς, ο Ιππότης Sol στην άκρη του τυρένιου τόπου, πάνω σε ένα κομμένο κεφάλι τυριού που υψωνόταν εκεί σαν κάθετος τρυπητός βράχος, ήταν ένα είδος αρχαιοελληνικού ναού με κίονες, αέτωμα κ.λπ.
Ο Ιππότης Sol σκαρφάλωσε χρησιμοποιώντας τις τρύπες της απότομης τυροπλαγιάς, με την ανάγλυφη στο πρόσωπό του ένδειξη δυσαρέσκειας να εντείνεται, τουλάχιστον διπλασιαζόμενη, λόγω του σουφρωμένου από έλλειψη δοντιών στόματός του. Κατόπιν, εισήλθε στο ναό -κρατώντας με το ένα χέρι το στομάχι, που από μέσα κριτσίναγε γκρακ γκρουκ, και με το άλλο τη μύτη του- όπου τον υποδέχθηκε, με την παράξενη μορφή του, ο φύλακας της Τροφαλίδας Δεντάριος ο Πρόπολος.

[ Παραθέτοντας εδώ μια σύντομη, αλλά ακριβέστατη, μεταφυσική περιγραφή του Δεντάριου Πρόπολου από τον Επιτραπέζιο ΠοιητήΤΝ - Η απαράμιλλα ωοειδής κεφαλή του ήταν ένα ύψιστο δείγμα τυρικής αυγολογίας. Τα μάτια του, χωρίς να είναι μάτια στη συνηθισμένη έννοια, ήσανε πεντακάθαρα τυροπρίσματα, αντανακλώντας το φως του τυριού σαν μέσα από μυριάδες τυρικά κρύσταλλα, ενώ η φωνή του θα αναδεικνύετο ως ένας συναρπαστικός τυροσοφικός ψίθυρος. Η στρογγυλεμένη γεωμετρία του σώματός του διαπνεόταν από μια αυγουλαρχία φωτεινών γραμμών και τα χέρια του κινούνταν σαν τυροκυμάτινες καμπύλες. ]

Ο οποίος του απευθύνθηκε με τα ακόλουθα λόγια.

«Ω Ιππότη Sol, πες μου, πώς αντέχεις τη γαστρονομική αλήθεια που σε περιβάλλει; Πώς αντιμετωπίζεις τον εμετό σου, όταν ο τυρένιος κόσμος ανοίγεται μπροστά σου; Στην έκταση της τυρικής σου αηδίας, νιώθεις να συγκροτείται η αίσθηση ενός δυσανεκτικού Απείρου;»

Ενόσω άκουγε αυτά ο Ιππότης Sol έφτασε στο πιο μακρινό σημείο των αντοχών του. Ένα άγριο ρέψιμο άνοιξε το άδοντο στόμα του και από μέσα ξεχύθηκε ένας οριζόντιος εμεσικός πίδακας που κάλυπτε και κάλυπτε τον Δεντάριο Πρόπολο με μια όξινη -ένεκα γαστρικών υγρών- εκδοχή του γλυκόπιοτου ναυσιόληπτρου που είχε πρότερα καταναλώσει, με το υγρό να αφρίζει επάνω του και να τον καίει. Ο Δεντάριος Πρόπολος έπαιρνε μορφή κολλωδών νημάτων, σαν λιωμένο τυρί ανάμεσα σε δυο φέτες ανοιγμένου τοστ, μέχρι που έλιωσε τελείως, αφήνοντας στο έδαφος μονάχα την υπερβολική μασέλα του, ένα υψηλότατο δείγμα οδοντοτεχνίας by any standard.

ΣΤΟΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΧΡΟΝΟ – ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟΥ ΠΕΤΕΙΝΟΥ

Έχοντας διαβεί επιτυχώς τη Στυγοειδή Παραλληλία, και με τη μουσική της Ηλιακής Φούγκας να έχει πλέον παύσει, ο Ιππότης Sol βρέθηκε εντός βρωμερού κοτετσιού, όπου, σε μιαν άκρη, ο αθάνατος, χρυσός (επιχρυσωμένος), ακροτελεύτιος κόκορας στεκότανε βασιλικά επάνω στο κρανίο του Εθνικού Ποιητή, με το βαθυκόκκινο σάρκινο στέμμα του, το ράμφος του σαν από γυαλιστερό κεχριμπάρι και τα μάτια του -δυο παρατηρητικότατες σφαίρες σε διακοπτόμενη περιπολία- από ιριδίζον σερουλεάν, ένα χρώμα που μονάχα στην επικράτεια του Απέναντι Χρόνου συναντάται.
Καθώς ο Ιππότης Sol, σκυφτός, περιηγείτο προσεκτικά μέσα στο περιφραγμένο πεζοπτηνοπεριττωματικό πεδίο, ο κόκορας είχε το αυστηρό του βλέμμα καρφωμένο επάνω του. Ο δε Ιππότης Sol, φτάνοντας ενώπιόν του, ανταπέδωσε με ένα χαμόγελο που φανέρωνε το μεγαλείο της νέας, παράλογα ευμεγέθους οδοντοστοιχίας που φορούσε.
Κάπου σε ένα σημείο του κοτετσιού ήταν πεσμένο ένα φθαρμένο γάντι από χοντρό ύφασμα. Επρόκειτο για το γάντι με το οποίο ο Διονύσιος Σολωμός μετέφερε εδώ εν έτει 1828 τον κόκορα, για να προφυλαχθεί ο ίδιος από τσιμπιές και γρατζουνίσματα. Ο κόκορας πήδηξε από το κρανίο και κατευθύνθηκε προς το πεσμένο γάντι. Το οποίο έπιασε με το ράμφος του από την πλευρά των δαχτύλων σηκώνοντάς το και από μέσα χύθηκε, σαν από πουγκί, ένας σωρός από κουκούτσια ελιάς. Ο πετεινός έσκυψε και άρχισε να τα τσιμπολογάει, γυρνώντας όλο και κοιτάζοντας τον Ιππότη προτού και πάλι ξανασκύψει. Ο Ιππότης Sol ένευσε ότι κατάλαβε την πρόκληση και ο κόκορας πήρε πάλι κατεύθυνση προς το κρανίο, απ’ όπου, σκαρφαλωμένος και σε κατάσταση σιωπηλής έγκρισης, θα παρακολουθούσε την άκρως ικανοποιητική προσπάθεια του ιππότη.
Αυτός, ως ο ιδανικός μασητής που ήταν, άρπαξε με τη χούφτα του τους πυρήνες της ελιάς και τους έχωσε στο στόμα όλους μαζί ξεκινώντας ένα σπουδαίο έργο μάσησης. Ο δε κριτής του παρατηρούσε με ένα διακριτικό χτύπημα των φτερών πού-και-πού, καθώς ένα νέο είδος -μασητικής- ανδρείας κόμιζε φρέσκο αέρα στην ιστορία του ιπποτισμού.
Μόλις ο Ιππότης Sol άλεσε εξ ολοκλήρου τα κουκούτσια με το οδοντικό του λιοτρίβι, το θριαμβευτικό κακάρισμα του πετεινού αντήχησε στις κοιλότητες του κρανίου.
Που, λειτουργώντας ως αντηχείο, έκανε τον οξύ-ήχο/κλειδί να διανύσει όλη την απόσταση μεταξύ του Απέναντι και του Ενθάδε Χρόνου ξεκλειδώνοντας από μέσα τον καθρέφτη και ανοίγοντας έτσι την πύλη ανάκτησης του χρυσού πετεινού, ο οποίος έστεκε ήδη -σε θέση επιβάτη- επάνω στο ταλαιπωρημένο απ’ τους αιώνες γάντι που έντυνε το δεξί χέρι του επιστρέφοντος Ιππότη Sol.

Ε  Π  Ι  Λ  Ο  Γ  Ο  Σ


Στο λυκόφως της ζωής του τελευταίου πετεινού, ιδού ο αναπάντεχος αντικαταστάτης του -ο ακροτελεύτιος πετεινός. Στο Ινστιτούτο Διάσωσης Κόσμου -«Διατήρησης» από τούδε και στο εξής- οι παρευρισκόμενοι (με κιάλια), και η οικουμένη (σε ζωντανή μετάδοση), παρακολουθούν με συγκίνηση την αλλαγή σκυτάλης. Καθώς οι Φροντιστές αφαιρούν, αγκαλιάζουν και αποχαιρετούν τον απερχόμενο γεροκόκορα και προσωρινό σωτήρα του κόσμου, ο Πουλλουλάριος τοποθετεί, απαλά απαλά, στον γυάλινο θάλαμο του Αλεκτορικού Ενισχυτή ―9.000 μ. υψόμετρο― το χρυσό, αθάνατο πετεινάρι του Διονύση Ήλιου.



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: