Η αλετροπόδα

Elihu Vedder: «Οι Πλειάδες», 1885. MET
Elihu Vedder: «Οι Πλειάδες», 1885. MET




Ήταν βράδυ, στη γνωστή λεωφόρο που συνδέει τη θάλασσα με τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Θα σας περιέγραφα αυτό το βράδυ, αν ένας άσπονδος φίλος δεν με απογοήτευε, λέγοντάς μου ότι απέχω πολύ από τις περιγραφές του αξιότιμου κυρίου Φλομπέρ. Πού τον θυμήθηκε ο χριστιανός!
Για να τον κάνω να θυμώσει όμως ―έχω κι εγώ τις μεθόδους μου― θα πω δυο λόγια για αυτό το βράδυ, που θα παραπέμψουν αυτόν και τους απανταχού ομόφρονές του, ακόμα πιο πίσω κι απ' τον αείμνηστο και αξιαγάπητο αυτόν Γάλλο κύριο.
Ήταν λοιπόν, τόσο βράδυ, ώστε η «αλετροπόδα» βρισκόταν ήδη κρεμασμένη πάνω από τις ταράτσες και τις καμινάδες των πολυκατοικιών. Η φωταγωγημενη Λεωφόρος έσφυζε από ζωή, στην άσφαλτο εννοείται, γιατί οι Αθηναίοι είναι συνήθως εποχούμενοι, μέσα στο αυτοκίνητο περνούν τις περισσότερες ώρες της μέρας και της νύχτας τους, γλυκιά ζωή, δηλαδή! Την αξιοπρέπεια του «σπεύδε βραδέως» ή του κανονικού βαδίσματος, δεν την γνωρίζει κανείς εδώ. Έχει καταντήσει σπάνιο φαινόμενο, να στέκεται κάποιος στα δυο του πόδια και να περπατά σαν άνθρωπος κι όχι σαν αγρίμι που το κυνηγάνε άλλα άγρια θηρία.
Στο φαρδύ πεζοδρόμιο βάδιζαν ελάχιστοι άνθρωποι, μαζί με αυτούς κι εγώ. Το επεισόδιο δε, που εξελίχθηκε μπρος στα μάτια μου και το διηγούμαι τώρα, ήταν σύντομο, πλην όμως σημαντικότατο.
Περπατούσα λοιπόν προς τους στύλους ανεβαίνοντας τη Συγγρού. Οι δύο γυναίκες ερχόταν αντίθετα, προς τα κάτω. Άγνωστες μεταξύ τους, κάθε κυρία με τον δικό της χαρακτηριστικό τύπο. Η μία, ψηλή ωραιότατη, ντυμένη με γυαλιστερό επίσημο ένδυμα. Το φωτοστέφανο της εξωτερικότητας έλαμπε γύρω από την εξτρεμιστικά βαμμένη κόμη της. Κάτι που αναμφίβολα τρελαίνει τους πάντες, αυτή η εξωτερική γοητεία, που μπορεί να υπάρχει και να βασιλεύει μόνη και ασφαλής, σαν να ΄ναι αιώνια, ακόμα και χωρίς κανένα εσωτερικό έρεισμα πολλές φορές.
Η άλλη, μετρίου αναστήματος, με ντύσιμο κάπως παρωχημένο, που μαρτυρούσε ωστόσο, την παλαιόθεν απελευθερωμένη γυναίκα, από τότε δηλαδή που η Κοκό Σανέλ έδωσε το σύνθημα. Η κυρία αυτή είχε κάτι στην έκφραση του προσώπου της, που δήλωνε λεπτότητα στους τρόπους και τη συμπεριφορά για να μην πω και μόρφωση ίσως ανωτάτου επιπέδου.

Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας πολύ αδύνατος νεαρός, που με προσπέρασε βιαστικά βαδίζοντας σαν σίφουνας. Κινδύνευε έτσι που πήγαινε σαν βολίδα να πέσει πάνω στην ωραιότατη. Εντελώς αναπάντεχα όμως πλησιάζοντάς την με ένα αριστοτεχνικό σαλτάρισμα αρπάζει την τσάντα της άλλης κυρίας του... Χάρβαρντ. Η κυρία με το φωτοστέφανο της εξωτερικότητας όμως, καθώς φαίνεται, είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην Ανατολή και τις πολεμικές της τέχνες. Αστραπιαία, πριν προλάβει να κάνει δύο βήματα ο νεαρός και το βάλει για τα καλά στα πόδια, απλώνει το μακρύ και σιδερένιο ―κατά τα φαινόμενα― χέρι της και με κοφτερή την παλάμη, του αστράφτει ένα «απ-τσουμούν», ένα «front fist» κατά πρόσωπο. Πριν όμως συνέλθει αυτός ο αδίστακτος τσαντάκιας, εντελώς αναπάντεχα αυτή εκτινάσσει και το ατελείωτο πόδι της, το επενδυμένο με γυαλιστερό λαχανί σατέν, που κατέληγε πολυτελώς σε σινιέ γόβα του ίδιου χρώματος Νο 43 με εξόχως προεξέχουσα τη μύτη και τακούνι στιλέτο και του φέρνει κατάστηθα με όλα αυτά τα αξεσουάρ ένα «απ-τσίκι», ένα «front kick», δηλαδή και τον ξαπλώνει κάτω ανεπιστρεπτί!
Του προξένησε τέτοιο νοκ άουτ, που σοκαρισμένη καθώς ήμουν, αυθόρμητα φαντάστηκα την αλετροπόδα, με όλα της τα αστέρια να κάνει κύκλους τρελούς πολύ χαμηλά, μόλις λίγο πάνω από τη μύτη του νεαρού.
Η κυρία του Χάρβαρντ έσκυψε και απαλά, φοβούμενη μήπως βλάψει περισσότερο τον ήδη βλαμμένο κακοποιό, πήρε την τσάντα της. Ύστερα πλησίασε τη γυναίκα με το σατέν και αφού την ευχαρίστησε ευγενικά, τη ρώτησε κάπως χαμηλόφωνα και με μασημένα τα λόγια της: μήπως θα μπορούσε, τάχα κι αυτή, η αδαής να μάθει αυτά τα «κόλπα»; Πριν καλά καλά τελειώσει τη φράση της όμως, η άλλη, διαόλου κάλτσα, της απάντησε με έκφραση προσώπου και σώματος αδιαφιλονίκητα «μάγκικη».

«Εσύ μαντάμ, δεν είσαι για τέτοια, μόνο ένας φουσκωτός θα σε σώσει!»

Αυτή αξιοπρεπής, έδειξε ότι εννόησε, αλλά καθώς απομακρυνόταν δισταχτικά φάνηκε να αναρωτιέται· διότι, τι διάβολο, γνώριζε πολύ καλά το επίθετο φουσκωτός και τι κατά περίπτωση προσδιόριζε ―από μανίκι έως και σκάφος θαλάσσης― τι σόι όμως φουσκωτός θα ήταν αυτός που θα την προστάτευε, δεν το καταλάβαινε καθόλου.
Άρχισε ωστόσο να ηρεμεί, φαινόταν αυτό στο βάδισμα της το σταθερό και το ισορροπημένο. Ίσως, επειδή η εμπλοκή κατά έναν μαγικό τρόπο, σέρνει μαζί της πολλές φορές και την απεμπλοκή. Επάνω εκεί, έκανα εγώ ένα σωρό υποθέσεις για λογαριασμό της: Μπορεί στο σπίτι να την καρτερούσε ο προσωπικός της γκουρού για γιόγκα η άλλου είδους διαλογισμό. Να υπολόγιζε για ηρεμία σε κανένα βιβλίο κατευναστικό, στην «ευλογία της γης» επί παραδείγματι, όπου η διήγηση κελαρύζει σαν ρυάκι κάτω από φλαμουριές και αιωνόβια πλατάνια. Ίσως να είχε αφήσει για τέτοιες ειδικά περιστάσεις στην άκρη, τίποτα ασκήσεις δύσκολες μαθηματικές όπου πασχίζοντας για τη λύση τους να έφερνε πάλι πίσω τις σκέψεις της στα συνηθισμένα. Αν με ρωτούσε πάντως, θα της πρότεινα, να ακούσει εκείνη ακριβώς την ώρα το Ντιβερτιμέντο του Μπέλα Μπάρτοκ για έγχορδα, ειδικά δε να προσέξει το δεύτερο μέρος του. Η πείρα μου είχε διδάξει πως παραμένοντας σε αυτή την τοποθεσία της μουσικής, ώσπου να τελειώσουν τα μέτρα της, οι νευρώνες σου γίνονται λάστιχα, που τεντώνονται και χαλαρώνουν που τεντώνονται και χαλαρώνουν ακατάπαυστα κι όπως είναι φυσικό, άλλες έννοιες και παρατράγουδα εκεί δεν χωρούν. «Βάλε τώρα με το νου σου», θα της έλεγα, «πως πριν καλά καλά τελειώσει, θα τα 'χεις ξεχάσει όλα». Είχε ήδη απομακρυνθεί αρκετά όμως και πριν στρίψει στην οδό του Βούρβαχη πρόσεξα πως έριξε ίσα ίσα μια ματιά πίσω της.
Η ωραιότατη τώρα, αφού μου έσκασε ένα βιαστικό χαμόγελο γεμάτο νικηφόρα λαμπρότητα, αποχώρησε κι αυτή ξεκάθαρη και σταράτη, ένα πλάσμα χαρά Θεού, άνευ χειροκροτημάτων και επευφημιών που της άξιζαν στο κάτω κάτω.
Όσο να ΄ναι, όλη αυτή η υπόθεση με έκανε άνω κάτω· στις σκέψεις μου όμως, ειλικρινά, δεν είχε καθόλου θέση ο νεαρός, που προσπαθούσε τώρα να σηκωθεί και να συνέλθει από το στραπατσάρισμα της εμφάνισης και του γοήτρου. Καταπονημένη από το σοκ κάθισα στο περβάζι μιας βιτρίνας ενός καταστήματος «rent a car», σε αυτή την περίφημη στάση, όπως ακριβώς το γλυπτό του Ροντέν, και συλλογίστηκα:

Τέλος πάντων, αυτή τη ζωή πως πρέπει να τη ζει κανείς, διαλογιζόμενος η αμυνόμενος: Ιδού η απορία!




ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Αλετροπόδα, ή αλετροπόδης: οι Πλειάδες. Η αναφορά στο διήγημα είναι για τον Σαίξπηρ όπου ονομάζει την Πούλια στον Ερρίκο Δ' (από το σχήμα του αστερισμού ), αλετροπόδα. Οι Πλειάδες είναι σμήνος αστέρων, σε νηπιακή ηλικία, στον αυχένα του Ταύρου. Μόνο έξη διακρίνονται με γυμνό μάτι. (Γ. Γραμματικάκης, Η κόμη της Βερενίκης.) Στη μυθολογία είναι κόρες του Άτλαντος και της Πλειόνης: Ταϋγέτη, Ηλέκτρα, Αλκυόνη, Αστερόπη, Κελαινώ, Μαία, Μερόπη.
Ο Σέξπηρ περιγράφει τις Πλειάδες ως τους «επτά αστέρες» ενώ τον 19ο αιώνα ο λόρδος Βύρων αναφέρεται σε ένα του ποίημα στη χαμένη Πλειάδα που δεν φαίνεται πια, κι εννοεί την Μερόπη. Το νεαρό αστέρι, δείγμα ασταθούς συμπεριφοράς, είχε προφανώς εξαφανιστεί ενάμιση αιώνα πριν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: