1960 (Σινε-σονέτα με ουρά)

1960 (Σινε-σονέτα με ουρά)

Η κάμερα ζητά την ανεξαρτησία της.

ΖΑΝ ΛIΚ ΓΚΟΝΤΑΡ



7/3΄ * (Άλφρεντ Χίτσκοκ: Ψυχώ)

Ποτέ δεν σ’ άφησα, ποτέ, μητέρα,
σαν να ’μασταν οι δυο μας ένα σώμα·
σαν να ’βγαινε η φωνή σου νύχτα μέρα,
να ’βγαινε, λες, απ’ το δικό μου στόμα.

Ποτέ, ποτέ δεν σ’ άφησα, μητέρα,
εσένα νοιάζομαι – και τώρα ακόμα,
που σιωπηλά γλιστράς ως τη μπανιέρα
και το νερό της ξάφνου αλλάζει χρώμα,

και τώρα ακόμα, που πια σε καρφώνει
της κάμεράς του το γυαλένιο μάτι,
δες τους λεκέδες… τη γυμνή της πλάτη…

Και το νερό να τρέχει στο σιφόνι,
κι εσύ να φεύγεις σαν τον υπνοβάτη
– ω Νόρμαν, ξύπνα, ζεις μιαν αυταπάτη·

ω γιε μου, λες πώς μια γυναίκα μόνη…
λες πώς εγώ το σκέφτηκα… πώς πήγα…
εγώ, που δεν θα πείραζα ούτε μύγα;


*Η σκηνή του φόνου στο μπάνιο (διάρκειας 3 λεπτών) απαίτησε 7 ημέρες γυρισμάτων


1η ( Ζαν-Λικ Γκοντάρ: Με κομμένη την ανάσα )

Ο Λάζλο μ’ ένα αμάξι πάει στην πόλη,
εκεί στους δρόμους να σε βρει και πάλι·
μ’ ένα κλεμμένο αμάξι, ένα μπιστόλι…
Πώς τράβηξε στ’ αλήθεια τη σκανδάλη;

Ο Λάζλο ζει την κάθε μέρα σκόλη,
τη ζει σαν μιαν απέλπιδα σπατάλη·
ο Λάζλο που Μισέλ τον ξέρουν όλοι,
θέλει να φύγετε κι όπου σας βγάλει,

για να ’σαι πάλι… κάτι απ’ τη στιγμή του,
που ποταμίζει δίχως να λιμνάζει
– πες του λοιπόν αν θες να πας μαζί του.

(Ένα νουάρ Παρίσι σαν ατλάζι,
σας κρύβει τάχα με κάθε πτυχή του,
μόν’ ο φακός ως τη στερνή σκηνή του

σας εντοπίζει κι αυτοσχεδιάζει:
μ’ αυτόν, που να ξεφύγει δοκιμάζει,
κι εσένα, που δεν έφυγες μαζί του.)

Ο Λάζλο πια κουράστηκε, νυστάζει·
τ’ ανάβλεμμά του δείχνει εσένα μόνο,
έτσι όπως ξαπλωμένος σε κοιτάζει

από την άσφαλτο και σου μορφάζει,
σαν έτοιμος για μια φυγή στο χρόνο,
χωρίς ανάσα και με δίχως πόνο.


7 ½ (Φεντερίκο Φελίνι: Γλυκιά ζωή)

Εσύ, λοιπόν, ή νύχτα και μια πόλη,
κι έπονται διάφοροι δεύτεροι ρόλοι:
ενός αυτόχειρα, μιας Παναγίας
και μιας ξανθιάς, σταρ της μυσταγωγίας·

μαζί τους έκπτωτοι κι ονειροπόλοι,
η πόλη κιβωτός κι εντός της όλοι·
σαν επτά νύχτες μιας δημιουργίας,
μιας εποχής καινής και βαλπουργείας

– μιας λαιμαργίας, Μαρτσέλο, δίχως γεύσεις
και πλήξης που σου φέρνουν τούτοι οι δρόμοι,
Μαρτσέλο-Τζεπ, στη νύχτα και στη Ρώμη·

πες, πόσο ακόμη, πώς ν’ απομαγεύσεις
χαμόγελα, κορμιά και συνειδήσεις·
όλα είν’ εικόνες, είδωλα κι ειδήσεις.

Κι αν απ’ το φιλμ αυτό θα δραπετεύσεις,
κι αν μ’ άλλο σκηνοθέτη συμβαδίσεις,
όλα είν’ εικόνες, είδωλα κι ειδήσεις.

Εσύ κι εκείνη πια, κι η νύχτα ρέβει
μες στα νερά της Φοντάνας ντι Τρέβι·

εσύ κι εκείνη πια, και ξημερώνει…
μόνοι στο φως, στο τίποτα πιο μόνοι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: