―Mε εισαγγελική στην κλινική ―Όταν την παίρνουν απ’ το σπίτι της γυμνή ―Μέσα σε λίμνη από βρόμα και σκουπίδια ―Είχε την πλάτη γυρισμένη στη ζωή ―Όταν πεθαίνουν οι γονείς της σε ένα μήνα ―Πιότερο η μάνα ―Της κοστίζει στην ψυχή ―Σαν να τη δάγκωσε του πόνου ο καρχαρίας ―Απ’ το δωμάτιο δεν βγαίνει μια στιγμή ―Για προαυλισμό ή τη θλιβερή ψυχαγωγία ―Στην τραπεζαρία για πρωινό και για φαΐ ―Ούτε που μίλαγε ποτέ της με κανέναν ―Και στο διάδρομο με βήματα κοφτά ―Και με τα μάτια απλανή ―Σκοτεινιασμένα ―Θα κάνει βόλτα πάνω κάτω ―Και θαρρείς ―Πως κάπου μίλαγε ―Γιατί άκουγες κουβέντα ―Στο επισκεπτήριο ερχόταν αδερφός ―Που περπατούσε στο διάδρομο μαζί της ―Και που τη χτένιζε με χέρια τρυφερά ―Να ξαναμοιάσει με ένα όμορφο κορίτσι ―Κάποια φορά ―Που περπατούσαμε μαζί ―Με ξεχασμένο αυτόν που μίλαγε στην κρίση ―Μου ’πε πώς φύγαν’ σε ένα μήνα οι γονείς ―Ο ένας προδόθηκε από την άτιμη αρρώστια ―Κι η μάνα άντεξε ένα μήνα χωριστά ―Κι όταν κηδεύτηκε ―Βαρύς ήταν χειμώνας ― «Χιόνιζε τόσο που τα δάκρυα παγωμένα ―Όλα κατάλευκα κι αθώα χιονισμένα» ―Κι εγώ της είπα ας μην πιστεύω στο Θεό ―«Η προγιαγιά μου η σοφή ―Μικρασιάτισσα που φώναζαν ‘‘Καλέκα’’ ―Δηλαδή ‘‘Καλή μου’’ απ’ την ομορφιά της στην ψυχή ―Όταν κηδεύτηκε και χιόνιζε ο κόσμος ―Είπανε κάποιοι σαν να λέγαν προσευχή ―Όσοι κηδεύονται κι ο κόσμος ρίχνει χιόνι ―Σημαίνουν άνθρωποι που υπήρξανε στη γη ―Αγγελικοί ―Και έτσι ο Θεός το ξεπληρώνει» ―Μου χαμογέλασε και ύστερα απ’ αυτό ―Όποτε ήθελε να κάνουμε μαζί ―Στο διάδρομό της ―Μία βόλτα ―Μου ’λεγε ―«Έλα ―Χιονίζει σήμερα πολύ ―Όλα είν’ κατάλευκα και αθώα ―Χιονισμένα»―